Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου - Παναγιώτης Μαρτίνης


Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου
(Νικολάου Καβάσιλα, 14ος αι.)1

«Εάν πρέπη κάποτε να χαίρη ο άνθρωπος και να σκιρτά και να ψάλλη με ευφροσύνη, εάν υπάρχη μια περίοδος που απαιτεί να λεχθή ό,τι υπάρχει πιο μεγάλο και πιο λαμπρό και που κάνει τον άνθρωπο να ποθή να έχη όσο το δυνατόν ευρύτερη σκέψη, ωραιότερη έκφραση και δυνατώτερο λόγο, για να υμνήση τα μεγαλεία της, δεν βλέπω ποια άλλη μπορεί να είναι αυτή, αν όχι η σημερινή γιορτή. Γιατί σαν σήμερα έφτασε στη γη Άγγελος από τον ουρανό αναγγέλοντας την απαρχή όλων των καλών. Σήμερα ο ουρανός μεγαλύνεται. Σήμερα η γη αγάλλεται. Σήμερα ολόκληρη η κτίση χαίρει. Γιατί αυτά που συμβαίνουν σήμερα είναι ένα πραγματικό πανηγύρι. Όλοι συναντιούνται σ΄ αυτό στην ίδια χαρά. Ο Δημιουργός, τα δημιουργήματα όλα, η ίδια η μητέρα του Δημιουργού που του πρόσφερε τη φύση μας και τον έκαμε έτσι κοινωνό στις χαρμόσυνες συνάξεις και τις γιορτές μας. Χαίρει και η Παρθένος, χάρις στην οποία όλες αυτές οι δωρεές δόθηκαν στους ανθρώπους.

Η παρθένος πραγματοποίησε η ίδια μέσα της και προσέφερε στο Θεό όλα εκείνα που προσείλκυσαν τον Τεχνίτη στη γη, που παρακίνησαν το δημιουργικό Χέρι.
Και ποια είναι αυτά; Βίος πανάμωμος, ζωή πάναγνη, άρνηση κάθε κακίας, άσκηση όλων των αρετών, ψυχή από το φως καθαρώτερη, σώμα εντελώς πνευματικό, λαμπρότερο από τον ήλιο. Έτσι, έχοντας στολίσει με τέτοιο κάλλος και το σώμα και την ψυχή Της κατορθώνει να ελκύση επάνω της το βλέμμα του Θεού. Ανέδειξε, χάρις στη δική της ωραιότητα, ωραία την κοινή ανθρώπινη φύση. Και κατέκτησε τον απαθή. Και έγινε άνθρωπος εξ  αιτίας της Παρθένου. Κι έφτασε η αρετή μιας ψυχής να σταματήση την κακία των ανθρώπων όλων των αιώνων. Όπως η Κιβωτός που έσωσε τον άνθρωπο κατά το κοινό ναυάγιο της οικουμένης δεν έλαβε η ίδια μέρος στις συμφορές και διέσωσε στο γένος τη δυνατότητα να συνεχισθή, το ίδο συνέβηκε και με την Παρθένο. Διατήρησε πάντοτε τη σκέψη Της τόσο άθικτη και ιερή, σαν να μην είχε αποτολμηθή  ποτέ στη γη καμμιά αμαρτία,  σαν να ήταν όλοι συνεπείς σ΄ αυτά που έπρεπε,  σαν να έμεναν όλοι ακόμα στην εστία του Παραδείσου.
Μ΄ αυτόν τον τρόπο ωφέλησε το ανθρώπινο γένος πριν ακόμη έρθη ο καιρός της γενικής σωτηρίας.
Αλλά και όταν ήρθε ο καιρός και παρουσιάστηκε ο ουράνιος αγγελιοφόρος, πάλι έλαβε στο ενεργητικό μέρος στη σωτηρία με το γεγονός ότι πίστεψε σε ό,τι της είπε και δέχτηκε να αναλάβη τη διακονία που της ζήτησε ο Θεός. Αν η Παρθένος δεν τηρούσε αυτή τη στάση, καμμιά πια ελπίδα δεν θα απόμενε στους ανθρώπους. Και ούτε πάλι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθή το θέλημα του Θεού για τη σωτηρία μας, αν δεν πίστευε σ΄ αυτό η Παρθένος και δεν δεχόταν να διακονήση. Αυτό γίνεται φανερό  από το ότι ο μεν Γαβριήλ με το «Χαίρε» που είπε στην Παρθένο και με το γεγονός ότι την ονόμασε «Κεχαριτωμένη» τελείωσε την αποστολή του, φανέρωσε ολόκληρο το μυστήριο. Όση όμως ώρα η Παρθένος ζητούσε να μάθη τον τρόπο, με τον οποίον θα γινόταν η κύηση, ο Θεός δεν κατερχόταν. Ενώ τη στιγμή που πείστηκε κι αποδείχτηκε την πρόταση, ολόκληρο το έργο με μιας πραγματοποιήθηκε: ο Θεός πήρε επάνω Του σαν ενδυμασία τον άνθρωπο κι έγινε μητέρα του Κτίστου η Παρθένος. Αφού λοιπόν   μ΄ αυτόν  τον τρόπο την καθοδήγησε και την έπεισε ο Θεός την κάνει στη συνέχεια μητέρα Του.
Αλλά αυτό έγινε και επειδή ο Θεός ήθελε να κάμη με αυτόν τον τρόπο φανερή την αρετή της Παρθένου. Πόσο δηλαδή μεγάλη ήταν η πίστη της και πόσο υψηλό το φρόνημά της, ποια η ακεραιότης του νου και ποιο  το μεγαλείο της ψυχής της, πράγματα που φανερώθηκαν  με το γεγονός ότι η Παρθένος παραδέχτηκε  και πίστεψε  τον παράδοξο λόγο του Αγγέλου, ότι δηλαδή επρόκειτο να έρθη αληθινά ο Θεός στη γη και να φροντίση προσωπικά ο ίδιος για τη σωτηρία μας και ότι αυτή θα είναι ικανή να διακονήση συμμετέχοντας ενεργητικά σ΄ αυτό το έργο. Εξ άλλου το ότι ο ίδιος ο Θεός θέλησε να φανερώση την αρετή της είναι ισχυρή απόδειξη του ότι η Παρθένος γνώριζε πολύ καλά το μέγεθος της θείας αγαθότητος και φιλανθρωπίας.
Έτσι τη μεγάλη εκείνη «βουλή» του Θεού, για την οποία ομιλεί ο Ησαϊας, την ανήγγειλε ο Θεός και την επεκύρωσε η Παρθένος. Και με αυτόν τον τρόπο η σάρκωση του Λόγου ήταν έργο όχι μόνο του Πατρός, που «ευδόκησε», και της Δυνάμεώς του, που «επεσκίασε», και του πνεύματος, που «επεδήμησε», αλλά και της θελήσεως και της πίστεως της Παρθένου. Γιατί, όπως χωρίς εκείνους δεν ήταν δυνατόν να υπάρξη και να προσφερθή στους ανθρώπους η απόφαση για τη σάρκωση του Λόγου, έτσι χωρίς την προσφορά της θελήσεως και της πίστεως της Πανάγνου, ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση της θείας βουλής. έτσι δανείζεται  τη σάρκα από έναν άνθρωπο που και θέλει να τη δανείσει και ξέρει γιατί το κάνει. Γιατί έπρεπε να συμβή στην Παρθένο ό,τι συνέβηκε και στον ίδιο. Όπως Αυτός ήθελε και «συνελήφθη», έτσι και Εκείνη έπρεπε να κυοφορήση και να γίνει μητέρα Του όχι αναγκαστικά, αλλά μ΄ όλη την ελεύθερη θέλησή Της. Γιατί έπρεπε ακόμη – πράγμα πολύ σημαντικώτερο – όχι μόνο  να συντελέση στην οικονομία της σωτηρίας σαν κάτι το ετεροκίνητο, που απλώς χρησιμοποιήθηκε, αλλά να προσφέρη η ίδια τον εαυτόν Της και να γίνη συνεργάτης του Θεού στη φροντίδα για το ανθρώπινο γένος έτσι, ώστε να έχη μ΄ Αυτόν μερίδιο και να είναι κοινωνός και στη δόξα που προέρχεται από αυτή τη φιλανθρωπία. Έπειτα, αφού ο Σωτήρας δεν ήταν άνθρωπος και υιός ανθρώπου εξ αιτίας της σάρκας, αλλ΄ είχε και ψυχή και νου και θέληση και καθέτι το ανθρώπινο, ήταν ανάγκη να έχη και μητέρα τελεία, που θα υπηρετούσε στη γέννησή Του όχι μόνο με τη φύση του σώματος, αλλ΄ και με το νου και τη θέληση και με όλη την ύπαρξή της: να είναι μητέρα και κατά σάρκα και κατά την ψυχή, να εισαγάγη ολόκληρο τον άνθρωπο στην απόρρητη γέννηση.
Κι΄ αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας ελαφρότητας. Ήταν η φανέρωση του θαυμαστού και απορρήτου εκείνου θησαυρού, που έκρυβε μέσα της η Παρθένος, θησαυρού γεμάτου από ύψιστη σύνεση, πίστη και καθαρότητα. Αυτό το έκανε φανερό το Πανάγιο Πνεύμα ονομάζοντας την Παρθένο μακαρία, ακριβώς επειδή υποδέχτηκε το μήνυμα και δεν δυσκολεύθηκε  καθόλου να πιστέψη στις ουράνιες αγγελίες. Η μητέρα του Ιωάννου, πράγματι, μόλις γέμισε η ψυχή της από το Άγιο Πνεύμα, την εμακάρισε λέγοντας: «Ας είναι μακαρία αυτή που πίστεψε ότι θα πραγματοποιηθούν όσα της είπε ο Κύριος: «Η ίδια η Παρθένος άλλωστε είχε ειπεί για τον εαυτόν της απαντώντας στον Άγγελο: «Ιδού η δούλη Κυρίου» Γιατί είναι, στ΄ αλήθεια, δούλη Κυρίου αυτή που τόσο βαθιά κατανόησε το μυστήριο του ερχομού του. Αυτή που, «όταν ήρθε» ο Δεσπότης και «έκρουσε», όπως λέγει η Γραφή, άνοιξε αμέσως την οικία της ψυχής και του σώματός της και χορήγησε  έτσι σ΄ Εκείνον που ήταν πριν από αυτήν ά-οικος πραγματικό κατοικητήριο ανάμεσα στους ανθρώπους.
Γι αυτό, όταν της είπε με σαφήνεια ο Γαβριήλ ότι θα γεννήση τον ίδιο το Θεό – γιατί αυτό φανέρωσε λέγοντας ότι αυτός που θα γεννηθή «βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος» - η Παρθένος δέχτηκε την είδηση με χαρά, κάτι που δεν ήταν καθόλου παράξενο ούτε και αταίριαστο προς αυτά που συνήθως συμβαίνουν. Κι έτσι με γλώσσα μακαρία, με ψυχή καθαρή από ανησυχίες, με σκέψεις γεμάτες γαλήνη: «Ιδού η δούλη Κυρίου, είπε, γένοιτό μοι κατά το το ρήμα σου». Αυτά είπε και αμέσως όλα πραγματοποιήθηκαν. «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Έτσι, μόλις η Παρθένος έδωσε την απάντησή της στο Θεό, δέχεται αμέσως από αυτόν το Πνεύμα, που δημιουργή την ομόθεη εκείνη σάρκα. Ήταν λοιπόν η φωνή της «φωνή δυνάμεως», όπως είπε ο Δαυίδ. Και πλάθεται έτσι με λόγο μητρικό ο του Πατρός Λόγος. Και κτίζεται με την φωνή του κτίσματος ο Δημιουργός. Και όπως, μόλις είπε ο Θεός «γεννηθήτω Φως», έγινε αμέσως φως, έτσι αμέσως με τη φωνή της Παρθένου το αληθινό ανέτειλε Φως κι ενώθηκε με την ανθρώπινη σάρκα και κυοφορήθηκε αυτός που φωτίζει «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».
Γι΄ αυτά Σου τα λόγια ποια ευχαριστία θα ήταν άξια να Σου προσφερθή από μας; Πώς να σε προσφωνήσουμε Εσένα, που δεν υπάρχει τίποτε αντάξιό σου ανάμεσα στους ανθρώπους; Γιατί τα δικά μας τα λόγια είναι γήινα, ενώ Συ ξεπέρασες όλου του κόσμου τις κορυφές. Αν λοιπόν χρειάζεται να Σου προσφερθούν τιμητικοί λόγοι, αυτό νομίζω πως πρέπει να είναι έργο Αγγέλων, νου χερουβικού, πύρινης γλώσσας. Γι΄ αυτό κι εμείς, αφού θυμηθήκαμε όσο μπορούσαμε τα κατορθώματά Σου και υμνήσαμε κατά τη δύναμή μας Εσένα, την ίδια μας τη σωτηρία, ζητούμε τώρα να βρούμε αγγελική φωνή. Και καταλήγουμε στην προσφώνηση του Γαβριήλ, τιμώντας έτσι και την ίδια μας την ομιλία: «Χαίρε, Κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου»!
1.    Ο Ιερός Νικόλαος Καβάσιλας(14ος αι.) γεννήθηκε περί το 1332 στη Θεσσαλονίκη. Έτυχε μεγάλης μορφώσεως, όταν ήλθε  για σπουδές στην Κων/πολη. Στην Πόλη γνώρισε τους «καλύτερους πνευματικούς καθοδηγούς του 14ου αι., αφού την περίοδο αυτή βρισκόταν στην ακμή της η ησυχαστική, νηπτική παράδοση με κορυφαίο εκφραστή της τον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά.
Ασχολήθηκε με τη συγγραφή. Το σημαντικώτερο από τα έργα του είναι η «Εν Χριστώ ζωή». Ακολουθούν: «Ερμηνεία της Θ. Λειτουργίας» και οι «Θεομητορικαί ομιλίαι», που χαρακτηρίζονται «κείμενα ρωμαλέα σφριγηλά και εξαιρετικά πυκνά…».
Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε αποσπασματικάα στη δεύτερη θεομητορική ομιλία του, που επιγράφεται: «Εις τον Ευαγγελισμόν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας». (Η μετάφραση του κειμένου από τον Παν. Νέλλα, από το σχετικό βιβλίο του «Η Θεομήτωρ», β΄ εκδ., Αθήναι 1974).

Για την αντιγραφή
Παν. Σ. Μαρτίνης   

Πηγή: Εφημερίδα "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου