Αρχιεπίσκοπος
Αλβανίας Αναστάσιος:
Περί τοῦ Οὐκρανικοῦ
ζητήματος.
2α ἀπόκριση
ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ.
"Πρός ἀποτροπήν πάντως οἱασδήποτε
παρανοήσεως, διευκρινίζομεν ὅτι, εἰς περίπτωσιν τραγικῆς καταλήξεως εἰς Σχίσμα
(ὁ Θεός νά μή τό ἐπιτρέψῃ!), ἡ κατ’ Ἀλβανίαν Ὀρθόδοξος Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία θά
παραμένῃ σταθερῶς ἐν ἀληθευούσῃ ἀγάπῃ μετά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου."
Πρόσφατα
δημοσιεύθηκε (26.3.2019) ἡ είδηση ότι: «Στήν κατηγορία τῶν κειμένων Δογματικῆς
καί Συμβολικῆς Θεολογίας ἐντάχθηκε ἡ ἰταλική μετάφραση τοῦ Πατριαρχικοῦ
Γράμματος τῆς 9.3.2019».
Κατόπιν τούτου δημοσιοποιεῖται ἡ σχετική ἀπάντηση τῆς Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας (21.3.2019).
Ἡ ἐκτενής «διδαχή» τῶν πρώτων σελίδων τοῦ ὡς ἄνω Πατριαρχικοῦ Γράμματος δεν ἀφοροῦσε στό ἐλάχιστο στήν ἀπορία πού διατυπώθηκε στό πρῶτο ἀπαντητικό Γράμμα τῆς Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας (14.1.2019). Γι’ αὐτό στην δεύτερη ἀπάντηση δέν ὑπῆρξε καμιά ἀναφορά σέ αὐτήν. Τό συγκεκριμένο κείμενο δίνει τήν ἐντύπωση Ἐγκυκλίου πρός πολλαπλούς ἀποδέκτες˙ καί ἤδη ἔχει προκαλέσει ἀνάλογες συζητήσεις.
_________________________________________________
Κατόπιν τούτου δημοσιοποιεῖται ἡ σχετική ἀπάντηση τῆς Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας (21.3.2019).
Ἡ ἐκτενής «διδαχή» τῶν πρώτων σελίδων τοῦ ὡς ἄνω Πατριαρχικοῦ Γράμματος δεν ἀφοροῦσε στό ἐλάχιστο στήν ἀπορία πού διατυπώθηκε στό πρῶτο ἀπαντητικό Γράμμα τῆς Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας (14.1.2019). Γι’ αὐτό στην δεύτερη ἀπάντηση δέν ὑπῆρξε καμιά ἀναφορά σέ αὐτήν. Τό συγκεκριμένο κείμενο δίνει τήν ἐντύπωση Ἐγκυκλίου πρός πολλαπλούς ἀποδέκτες˙ καί ἤδη ἔχει προκαλέσει ἀνάλογες συζητήσεις.
_________________________________________________
Παναγιώτατε καί Θειότατε Ἀρχιεπίσκοπε
Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικέ Πατριάρχα, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ λίαν
ἀγαπητέ καί περιπόθητε ἀδελφέ καί συλλειτουργέ τῆς ἡμῶν Ταπεινότητος, Κύριε
Βαρθολομαῖε, τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα ἐν Κυρίῳ κατασπαζόμενοι, ὑπερήδιστα
προσαγορεύομεν.
Mετά πολλοῦ ἐνδιαφέροντος ἀναμείναντες
τήν ἀπάντησιν τῆς Ὑμετέρας Σεπτῆς Κορυφῆς, πρός ὑπέρβασιν τοῦ προβληματισμοῦ τῆς
Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας, ὡς πρός τόν Προκαθήμενον τῆς νέας
Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἐλάβομεν τό ἀπό 20ης Φεβρουαρίου
2019 Γράμμα Αὐτῆς καί διεξοδικῶς ἐμελετήσαμεν ἐν τῇ συνεδρίᾳ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν
Συνόδου (7 Μαρτίου ἐ. ἔ.)
τά ἐν αὐτῷ διαλαμβανόμενα, ἐπί τῶν ὁποίων λόγῳ τῆς
κρισιμότητος τοῦ θέματος, ὀφείλομεν νά δώσωμεν, μετ’ εἰλικρινοῦς πάντοτε
σεβασμοῦ, ὡρισμένας ἐξηγήσεις καί διασαφήσεις.
1. Εἰς τό ἡμέτερον Γράμμα τῆς
14ης Ἰανουαρίου ἐ. ἔ. οὐδεμία ὑπῆρξεν ἀμφισβήτησις περί τῆς εὐθύνης καί τοῦ
δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά ἀπονέμῃ Αὐτοκεφαλίαν, ὁσάκις αἱ
συνθῆκαι τό ἐπιβάλλουν. Διερωτήθημεν κυρίως περί τῆς διαδικασίας καί ἰδιαιτέρως
περί ἑνός θεμελιώδους σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν ζητήματος. Τά
γραφόμενα εἰς τάς πρώτας σελίδας τοῦ Ὑμετέρου ἀπαντητικοῦ Γράμματος προφανῶς
δέν ἀφοροῦν εἰς τήν διατυπωθεῖσαν ἡμετέραν ἀπορίαν. Διά τοῦτο οὐδόλως θά ἀναφερθῶμεν
ὧδε εἰς αὐτά. Περιωρίσθημεν, ἁπλῶς, ἄνευ οἱουδήποτε ἐπηρεασμοῦ ὑπό ἐπιχειρηματολογίας
ἄλλων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, νά ἐπισημάνωμεν τρία μόνον θέματα ἄμεσον σχέσιν ἔχοντα
πρός τήν ἁγιοπνευματικήν παραδόσιν καί συνείδησιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: α)
τήν Θείαν Εὐχαριστίαν, β) τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν καί γ) τήν Συνοδικότητα.
Ἡ ἀνησυχία ἡμῶν ἐπεκεντρώθη ὅλως ἰδιαιτέρως εἰς τό καίριον θέμα τῆς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων, τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Διό ὑπεγραμμίσθη προπαντός ὁ δόλιος ρόλος τοῦ αὐτοκαλουμένου «Ἐπιτίμου Πατριάρχου Κιέβου καί πάσης Ρώς-Οὐκρανίας» κ. Φιλαρέτου καί διετυπώθησαν θεολογικαί ἐπιφυλάξεις, ὡς πρός τήν ἁγιοπνευματικήν ἐγκυρότητα τῶν ὑπ’ αὐτοῦ τελεσθεισῶν χειροτονιῶν, δοθέντος ὅτι ἡ θεία Χάρις δέν ἐπενεργεῖ, ὅταν ὁ τελετουργός εἶναι καθῃρημένος, ἀφωρισμένος καί ἀναθεματισμένος˙ καί ὅτι ὁ κανονικῶς χειροτονῶν Ἐπίσκοπος δέν ἐνεργεῖ ἐξ ἰδίας δυνάμεως, ἀλλ’ ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας, μοναδικοῦ φορέως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Διερωτώμεθα κατά πόσον ἡ ἐπαναφορά τοῦ κ. Φιλαρέτου εἰς τήν κανονικήν τάξιν καθιστᾷ αὐτομάτως ἐγκύρους τάς τελεσθείσας ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονίας.
Ἡ ἀνησυχία ἡμῶν ἐπεκεντρώθη ὅλως ἰδιαιτέρως εἰς τό καίριον θέμα τῆς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων, τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Διό ὑπεγραμμίσθη προπαντός ὁ δόλιος ρόλος τοῦ αὐτοκαλουμένου «Ἐπιτίμου Πατριάρχου Κιέβου καί πάσης Ρώς-Οὐκρανίας» κ. Φιλαρέτου καί διετυπώθησαν θεολογικαί ἐπιφυλάξεις, ὡς πρός τήν ἁγιοπνευματικήν ἐγκυρότητα τῶν ὑπ’ αὐτοῦ τελεσθεισῶν χειροτονιῶν, δοθέντος ὅτι ἡ θεία Χάρις δέν ἐπενεργεῖ, ὅταν ὁ τελετουργός εἶναι καθῃρημένος, ἀφωρισμένος καί ἀναθεματισμένος˙ καί ὅτι ὁ κανονικῶς χειροτονῶν Ἐπίσκοπος δέν ἐνεργεῖ ἐξ ἰδίας δυνάμεως, ἀλλ’ ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας, μοναδικοῦ φορέως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Διερωτώμεθα κατά πόσον ἡ ἐπαναφορά τοῦ κ. Φιλαρέτου εἰς τήν κανονικήν τάξιν καθιστᾷ αὐτομάτως ἐγκύρους τάς τελεσθείσας ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονίας.
2. Ἡ συσχέτισις καί ἀναλογία τοῦ Οὐκρανικοῦ ζητήματος πρός τό Μελιτιανόν Σχίσμα
τοῦ 4ου αἰῶνος, περί τοῦ ὁποίου γίνεται ἐκτενής ἀναφορά ἐν τῷ Ὑμετέρῳ Γράμματι,
δέν ἔλυσεν τάς ἀπορίας ἡμῶν. Ἀντιθέτως ἡ προσεκτική μελέτη αὐτοῦ ὁδηγεῖ εἰς
διαφορετικά συμπεράσματα: Συμφώνως πρός τήν Πραγματείαν τοῦ ἀειμνήστου
Μητροπολίτου Ἀγχιάλου καί μετέπειτα Σμύρνης κυροῦ Βασιλείου, τήν ἀποσταλεῖσαν ἡμῖν
ἐσωκλείστως, εἰς τό παράρτημα «Περί τοῦ Σχίσματος τῶν Μελιτιανῶν πλατύτερον»
καταγράφονται τά ἑξῆς: «Ἡ διόρθωσις ἐγένετο διά παραδοχῆς τοῦ μέν Μελιτίου
μόνον ἐν τῇ ἐπισκοπικῇ τιμῇ ἄνευ τοῦ λειτουργεῖν, τῶν δέ ὑπ’ αὐτοῦ, καίπερ καθῃρημένου,
χειροτονηθέντων ἐπισκόπων τε καί πρεσβυτέρων καί διακόνων μετά τῆς αὐτῆς
συνθήκης καί κατά τόν αὐτόν τρόπον, ὅπως διά τοῦ ὀγδόου κανόνος διετάξετο περί
παραδοχῆς τῶν Καθαρῶν εἴτε Νοβατιανῶν, τοὐτέστιν δι’ ἁπλῆς χειροθεσίας μετ’
εὐχῆς βεβαιωθέντων ἑκάστων ἐν τοῖς οἰκείοις ἱερατικοῖς βαθμοῖς». Ἡ
τελευταία ἐπεξηγηματική φράσις παρελήφθη εἰς τό Ὑμέτερον Γράμμα.
Πράγματι, σχετικῶς πρός τήν διαδικασίαν τῆς διορθώσεως τοῦ Σχίσματος ὁ Μ. Ἀθανάσιος διευκρίνίσεν: «ἔδοξεν…τοὺς δὲ ὑπ' αὐτοῦ κατασταθέντας μυστικωτέρᾳ χειροτονίᾳ βεβαιωθέντας κοινωνηθῆναι ἐπὶ τούτοις, ἐφ' ᾧτε ἔχειν μὲν αὐτοὺς τὴν τιμὴν καὶ λειτουργεῖν, δευτέρους δὲ εἶναι ἐξάπαντος πάντων τῶν ἐν ἑκάστῃ παροικίᾳ»(1). Ὁ Μητροπολίτης Βασίλειος ἐπέλεξεν τήν ἐκδοχήν, ὅπως προανεφέρθη, ὅτι ἔγιναν ἀποδεκτοί εἰς κοινωνίαν δι’ ἁπλῆς χειροθεσίας μετ’ εὐχῆς. Ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἐμβριθής ἱστορικός ἀοίδιμος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος συνοψίζει: «Ἡ Σύνοδος ἐπελήφθη καί τοῦ ζητήματος τοῦ Μελιτίου Λυκοπόλεως (Καν. 4). Εἰς τόν Μελίτιον ἐπετράπη νά μένῃἐν Λυκοπόλει καί νά ἔχῃ τήν τιμήν τοῦ Ἐπισκόπου, ἄνευ τοῦ δικαιώματος τοῦ διοικεῖν τήν Ἐπισκοπήν Λυκοπόλεως καί τοῦ χειροτονεῖν. Ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος ἀπῂτησε παρ’ αὐτοῦ (τοῦ Μελιτίου) βρεβίον (κατάλογον) τῶν ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονηθέντων Ἐπισκόπων ἀνερχομένων εἰς 29. Τούτους δέ ἡ Σύνοδος φιλανθρωπευομένη ἀνεγνώρισεν ἐν τῷ ἀξιώματι αὐτῶν διά νέας ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν, «μυστικωτέρᾳ χειροτονίᾳ βεβαιωθέντας», ὑπό τόν ὅρον ὅπως διατελῶσι δεύτεροι μετά τούς κανονικούς Ἐπισκόπους, ὑπόκεινται τῷ Ἀρχιεπισκόπῳ Ἀλεξανδρείας, μή μετέχωσι δέ τῆς ἐκλογῆς Ἐπισκόπων. Ἠδύναντο δέ οὗτοι νά ἐκλέγωνται εἰς κενουμένας θέσεις Ἐπισκόπων. Μόνος ὁ Μελίτιος δέν ἠδύνατο νά ἐκλεγῇ»(2).
Πράγματι, σχετικῶς πρός τήν διαδικασίαν τῆς διορθώσεως τοῦ Σχίσματος ὁ Μ. Ἀθανάσιος διευκρίνίσεν: «ἔδοξεν…τοὺς δὲ ὑπ' αὐτοῦ κατασταθέντας μυστικωτέρᾳ χειροτονίᾳ βεβαιωθέντας κοινωνηθῆναι ἐπὶ τούτοις, ἐφ' ᾧτε ἔχειν μὲν αὐτοὺς τὴν τιμὴν καὶ λειτουργεῖν, δευτέρους δὲ εἶναι ἐξάπαντος πάντων τῶν ἐν ἑκάστῃ παροικίᾳ»(1). Ὁ Μητροπολίτης Βασίλειος ἐπέλεξεν τήν ἐκδοχήν, ὅπως προανεφέρθη, ὅτι ἔγιναν ἀποδεκτοί εἰς κοινωνίαν δι’ ἁπλῆς χειροθεσίας μετ’ εὐχῆς. Ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἐμβριθής ἱστορικός ἀοίδιμος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος συνοψίζει: «Ἡ Σύνοδος ἐπελήφθη καί τοῦ ζητήματος τοῦ Μελιτίου Λυκοπόλεως (Καν. 4). Εἰς τόν Μελίτιον ἐπετράπη νά μένῃἐν Λυκοπόλει καί νά ἔχῃ τήν τιμήν τοῦ Ἐπισκόπου, ἄνευ τοῦ δικαιώματος τοῦ διοικεῖν τήν Ἐπισκοπήν Λυκοπόλεως καί τοῦ χειροτονεῖν. Ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος ἀπῂτησε παρ’ αὐτοῦ (τοῦ Μελιτίου) βρεβίον (κατάλογον) τῶν ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονηθέντων Ἐπισκόπων ἀνερχομένων εἰς 29. Τούτους δέ ἡ Σύνοδος φιλανθρωπευομένη ἀνεγνώρισεν ἐν τῷ ἀξιώματι αὐτῶν διά νέας ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν, «μυστικωτέρᾳ χειροτονίᾳ βεβαιωθέντας», ὑπό τόν ὅρον ὅπως διατελῶσι δεύτεροι μετά τούς κανονικούς Ἐπισκόπους, ὑπόκεινται τῷ Ἀρχιεπισκόπῳ Ἀλεξανδρείας, μή μετέχωσι δέ τῆς ἐκλογῆς Ἐπισκόπων. Ἠδύναντο δέ οὗτοι νά ἐκλέγωνται εἰς κενουμένας θέσεις Ἐπισκόπων. Μόνος ὁ Μελίτιος δέν ἠδύνατο νά ἐκλεγῇ»(2).
Συνεπῶς, ἡ διόρθωσις τοῦ
Σχίσματος τῶν Μελιτιανῶν καί ἡ κατ’ οἰκονομίαν ἔνταξις τῶν ἀκύρως ὑπό τοῦ
Μελιτίου χειροτονηθέντων περιελάμβανεν τάς ἑξῆς φάσεις: α) μετάνοιαν, β) ἐπίθεσιν
χειρός ὑπό κανονικοῦ Έπισκόπου – τοῦ ἐλαχίστου ἀναγκαίου διά τήν ἐπισφράγισιν τῆς
Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, γ) εὐχήν καί δ) τελικῶς τήν εἰρήνευσιν. Πρόκειται περί ἀρχῆς
ἰσχυούσης δι’ ἁπάσας τάς περιπτώσεις ἐπανεντάξεως σχισματικῶν εἰς τήν Ὀρθοδοξον
Ἐκκλησίαν καί καθορίζουσαν ἐνδιαφέρουσαν διέξοδον εἰς τό ὑφιστάμενον πρόβλημα.
Μολονότι ἡ περίπτωσις τοῦ κ. Φιλαρέτου ὁμοιάζει ἐκπληκτικῶς πρός τήν ἀντίστοιχον τοῦ Μελιτίου, ἐπιστρέψαντοςμόνον «ἐν ψιλῇ ἐπισκοπικῇ τιμῇ»(3),ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας ἤ αὐθεντίας», ἡ ἐπιδεικνυομένη πρός αὐτόν ἀνοχή παραμένει ἀνεξήγητος. Ὁ κ. Φιλάρετος ἐπανεντάχθη ἐν τῇ κανονικῇ Ἐκκλησίᾳ (ἄγνωστον ἐάν ὑπέβαλε αἴτησιν μετανοίας) καί αἱ προηγηθεῖσαι ἀνυπόστατοι ἐκκλησιαστικαί πράξεις αὐτοῦ ἐπεκυρώθησαν συλλήβδην διά συνοδικῆς μόνον πράξεως. Οὗτος ἐπανειλημμένως δημοσίως καυχᾶται ὅτι «ἦτο, εἶναι καί θά εἶναι ὁ Πατριάρχης Κιέβου καί πάσης Ρώς-Οὐκρανίας», ἐξακολουθεῖ νά φέρῃ τό ἰδιάζον ρωσικόν πατριαρχικόν ἐπανωκαλύμμαυχον συμπεριφερόμενος ὡς Πατριάρχης. Παρέμεινεν ὁ κύριος ρυθμιστής εἰς τήν κληθεῖσαν Ἑνωτικήν Σύνοδον, τήν ἐκλέξασαν τόν ὑπ’ αὐτοῦ ἀκύρως «χειροτονηθέντα» κ. Ἐπιφάνιον, εἶναι σήμερον μόνιμον μέλος τῆς Συνόδου καί διακηρύσσει ὅτι εἶναι ὁ Ποιμενάρχης ὅλων τῶν ἐνοριῶν τοῦ Κιέβου. Τά γεγονότα αὐτά προφανῶς δέν εἶναι ἄγνωστα οὔτε ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς σημασίας.
Ἐν κατακλεῖδι, εἶναι ἀναμφισβήτητον ὅτι τό Μελιτιανόν Σχίσμα δέν ἐθεραπεύθη δι’ ἀποφάσεως τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, εἰς τήν δικαιοδοσίαν τοῦ ὁποίου ἀνῆκεν ὁ Μελίτιος ὡς Ἐπίσκοπος Λυκοπόλεως Αἰγύπτου, ἀλλά δι’ ἀποφάσεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Μολονότι ἡ περίπτωσις τοῦ κ. Φιλαρέτου ὁμοιάζει ἐκπληκτικῶς πρός τήν ἀντίστοιχον τοῦ Μελιτίου, ἐπιστρέψαντοςμόνον «ἐν ψιλῇ ἐπισκοπικῇ τιμῇ»(3),ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας ἤ αὐθεντίας», ἡ ἐπιδεικνυομένη πρός αὐτόν ἀνοχή παραμένει ἀνεξήγητος. Ὁ κ. Φιλάρετος ἐπανεντάχθη ἐν τῇ κανονικῇ Ἐκκλησίᾳ (ἄγνωστον ἐάν ὑπέβαλε αἴτησιν μετανοίας) καί αἱ προηγηθεῖσαι ἀνυπόστατοι ἐκκλησιαστικαί πράξεις αὐτοῦ ἐπεκυρώθησαν συλλήβδην διά συνοδικῆς μόνον πράξεως. Οὗτος ἐπανειλημμένως δημοσίως καυχᾶται ὅτι «ἦτο, εἶναι καί θά εἶναι ὁ Πατριάρχης Κιέβου καί πάσης Ρώς-Οὐκρανίας», ἐξακολουθεῖ νά φέρῃ τό ἰδιάζον ρωσικόν πατριαρχικόν ἐπανωκαλύμμαυχον συμπεριφερόμενος ὡς Πατριάρχης. Παρέμεινεν ὁ κύριος ρυθμιστής εἰς τήν κληθεῖσαν Ἑνωτικήν Σύνοδον, τήν ἐκλέξασαν τόν ὑπ’ αὐτοῦ ἀκύρως «χειροτονηθέντα» κ. Ἐπιφάνιον, εἶναι σήμερον μόνιμον μέλος τῆς Συνόδου καί διακηρύσσει ὅτι εἶναι ὁ Ποιμενάρχης ὅλων τῶν ἐνοριῶν τοῦ Κιέβου. Τά γεγονότα αὐτά προφανῶς δέν εἶναι ἄγνωστα οὔτε ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς σημασίας.
Ἐν κατακλεῖδι, εἶναι ἀναμφισβήτητον ὅτι τό Μελιτιανόν Σχίσμα δέν ἐθεραπεύθη δι’ ἀποφάσεως τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, εἰς τήν δικαιοδοσίαν τοῦ ὁποίου ἀνῆκεν ὁ Μελίτιος ὡς Ἐπίσκοπος Λυκοπόλεως Αἰγύπτου, ἀλλά δι’ ἀποφάσεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
3. Ἡ περίπτωσις ἐξάλλου τoῦ
Οὐκρανικοῦ ζητήματος οὐδεμίαν ἀναλογίαν ἔχει πρός τήν ROCOR (Russian Orthodox
Church Outside Russia). Αὕτη ἀναφέρεται εἰς ἀποκοπήν τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἐκ
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, τελούσης ὑπό Σοβιετικήν ἐπιτήρησιν. Δέν ὑπῆρξαν ἀφορισμοί
οὔτε ἀναθεματισμοί καί ἡ ἀποστολική διαδοχή δέν ἠμφισβητήθη. Ὅτε κατέρρευσεν τό
ἀθεϊστικόν καθεστώς, ἐπῆλθεν ἡ ἐπανένωσις. Εἶναι δέ ἀξιοσημείωτον ὅτι ἡ
διόρθωσις τῆς διασπάσεως, συνετελέσθη δι’εἰδικῆς ἱεροτελεστίας καί εὐχῆς ἐπανεντάξεως
ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Σωτῆρος.
Ὅσον διά τό Βουλγαρικόν Σχίσμα οὐδεμία σχέσις ἤ ἀναλογία ὑφίσταται πρός τό Οὐκρανικόν ζήτημα. Τό τελευταῖον ἀφορᾷ εἰς ἐσωτερικόν ρῆγμα μιᾶς τοπικῆς ἐκκλησίας, ἐνῷ τό Βουλγαρικόν εἰς μίαν μακροχρόνιον ἀποχώρησιν ὁλοκλήρου λαοῦ ἀπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί ὁλόκληρον τήν Ὀρθοδοξίαν. Ἡ διόρθωσίς του ἤρχισεν κατά τήν Πανορθόδοξον Ἐπιτροπήν τήν συνελθοῦσαν διά τήν προετοιμασίαν τῆς Πανορθοδόξου Προσυνόδου ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους (Ἰούνιος 1930). Βασικός ὅρος, ὁ ὁποῖος ἐτέθη καί τελικῶς ἐτηρήθη, ἦτο ἡ αἴτησις συγγνώμης ἐκ μέρους τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας. Τελικῶς δέ κατόπιν μακροχρονίων πολυπλόκων διαβουλεύσεων τό Σχίσμα ἐλύθη τό 1945, μέ ἀποτέλεσμα τήν εἰρήνευσιν τῆς Πανορθοδόξου Οἰκουμένης.
Ὅσον διά τό Βουλγαρικόν Σχίσμα οὐδεμία σχέσις ἤ ἀναλογία ὑφίσταται πρός τό Οὐκρανικόν ζήτημα. Τό τελευταῖον ἀφορᾷ εἰς ἐσωτερικόν ρῆγμα μιᾶς τοπικῆς ἐκκλησίας, ἐνῷ τό Βουλγαρικόν εἰς μίαν μακροχρόνιον ἀποχώρησιν ὁλοκλήρου λαοῦ ἀπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί ὁλόκληρον τήν Ὀρθοδοξίαν. Ἡ διόρθωσίς του ἤρχισεν κατά τήν Πανορθόδοξον Ἐπιτροπήν τήν συνελθοῦσαν διά τήν προετοιμασίαν τῆς Πανορθοδόξου Προσυνόδου ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους (Ἰούνιος 1930). Βασικός ὅρος, ὁ ὁποῖος ἐτέθη καί τελικῶς ἐτηρήθη, ἦτο ἡ αἴτησις συγγνώμης ἐκ μέρους τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας. Τελικῶς δέ κατόπιν μακροχρονίων πολυπλόκων διαβουλεύσεων τό Σχίσμα ἐλύθη τό 1945, μέ ἀποτέλεσμα τήν εἰρήνευσιν τῆς Πανορθοδόξου Οἰκουμένης.
4. Ἀνεπιφυλάκτως συμμεριζόμεθα
τήν μέριμναν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, προκειμένου νά παρασχεθῆ μία
δυνατότης εἰς τούς ἐν Οὐκρανίᾳ πιστούς, θύματα ἐσωτερικοῦ μακροχρονίου διχασμοῦ,
νά ἐπανέλθουν εἰς τούς κόλπους τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι ὅμως προφανές ὅτι ἡ ἐπιδιωχθεῖσα εἰρήνευσις δέν ἔχει ἐπιτευχθῆ, ἐφ’ ὅσον ἐνενήντα
Ἀρχιερεῖς καί ἄνω τῶν δώδεκα χιλιάδων ἐνοριῶν δέν εὑρίσκονται ἐν κοινωνίᾳ μετά
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Συγχρόνως μάλιστα εἶναι ὁρατός ὁ κίνδυνος
διασπάσεως τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένην Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὡς πρός τόν ἰδιότυπον ἐπιτιμητικόν τόνον τοῦ συγκεκριμένου Γράμματος καί τούς ὑπαινιγμούς περί ἐπιδράσεως ἡμῶν ἐξ ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ὑποχρεούμεθα νά ὑπενθυμίσωμεν ὅτι τήν ἀδελφικήν ἡμῶν ἀφοσίωσιν ἔχομεν ἐμπράκτως ἀποδείξει ἐπί δεκαετίας, ὅλως δέ ἰδιαιτέρως κατά τάς Συνάξεις τῶν Προκαθημένων καί εἰς τήν ἐν Κρήτῃ Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, συντονιζόμενοι πρός τάς ἑκάστοτε πρωτοβουλίας τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος. Κατά καιρούς δέ ἠρθρώσαμεν εὐθαρσῶς τάς ἀπόψεις ἡμῶν, ἔστω καί συγκρουόμενοι μέ ἀγαπητούς ἀδελφούς ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Τοῦτο πάντοτε χάριν τῆς συνοχῆς καί τῆς προσηκούσης μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας. Πρόσφατον τεκμήριον ἀνεπηρεάστου γνώμης καί ἀνεξαρτήτου στάσεως αἱ ἀποσταλεῖσαι ἐπιστολαί πρός τόν Μακαριώτατον Πατριάρχην Μόσχας καί πάσης Ρωσίας κ. Κύριλλον (10 Ὀκτωβρίου καί 7 Νοεμβρίου 2018).
Τόν βαθύτατον σεβασμόν καί τήν πηγαίαν εὐχαριστίαν πρός τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον, διά τάς ἐνεργείας ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας, ἐκφράζομεν διαρκῶς ἐμπράκτως ἐπί τρεῖς δεκαετίας. Πεποίθαμεν, ὅμως, ὅτι ἡ γνησία εὐγνωμοσύνη δέν συνεπάγεται κατάργησιν τῆς κριτικῆς θεολογικῆς σκέψεως καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας ἤ ἀπεμπόλησιν τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως. Ἀντιθέτως σημαίνει ηὐξημένον χρέος νά διατυπώνωνται πάντοτε μετά σαφηνείας καί ἀγαπώσης παρρησίας αἱ ἑκάστοτε ἐκτιμήσεις.
Ἡ ἀνταπόδοσις τῆς τιμῆς ἐγένετο δι’ ἔργων. Ἀπεδέχθημεν μίαν ἀνυπολογίστων δυσκολιῶν πρόσκλησιν εἰς Ἀλβανίαν, ἀφέντες δύο ἰδιαιτέρως προσφιλεῖς τομεῖς διακονίας: τήν Ἀφρικήν καί τήν θρησκειολογικήν ἔρευναν καί συγγραφήν. Ἡ ἐξόχως ἀπαιτητική καί ἀβεβαία ἀποστολή, ἡ ἀνατεθεῖσα εἰς ἡμᾶς ὑπό τῆς Μητρός Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, πρός ἀνασυγκρότησιν ἐκ τῶν ἐρειπίων τῆς πλήρως διαλυθείσης Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας, συνετελέσθη χάριτι Θεοῦ ἐν θυσιαστικῷ φρονήματι, ἐν στερήσεσιν, ἐν ἀσθενείαις, ἐν κονδύνοις καί διωγμοῖς.
Ὡς πρός το Ούκρανικόν ζήτημα, θά ἦτο ἀσφαλεστέρα ἡ ἐπιλογή ψευδοῦς συνέσεως, ὥστε νά ἀποφύγωμεν τά αἰχμηρά σχόλια, τάς ὑβριστικάς προσωπικάς ἀνυποστάτους κατηγορίας ἀνευθύνων προσώπων. Ὅμως ἡμεῖς πιστεύομεν ὅτι ὁ Πρῶτος τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγαπᾷ καί ἔχει ἀνάγκην τήν ἄπλετον ἀλήθειαν, ἰδίᾳ εἰς περιπτώσεις κρισιμωτάτων Πανορθοδόξων προβλημάτων. Διά τοῦτο ἐπανήλθομεν ἐπισημαίνοντες τήν ἱστορικήν ἀκρίβειαν τῶν γεγονότων.
Ὡς πρός τόν ἰδιότυπον ἐπιτιμητικόν τόνον τοῦ συγκεκριμένου Γράμματος καί τούς ὑπαινιγμούς περί ἐπιδράσεως ἡμῶν ἐξ ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ὑποχρεούμεθα νά ὑπενθυμίσωμεν ὅτι τήν ἀδελφικήν ἡμῶν ἀφοσίωσιν ἔχομεν ἐμπράκτως ἀποδείξει ἐπί δεκαετίας, ὅλως δέ ἰδιαιτέρως κατά τάς Συνάξεις τῶν Προκαθημένων καί εἰς τήν ἐν Κρήτῃ Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, συντονιζόμενοι πρός τάς ἑκάστοτε πρωτοβουλίας τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος. Κατά καιρούς δέ ἠρθρώσαμεν εὐθαρσῶς τάς ἀπόψεις ἡμῶν, ἔστω καί συγκρουόμενοι μέ ἀγαπητούς ἀδελφούς ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Τοῦτο πάντοτε χάριν τῆς συνοχῆς καί τῆς προσηκούσης μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας. Πρόσφατον τεκμήριον ἀνεπηρεάστου γνώμης καί ἀνεξαρτήτου στάσεως αἱ ἀποσταλεῖσαι ἐπιστολαί πρός τόν Μακαριώτατον Πατριάρχην Μόσχας καί πάσης Ρωσίας κ. Κύριλλον (10 Ὀκτωβρίου καί 7 Νοεμβρίου 2018).
Τόν βαθύτατον σεβασμόν καί τήν πηγαίαν εὐχαριστίαν πρός τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον, διά τάς ἐνεργείας ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας, ἐκφράζομεν διαρκῶς ἐμπράκτως ἐπί τρεῖς δεκαετίας. Πεποίθαμεν, ὅμως, ὅτι ἡ γνησία εὐγνωμοσύνη δέν συνεπάγεται κατάργησιν τῆς κριτικῆς θεολογικῆς σκέψεως καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας ἤ ἀπεμπόλησιν τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως. Ἀντιθέτως σημαίνει ηὐξημένον χρέος νά διατυπώνωνται πάντοτε μετά σαφηνείας καί ἀγαπώσης παρρησίας αἱ ἑκάστοτε ἐκτιμήσεις.
Ἡ ἀνταπόδοσις τῆς τιμῆς ἐγένετο δι’ ἔργων. Ἀπεδέχθημεν μίαν ἀνυπολογίστων δυσκολιῶν πρόσκλησιν εἰς Ἀλβανίαν, ἀφέντες δύο ἰδιαιτέρως προσφιλεῖς τομεῖς διακονίας: τήν Ἀφρικήν καί τήν θρησκειολογικήν ἔρευναν καί συγγραφήν. Ἡ ἐξόχως ἀπαιτητική καί ἀβεβαία ἀποστολή, ἡ ἀνατεθεῖσα εἰς ἡμᾶς ὑπό τῆς Μητρός Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, πρός ἀνασυγκρότησιν ἐκ τῶν ἐρειπίων τῆς πλήρως διαλυθείσης Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας, συνετελέσθη χάριτι Θεοῦ ἐν θυσιαστικῷ φρονήματι, ἐν στερήσεσιν, ἐν ἀσθενείαις, ἐν κονδύνοις καί διωγμοῖς.
Ὡς πρός το Ούκρανικόν ζήτημα, θά ἦτο ἀσφαλεστέρα ἡ ἐπιλογή ψευδοῦς συνέσεως, ὥστε νά ἀποφύγωμεν τά αἰχμηρά σχόλια, τάς ὑβριστικάς προσωπικάς ἀνυποστάτους κατηγορίας ἀνευθύνων προσώπων. Ὅμως ἡμεῖς πιστεύομεν ὅτι ὁ Πρῶτος τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγαπᾷ καί ἔχει ἀνάγκην τήν ἄπλετον ἀλήθειαν, ἰδίᾳ εἰς περιπτώσεις κρισιμωτάτων Πανορθοδόξων προβλημάτων. Διά τοῦτο ἐπανήλθομεν ἐπισημαίνοντες τήν ἱστορικήν ἀκρίβειαν τῶν γεγονότων.
5. Ἡ ἀγωνία ἡμῶν, Παναγιώτατε,
παραμένει ἡ διαφύλαξις τῆς Ὀρθοδόξου ἑνότητoς, ἀποτελούσης ἀναντικατάστατον
προϋπόθεσιν διά τήν ἀνά τόν κόσμον Ὀρθόδοξον μαρτυρίαν. Οἱ τριγμοί εἰς τάς Ἐπισκοπικάς
Συνελεύσεις τῆς Διασπορᾶς καί εἰς τούς διαχριστιανικούς πολυμερεῖς καί διμερεῖς
διαλόγους εἶναι ἤδη αἰσθητοί.
Σταθερά πεποίθησις τῆς κατ’ Ἀλβανίαν Ἐκκλησίας, ὅπως καί πολλῶν ἄλλων, εἶναι ὅτι κατά τήν παροῦσαν ἱστορικήν στιγμήν, πρός θεραπείαν τῶν ἐπωδύνων τραυμάτων καί δή τοῦ ἐπαπειλουμένου Σχίσματος, καθίσταται ἀναγκαία Πανορθόδοξός τις Διαβούλευσις, ἀποσκοποῦσα κατ’ ἀρχάς εἰς τήν πνευματικήν στήριξιν ἁπάντων τῶν ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθοδόξων πιστῶν καί προπαντός εἰς τήν διασφάλισιν τῆς Ὀρθοδόξου συνοχῆς. Καί προδήλως εἴμεθα ἕτοιμοι νά συμβάλλωμεν κατά δημιουργικόν τρόπον εἰς τήν δυσχερεστάτην κρίσιμον αὐτήν προσπάθειαν.
Αἱ ὑφιστάμεναι διαφορετικαί ἀντιλήψεις δέν ἀντιμετωπίζονται διά τῆς παρατάσεως μονολόγων, δηλώσεων, ἀλληλογραφίας, διά τῆς ἀναμείξεως ἀνευθύνων προσώπων, παραπλανητικῶν σχολιασμῶν, ἀσυναρτήτων δημοσιευμάτων εἰς τά Μέσα Κοινωνικῆς Δικτυώσεως. Αἱ κρίσεις ὑπερβαίνονται, συμφώνως πρός τήν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν, διά τῆς Συνοδικότητος, ἥτις σημαίνει συνέλευσιν ἐπί τῷ αὐτῷ καί ἐν προσευχῇ διάσκεψιν τῶν ὑπευθύνων ἐκπροσώπων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τότε, ἐπενεργούσης τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἡ Σύνοδος αὕτη δύναται φιλανθρωπευομένη νά ἀναζητήσῃ πρωτοτύπους λύσεις ἐπιεικείας, συγγνώμης καί καταλλαγῆς καί νά λάβῃ τολμηράς ἀποφάσεις κοινῶς ἀποδεκτάς, ἀποσκοπούσας εἰς τήν εἰρήνευσιν, τήν ἑνότητα καί τήν πνευματικήν οἰκοδομήν τῶν ἀνά τήν Οικουμένην Ὀρθοδόξων πιστῶν. Καί τό προνόμιον τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Διαβουλεύσεως ἀνήκει ἀδιαμφισβητήτως εἰς τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην. Διά τῆς παρακλήσεως αὐτῆς περατοῦται ἡ ἀναφορά ἡμῶν ἐπί τῆς διαδικασίας τοῦ Οὐκρανικοῦ ζητήματος.
Πρός ἀποτροπήν πάντως οἱασδήποτε παρανοήσεως, διευκρινίζομεν ὅτι, εἰς περίπτωσιν τραγικῆς καταλήξεως εἰς Σχίσμα (ὁ Θεός νά μή τό ἐπιτρέψῃ!), ἡ κατ’ Ἀλβανίαν Ὀρθόδοξος Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία θά παραμένῃ σταθερῶς ἐν ἀληθευούσῃ ἀγάπῃ μετά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Διάγοντες τήν κατανυκτικήν περίοδον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁλοψύχως δεόμεθα, ὅπως ὁ ἐν Τριάδι Θεός χαρίζηται ἀκλόνητον ὑγείαν καί ἁγιοπνευματικήν δύναμιν εἰς τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα, ἐπαναλαμβάνοντες τήν προσφιλῆ εἰς Αὐτήν, καί εἰς ἡμᾶς, ἀποστολικήν δοξαστικήν βεβαιότητα: «Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑπὲρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν, κατὰ τὴν δύναμιν τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἡμῖν, αὐτῷ ἡ δόξα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων· ἀμήν.» (Ἐφ. 3:20-21).
Ἐπί δέ τούτοις, ἀσπαζόμενοι Ὑμᾶς φιλήματι ἁγίῳ, διατελοῦμεν μετά πάσης τιμῆς καί ἀδελφικῆς ἀγάπης ἐν Χριστῷ, «δι’ ὅν τά πάντα καί δι’ οὗ τά πάντα» (Ἑβρ. 2:10).
Σταθερά πεποίθησις τῆς κατ’ Ἀλβανίαν Ἐκκλησίας, ὅπως καί πολλῶν ἄλλων, εἶναι ὅτι κατά τήν παροῦσαν ἱστορικήν στιγμήν, πρός θεραπείαν τῶν ἐπωδύνων τραυμάτων καί δή τοῦ ἐπαπειλουμένου Σχίσματος, καθίσταται ἀναγκαία Πανορθόδοξός τις Διαβούλευσις, ἀποσκοποῦσα κατ’ ἀρχάς εἰς τήν πνευματικήν στήριξιν ἁπάντων τῶν ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθοδόξων πιστῶν καί προπαντός εἰς τήν διασφάλισιν τῆς Ὀρθοδόξου συνοχῆς. Καί προδήλως εἴμεθα ἕτοιμοι νά συμβάλλωμεν κατά δημιουργικόν τρόπον εἰς τήν δυσχερεστάτην κρίσιμον αὐτήν προσπάθειαν.
Αἱ ὑφιστάμεναι διαφορετικαί ἀντιλήψεις δέν ἀντιμετωπίζονται διά τῆς παρατάσεως μονολόγων, δηλώσεων, ἀλληλογραφίας, διά τῆς ἀναμείξεως ἀνευθύνων προσώπων, παραπλανητικῶν σχολιασμῶν, ἀσυναρτήτων δημοσιευμάτων εἰς τά Μέσα Κοινωνικῆς Δικτυώσεως. Αἱ κρίσεις ὑπερβαίνονται, συμφώνως πρός τήν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν, διά τῆς Συνοδικότητος, ἥτις σημαίνει συνέλευσιν ἐπί τῷ αὐτῷ καί ἐν προσευχῇ διάσκεψιν τῶν ὑπευθύνων ἐκπροσώπων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τότε, ἐπενεργούσης τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἡ Σύνοδος αὕτη δύναται φιλανθρωπευομένη νά ἀναζητήσῃ πρωτοτύπους λύσεις ἐπιεικείας, συγγνώμης καί καταλλαγῆς καί νά λάβῃ τολμηράς ἀποφάσεις κοινῶς ἀποδεκτάς, ἀποσκοπούσας εἰς τήν εἰρήνευσιν, τήν ἑνότητα καί τήν πνευματικήν οἰκοδομήν τῶν ἀνά τήν Οικουμένην Ὀρθοδόξων πιστῶν. Καί τό προνόμιον τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Διαβουλεύσεως ἀνήκει ἀδιαμφισβητήτως εἰς τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην. Διά τῆς παρακλήσεως αὐτῆς περατοῦται ἡ ἀναφορά ἡμῶν ἐπί τῆς διαδικασίας τοῦ Οὐκρανικοῦ ζητήματος.
Πρός ἀποτροπήν πάντως οἱασδήποτε παρανοήσεως, διευκρινίζομεν ὅτι, εἰς περίπτωσιν τραγικῆς καταλήξεως εἰς Σχίσμα (ὁ Θεός νά μή τό ἐπιτρέψῃ!), ἡ κατ’ Ἀλβανίαν Ὀρθόδοξος Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία θά παραμένῃ σταθερῶς ἐν ἀληθευούσῃ ἀγάπῃ μετά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Διάγοντες τήν κατανυκτικήν περίοδον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁλοψύχως δεόμεθα, ὅπως ὁ ἐν Τριάδι Θεός χαρίζηται ἀκλόνητον ὑγείαν καί ἁγιοπνευματικήν δύναμιν εἰς τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα, ἐπαναλαμβάνοντες τήν προσφιλῆ εἰς Αὐτήν, καί εἰς ἡμᾶς, ἀποστολικήν δοξαστικήν βεβαιότητα: «Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑπὲρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν, κατὰ τὴν δύναμιν τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἡμῖν, αὐτῷ ἡ δόξα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων· ἀμήν.» (Ἐφ. 3:20-21).
Ἐπί δέ τούτοις, ἀσπαζόμενοι Ὑμᾶς φιλήματι ἁγίῳ, διατελοῦμεν μετά πάσης τιμῆς καί ἀδελφικῆς ἀγάπης ἐν Χριστῷ, «δι’ ὅν τά πάντα καί δι’ οὗ τά πάντα» (Ἑβρ. 2:10).
Ἐν Τιράνοις, 21 Μαρτίου 2019
Τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης
Παναγιότητος,
(Ὑπογραφή)
+ Ἀναστάσιος
Ἀρχιεπίσκοπος Tιράνων, Δυρραχίου καί πάσης Ἀλβανίας
Ἀρχιεπίσκοπος Tιράνων, Δυρραχίου καί πάσης Ἀλβανίας
________________________________
2) Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, ἹστορίατῆςἘκκλησίαςτῆςἈλεξανδρείας (62-1934), Ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 179-180.
(3)«Μένειν ἐν
τῇ ἑαυτοῦ πόλει καὶ μηδεμίαν ἐξουσίαν ἔχειν μήτε προχειρίζεσθαι μήτε χειροθετεῖν μήτε ἐν χώρᾳ μήτε ἐν πόλει … ἐπὶ δὲ
τοῦ Μελιτίου προσώπου οὐκέτι τὰ αὐτὰ ἔδοξε διὰ τὴν
ἀνέκαθεν αὐτοῦ ἀταξίαν καὶ διὰ τὸ
πρόχειρον καὶ προπετὲς τῆς γνώμης, ἵνα μηδεμία ἐξουσία ἢ
αὐθεντία αὐτῷ δοθῇ ἀνθρώπῳ δυναμένῳ πάλιν τὰς αὐτὰς ἀταξίας ποιῆσαι. Athanasius
Theol., De decretis Nicaenae synodi Chapter 36, section 7, line 2 TLG
Αποστομωτική απάντηση. Μπράβο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρόμοιες θα είναι οι απαντήσεις όλων των προκαθημένων και των Εκκλησιών.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔια την αλήθεια και την ειρήνη η Ουκρανία θα αναγνωρισθεί από όλους και από τους Ρώσους ως επιστέγασμα της σώφρονας αποφάσεως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι πολύ σημαντικό το γεγονός, ότι, οπως φαίνεται στην επιστολή αυτή, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας διατηρεί ανεξαρτησία σκέψεως, επιμένει στην άποψη του και δεν υποχωρεί, όσο και αν είναι γνωστός ο σεβασμός και η εκτίμηση του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Εκκλησία της Αλβανίας δείχνει ότι έχει ελευθερία γνώμης, και το ίδιο θα δείξουν και οι υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ ΕΛΕΓΕ:
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΕΧΕΙ ΤΈΤΟΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΕΝΑΝ
ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΝΕΙ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟ...!
Ορθοτομει ο Αναστάσιος. Ευτυχώς
ΑπάντησηΔιαγραφή