Τρίτη 3 Απριλίου 2018

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ ΜΕ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ - ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ


ΜΕΓΑΛΗ  ΤΡΙΤΗ  ΜΕ  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ  ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ  ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ

     Ευτυχώς πρόλαβα! Και μαθητής και καθηγητής στα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα» λαμπρά γραπτά του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του από τους κορυφαίους λογοτέχνες μας Σκιαθίτη «κοσμοκαλόγερου ή αγίου των ελληνικών γραμμάτων». Τα οποία από ετών πολλών έσπευσε να εκβάλει από τα νεώτερα σχολικά εγχειρίδια η ένθεν κακείθεν, δήθεν προοδευτική επέλαση. Γιατί ήταν τάχα μου … «ακατάληπτα», από τη νέα γενιά, θύμα της με ευθύνη, ποιων άλλων, παρά αυτών, γλωσσικής πενίας της.
    Τα αφήνω όμως αυτά και έρχομαι στη, «Μ. Τρίτη με Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Δίνω, δηλαδή, κάποια αποσπάσματα επίκαιρων δοκιμών του με τον τίτλο «η Εβδομάς των Αγίων Παθών» δημοσιευμένα στην εφημερίδα, «Εφημερίς» των Αθηνών από το 1877 και εξής. Συγκεκριμένα το έτος αυτό για την Εσπερινή Ακολουθία της Μ. Τρίτης, που είναι ο Όρθρος-πρωινή Ακολουθία-της Μ. Τετάρτης και έχει ως θέμα τη συγχώρεση της πόρνης από το Χριστό, την υποκριτική διαμαρτυρία του Ιούδα για το αντίτιμο του πολύτιμου μύρου, που μπορούσε να δοθεί στους φτωχούς, γράφει.

      «Εν συνόλω αριστουργήματα είναι τα ψαλλόμενα κατά την Εσπέραν ταύτην τροπάρια, αναφερόμενα εις την πράξιν της αμαρτωλού γυναικός και εις την προδοσίαν του Ιούδα. Εξέχουσι δε προπάντων τα εν τοις «Αίνοις» ψαλλόμενα εις τρυφερότατον ήχον, και τούτων πάλιν υπερέχει δια την ιστορικήν του μάλιστα αξίαν το διάσημον της Κασσιανής Δοξαστικόν τροπάριον, γνωστόν τοις πάσιν, το εξής, όπερ ψάλλεται αργώς και μετά μέλους εις τον σοβαρώτερον των ήχων, τον πλάγιον Τέταρτον: «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή …».
     Το μεγαλοπρεπές τούτο τροπάριον είναι ποίημα Κασσιανής ή Κασίας ή Εικασίας. Αύτη ήτο κατά τον Ζωναράν «παρθένος τω είδει-ομορφιά- καλή, και των λοιπών υπερφέρουσα-ανώτερη-. και λόγοις ομιλούσα, και το γένος επίσημος». Ο αυτοκτράτωρ Θεόφιλος θελήσας τότε να νυμφευθή, συνήθροισεν πολλαχόθεν τας ωραιοτέρας παρθένους του Βυζαντινού κράτους, όπως μεταξύ αυτών επιλέξη την μέλλουσαν βασίλισσαν. Μία τούτων ήτο και η κόρη Κασσιανή, θάλλουσα δια του κάλλους αυτής, να περικοσμήση την βυζαντινή αυλήν. Ο αυτοκράτωρ φαιδρός είπερ ποτέ, εκράτει μήλον εν χερσίν και περιήρχετο τας τάξεις των παρθένων αναζητών την ωραιοτέραν. Ήσαν εκεί ποικίλαι ωραιότητες, οφθαλμοί μαύροι και οφθαλμοί γαλανοί, ξανθαί και κασταναί παρθένοι, τινές δε μαύρους ως τα πτερά του κόρακος έχουσαι τους βοστρίχους.
     Ο αυτοκράτωρ φθάσας προ της Κασσιανής εσταμάτησεν ως δεσμευθείς εκ της εξαισίου ωραιότητος της δειλής κόρης. Και είπεν έκθαμβος. «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα». Δηλαδή, « Εκ γυναικός προήλθον τα κακά». Αλλά η Κασσιανή ήτο ποιήτρια και δεν άφησεν ανανταπόδοτον τον λόγον του βασιλέως, όσον βασιλικός και αν ήτο, και είπεν δια φωνής γλυκείας. «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττω»-«Αλλά και δια γυναικός πηγάζουσι τα καλύτερα», και το ερύθημα εκάλυψε τας τρυφεράς παρειάς της παρθένου, όπερ κατέστησαν αυτήν ακόμη ωραιοτέραν ! Ο Θεόφιλος κατακεραυνωθείς εκ της απαντήσεως της κόρης, παρέδραμεν αυτήν, και το χρυσούν μήλον επάλλετο μετ’ ολίγον εις τας χείρας της εκ Παφλαγονίας Θεοδώρας.
         Παρήλθον έκτοτε πολλά έτη, και μελανείμων παρθένος ηύχετο ποτέ εις μοναστήριον προ της εικόνος της Θεοτόκου υπό το ένδυμα της μοναχής. Ήτο η Κασσιανή. Ημέραν τινά ενώ έγραφεν η μοναχή εις το μονήρες γραφείον της, ακούει κρότον, ον ανεγνώρισεν ως τους βηματισμούς του αυτοκράτορος Θεοφίλου, ελθόντος προς επίσκεψιν αυτής. Η μοναχή μη θέλουσα να παρουσιασθή κατέλιπεν έρημον το γραφείον της και εκλείσθη εις τι πλησίον κελλίον. Ο αυτοκράτωρ εισήλθεν, αλλά κανείς δεν ήτο εις το γραφείον. Βλέπει τον χάρτην, λαμβάνει αυτόν φέροντα νωπούς ακόμη τους χαρακτήρας και αναγινώσκει το, «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις», όπερ συνέγραφεν τότε η Κασσιανή. Είχε δε φθάσει μέχρι του: «Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρίχοις». Και ήτο το τροπάριον ημιτελές ούτως. Ο αυτοκράτωρ έλαβε τότε τον κάλαμον και οξυγράφως προσέθεσεν το τέλος του τροπαρίου. «Ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότω τοις ωσίν ηχηθείσα τω φόβω εκρύβη. Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου. Μη με την σην δούλην παρίδης ο αμέτρητον έχων το έλεος», εν ω υπαινίττεται μετά της ιεράς ιστορίας την φυγήν της Κασσιανής. Τούτο το ιστορικόν του ωραίου τροπαρίου.
    Στο αντίστοιχο αφιέρωμα του 1881, στη σειρά «Αγία και Μεγάλη Εβδομάς» στην εφημερίδα «¨Εφημερίς» γράφει. «Πόσον αι δύο πράξεις, η της πόρνης και η του Ιούδα αντιθέτως κείνται αλλήλαις ! Εκείνη, γυνή αμαρτωλός, απεγνωσμένη δια τον βίον, βεβυθισμένη εις την αμαρτίαν ευρίσκει λιμένα σωτηρίας. Μειγνύει μύρον μετά δακρύων και λυτρούται της δυσωδίας των κακών. Κυλίεται τοις ποσί του Αγαθού και εν κλαυθμώ αναβοά εκμάσσουσα αυτούς: «Μη απώση με μηδέ βδελύξη, Θεέ μου, αλλά δέξαι με μετανοούσαν», «διάλυσον το χρέος ως καγώ τους πλοκάμους, αγάπησον φιλούσαν την δικαίως μισουμένην. Οίμοι ! Ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης και ασέληνος έρως της αμαρτίας, πώς ατενήσω σοι τω Δεσπότη; Μη μου τα δάκρυα παρίδης, αλλά σώσον με». Ω, πόση η δύναμις των δακρύων ! Ο Σωτήρ την εσυγχώρησεν …
      «Ω της Ιούδα αθλιότητος ! Εθεώρει την αμαρτωλόν φιλούσαν τους πόδας, και εσκέπτετο δολίως της προδοσίας το φίλημα. Εκείνη τους πλοκάμους έλυε, και ούτος υπό του πονηρού πνεύματος εδεσμείτο. Μύρα εκείνη έφερεν, ούτος δυσώδη κακίαν. Ήπλωσεν η πόρνη τας τρίχας τω Δεσπότη, ήπλωσε και Ιούδας τας χείρας τοις παρανόμοις. Η μεν του λαβείν την άφεσιν, ο  δε του λαβείν αργύρια. Η μεν έχαιρε κενούσα το πολύτιμον μύρον, ο δε έσπευδε να πωλήση τον Ατίμητον. Αύτη τον Δεσπότην επεγίνωσκεν, ούτος του Δεσπότου εχωρίζετο. Αύτη ηλευθερούτο, εκείνος εδουλούτο τω πάθει». Προδότης ο Ιούδας, οποίαν φρίκην προξενεί παντί η παροιμιώδης μείνασα αύτη φράσις!
      Των δε δύο τούτων πράξεων μνείαν τελεί η Εκκλησία αύριον Μ. Τετάρτην, ης ο όρθρος απόψε ψάλλεται. Κάλλιστα της εσπέρας ταύτης τα τροπάρια. Εν αυτοίς η αμαρτωλός θαυμάζεται και επαινείται, ο δε Ιούδας κατακρίνεται δι εκφράσεων ανταξίων της προδοσίας προς διόρθωσιν των αμαρτωλών !
    Τη Μ. Τρίτη του 1887 στο σχετικό αφιέρωμα στην ίδια εφημερίδα, ο Παπαδιαμάντης αυστηρός σε θέματα Παράδοσης, αφού μας εισαγάγει στο πνεύμα της Ακολουθίας, θα σπεύσει να στηλιτεύσει τις αποτολμούμενες γύρω από το τυπικό και άλλες καινοτομίες, γράφων. «Εν την παννυχίδι χθες ήτις είναι ο όρθρος της Μ. Τρίτης αναγινώσκονται εκ του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου οι ταλανισμοί των Γραμματέων και Φαρισαίων. Ψάλλονται δε εν τοις Αίνοις κατανυκτικότατα Ιδιόμελα ανακαλούντα την των Δέκα Παρθένων Παραβολήν… «Εν ταις λαμπρότησι των Αγίων σου πώς εισλεύσομαι ο ανάξιος…», «Ο Νυμφίος ο κάλλει ωραίος παρά πάντας ανθρώπους», «Δεύτε πιστοί επεργαζώμεθα φρονίμως τω Δεσπότη…»
    Απόψε Μ. Τρίτη ψάλλεται δια τρίτην και τελευταίαν τρίτην φοράν το τροπάριον «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός», είτα ψάλλονται τα καθίσματα, «Η πόρνη εν κλαυθμώ» κλπ. ευθύς κατόπιν αναγινώσκεται εκ του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου η περικοπή εν η ιστορείται προς τοις άλλοις η πρώτη προσέγγισις των Ελλήνων εις τον Ιησούν Χριστόν. «Ήσαν δε τινές Έλληνες εκ των αναβαινόντων εις την εορτήν … Είπεν ουν ο Ιησούς, «Ελήλυθεν  η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του ανθρώπου». Έπονται άλλα, ενώ των Αποστίχων Δοξαστικόν είναι το περιλάλητον Ιδιόμελον Κασσιανής μοναχής, «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις πειπεσούσα γυνή…», όπερ πολλοί των εν Αθήναις ψαλτών καλώς εν γένει φιλοτιμούνται να μέλπωσιν, ως και παν ό,τι από διφθέρας ψάλλωσιν. Τα ποιητικότατα όμως και μελωδικότατα τριώδια του ιερού Κοσμά, δεν ηξίωσαν ποτέ να μελετήσωσιν αταλαιπώρως έχοντες και ολιγώρως προς τα τοιαύτα. Εν γένει δε τα του Τυπικού δεν τηρούνται αυστηρώς εν Αθήναις.
      Από το τελευταίο ο Παπαδιαμάντης θα προχωρήσει σε μια σειρά από λειτουργικές και άλλες παρατηρήσεις ως εξής. «Ηξεύρω τας επιπροσθούσας δυσκολίας, και δεν αγνοώ τας αντιρρήσεις ας δύναται να προτείνη τις προς τα λεγόμενα. Εις τους εν Αθήναις ναούς συρρέει πολύ πλήθος τας ημέρας ταύτας, θορυβώδεις είναι αι ομηγύρεις, τάξις πολλή και ακρίβεια είναι αδύνατον να τηρηθή. Συνομολογώ. Αλλά τα εν λόγω τροπάρια, συντομώτατα όντα και ειρμολογικώς ψαλλόμενα, δεν απαιτούσιν ή πέντε λεπτά της ώρας. Η Μ. Εκκλησία προείδε πάντα και περιέκοψεν εκ του Τυπικού, ό,τι ήτο δυνατόν να περικοπή, παρέλιπε τας στιχολογίας και τας αναγνώσεις και ηλάττωσεν από ιβ’ εις στ’ τα τροπάρια εκάστης Ωδής του Κανόνος. Περισσότερον δεν ηδύνατο να πράξη, ουδέ επιτρέπεται να λέγηται, «Δόξα Πατρί» ευθύς μετά τον Ειρμόν εκάστης Ωδής. Όστις δε άλλως θεσπίζει, αυθαιρέτως πράττει και σφετερίζεται ξένα δικαιώματα, ανώτερον της Μ. Εκκλησίας εαυτόν ποιών.
    Βεβαίως οι ψάλται δεν πταίουσιν πολύ, μη έχοντες αυτοβουλίαν … Αλλά εν Αθήναις μόνοι οι Επίτροποι των ναών επιβάλλουσι θέλησιν, ιερείς δε και ψάλται εκλείπουσιν προ αυτών. Πού ηκούσθη τούτο, και πώς είναι δυνατόν οι επίτροποι, λαϊκοί άνθρωποι, έργον έχοντες το πωλείν κηρία και περιφέρειν τους δίσκους, πώς είναι δυνατόν να αναμειγνύονται εις καθαρώς πνευματικά πράγματα. Και άνθρωποι αμαθείς περί τα εκκλησιαστικά, ως είναι οι πλείστοι, ποίον κύρος και ποίαν αρμοδιότητα έχουσι να επεμβαίνωσιν εις τα τοιαύτα; Είδον πολλάκις εν Αθήναις επιτρόπους επιτάττοντας τω εφημερίω να παραλίπη την Εκτενή, μετά το Ευαγγέλιον εν τη Λειτουργία, και να εκφωνήσει ευθύς, «Όπως υπό του κράτους σου», είδον και τινας απαγορεύοντας τω εφημερίω να εκφωνήσει λόγον επ’ εκκλησίας. Προδήλως οι τοιούτοι επίτροποι αντιποιούνται αυτόχρημα επισκοπικής εξουσίας, και καθ’ υπέρβασιν μάλιστα …
     Εάν όμως υπήρχε ολίγη καλή προαίρεσις πολλά άτοπα ηδύναντο να διορθωθώσιν. Παραπονείται ο κλήρος κατά του λαού, ότι δεν φοιτά εις τας εκκλησίας, και ο λαός πάλιν παραπονείται κατά του κλήρου, ότι δεν φυλάττει το χρέος του. Αλλά οι ιερείς αφού τοιούτον εξελέξαντο έργον, ας τελώσιν καλώς τα νενομισμένα, και ας μη συρρέη ο λαός. Δια τι είναι αυτοί; Δια να προσεύχωνται υπέρ του λαού, είτε προσερχομένου εις τους ναούς, είτε απέχοντος. Ας πράττωσι το καθήκον των, και αν δεν σώσωσιν όλους, θα σώσωσι δύο ή τρεις ή έναν μόνον, τόσον αρκεί. Αν δεν προσελκύσωσι πολλούς, θα προσελκύσωσιν ολίγους. Αλλά μηχανικώς, απροσέκτως, ραθύμως, και ως αγγαρείαν τινά εκτελούντες τα τυπικά χρέη των, οσημέραι αποξενούσι πλείονας από της Εκκλησίας.
       Αλλά και στο αφιέρωμα της Μ, Τρίτης στη σειρά «Μεγάλη Εβδομάς εν Αθήναις» στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1892, ο Παπαδιαμάντης αφού αναφερθεί στο πνεύμα της Ακολουθίας, που έχει σαν κύριο θέμα την ευγνωμοσύνη και την απέραντη αγάπη προς το Χριστό της συγχωρηθείσης από Αυτόν αμαρτωλής-πόρνης γυναίκας-θα σπεύσει να στηλιτεύσει τους νεωτερίζοντες στο εκκλησιαστικό μέλος. «Μεγίστης και δικαίας φήμης, γράφει, απολαύει το τροπάριον της Κασσιανής, το Δοξαστικόν … Ψάλλεται δε αργώς και μετά μέλους, και οι πιστοί δεν χορταίνουν να το ακούωσι, μετρούντες πολλοί δια των ωρολογίων των πόσην ώραν θα διαρκέση. Αλλά πρέπει να μάθωσι πάντες, και νεωτερισταί, καινοτόμοι, και άλλοι ότι, αφού εν πάση αρχαία και σεμνή μουσική το μέλος ανάσσει, ο δε ρυθμός υπουργεί, αφού δηλ. οι αρχαίοι μελωδοί της Εκκλησίας εποίουν τον ρυθμόν χάριν του μέλους-ως μάλιστα εν τοις προσομοίοις-και αν θέλετε επενόουν το μέλος πριν ή προσαρμόσωσιν τας λέξεις εις τον ρυθμόν, αδύνατον να παραδεχθή τις ότι νεώτερος μουσικός τονίζον εκ νέου αρχαίον άσμα, θα τονίση καλύτερον παρ’ όσον αυτός ούτος ο ποιητής του, ο και μελοποιός το ετόνισεν. Τέλειον μεν θα ήτο το δείνα άσμα, αν εσώζετο δια το «Κύριε, η εν πολλάις αμαρτίαις» φερ’ ειπείν, αυτής της Κασσιανής η μελοποιία. Ελλείψει όμως τοιούτου αρχετύπου προτιμάται και σχετικώς τελειοτέρα λογίζεται του αρχαιοτέρου τονίσαντος μουσικού η περισωζομένη σύνθεσις.
    Επί των χρόνων του Πελοποννησιακού πολέμου όλοι ενεωτέριζον εν Αθήναις περί την μουσικήν, και ανεζήτουν εν τω νεωτερισμώ πλουσιώτερα και τελειότερα κατ’ αυτούς μέλη, καταδικάζοντες τα παλαιά ως απλά και ευτελή. Αλλ’ ο δαιμόνιος Πλάτων ώκτειρε την τοιαύτην τάσιν των συγχρόνων του, και διαφθοράν και ευφαυλισμόν της μουσικής μεγαλοφώνως εκήρυττε τον τοιούτον νεωτερισμόν.
      Μας λέγουσιν πολλοί ότι ημείς έχομεν γεμάτα δήθεν τα ώτα από αμανέδες και από μακάμια-θεωρητικό μουσικό σύστημα-τουρκικά και απωλέσαμεν το μουσικόν αίσθημα. Αλλ’ ημείς ηκούσαμεν εκ της Ιεράς Γραφής ότι το, «έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται», και δεν πιστεύομεν οι Τούρκοι να έδωκαν εις τους εγγυτέρους προγόνους μας, τους Βυζαντινούς, από όσα τους επήραν περισσότερα … Μας λέγουσιν ότι, βεβαίως οι Βυζαντινοί δεν θα εγνώριζον την τετραφωνίαν, και δι’ αυτό δεν την εισήγαγον, καθόσον η τετραφωνία είναι νεωτέρα, λέγουσιν εφεύρεσις. Αν την είχαν γνωρίσει θα την εισήγον … ή τις ηξεύρει αν δεν την εισήγαγον; Οι λέγοντες ταύτα, όταν φοιτώσιν εις το Μελόδραμα-‘Οπερα- θαυμάζουσι βέβαια την πολυφωνίαν του χορού, τους κορίστας, παρά τας μονωδίας και δυωδίας της πριμαδόνας και του βαρυτόνου. Διότι όταν τα κύρια πρόσωπα άδωσι, τι άλλο παρά μονοφωνία, η δε ορχήστρα τι άλλο κάμνει παρά να υπηχή, να κρατή δηλαδή το ίσον αυτό τούτο;
    Δεν ενθυμούμαι τις των ημετέρων, προ δύο ετών, μου φαίνεται, έστειλε εις ένα φιλέλληνα ηγεμονόπαιδα της Ευρώπης, παρ’ εαυτού τονισμένον, τεμάχιον τι ευρωπαϊκόν, βαλς νομίζω, ή πόλκαν ή δεν ηξεύρω τι. Ο αγαθός πρίγκιψ εδέχθη το δώρον, και του απήντησε με τρόπον όστις εσήμαινε περίπου: «Καλά, ευχαριστώ ευλογημένε. Αλλά δεν ήξευρες να τονίσης τίποτε ιδικόν σας να μου στείλης, τίποτε ελληνικόν, εντόπιον; Από ευρωπαϊκήν μουσικήν είμαι χορτάτος». Εκ της δημοσιεύσεως της επιστολής του πρίγκηπος, την οποίαν έκαμεν ο εκ των ημετέρων, δεν αποδεικνύεται αν εννόησεν το λεπτόν μάθημα.
     Όσοι έχουσιν ώτα ας ακούσωσιν την προφητείαν του Δανιήλ εν τη Λειτουργία του Μ. Σαββάτου εν η γίνεται λόγος περί βαβυλωνείου μουσικής «σάλπιγγος, και κιθάρας, συμβίκης τε και ψαλτηρίου και παντός γένους μουσικών», οι δε Άγιοι Τρεις Παίδες ιστορούνται ως υμνούντες τον Θεόν «οι τρεις ως εξ ενός στόματος». Η Εκκλησία έχει συμβολικήν, και η συμβολική λαλεί ευγλωττότερον της ρητορικής.
******   ***   ******
    Παράλληλα με τα κυρίαρχα γεγονότα της Ακολουθίας  της Μεγάλης Τρίτης, τη μεγαλειώδη πράξη μετάνοιας της αμαρτωλής γυναίκας, τη συγχώρεσή της από το Χριστό, την απερίγραπτα ολόθερμη ευχαριστία και τη de facto απρόσμενη ευγνωμοσύνη και ολοκληρωτική αυτοπαράδοσή της στο Θεό ! Την διακριτικά αποτρεπτική στηλίτευση της συγκεκριμένης πράξης προδοσίας του μαθητή του Ιούδα, όπου υποδηλώνει λίαν ευανάγνωστα ότι πρόκειται για τέτοιας κατάπτωσης πράξη, που δεν υπάρχουν λόγοι να περιλάβουν ή να καταγράψουν την ανοσιότητά της, ο ευλαβέστατος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, δεν παραλείπει να δίνει την πρέπουσα θέση και σε θέματα που λειτουργικά, φαινομενικά τυπικά και εξωτερικά, στην πραγματικότητα όμως ουσιαστικά για την αληθινή ιερουργική κατάνυξη που απαιτούν αυτές οι όντως Μεγάλες Εκκλησιαστικές ώρες.
      Δεν παραλείπει να αναδείχνει με το αρχαιόπρεπο, αλλά τόσο γλαφυρό-πραγματική απόλαυση για μας τους παλιούς- γλωσσικό του ιδίωμα ότι: Αν το. «Δεινόν η ραθυμία, Μεγάλη η Μετάνοια» ! Και. «Αμαρτιών  μου τα πλήθη, και κριμάτων Σου αβύσσους-την άβυσσο της αγαπητικής δικαιοκρισίας Σου-τις εξιχνιάσει, Ψυχοσώστα Σωτήρ μου», η συνέχειά τους, «μη με την σην δούλην ή σον δούλον, παρίδης ο αμέτρητον έχων το έλεος», είναι πιο ορθό να αναφέρονται με την πρέπουσα τάξη και με το πρέπον ορθόδοξο μέλος, τουτέστιν, τα πάντα να λειτουργούν σε ατμόσφαιρα ιεροπρέπειας και κατάνυξης.
Με «την αγάπην την πρώτην ην ουκ αφήκα…
Αθανάσιος Κοτταδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου