Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου κατά τά ἐγκαίνια τῆς ἐκθέσεως ζωγραφικῆς «Φῶς ἐκ Φωτός. Ἄθως – Βυζάντιο – Οἰκουμένη» τοῦ Γεωργίου Κόρδη



 Ὁμιλία τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου 
κ.κ. Βαρθολομαίου 
κατά τά ἐγκαίνια τῆς ἐκθέσεως ζωγραφικῆς 
«Φῶς ἐκ Φωτός. Ἄθως – Βυζάντιο – Οἰκουμένη» τοῦ Γεωργίου Κόρδη 
(Σισμανόγλειον Μέγαρον, 17 Δεκεμβρίου 2018)

Ἱερώτατοι ἀδελφοί,
Εὐγενεστάτη κυρία Γενική Πρόξενος,
Ἐντιμότατε κύριε Δήμαρχε Θεσσαλονίκης,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Χαιρετίζομεν μετά χαρᾶς τήν ἔκθεσιν ζωγραφικῆς «Φῶς ἐκ φωτός. Ἄθως – Βυζάντιο – Οἰκουμένη», μέ ἔργα τοῦ κατηξιωμένου εἰκονογράφου καί ζωγράφου Γεωργίου Κόρδη, συγχαίροντες τοῖς ἐμπνευσταῖς καί ὀργανωταῖς αὐτῆς, τῷ Ἐντιμοτάτῳ Δημάρχῳ καί Προέδρῳ τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἐστίας Θεσσαλονίκης κυρίῳ Ἰωάννῃ Μπουτάρῃ καί τοῖς συνεργάταις αὐτοῦ, καθώς καί τῇ Γενικῇ Προξένῳ τῆς Ἑλλάδος ἐν τῇ Πόλῃ ἡμῶν, Εὐγενεστάτῃ κυρίᾳ Γεωργίᾳ Σουλτανοπούλου, μετά τοῦ ἐκλεκτοῦ ἐπιτελείου της.
Τοιαῦται ὡραῖαι ἐκδηλώσεις ὀμορφαίνουν τήν ζωήν μας ἐνταῦθα, μᾶς ἐνισχύουν, μᾶς ἐμπλουτίζουν πνευματικῶς, μᾶς καθιστοῦν κοινωνούς ἰδεῶν, κάλλους, ὁραμάτων, ἐνδυναμώνουν καί ὀξύνουν τό αἰσθητήριόν μας διά τήν ἀλήθειαν, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τό βάθος τῶν πραγμάτων· «ἐν βυθῷ γάρ ἡ ἀλήθεια».

Ἡ εἰκών ἀνήκει εἰς τόν πυρῆνα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν ταυτότητος, τῆς πίστεως καί τοῦ δόγματος, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τῆς πνευματικότητος. Ὡς ἔχει λεχθῆ προσφυῶς, ἡ εἰκών «εκφράζει τόν κανόνα τῆς πίστεως (lex credendi), τόν κανόνα τῆς προσευχῆς καί τῆς λατρείας (lex orandi et adorandi) καί τόν κανόνα τῆς ἐν Ἐκκλησίᾳ ζωῆς (lex vivendi), ἐν τῇ ἀδιασπάστῳ ἑνότητί των». Ἡ τιμή τῆς εἰκόνος ἐνσαρκώνει μίαν ἰδιαιτέραν μορφήν σχέσεως μέ τόν Θεόν καί τόν πλησίον, ἀλλά καί μέ τόν κόσμον. Δέν εἶναι διόλου τυχαῖον, ὅτι ἡ νίκη κατά τῆς εἰκονομαχίας τό ἔτος 843 ἑορτάζεται ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ὡς νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Αὐτήν τήν στιγμήν παρελαύνουν ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν αἱ μορφαί τῶν προσφύγων ἀπό τήν Ἀνατολικήν Θράκην, τόν Πόντον καί τήν Μικράν Ἀσίαν, οἱ ὁποῖοι, πρό αἰῶνος περίπου, μετέφεραν εἰκόνας ἀπό τούς ναούς, τά ἐξωκκλησία καί ἀπό τά εἰκονοστάσια τῶν οἰκιῶν των, διά νά τάς διασώσουν, ὡς τό πολυτιμότατον κειμήλιον, ὡς τό οὐσιαστικόν στοιχεῖον τῆς ἰδιοπροσωπίας των. Καί σήμερον, αἱ θαυματουργαί εἰκόνες τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων ἀποτελοῦν κέντρον τῆς εὐσεβείας μας. Δέν εἶναι τυχαῖον, ὅτι ὁ λοιπός χριστιανικός κόσμος, καί ὄχι μόνον, θεωρεῖ τήν Βυζαντινήν εἰκόνα σῆμα κατατεθέν τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί αὐτοσυνειδησίας.
Ἐκτός ἀπό τούς εἰκονομάχους, τό νόημα τῆς Βυζαντινῆς εἰκόνος παρενόησαν καί ἐκεῖνοι οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί, οἱ ὁποῖοι, ὑπό τήν ἐπιρροήν ἀλλοτρίων ἰδεῶν, ἐστράφησαν πρός τήν δυτικότροπον, ἀναγεννησιακήν εἰκόνα, ἡ ὁποία εἰσήχθη καί ἐπεκράτησεν ἰδίως κατά τούς δύο τελευταίους αἰῶνας εἰς τόν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ πρωταγωνιστής εἰς τήν ἀντίστασιν κατά τῆς κυριαρχίας τῆς νεωτεριστικῆς, νατουραλιστικῆς εἰκονογραφίας ὑπῆρξεν ὁ Φώτης Κόντογλου, ὁ ὁποῖος, μέ τό τάλαντον καί τήν ἐπιμονήν του, μέ τόν ἀνένδοτον ἀγῶνα του κατά τῶν «θεριακλήδων τοῦ μοντερνισμοῦ», ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγεν, ὡδήγησεν εἰς τήν ἀναβίωσιν τῆς Βυζαντινῆς ἁγιογραφίας καί τήν ἐπιστροφήν τῶν αὐθεντικῶν εἰκόνων εἰς τούς ναούς μας, οἱ ὁποῖοι ἐγέμισαν πάλιν «πρόσωπον» και φῶς. Κατά τόν Κόντογλου, οἱ νατουραλιστικοί θρησκευτικοί πίνακες δέν εῖναι «εἰκόνες», δέν ἐκφράζουν τό πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Εἶναι καλλιτεχνήματα κοσμικά καί γήϊνα. Πρόκειται περί ἔργων ζωγραφικῆς, τά ὁποῖα ἀπευθύνονται ἁπλῶς εἰς τό συναίσθημα καί δέν ἔχουν καμμίαν θέσιν εἰς τούς ναούς μας, ὅπου τελεσιουργεῖται τό μυστήριον τῆς σωτηρίας μας καί προγευόμεθα τῆς δόξης τῆς οὐρανίου Βασιλείας τῶν Ἐσχάτων. Ὁ Κόντογλου πιστεύει ὅτι τά εὐλογημένα προϊόντα τῆς βυζαντινῆς ἰδιοφυΐας εἶναι τά σπουδαιότερα ἔργα, τά ὁποῖα ἐδημιούργησεν ὁ ἄνθρωπος. Δι᾽ ἐμέ, τονίζει, ἡ βυζαντινή τέχνη εἶναι «τέχνη τεχνῶν». Ἐν συγκρίσει πρός αὐτήν, ὅλαι αἱ ἄλλαι τέχναι εἶναι χωρίς βαρύτητα. Μεριμνοῦν καί τυρβάζονται περί πολλά, ἐνῷ «ἑνός ἐστι χρεία» (Λουκ. ι´, 41-42) (πρβλ. Φ. Κόντογλου, Πονεμένη Ρωμιοσύνη, Ἀθῆναι, 1984, 93).
Εἰς τό σύγχρονον κίνημα ἀναγεννήσεως τῆς τέχνης τῆς εἰκόνος ἀνήκει καί ὁ Γεώργιος Κόρδης, ὑπέροχα ἔργα τοῦ ὁποίου ἐκτίθενται καί κοσμοῦν σήμερα τό Σισμανόγλειον Μέγαρον. Ὁ Γεώργιος Κόρδης θεολογεῖ βαθυστόχαστα διά τοῦ χρωστῆρος του. Ἡ θεολογία του ἔχει διπλῆν ἀναφοράν, ὅπως κάθε σοβαρά θεολογία: ὁ γνήσιος θεολόγος μελετᾷ, γνωρίζει, ἀξιοποιεῖ τήν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀντλεῖ ἔμπνευσιν καί νάματα ζωῆς ἀπό αὐτήν, καί εἶναι, ἐκ παραλλήλου, ἀνοικτός εἰς τήν ἐποχήν του, νιώθει τόν παλμόν τῶν συγχρόνων του, εἶναι διαλογικός καί ἐπικοινωνιακός, θεολογεῖ ὑπαρξιακῶς, ἁλιευτικῶς καί ποιμαντικῶς. Πρίν ὁμιλήσῃ, ἀκούει, ἀφουγκράζεται τήν φωνήν τῶν Πατέρων. Καί ὁμιλεῖ τήν γλῶσσαν τῆς ἐποχῆς του, διά νά ἐκφράσῃ ἐπικαίρως τάς ἀχρόνους ἀληθείας τῆς πίστεως, διά νά ἀναδείξῃ τήν αἰώνιον ἐπικαιρότητα τῶν ἀξιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.
Ὁ Γεώργιος Κόρδης εἶναι παραδοσιακός καί πρωτοπόρος, ἤ ὀρθότερον: Ἐπειδή εἶναι παραδοσιακός, εἶναι πρωτοπόρος, καί ἐπειδή πρωτοπορεῖ, ἐκτιμᾷ βαθέως τήν γνησίαν παράδοσιν. Τό βάθος τῆς Παραδόσεως ἀποκαλύπτεται μόνον εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν νά ἀκούουν καί νά ὑπακούουν, νά ἔχουν πνεῦμα μαθητείας καί ταπεινοφροσύνης. Οὐσιαστικῶς, οἱ συντηρητικοί δέν εἶναι «παραδοσιακοί». Ὁ Κόρδης εἶναι γνησίως παραδοσιακός, ἐπειδή δέν εἶναι συντηρητικός, ἐπειδή δέν ἐστράφη πρός τό παρελθόν, ἐν ἀναμονῇ μαγικῶν λύσεων, οὔτε ἐκτιμᾷ τό παλαιόν, ἁπλῶς καί μόνον ἐπειδή εἶναι παλαιόν. Εὗρε τό ἀληθές, ἀξιολογικῶς, ἐντός τοῦ παλαιοῦ, χρονικῶς. Καί κατάφερε νά ἐγγίσῃ τάς χορδάς τῆς ψυχῆς τῶν συγχρόνων του, τῶν συγχρόνων μας, νά πείσῃ διά τούς ἀνεκτιμήτους πνευματικούς θησαυρούς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεώς μας, εἰς μίαν ἐποχήν, ἡ ὁποία, δυστυχῶς, ταυτίζει τήν παράδοσιν μέ ἄγονον συντηρητισμόν.
Δύο εἶναι αἱ βασικαί λέξεις εἰς τάς εἰκονογραφίας ἁγίων καί τάς εἰκονογραφικάς συνθέσεις τοῦ Γεωργίου Κόρδη. «Φῶς» καί «σχέσις», δύο ἔννοιαι, βαθέως καί αὐθεντικῶς θεολογικαί, βασικοί ὅροι τῆς τέχνης τῆς εἰκόνος.
Αἱ εἰκόνες τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, αἱ ὁποῖαι ἐκτίθενται σήμερον, εἶναι πλήρεις φωτός. Οἱ Ἅγιοι, ὅπως λέγει ὁ καλλιτέχνης, εἶναι «σπίθα πού συντηρεῖ τήν πραγματικότητα τοῦ φωτός μέσα στό σκοτάδι», «εἶναι φῶς πού φέρνει τήν ἑνότητα καί τήν παρηγοριά» (Γ. Κόρδης, Τό φῶς τοῦ κόσμου. Μία ζωγραφική παραμυθία μέ ἱστορημένους ἁγίους τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔκδ. Ἁγιορειτικῆς Ἑστίας, 49). Ὁ Γεώργιος Κόρδης, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ἄριστα τά «φοβερά μυστικά» τῆς εἰκονογραφικῆς τέχνης, τή «βυζαντινή ζωγραφική καί τά τεχνάσματά της», διαχειρίζεται τό χρῶμα ὡς φῶς, καί, τοιουτοτρόπως, εἰς τάς εἰκόνας τῶν Ἁγίων, «ὅλα γίνονται φῶς, ἑνωμένα μέσα στό φῶς τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ» (ὅ.π., 50). Ὁ Κόρδης ἐνσαρκώνει έδῶ τήν μεγάλην ἀλήθειαν ὅτι «ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι φῶς καί μόνον ὅ,τι εἶναι φῶς εἶναι Ὀρθοδοξία».
Ἡ συνάντησις μέ τήν ὀρθοδοξον εἰκόνα εἶναι ἀπαρχή ὑπαρκτικῆς ζωτικῆς «σχέσεως» τοῦ εἰκονιζομένου ἁγίου προσώπου μέ τόν πιστόν. Ἡ εἰκών εἶναι πάντοτε πρόσκλησις εἰς κοινωνίαν τῆς ζωῆς μέ τόν Χριστόν καί τούς Ἀγίους, κάλεσμα εἰς ἔξοδον ἀπό τόν ἑαυτόν μας. Διά τόν λόγον αὐτόν, ἡ ἀνακάλυψις τοῦ νοήματος τῆς εἰκόνος ἀπό τούς πιστούς, συμπορεύεται πάντοτε μέ τήν ὑπέρβασιν τῆς ἀτομοκεντρικῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας. Ὁ Γεώργιος Κόρδης ἀναδεικνύει τήν ἐκκλησιολογικήν λειτουργίαν τῆς εἰκόνος. Ἡ εἰκών «γίνεται φανέρωση τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας καί ὀπτική πραγμάτωση ‘τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως’», ἁπτή ἔκφανσις τῆς καταλλαγῆς, τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης, αἱ ὁποῖαι εἶναι «ποιότητες τοῦ παραδείσου» (ὅ.π. 51).
Αἱ εἰκονογραφίαι τοῦ Γεωργίου Κόρδη ἀποδίδουν, μέ ἀριστοτεχνικόν τρόπον, τό ὀρθόδοξον βίωμα τῶν Ἁγίων τοῦ Ἄθω, καί ἀποκαλύπτουν, ἐν ταυτῷ, τό κάλλος, τό θεολογικόν καί ἄνθρωπολογικόν βάθος καί τήν οἰκουμενικήν ἐμβέλειαν τῆς βυζαντινῆς τέχνης καί τῆς προτάσεως ζωῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, θεωροῦμεν ἰδιαιτέρως ἐπιτυχῆ καί ἐκφραστικόν τόν τίτλον τῆς ἐκθέσεως: «Φῶς ἐκ Φωτός. Ἄθως – Βυζάντιο – Οἰκουμένη».
Μέ αὐτάς τάς σκέψεις, συγχαίρομεν ὑμῖν καί πάλιν διά τήν Ἔκθεσιν, ἡ ὁποία δίδει τήν εὐκαιρίαν εἰς τήν καθ᾽ ἡμᾶς Ὁμογένειαν καί εἰς κάθε ἐνδιαφερόμενον νά χαροῦν τό ἀπαράμιλλον κάλλος τῶν εἰκόνων τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων καί τῶν λοιπῶν ἐκθεμάτων τοῦ αὐθεντικοῦ συνεχιστοῦ τῆς Βυζαντινῆς εἰκονογραφικῆς παραδόσεως καί παγκοσμίως γνωστοῦ εἰκονογράφου καί ζωγράφου Γεωργίου Κόρδη, ἀπονέμοντες δέ ὑμῖν ἐγκαρδίους εὐχάς ἐπί τοῖς ἐγγίζουσι Χριστουγέννοις, ταῖς λοιπαῖς ἑορταῖς τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου καί τῷ ἀνατέλλοντι νέῳ ἐνιαυτῷ τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου, ἐπικαλούμεθα ἐπί πάντας ὑμᾶς τήν πλουσιόδωρον καί ἀείρρυτον χάριν καί τά ἀμέτρητα ἐλέη τοῦ «Θεοῦ μεθ᾽ ἡμῶν».
Εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου