Το κατά Χατζησταύρον ευαγγέλιο…*
Του Γεώργιου Ι. Ανδρουτσόπουλου**
Η εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου Β´
Χατζησταύρου, που τερμάτισε την επίγεια παρουσία του πριν από 50 χρόνια (1968),
σημαίνει τον τερματισμό μιας σοβαρής εκκλησιαστικής κρίσεως. Έτσι, ως βασικό
μέλημά του προτάσσει «τη βελτίωση της
διοικήσεως της Εκκλησίας» και στη συνάφεια αυτή δρομολογεί, ως πρώτη του
μάλιστα ενέργεια, τον εκσυγχρονισμό της καταστατικής νομοθεσίας της Εκκλησίας
της Ελλάδος.
Η Επιτροπή που συγκροτήθηκε σχετικώς υποβάλλει τον
Μάιο 1964 προς το αρμόδιο Υπουργείο πλήρες Σχέδιο Καταστατικού Χάρτη, το οποίο διέπει
«αφενός μεν η πατροπαράδοτος αυστηρά
κανονική τάξις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφετέρου δε η κατά τας εθνικάς ημών
παραδόσεις οφειλομένη πρέπουσα συμπαράστασις της Πολιτείας εις τα της Εκκλησίας
επί τη βάσει της αρχής της συναλληλίας». Ο Χατζησταύρου δεν μένει αμέτοχος,
αλλά συμμετέχει ενεργώς στη διαδικασία, καταθέτοντας τις παρατηρήσεις του…
Καταρχάς, σημειώνει την αντίφαση του Σχεδίου, το
οποίο προβλέπει μεν την κατάργηση του «μισητού»,
όπως γράφει, θεσμού του Βασιλικού Επιτρόπου, συγχρόνως δε προνοεί για την
περίπτωση συμμετοχής, «μετά προηγουμένην
συνεννόησιν», του Υπουργού Θρησκευμάτων στις συνεδριάσεις της Ιεραρχίας. Ο
Χατζησταύρου εισηγείται την απάλειψη της διατάξεως, καθώς αυτή συμβολίζει «πλήρως την υπό της Πολιτείας άσκησιν
εποπτείας επί της Εκκλησίας, πράγμα απαράδεκτον κατά το σύστημα της
συναλληλίας».
Άλλωστε, ο θεσμός του Βασιλικού Επιτρόπου αποτελεί, κατά την
ορθή επισήμανση του Χατζησταύρου, «ατυχές
κατάλοιπο μισητής πολιτειοκρατίας, ουδέν το ωφέλιμον απέδωκεν, ως επιστεύθη και
ηλπίσθη, τουλάχιστον εις την προσπάθειαν προς διατήρησιν ενός καθεστώτος
ποθητής συνεργασίας μεταξύ των δύο εξουσιών Εκκλησίας και Πολιτείας».
Περαιτέρω, ο Χατζησταύρου τοποθετείται αρνητικώς
απέναντι στη ρύθμιση του Σχεδίου, σύμφωνα με την οποία η πλήρωση συγκεκριμένων
Μητροπόλεων γίνεται δια καταστάσεως,
με μετάθεση δηλαδή εν ενεργεία Μητροπολίτη, υπό τον όρο ότι αυτός δεν έχει
μετατεθεί και πάλι στο παρελθόν. Σύμφωνα με τον Χατζησταύρου, το σύστημα της
συναλληλίας επιβάλλει την απαγόρευση κάθε αναμείξεως της Πολιτείας στο ζήτημα
αυτό, «της Εκκλησίας αφιεμένης τελείως
ελευθέρας να ορίζη τα του οίκου αυτής, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσαν όλως θέσιν
κατέχει το θέμα τρόπου αναδείξεως και τοποθετήσεως, όπου κρίνει Αύτη και μόνη,
των αξιωματικών αυτής». Συνεπώς, νομοθετική διάταξη που περιορίζει την
άσκηση του κεφαλαιώδους αυτού δικαιώματος της Εκκλησίας «όζει καισαροπαπισμού και πολιτειοκρατικών αντιλήψεων, αίτινες πλέον
κατέστησαν απαράδεκτοι». Η πλήρωση κενού μητροπολιτικού θρόνου, «γινομένη διʼ επιστασίας του Αγίου
Πνεύματος», απαγορεύει τον περιορισμό της άσκησης του κυριαρχικού αυτού
δικαιώματος της Ι. Συνόδου, η οποία θα διασκεφθεί και θα αποφασίσει για την
καλύτερη και ενδεδειγμένη λύση. Αφού, λοιπόν, ληφθούν υπόψη οι συνθήκες,
πολιτικές και θρησκευτικές, υπό τις οποίες εκδηλώνεται ο δημόσιος βίος σε μια
Μητρόπολη, το θρησκευτικό συναίσθημα του ποιμνίου της και οι γενικότερες
ανάγκες, η Εκκλησία θα κρίνει ανελέγκτως εάν θα πληρώσει τον θρόνο αυτής δια καταστάσεως εν ενεργεία Μητροπολίτη
ή διʼ εκλογής κατάλληλου κληρικού από
τους εγγεγραμμένους στον κατάλογο των προς αρχιερατείαν εκλογίμων.
Το σύνολο των παρατηρήσεων του Χατζησταύρου επί του
Σχεδίου αποσκοπούν, καθʼ ομολογία του ιδίου, να «χαραχθώσιν έτι αναλυτικώτερον τα όρια της συνεργασίας και της επαφής
των δύο εξουσιών Εκκλησίας και Πολιτείας, συμφώνως προς τας αρχάς του
συστήματος της συναλληλίας»…
Οι ρυθμίσεις του Σχεδίου αυτού, όσο και εκείνου που
ακολούθησε, μπορεί μεν να μην έγιναν θετό δίκαιο, χρησιμοποιήθηκαν, όμως, στους
μεταγενέστερους Καταστατικούς Χάρτες. Για του λόγου το ασφαλές, όλως ενδεικτική
η ρύθμιση με την οποία η Εκκλησία της Ελλάδος περιενδύεται για πρώτη φορά στο
σύνολό της (in globo)
τη νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, που αναπαράχθηκε στη συνέχεια στην
καταστατική νομοθεσία της δικτατορίας ή η πρόβλεψη για την κατάργηση του,
προφανώς αντικανονικού, θεσμού του Βασιλικού Επιτρόπου, που υλοποιήθηκε τελικώς
στον ισχύοντα Καταστατικό Ν. 590/1977.
Οι θέσεις, πάντως, του Χατζησταύρου για το νομικό status της Εκκλησίας στην
ελληνική έννομη τάξη αποτυπώνονται εύγλωττα σε εισήγησή του υπό τον τίτλο «Η αρχή της συναλληλίας. Ιδεώδες σύστημα
σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας» (1967). Στο πλαίσιο αυτό, ο Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών στηλιτεύει τον τρόπο οργανώσεως της Εκκλησίας που εισήγαγε, μετά την
πραξικοπηματική ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της το 1833, ο προτεστάντης το δόγμα
Maurer, σύστημα «οθνείον και απόβλητον, το της
Εκκλησιαστικής υποτελείας κατʼ αντιγραφήν εκ του Βαυαρικού Κονσιστορίου».
Το άτοπο αυτό αποκαταστάθηκε με την έκδοση του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου
του 1850, «υπό τύπον απαραγράπτου
συμβολαίου μεταξύ [της εν Κωνσταντινουπόλει Μητρός Εκκλησίας], εγγυωμένου το αυτοδιοίκητον και αλώβητον του
εκκλησιαστικού πολιτεύματος της χειραφετηθείσης θυγατρός Ελλαδικής Εκκλησίας».
Ωστόσο, η ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας δεν έγινε
απροϋποθέτως, αλλά, προεχόντως, υπό τον όρο ότι η νεοσύστατη Εκκλησία θα
διοικείται «κατά τους θείους και ιερούς
κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως». Τούτο
σημαίνει ότι το Πατριαρχείο προσέβλεπε σε μια Εκκλησία ελεύθερη, ανεξάρτητη από
το Κράτος, η οποία θα αυτορρυθμιζόταν με τους δικούς της κανόνες, φυσικά μέσα
στο πλαίσιο του Συντάγματος, προσανατόλιζε δηλαδή τα πράγματα προς μία σαφή διάκριση Εκκλησίας και Πολιτείας.
Δύο, όμως, χρόνια αργότερα, το 1852, η Πολιτεία
ασύγγνωστα υπαναχώρησε από τους δεσμευτικούς όρους του Πατριαρχικού Τόμου και
επέστρεψε, ως μη όφειλε, στην πολιτειοκρατική λογική της, που αναπόδραστα
εισήγαγε, εκ νέου, τις αρχές της εποπτείας και επέμβασης στα εκκλησιαστικά
πράγματα. Έτσι, η «εν Ελλάδι ποιμαίνουσα Εκκλησία» δηλώνει, διά του
Προκαθημένου της, προς την Πολιτεία ότι, σε συμμόρφωση με τις επιταγές του
συνταγματικού νομοθέτη και τους όρους του Τόμου 1850, «θα εμμείνη ανενδότως εις ψήφισιν Νόμου περί Καταστατικού Χάρτου της
Εκκλησίας της Ελλάδος […] ερειδομέν[ου]
επί των αρχών του συστήματος της συναλληλίας
και της συνεργασίας»…
* Απόσπασμα από Ομιλία του γράφοντος στη Διακίδειο
Σχολή Λαού Πατρών στις 6.4.2019 με θέμα: "Οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας κατά τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών
Χρυσόστομο Β` Χατζησταύρου. 50 χρόνια από την εκδημία του".
Δημοσιεύτηκε στην «Πελοπόννησο της
Κυριακής» της 7ης Απριλίου 2019, σ. 2/16.
** Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι Επίκουρος
Καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
και Δικηγόρος.
Την άκουσα την συγκεκριμένη ομιλία και την βρήκα αρκετά ενδιαφέρουσα για κάποιον που επιθυμεί να γνωρίζει την εκκλησιαστική ιστορία των τελευταίων δεκαετιών. Πολλά από αυτά που αντιμετώπισε ο Χρυσόστομος είναι και θέματα του σήμερα που επαναλαμβάνονται. Θα συνιστούσα σε κληρικούς να την ακούσουν από τον Λύχνο όταν την προβάλει θα μάθουν πολλά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝ
Εξαιρετικός επιστήμων και άνθρωπος. Τιμά την πόλη μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρέπει να είναι ευλαβής άνθρωπος ο ομιλητής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλάχιστα ως τίποτα δεν γνώριζα για τον Αρχιεπίσκοπο αυτό. Νόμιζα ότι τον έβαλαν σε προχωρημένη ηλικία για να προωθήσουνε κάποιο δελφίνο. Ο γέρος στην ηλικία Χρυσόστομος είχε εμπειρίες και ποθούσε μια ανεξάρτητη από τις πολιτικές επεμβάσεις Εκκλησία. είναι αυτό που λέει η λαϊκή σοφία ότι η γριά κότα έχει το ζουμί. Και ο Χρυσόστομος πρόσφερε πολλά από τα λίγα που διάβασα εδώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ιστορία επαναλαμβάνεται και την εκκλησία την θέλουν του χεριού τους αυτοί που είναι στην εξουσία. Τα ίδια τότε τα ίδια τώρα. Να προσέχουν οι Μητροπολίτες να δρουν πάντα για το καλό της Εκκλησίας και όχι να υπάρχει συμβιβασμός με την εκάστοτε πολιτική εξουσία.
Μια ζωή σαν την γάτα με το σκύλο. Βαυαροκρατία, δεξιά, αριστερά, κεντρώοι όλοι πολεμούν ανοικτά ή κρυφά την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Να γίνει διαχωρισμός ώστε να παύσει το κράτος να επεμβαίνει με νομοθετήματα κλπ στα εσωτερικά εκκλησιαστικά θέματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια στον κ. Ανδρουτσόπουλο που μας πρόβαλε μια άγνωστη προσωπικότητα όπου κατά την πενταετία της Αρχιεπισκοπικής του θητείας προσπάθησε να επιλύσει χρονίζοντα θέματα με προσωπική δραστήρια συμμετοχή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπήρξε αρχιερέας του Οικουμενικού θρόνου χειροτονία εις διάκονο από τον Άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης (Καλαφάτη) όπου υπήρξε και βοηθός του επίσκοπος. Έλαβε ενεργό μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα κοντά στον Δράμας Χρυσόστομο μετέπειτα Σμύρνης. Διετέλεσε υπό τον Οικουμενικό θρόνο επίσκοπος Τράλλεων (1910-1913), Μητροπολίτης Φιλαδελφείας (1913-1921), Μητροπολίτης Εφέσου 1922, μετά την Μικρασιατική καταστροφή διετέλεσε Αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα και μετά μετετέθη στην νεοσύστατη Μητρόπολη Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου (1924-1962). Αυτή η διαδρομή του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο τον έκαναν να είναι δραστήριος και να γνωρίζει την εκκλησιαστική διοίκηση ώστε να θελήσει όπως αναφέρει ο κ. Ανδρουτσόπουλο να επιλύσει ζητήματα ουσιαστικά της Εκκλησίας της Ελλάδος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλά συγχαρητήρια στον αξιότιμο Καθηγητή Πανεπιστημίου κ. Γεώργιο Ανδρουτσόπουλο για την κατά πάντα άξια ομιλία του ! Αποτελεί για την πόλη μας τιμή η παρουσία του !
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ σημερινός τι κάνει. Γιατί κάνει αγώνα. Σαν Θηβών έλεγε πολλά. Όταν πήρε τον θρόνο της Αθήνας κάνει άσκηση στην σιωπή και την ανεκτικότητα.
ΑπάντησηΔιαγραφή