Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Η Εκκλησία ως κοινότητα -π. Ιωάννου Μέγιεντορφ


Η Εκκλησία ως κοινότητα *

 Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Μέγιεντορφ

«Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18,20). Τα λόγια αυτά του Χριστού αποτελούν ένα από τα βασικότερα εκκλησιολογικά κείμενα της Καινής Διαθήκης. Διδάσκουν σαφώς ότι η σύναξη των πιστών, η συγκέντρωση ενός αριθμού χριστιανών, αποτελεί την προϋπόθεση της παρουσίας του Χριστού. Δεν έχει σημασία αν ο αριθμός αυτών που συγκεντρώνονται είναι μικρός ή μεγάλος. εκείνο που έχει πράγματι σημασία είναι το γεγονός της σύναξης. Εφόσον μία σύναξη γίνεται «εις το όνομα του Χριστού», παύει να είναι απλή συνάθροιση ανθρώπων και γίνεται ένωση με τον Χριστό, πραγμάτωση της αρχαίας προφητείας, σύμφωνα με την οποία ο Θεός θα σκηνώσει αληθινά και πραγματικά εν μέσω του λαού του και «αυτοί λαός αυτού έσονται και αυτός ο Θεός έσται μετ’ αυτών, ο Θεός αυτών» (Απ. 21,3. Ιεζ. 43,7).
Τον αντικειμενικό αυτό χαρακτήρα της σύναξης των χριστιανών τονίζουν με ιδιαίτερη επιμονή όλοι οι Πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας.

Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος π.χ. γράφει προς την Εκκλησία της Εφέσου: «Σπουδάζετε ουν πυκνότερον συνέρχεσθαι εις ευχαριστίαν Θεού και εις δόξαν. Όταν γαρ πυκνώς επί το αυτό γίνεσθε, καθαιρούνται αι δυνάμεις του σατανά, και λύεται ο όλεθρος αυτού εν τη ομονοία υμών της πίστεως. Ουδέν εστιν άμεινον ειρήνης, εν η πας πόλεμος καταργείται επουρανίων και επιγείων» (Ιγνάτιος προς Εφεσίους, ΧΙΙΙ).
Κατά την αντίληψη, λοιπόν, του Αγίου Ιγνατίου και των συγχρόνων του, η ευχαριστιακή σύναξη των χριστιανών είναι πρωτίστως το αντικειμενικό σημείο της ειρήνης, την οποία ο Θεός αποκατέστησε μεταξύ Αυτού και του λαού του εν Χριστώ και στην οποία καλεί όλους τους ανθρώπους να κοινωνήσουν. Και η μετοχή στη σύναξη αυτή, δεν είναι απλώς μία πράξη χρήσιμη για την ατομική σωτηρία του καθενός, αλλά είναι κυριολεκτικά συμμετοχή στον αγώνα που διεξάγει ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού εναντίον του διαβόλου. Εναντίον εκείνου που σπέρνει τη διαίρεση και το μίσος μεταξύ των ανθρώπων και κατορθώνει να διατηρεί την άδικη και παράνομη εξουσία του πάνω στον κόσμο, χάρη στην αμαρτία και στο θάνατο.
Η αντίληψη αυτή εξηγεί γιατί από την πρώτη στιγμή η Εκκλησία θεώρησε τη συμμετοχή στην κοινή σύναξη ως ουσιαστικό στοιχείο της χριστιανικής πίστης και ζωής και γιατί, παρά τους φοβερούς διωγμούς των πρώτων αιώνων, εξακολούθησε να παραμένει αυστηρά προσηλωμένη στην αρχή των τακτικών λατρευτικών συνάξεων. Όταν ο Χριστιανισμός κηρύχθηκε religio illicita, δηλαδή απαγορευμένη θρησκεία, δεν απέβαλε, όπως θα περίμενε κανείς, τον κοινοτικό του χαρακτήρα και δεν μεταβλήθηκε σε μία ατομική θρησκεία. Μία τέτοια θρησκευτική πίστη, η οποία δεν θα συνεπαγόταν κανένα σοβαρό κίνδυνο για τους οπαδούς της ασφαλώς και θα ήταν ανεκτή από το Ρωμαϊκό Κράτος. Και όμως, πόσο θα απλοποιούνταν τα πράγματα για τους διωκόμενους χριστιανούς, αν αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν τις συνάξεις της Κυριακής, οι οποίες τόσο εύκολα μπορούσαν να προδοθούν ή να αποκαλυφθούν και αν αρκούνταν σε έναν «πνευματικό» σύνδεσμο μεταξύ τους! Αλλά τίποτε παρόμοιο δεν συνέβη. Παρά την σκληρή καταδίωξη και τις τρομερές τιμωρίες, οι χριστιανοί εξακολούθησαν να συνέρχονται τακτικά «επί το αυτό».
Και ο λόγος της επιμονής τους αυτής ήταν η πίστη ότι ο Χριστιανισμός είναι πρώτιστα συγκεκριμένη συμμετοχή στη ζωή μίας ορατής και απτής μυστηριακής κοινότητος, μία συμμετοχή η οποία δεν επιδέχεται κανενός είδους «πνευματοποίηση». Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την αντίληψη των χριστιανών των πρώτων αιώνων, το να είναι κανείς χριστιανός είναι συνώνυμο με το να είναι μέλος της Εκκλησίας. Ωστόσο, για να είναι κάποιος μέλος της Εκκλησίας, δεν αρκεί απλώς να παραδέχεται μία ορισμένη κοσμοθεωρία ή να αγωνίζεται ειλικρινά για να μεταβάλει τον ατομικό του τρόπο σκέψης και ζωής ή έστω να ανήκει αόριστα σε μία αφηρημένη και απρόσωπη οργάνωση. Χρειάζεται, κυρίως, να είναι ενταγμένος ψυχή τε και σώματι σε μία συγκεκριμένη τοπική κοινότητα, να μετέχει νόμιμα και ενεργητικά στη ζωή της, να είναι με όλη τη σημασία της λέξεως ο «πλησίον» των αδελφών του, ο «πλησίον» των άλλων ανθρώπων που αποτελούνται, όπως και αυτός, από σάρκα και αίμα.
Πράγματι, όταν ο Χριστός θέλησε να κηρύξει την έναρξη της Βασιλείας του Θεού πάνω στη γη, να αναγγείλει τον εγκαινιασμό της νέας πραγματικότητος της Εκκλησίας, έκανε λόγο για την προς τον πλησίον αγάπη. Η χριστιανική αγάπη δεν είναι μία αόριστη αγάπη της ανθρωπότητας. είναι η προσωπική αγάπη των συγκεκριμένων ανθρώπων, τους οποίους η πρόνοια του Θεού έταξε ως πλησίον μας.
Είναι πολύ εύκολο να αγαπά κάποιος όσους βρίσκονται μακριά του ή εκείνους με τους οποίους δεν έχει παρά μόνο λίγες τυπικές σχέσεις. Ωστόσο, συχνά χρειάζεται αγώνας για να αγαπήσουμε τα πρόσωπα που βρίσκονται κυριολεκτικά γύρω μας, τους ανθρώπους με τους οποίους είμαστε υποχρεωμένοι κάθε στιγμή να ερχόμαστε σε επαφή και σε σχέση.
Αντίθετα με την αγάπη του πλησίον, την οποία δίδασκε το Λευϊτικόν και την οποία εφάρμοζαν οι ευσεβείς Ισραηλίτες, η χριστιανική αγάπη δεν γνωρίζει καμία διάκριση και δεν αποκλείει κανέναν. Όταν ο Κύριος ρωτήθηκε ποιόν πρέπει να θεωρούμε ως πλησίον μας, απάντησε με την παραβολή του Καλού Σαμαρείτου, υποδεικνύοντας ως πρότυπο αληθινής αγάπης του πλησίον τον εκπρόσωπο ενός λαού, για τον οποίο κάθε καλός Εβραίος της εποχής του αισθανόταν όχι απλώς μίσος, αλλά σχεδόν φυσική απέχθεια.
Επομένως, οι χριστιανοί καλούνταν να αποτελέσουν μία κοινότητα, η οποία θα υπερβαίνει κάθε φραγμό φυλής, συμφέροντος ή προσωπικών αισθημάτων. Η κοινότητα αυτή θα είναι θεμελιωμένη, όχι σε φυσικές αξίες η στην προσωπική συμπάθεια, αλλά στην χάρη του Θεού. Γιατί, όντως, η χριστιανική αγάπη είναι χάρη και δωρεά του Θεού. δεν προέρχεται από τον άνθρωπο, αλλά πηγάζει από τον Θεό. Δεν είναι ανθρώπινη αγάπη, αλλά είναι η Αγάπη του Θεού, η αγάπη με την οποία ο Θεός αγαπά τον κόσμο του, η αγάπη με την οποία τα πρόσωπα της Παναγίας Τριάδος αγαπώνται μεταξύ τους. Αυτήν την αγάπη του ο Θεός μεταδίδει σε εκείνους που πιστεύουν στο «ευαγγέλιό» του και ενσωματώνονται στο «σώμα» του σαρκωθέντος και ενανθρωπήσαντος Υιού του. Γι’ αυτό και ο Απόστολος ονομάζει τη χριστιανική αγάπη «καρπόν του Πνεύματος» (Γαλ. 5,22) και διδάσκει ότι σε αντίθεση προς την αγάπη και τα αισθήματα του θνητού και φθαρτού κόσμου τούτου, τα οποία αλλοιώνονται και παρέρχονται, η χριστιανική αγάπη «ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Κορ. 13,8).
Το χριστιανικό βάπτισμα είναι θάνατος και ανάσταση. Με το βάπτισμα βιώνουμε τον θάνατο του παλαιού ανθρώπου και, συνάμα, την ανάσταση μίας νέας ζωής, η οποία δεν είναι πλέον η ζωή του κόσμου τούτου, αλλά είναι η ζωή του αιώνιου και αθάνατου Θεού. Με άλλα λόγια, με το βάπτισμα γινόμαστε «σαρξ» του δι’ ημάς σαρκωθέντος και εκ της Μαρίας της αειπαρθένου τεχθέντος Υιού και Λόγου του Θεού. Χριστός και χριστιανοί αποτελούμε ένα σώμα. Τούτο ακριβώς ερμηνεύει και το γεγονός ότι όταν η σύναξή μας γίνεται «εις το όνομα του Χριστού» έχει ως αποτέλεσμα την αληθινή και πραγματική παρουσία του Θεανθρώπου ανάμεσά μας. Εξηγεί ακόμη γιατί η Εκκλησία απαγόρευσε από την αρχή την συμμετοχή των μη βαπτισμένων προσώπων στις συνάξεις (βλ. την απόλυση των κατηχουμένων). Αντικειμενικά, οι μη βαπτισμένοι δεν έχουν εγκεντρισθεί στο Σώμα του Χριστού και, συνεπώς, δεν είναι δυνατό να μετέχουν σε συνάξεις που γίνονται στο όνομα του Χριστού.
Τέλος, εξηγεί γιατί η αμαρτία μας αποκλείει από την σύναξη της εκκλησιαστικής κοινότητας και γιατί δημιουργεί την ανάγκη της συμφιλίωσής μας με το εκκλησιαστικό σώμα δια της εξομολόγησης, καθόσον η αμαρτία είναι πάντοτε άρνηση η απόκρουση της Αγάπης του Θεού, ενώ η εκκλησιαστική σύναξη είναι φανέρωση και ενσάρκωση αυτής της Αγάπης.
Οι πρώτοι χριστιανοί, προκειμένου να περιγράψουν την ευχαριστιακή σύναξη, χρησιμοποιούσαν συχνά τον ελληνικό όρο «αγάπη». Πράγματι, ο Θεός Αγάπη εστί. Και η Εκκλησία του Θεού, η οποία συνέρχεται «επί το αυτό» για την Ευχαριστία, δεν είναι παρά η φανέρωση αυτής της Αγάπης σε ορισμένο τόπο και χρόνο.
Η ευχαριστιακή υπόσταση της Εκκλησίας
Εφόσον οι χριστιανοί αποτελούν μυστηριακά ένα Σώμα, είναι φυσικό η χριστιανική κοινότητα να έχει ιδιαίτερη υφή, η οποία προσδιορίζεται από τον μυστηριακό της χαρακτήρα. Επίσης, εφόσον το μυστηριακό αυτό Σώμα του Χριστού είναι πλήρως και εξ ολοκλήρου παρόν σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη, είναι πολύ φυσικό η ιδιάζουσα υπόστασή του, η οποία προσδιορίζεται από τον μυστηριακό του χαρακτήρα, να φανερώνεται πλήρως και εξ ολοκλήρου σε κάθε Θεία Ευχαριστία.
Κατά τους πρώτους αιώνες, όλες οι τυπικές εκκλησιαστικές κοινότητες είχαν την ίδια δομή. Παντού ο λαός συγκεντρώνονταν γύρω από έναν επίσκοπο, τον οποίο βοηθούσε ένα σώμα πρεσβυτέρων. Αργότερα, ποικίλοι λόγοι ανάγκασαν τους επισκόπους, οι οποίοι μέχρι τότε προΐσταντο πάντοτε αυτοπροσώπως σε όλες τις εκκλησιαστικές συνάξεις, να επιτρέψουν στους πρεσβυτέρους να προΐστανται και αυτοί σε ορισμένες συνάξεις. Ωστόσο, ο επίσκοπος εξακολούθησε να παραμένει ο μοναδικός και αναμφισβήτητος αρχηγός της εκκλησίας του. Ακόμη και σήμερα κανένας ιερεύς δεν μπορεί να τελέσει έγκυρα την Ευχαριστία, αν δεν έχει ρητή και προσωπική εξουσιοδότηση από τον επίσκοπο του τόπου, στον οποίο θέλει να ιερουργήσει.
Πως ερμηνεύεται η εξαιρετική και μοναδική αυτή θέση του επισκόπου στην Εκκλησία; Ερμηνεύεται από το γεγονός ότι κάθε ευχαριστιακή σύναξη είναι ουσιαστικά το Πάσχα, το οποίο ο Χριστός συνέφαγε με τους μαθητές του στο ανώγειο. Συνάμα, είναι ουσιαστικά η Πεντηκοστή, κατά την οποία ο Θεός εξαπέστειλε το Πνεύμα του στους Αποστόλους και μαθητές του Χριστού, οι οποίοι ήσαν συναγμένοι στο υπερώο της Ιερουσαλήμ. Σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη, με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος, ο Λόγος του Κυρίου αντηχεί και μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Και εκείνος που κατέχει στην σύναξη την θέση που κατείχε ο Χριστός κατά τον Μυστικό Δείπνο είναι ο επίσκοπος η ο αντ’ αυτού προϊστάμενος πρεσβύτερος.
Κοντολογίς και σύμφωνα με την διδασκαλία του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, ο επίσκοπος είναι για τη συνηγμένη Εκκλησία η «εικών» του Θεού, ο «τύπος» του Χριστού, η «κεφαλή» του εκκλησιαστικού Σώματος. Εννοείται ότι ο επίσκοπος είναι όλα αυτά «μυστηριακώς», «εν τη εκκλησία» και όχι έξω ή υπεράνω της Εκκλησίας, γιατί έξω ή υπεράνω της Εκκλησίας δεν είναι δυνατό να υπάρξει κεφαλή χωρισμένη από το σώμα.
Το λειτούργημα του επισκόπου -και σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η διαφορά του από την διακονία του αποστόλου- υπήρξε πάντοτε λειτούργημα ενότητος, συντονισμού και συνέχειας της ζωής μίας ορισμένης τοπικής εκκλησίας. Συνεπώς, δεν είναι δυνατό να ασκηθεί παρά μόνο σε οργανική συνάρτηση προς μία συγκεκριμένη εκκλησιαστική κοινότητα. Βέβαια, υπάρχουν σήμερα και στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι λεγόμενοι βοηθοί επίσκοποι. Ωστόσο, οι τίτλοι των επισκόπων τους οποίους υποχρεωτικά φέρουν οι βοηθοί αυτοί επίσκοποι μαρτυρούν -έστω και κατ’ όνομα μόνο- την θεμελιώδη εκκλησιολογική αρχή ότι δίχως την τοπική εκκλησία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει επίσκοπος.
Κεφαλή της εκκλησίας του, ο επίσκοπος είναι επίσης ο φύλακας και εγγυητής της ιστορικής συνέχειας και το θεμέλιο της Εκκλησίας σε κάθε τόπο. Η συνέχεια και η ενότητα αυτή αποτελούν γνωρίσματα και τεκμήρια της μυστηριακής φύσης του εκκλησιαστικού οργανισμού. Φανερώνουν ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει παρά μόνο ένα Βάπτισμα και μία μόνη Ευχαριστία, που συνεχίζονται μέσα στον χρόνο από την αποστολική εποχή και τελούνται σε συγκεκριμένο τόπο σε όλες τις τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες.
Επομένως, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει παρά μία μόνη παράδοση και μία μόνη αλήθεια, οι οποίες πρέπει να πιστεύονται από όλους, σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή. Και τούτο είναι πολύ φυσικό, αφού δεν υπάρχει παρά ένας μόνος Κύριος και ένα μόνο Πνεύμα και, κατά συνέπεια, μία μόνη Εκκλησία. Η συνέχεια της Εκκλησίας στην ιστορία, εξασφαλίζεται με την λεγόμενη «Αποστολική Διαδοχή», η οποία είναι μυστηριακή διαδοχή και συνάμα πιστότητα στην διδαχή των Αποστόλων.
Η ενότητα της Εκκλησίας φανερώνεται δια της συμφωνίας των επίσκοπων, των φυλάκων και μαρτύρων της πίστης των τοπικών εκκλησιών, οι οποίες είναι μυστηριακά ισότιμες και διοικητικά συντονισμένες. Στο πλαίσιο του εκχριστιανισμένου Ρωμαϊκού Κράτους, οι γειτονικές εκκλησίες εντάχθηκαν σε μεγαλύτερες ενότητες, τις επαρχίες, με κέντρα ορισμένες μεγάλες πόλεις, οι επίσκοποι των οποίων έλαβαν τον τίτλο του μητροπολίτη η του πατριάρχη.
Σήμερα οι διαιρέσεις αυτές συμπίπτουν συνήθως με τα πολιτικά ή εθνικά σύνορα των διαφόρων ορθοδόξων λαών, πράγμα που δημιουργεί και τις γνωστές συγχύσεις, οι οποίες καταλήγουν δυστυχώς σε αληθινές καταχρήσεις. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία εμφανίζεται προς τα έξω ως μία ομοσπονδία εθνικών εκκλησιών, ενώ από πλευράς Κανονικού Δικαίου, οι διάφορες εθνικές ή αυτοκέφαλες εκκλησίες δεν είναι παρά επαρχίες η ομάδες επισκόπων μίας μοναδικής και αδιαίρετης Εκκλησίας.
Μία ιδιαίτερη ευθύνη για τη διαφύλαξη της εκκλησιαστικής ενότητας αναγνωρίσθηκε πολύ νωρίς από όλους στην εκκλησία της Ρώμης, στο πρώτο και στο αρχαιότερο από τα πατριαρχεία. Η ευθύνη αυτή φυσικά δεν συνεπάγονταν καμία «οικουμενική δικαιοδοσία» και δεν είχε σχέση με κανένα «αλάθητο» στον δογματικό τομέα. Καμία τοπική εκκλησία δεν είναι δυνατό να έχει παρόμοια προνόμια, γιατί καμία τοπική εκκλησία δεν είναι δυνατό να διαθέτει μυστηριακή χάρη διαφορετική από την χάρη των άλλων τοπικών εκκλησιών. Η αλήθεια είναι θεμελιώδες γνώρισμα της ζωής του εκκλησιαστικού σώματος και η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού είναι αλάθητη, γιατί είναι ο ναός του Θεού του ζώντος, ο οποίος είναι πάντοτε πιστός στην Διαθήκη που σύναψε με τον λαό του και την οποία σφράγισε με το αίμα του σταυρωθέντος Υιού του. Η Εκκλησία, όμως, ως Σώμα του Χριστού και ως Ναός του Θεού του ζώντος, είναι πλήρως και εξ ολοκλήρου παρούσα παντού -που τελείται η Ευχαριστία.
Επομένως, το αλάθητο δεν μπορεί να αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα μίας μόνης τοπικής κοινότητας και ακόμη λιγότερο ενός μόνου ατόμου. Κανένας άνθρωπος –ούτε ακόμη και αυτός ο επίσκοπος που λαμβάνει με την χειροτονία το ποιμαντικό και διδακτικό χάρισμα της Εκκλησίας- δεν μπορεί να είναι ως άτομο αλάθητος. Το αλάθητο είναι γνώρισμα ολόκληρης της Εκκλησίας, είναι μία ιδιότητα του Θεού, η οποία μεταδίδεται σε όλους εκείνους που δέχονται τη χάρη και τη ζωή του.
Η πιστότητα, λοιπόν, της Εκκλησίας στην διδασκαλία και στην παράδοση των Αποστόλων είναι καρπός της χάριτος του Θεού. Πρόκειται για ένα θαύμα που οφείλεται εξολοκλήρου στην συγκατάβαση του ελεήμονος και φιλάνθρωπου Θεού, ο οποίος τηρεί πιστά την υπόσχεση που έδωσε στο λαό του ότι θα τον διαφυλάσσει πάντοτε εντός της αληθείας του και ότι θα παραμένει μαζί του πάσας τας ημέρας.
Η Εκκλησία και ο κόσμος
Η εκκλησιαστική κοινότητα, θεμελιωμένη πάνω στην χάρη και στην Αγάπη του Θεού, διαφέρει οντολογικά από κάθε άλλη ανθρώπινη κοινότητα. Ο άνθρωπος από την φύση του ανήκει σε διάφορες κοινωνικές ομάδες. Την οικογένεια, το έθνος, την κοινωνική του τάξη. Ορισμένες από αυτές τις ομάδες, όπως την οικογένεια, ο Θεός τις θέλησε και τις ευλόγησε ήδη από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ανθρώπου. Και όμως ακούμε τον Χριστό να διακηρύσσει ότι ήλθε «διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής» και ότι «εχθροί του ανθρώπου» έσονται οι «οικιακοί αυτού», διότι ο «φιλών πατέρα η μητέρα υπέρ Αυτόν ουκ έστιν Αυτού άξιος» (Ματθ. 10,35-37).
Με το κήρυγμά του αυτό, ο Χριστός θέλει να δείξει ότι όλες οι φυσικές κοινωνικές ομάδες των ανθρώπων πρέπει να υποταγούν στη νέα πραγματικότητα της Βασιλείας. Η υποταγή αυτή στην περίπτωση της οικογένειας ισοδυναμεί με ανύψωση η ακριβέστερα με εξαγιασμό. Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα του μυστηρίου του γάμου.
Στην περίπτωση, όμως, άλλων φυσικών ομάδων σημαίνει μάλλον την υποκατάστασή τους από την νέα πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού. Στην Εκκλησία υπάρχουν βεβαίως άνδρες και γυναίκες, αλλά δεν υπάρχει πλέον διαφορά μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας. Κατά μείζονα λόγο δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ Ιουδαίου και Έλληνα, ελεύθερου και δούλου, «πάντες γαρ εις εσμέν εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3,28). Οι φυσικές κοινότητες των ανθρώπων με τις διαφορές και τις διακρίσεις τους ανήκουν στον «παρόντα αιώνα» που καταργείται, ενώ η Εκκλησία είναι πραγματικότητα του «μέλλοντος αιώνος», του αιώνα της αλήθειας και της χάρης.
Ωστόσο, η Εκκλησία μολονότι ποιοτικά ανήκει στον «μέλλοντα αιώνα», είναι παρούσα στην ιστορία και κρίνει την ιστορία. Μας ζητεί να ακολουθήσουμε και να εφαρμόσουμε από τώρα τους νόμους της Βασιλείας του Θεού. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, οι πρώτοι χριστιανοί των Ιεροσολύμων πουλούσαν τις περιουσίες τους και μοίραζαν τα υπάρχοντά τους και «είχον άπαντα κοινά» (Πρ. 2,44-45). Η ενέργειά τους αυτή δεν υπαγορεύονταν από καμία χριστιανική κοινωνική ιδεολογία, δεν ήταν ένα είδος χριστιανικού κομμουνισμού η σοσιαλισμού. Ήταν μία αυθόρμητη έκφραση της πίστης τους ότι με το βάπτισμά τους είχαν γίνει πλέον «τέκνα» και «οικείοι» του Θεού, μέλη της οικογένειας του Θεού. Δεν επρόκειτο, δηλαδή, για κάποια «χριστιανική λύση» του κοινωνικού προβλήματος ούτε για την εφαρμογή μίας «χριστιανικής δημοκρατίας», αλλά για την αποφασιστική εγκατάλειψη των νόμων του κόσμου τούτου και για την πλήρη εφαρμογή του νόμου της θείας Αγάπης.
Το παράδειγμα των πρώτων χριστιανών της Ιερουσαλήμ μας δείχνει σαφώς ότι σκοπός του Ευαγγελίου δεν είναι -όπως συχνά νομίζουμε- να «λύσει» τα ποικίλα προβλήματα που θέτει κάθε στιγμή η κοινωνία του πεπτωκότος ανθρώπου. Το Ευαγγέλιο έρχεται να θέσει νέα εντελώς δικά του προβλήματα και να προτείνει νέες εντελώς δικές του λύσεις.
Για τον λόγο αυτό, προτού αναζητήσουμε την «χριστιανική λύση» του κοινωνικού η οποιουδήποτε άλλου ανθρώπινου προβλήματος, είναι απαραίτητο να πιστεύσουμε -με όλη τη σημασία της λέξης- το «Ευαγγέλιο», την χαρμόσυνη είδηση που αναγγέλλει η Εκκλησία, και να δεχθούμε την «χάρη» που μας προσφέρει ο Θεός εν Χριστώ. Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητο να παραδοθούμε ολόψυχα η ακριβέστερα ψυχή τε και σώματι στην Αγάπη του Θεού και να δεχθούμε να εισέλθουμε δια του αγίου βαπτίσματος στην Βασιλεία του, φανέρωση και ενσάρκωση της οποίας είναι η τοπική εκκλησιαστική κοινότητα.
Ο Χριστιανισμός είναι ουσιαστικά μία «κλήση». ο Θεός καλεί τους ανθρώπους εν Χριστώ για να τους σώσει. Αλλά η κλήση αυτή απευθύνεται σε πρόσωπα και ο αγιασμός που χορηγεί ο Θεός στην Εκκλησία είναι αγιασμός προσώπων. Τα μεγαλύτερα και θλιβερότερα δράματα της χριστιανικής ιστορίας οφείλονται σε συγχύσεις και παρεξηγήσεις που επικράτησαν στον τομέα αυτό, ιδιαίτερα στην εποχή του Μεσαίωνα, όταν η Εκκλησία θέλησε να εκχριστιανίσει και να εξαγιάσει την ανθρώπινη κοινωνία προτού να εκχριστιανίσει και αγιάσει όλα τα μέλη της.
Η άρνηση αυτή του Χριστιανισμού να εξαγιάσει τις φυσικές κοινότητες των ανθρώπων -εκτός της οικογένειας- δεν σημαίνει ότι οι χριστιανοί οφείλουν να αδιαφορούν για τον κόσμο και την πορεία του. Το αντίθετο μάλιστα. Συχνά η προσπάθεια να εξαγιάσουμε εκείνο το οποίο δεν είναι δυνατό να εξαγιασθεί, μας οδηγεί σε μία καθαρά παθητική στάση. Μας δημιουργεί την εντύπωση ότι πράττουμε εκείνο που πρέπει να πράξουμε και ότι δεν μας απομένει να κάνουμε τίποτε άλλο. Αλλά οι φυσικές κοινότητες των ανθρώπων -και γενικά η ζωή του ανθρώπου στον παρόντα κόσμο- είναι και θα παραμείνουν μέχρι την Δεύτερη Έλευση του Σωτήρος Χριστού ένα απέραντο πεδίο δράσης για τους χριστιανούς.
Για να χρησιμοποιήσουμε μία αγιογραφική εικόνα, είναι και θα παραμείνουν το φύραμα μέσα στο οποίο οι χριστιανοί πρέπει να είναι η ζύμη και το άλας. Το έργο της ζύμωσης του φυράματος αυτού, το έργο, δηλαδή, των χριστιανών στον παρόντα κόσμο, δεν πρόκειται να τελειώσει πριν από την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Όταν ο Χριστός παρουσιασθεί, κάθε χριστιανός θα κριθεί ανάλογα με την εργασία που θα έχει να επιδείξει στον τομέα του έργου που ο Χριστός του έχει εμπιστευθεί.
Είναι, όμως, απαραίτητο να έχουμε σαφή και ευκρινή αντίληψη σχετικά με την φύση του έργου, το οποίο οφείλουν να εργασθούν οι χριστιανοί κατά την περίοδο αυτή της αναμονής και της προσδοκίας του ερχόμενου Κυρίου. Όλη η Ορθόδοξη Παράδοση του Χριστιανισμού είναι σύμφωνη ότι το έργο αυτό δεν συνίσταται σε μία προσπάθεια εξαγιασμού αφηρημένων και απρόσωπων εννοιών, όπως π.χ. του κράτους, της κοινωνίας, του έθνους, του πολιτισμού, της τεχνικής, αλλά έγκειται στην προσπάθεια να οδηγηθούν στην Εκκλησία του Θεού υπαρκτά και συγκεκριμένα πρόσωπα. Δηλαδή, άνθρωποι από σάρκα και αίμα, είτε αμέσως μέσω της ιεραποστολής, του κηρύγματος του λόγου του Θεού, είτε εμμέσως μέσω του αγώνα, τον οποίο διεξάγουν κάθε στιγμή οι χριστιανοί μέσα στην κοινωνία, στο πλαίσιο του επαγγέλματος που ασκούν, στο περιβάλλον στο οποίο ζουν, για να ανοίξουν στους συνανθρώπους τους -στους «πλησίον» τους- τον δρόμο της χάρης και της ζωής.
Αρκεί να ρίξει κανείς ένα βλέμμα σε ο,τι συμβαίνει σήμερα στον κόσμο, για να αντιληφθεί πόσο ορθή και σύμφωνη με τα πράγματα είναι η ορθόδοξη αυτή αντίληψη. Πράγματι, η κατάκτηση και η μεταμόρφωση του κόσμου, της οποίας είμαστε σήμερα μάρτυρες, δεν γίνεται από αφηρημένες έννοιες ούτε καν από την επιστήμη και την τεχνική, αλλά γίνεται από τα συγκεκριμένα πρόσωπα που χειρίζονται αυτές τις έννοιες, από τους ζωντανούς ανθρώπους που χρησιμοποιούν την επιστήμη και την τεχνική. Από εμάς τους χριστιανούς εξαρτάται αν οι συγκεκριμένοι και ζωντανοί αυτοί άνθρωποι θα κατακτήσουν και θα μεταμορφώσουν τελικά το σύμπαν στο όνομα του Θεού του ζώντος και αληθινού και σύμφωνα με τον αληθινό σκοπό του ανθρώπου η αν θα το πράξουν στο όνομα ιδεών εμπνευσμένων από τη σοφία και τη σύνεση του κόσμου τούτου.
Για να οδηγηθούν, όμως, οι άνθρωποι στην Εκκλησία, πρέπει η Εκκλησία να παρουσιασθεί σε αυτούς με την πραγματική της μορφή και υπόσταση, πρέπει, δηλαδή, να παρουσιασθεί ως η κοινότητα η οποία είναι θεμελιωμένη πάνω στην Αγάπη και η οποία εμπνέεται από το Πνεύμα του Θεού, σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων. Η ευθύνη μας ως Ορθόδοξων στο σημείο αυτό είναι πολύ μεγάλη, γιατί όπως ακριβώς πιστεύουμε, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη που διατήρησε μέχρι σήμερα άθικτη την αρχή μιας εκκλησιαστικής υπόστασης και διάρθρωσης, η οποία απορρέει από τον μυστηριακό χαρακτήρα του εκκλησιαστικού σώματος και δεν επέτρεψε να χαθεί η να μεταβληθεί η υπόσταση και η διάρθρωση αυτή σε ένα είδος εποικοδομήματος ξένου προς τη μυστηριακή φύση του εκκλησιαστικού οργανισμού.
Αλλά αν η πίστη μας αυτή είναι ορθή, τότε εμείς οι Ορθόδοξοι είμαστε οι μόνοι οι οποίοι κατέχουμε σήμερα την αληθινή χριστιανική εκκλησιολογία. Και αυθόρμητα τίθεται το ερώτημα: πως χρησιμοποιούμε την ιερή αυτή παρακαταθήκη; Αρκεί να θέσει κανείς το ερώτημα αυτό, για να αντιληφθεί αμέσως το μέγεθος του σκανδάλου. Κομματιασμένοι σε πολυάριθμες εθνικές ομάδες, διαιρεμένοι σε αναρίθμητες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, καλλιεργώντας περίεργους μεσσιανισμούς και άτοπους φυλετισμούς, με την θεολογική μας σκέψη σκοτισμένη από ιδέες που προέρχονται από τον Προτεσταντισμό η τον Ρωμαιοκαθολικισμό -παρά τους ρητορικούς κομπασμούς περί αυστηρής προσήλωσής μας στην πίστη της αρχαίας Εκκλησίας και την διδασκαλία των αρχαίων Συνόδων- διαψεύδουμε καθημερινά τις ελπίδες, τις οποίες πολλοί εκ των μη Ορθόδοξων αδελφών μας εναποθέτουν σε μας.
Και, όμως, αν κατορθώναμε να υπερνικήσουμε τις αντιζηλίες και τις αντιθέσεις μας, αν κατορθώναμε να απαλλαγούμε από την εθνική μας υπερευαισθησία και τους εθνικούς μας ανταγωνισμούς, αν πετυχαίναμε να καταργήσουμε το τελείως αντορθόδοξο σύστημα των πολλαπλών και συχνά αλληλο-υποβλεπόμενων και αλληλο-πολεμούμενων εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών, αν αποφασίζαμε να οργανώσουμε την εκκλησιαστική μας ζωή και την εκκλησιαστική μας διοίκηση σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες, αν αγωνιζόμασταν ειλικρινά παντού όπου βρισκόμασταν, να διατηρούμε την ορατή ενότητα της Εκκλησίας και να φανερώνουμε την αληθινή φύση της εν Χριστώ ένωσης και κοινωνίας, κοντολογίς, αν εφαρμόζαμε παντού και πάντοτε τις αρχές τις οποίες θεωρητικά υποστηρίζουμε και για τις οποίες συχνά περηφανευόμαστε και καυχόμαστε, τότε θα ανακαλύπταμε ασφαλώς ότι οι ιστορικές δοκιμασίες, τις οποίες γνώρισε η Ορθόδοξη Ανατολή και τις οποίες καθημερινά επικαλούμαστε για να δικαιολογήσουμε την σημερινή κατάστασή μας και την σημερινή μας αδυναμία, δεν θα ήταν παρά
μία θαυμαστή προετοιμασία της Ορθοδοξίας από την Θεία Πρόνοια για το μέγα έργο που έχει να επιτελέσει στην εποχή μας.

* Πρόκειται για εισήγηση του πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Μέγιεντορφ (1926-1990), σπουδαίου πατρολόγου και ιστορικού της Εκκλησίας, στο θεολογικό Συνέδριο «Έφεσος» που συνήλθε το θέρος του 1961 στην Αγία Παρασκευή Αττικής (Αδελφότης Θεολόγων Η ΖΩΗ) και είχε ως θέμα «Η Εκκλησία Σώμα Χριστού». Το κείμενο παραχωρήθηκε από τον π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλο και η γλωσσική επιμέλειά του στη δημοτική έγινε από τον Σταύρο Γιαγκάζογλου.
Πηγή: “Εφημέριος” τεύχος Φεβ.-Μαρ. 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου