ΤΟ ΙΣΤΟΡΚΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ*
Παναγιώτη Σπ. Μαρτίνη
Στις πολλαπλές εκδηλώσεις που
γίνονται από τους Πανελλαδικούς Ποντιακούς Συλλόγους για τη επέτειο της
γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου (1919- 2019) δεν πρέπει να λησμονήσουμε και
το θλιβερό τέλος της ιστορικής, βασιλικής και πατριαρχικής Μονής της
Σουμελιώτισσας Παναγιάς. Υπήρξε ένα μοναστήρι στενά συνδεδεμένο με την ιστορία
και τον πολιτισμό των Ποντίων Χριστιανών. Κτισμένο στις υπόρειες βραχώδεις
περιοχές του όρους Μελά, γρήγορα έγινε γνωστό σ΄ ολόκληρη την Ανατολή. Έγινε
κέντρο προσκυνήματος όχι μόνο των Ποντίων, αλλά και πλήθους πολλών χριστιανών.
Αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, Πατριαρχικά σιγίλια και Τουρκικά φιρμάνια
φυλάσσονταν στο αρχείο της Μονής, αφού μ΄ αυτά αναγνωρίζονταν τα προνόμιά της.
Ιδρυτές τα Μονής φέρονται οι
όσιοι Βαρνάβας και Σωφρόνιος (11ος αι.). Την ίδια περίοδο χρονολογείται
και η ίδρυση της Μονής.
Τέλος, η εικόνα της Παναγιάς
υπήρξε ο έφορος και το βασικό θησαύρισμα της μονής, που θεωρείται ως
θαυματουργή και της αποδίδονται πολλά θαύματα, ακόμη και μεταξύ των
μουσουλμάνων. Αλλά και η αρχαιότητα της Μονής, που πολλοί τη θεωρούν έργο του 4ου
αι., άρχισε να προσελκύει το σεβασμό και το ενδιαφέρον Αυτοκρατόρων,
Πατριαρχών, Ηγεμόνων, αλλά και Σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Όμως, στην ακμή και την αίγλη του
έφτασε το Μοναστήρι κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος
(104-1461 μ.Χ.), επί των Κομνηνών βασιλέων. Σχεδόν όλοι οι Κομνηνοί
αυτοκράτορες το τίμησαν ιδιαίτερα με χρυσόβουλλα, με τα οποία του παραχωρούσαν
πολλά και αξιόλογα προνόμια. Ο επιφανέστερος
των Κομνηνών βασιλέων Αλέξιος Γ΄ (1349-΄90) υπήρξε και ο μεγαλύτερος της
Μονής ευεργέτης. Αλλά και ο διάδοχός του Μανουήλ Γ΄(1390-1417) προίκισε τη Μονή
με πολλές δωρεές και της δώρισε ένα μεγάλο τεμάχιο Τιμίου Ξύλου.
Αλλά και οι Πατριάρχες της
Κωνσταντινουπόλεως με πολλά σιγίλια αναγνώρισαν α προνόμια που είχαν δοθεί στη
Μονή από τους αυτοκράτορες και η δικαιοδοσία που είχε σε πολλά χωριά της
περιοχής. Έτσι, ανακηρύσσεται η Μονή «Εξαρχία» και ο ηγούμενός της κατείχε θέση
αρχιερέως εις την Εξαρχίαν, πλην της περιπτώσεως χειροτονίας Ιερέως.
Μετά τη διάλυση της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας (1453) και την κατάληψη της Τραπεζούντος από τους Τούρκους
(1461), οι Σουλτάνοι αναγνώρισαν τα προνόμια της Μονής με φιρμάνια που
εξέδιδαν.
Στο σημείο αυτό πρέπει να εξαρθεί
ο ρόλος της μονής κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η μονή υπήρξε κέντρο
παιδείας και λόγιοι μοναχοί δίδασκαν τους νέους των γύρω περιοχών με σκοπό να
κρατήσουν ζωντανή την πίστη και τη γλώσσα.
Η ιστορική Μονή του Πόντου κατά
την μακραίωνη πορεία της είχε και τις δικές της περιπέτειες. Δέχτηκε πολλές
επιθέσεις, λεηλασίες, πυρκαγιές, ακόμη και ερημώσεις. Πλήρη καταστροφή και
ερήμωση υπέστη κατά τον 7ο και 9ο αι. από την επίθεση
Σαρακηνών πειρατών.
Έτσι, μετά από πολλές
διακυμάνσεις, θετικές και αρνητικές, φάνουμε στην τελευταία περιπέτεια της
Μονής, που την οδήγησε στην πλήρη και οριστική ερήμωση. Δέχτηκε κι αυτή τα
δεινά της Μικρασιατικής καταστροφής και φυσικά των Ποντίων ευλαβών προσκυνητών
της. Ο γνωστός ξεριζωμός των Ποντίων ήταν και για το ιστορικό Μοναστήρι «η
Χαριστική Βολή». Το 1944 θα το εγκαταλείψουν και οι τελευταίοι εναπομείναντες
μοναχοί, αφού, πρώτα θα φροντίσουν με πολλές προφυλάξεις να κρύψουν τα
σπουδαιότερα κειμήλια και ιδιαίτερα την Εικόνα της Παναγιάς. «Έκρυψαν, έκρυψαν
τα πάντα οι πιστοί μοναχοί. Στο
τέλος έμειναν τρία κειμήλια ν κρύψουν, τα πιο πολύτιμα. Τη σεπτή εικόνα της Παναγιάς, το χειρόγραφο Ευαγγέλιο πάνω σε πολύτιμη μεμβράνη, του αγίου Χριστοφόρου και το βαρύ Τίμιο Σταυρό των Κομνηνών με το Τίμιο Ξύλο… Σκέφτηκαν το μικρό εκκλησάκι, το απόμακρο της Αγίας Βαρβάρας… Ένα χιλιόμετρο απείχε από το Μοναστήρι… Μια νύχτα τρέμοντας από συγκίνηση οι μοναχοί, βαθειά πονεμένοι, κουβάλησαν εκεί, ασφαλισμένους καλά σε σιδερένια κιβώτια τους θησαυρούς… και τους έθαψαν σε μέρος που θάταν δύσκολο ν΄ ανακαλύψουν οι εχθροί… Σταυροκοπήθηκαν και δάκρυα κύλησαν από τα θλιμμένα τους μάτια. Δεν ήταν σα νάβαθαν την ψυχή τους μονάχα. Αλλά σα νάθαβαν χίλιες χιλιάδες , εκατομμύρια, τις ψυχές όλων των Χριστιανών. Τέλος φαίνονταν όλα βουβά, σβησμένα. Οι μοναχοί δίπλωσαν τα χρυσά τους άμφια. Προσκύνησαν την γυμνωμένη εκκλησία. Αποχαιρέτησαν με το δακρύβρεκτο βλέμμα τους τον ευλογημένο τόπο. Έρριξαν στερνή ματιά στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας με τον κρυμμένο θησαυρό. Και κίνησαν στο αγύριστο ταξίδι…».
τέλος έμειναν τρία κειμήλια ν κρύψουν, τα πιο πολύτιμα. Τη σεπτή εικόνα της Παναγιάς, το χειρόγραφο Ευαγγέλιο πάνω σε πολύτιμη μεμβράνη, του αγίου Χριστοφόρου και το βαρύ Τίμιο Σταυρό των Κομνηνών με το Τίμιο Ξύλο… Σκέφτηκαν το μικρό εκκλησάκι, το απόμακρο της Αγίας Βαρβάρας… Ένα χιλιόμετρο απείχε από το Μοναστήρι… Μια νύχτα τρέμοντας από συγκίνηση οι μοναχοί, βαθειά πονεμένοι, κουβάλησαν εκεί, ασφαλισμένους καλά σε σιδερένια κιβώτια τους θησαυρούς… και τους έθαψαν σε μέρος που θάταν δύσκολο ν΄ ανακαλύψουν οι εχθροί… Σταυροκοπήθηκαν και δάκρυα κύλησαν από τα θλιμμένα τους μάτια. Δεν ήταν σα νάβαθαν την ψυχή τους μονάχα. Αλλά σα νάθαβαν χίλιες χιλιάδες , εκατομμύρια, τις ψυχές όλων των Χριστιανών. Τέλος φαίνονταν όλα βουβά, σβησμένα. Οι μοναχοί δίπλωσαν τα χρυσά τους άμφια. Προσκύνησαν την γυμνωμένη εκκλησία. Αποχαιρέτησαν με το δακρύβρεκτο βλέμμα τους τον ευλογημένο τόπο. Έρριξαν στερνή ματιά στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας με τον κρυμμένο θησαυρό. Και κίνησαν στο αγύριστο ταξίδι…».
Και πάλιν, όμως, η Σουμελιώτισσα
Παναγία δεν ήθελε να βρίσκεται κρυμμένη. Ήθελε να είναι εξόριστη, παρηγοριά στα
εξόριστα παιδιά της. Το 1931, δηλαδή μετά από επτά χρόνια ταφής στο εκκλησάκι
της Αγίας συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο Κυβερνήσεων Ελληνικής και Τουρκικής,
Ελευθερίου Βενιζέλου και Ισμέτ Ινονού, να δοθεί η άδεια για την επιστροφή της
εικόνας της Παναγιάς. Αμέσως ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, εξόριστος
κι΄ αυτός στην Αθήνα, ανέθεσε στο Σουμελιώτη μοναχό Αμβρόσιο, που γνώριζε τον
κρυψώνα των ιερών κειμηλίων, να φέρει εις πέρας την τόσο δύσκολη αποστολή.
Όταν ο μοναχός Αμβρόσιος, μετά
από τις σχετικές διατυπώσεις, έφτασε στο ιστορικό, αλλά ερημωμένο Μοναστήρι, με
τη συνοδεία πάντοτε και Τούρκων αξιωματούχων, κατευθύνθηκε στον κρυψώνα των
ιερών κειμηλίων. «Γονάτισε ύστερα και μόνος, με συγκίνηση ιερή, αφού οι άλλοι
συνοδοί του με δέος είχαν αποτραβηχτεί, ξεκαθάρισε τα χώματα και ανέσυρε το
κιβώτιο. Σήκωσε το κάλυμμα… Τα κειμήλια ήσαν ανέπαφα εκεί. Έσκυψε και ασπάστηκε
την Εικόνα, το Σταυρό, το Ευαγγέλιο. Η ψυχή του Ελληνικού Πόντου ξαναζούσε…».
Όταν, τέλος, ο μοναχός Αμβρόσιος
έφτασε στην Αθήνα, παρέδωσε τα ιερά κειμήλια τον αείμνηστο Μητροπολίτη
Τραπεζούντος Χρύσανθο Φιλιππίδη, λόγιο Ιεράρχη, ακαδημαϊκό, μετέπειτα
Αρχιεπίσκοπο Αθηνών (1938-41). Τότε «ο σεπτός Ιεράρχης τ΄ αγκάλιασε
δακρύζοντας, τα προσκύνησε και με ανακούφιση ψιθύρισε: «Νυν απολύεις τον δούλον
Σου…».
Η Εικόνα, ο Τίμιος Σταυρός και το
Ιερό Ευαγγέλιο παραδόθηκαν στο Μουσείο Μπενάκη.
Στο Μουσείο παρέμεινε η Εικόνα
μέχρι το 1951. «Τότε ο ιατρός Φίλων Κτενίδης (Πόντιος) συνέλαβε την ιδέαν της
επανιδρύσεως της μονής Σουμελά εν Ελλάδι. Τον Ιανουάριον του 1951 ιδρύεται
Σωματείον, τον δε Μάιον δε του αυτού έτους κατόπιν μελέτης και ερεύνης
υποδεικνύεται ως πλέον κατάλληλος τοποθεσία της μελλούσης Μονής η περιφέρεια
του χωρίου Καστανιά Βεροίας. Την 12ην Αυγούστου η Εικών
παραλαμβάνεται εκ του Βυζαντινού Μουσείου και λαμπρύνει δια της παρουσίας της
την τελετήν της καταθέσεως του θεμελίου λίθου του ναού της μελλούσης μονής.
Έκτοτε οικοδομήθηκαν και ο ναός και ξενών ως και άλλα κτίρια, τα οποία προορίζονται
να εξυπηρετούν τους ευλαβείς προσκυνητάς καθ΄ όλον το έτος, ιδιαιτέρως όμως
κατά τον εορτασμόν της 15ης Αυγούστου».
Όμως το θαύμα συμπληρώθηκε, αφού
τον Αύγουστο του 2010 με απόφαση της Τουρκικής Κυβέρνησης δόθηκε άδεια στον
Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο να μεταβαίνει κάθε χρόνο στις 15
Αυγούστου στο ιστορικό Μοναστήρι της Τραπεζούντος και να τελεί τη θεία
Λειτουργία.
Έτσι, την ημέρα που τιμάται η
Κοίμηση της Θεοτόκου, γίνονται λατρευτικές εκδηλώσεις και στα δύο «Ανάκτορά»
Της: στο παλιό, το σφηνωμένο στους απόμακρους βράχους του όρους Μελά, και στο
νερό, στη δασωμένη περιοχή του όρους Βερμίου.
Και από τα δύο αυτά Μοναστήρια η
Σουμελιώτισσα Παναγία ατενίζει από ψηλά τα διωγμένα από τον τόπο τους παιδιά
Της, τους ποντίους, βρίσκεται κοντά τους και τα προστατεύει στις νέες πατρίδες,
στην αγκαλιά της μητέρας Ελλάδας, αλλά και «όπου γης» βρίσκονται.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο
Οικουμενικός Πατριάρχης κάνοντας χρήση αυτής της αδείας κάθε χρόνο στις 15
Αυγούστου, εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μεταβαίνει στο όρος Σου-Μελά και
τελεί την θ. Λειτουργία σε διαμορφωμένο χώρο της Μονής. Έτσι βρίσκουν την
ευκαιρία οι ξερριζωμένοι Πόντιοι να βρίσκονται στον τόπο που γεννήθηκαν, που
έζησαν και να ενημερώνουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους για τις αλησμόνητες πατρίδες
τους.
Και κλείνουμε το άρθρο μ΄ ένα
απόσπασμα από την ομιλία του Πατριάρχη κατά την τέλεση της θ. Λειτουργίας στην
Ι. Μονή Παναγίας Σουμελά, στις 15.8.2011.
Αναφέρει: «Ανήλθομεν εις το όρος
τούτο το άγιον, το καθηγιασμένο δια της επί αιώνας παρουσίας της Ιεράς και
θαυματουργού εικόνος της Κυρίας του Πόντου, της Αθηνιώτισσας Παναγίας, της
Παναγίας Σουμελά, αλλά και δια ασκητικών πόνων και των δακρύων των εν ταύθα
ισαγγέλως βιωσάντων πατέρων, δια να εορτάσωμεν την πάνσεπτον Κοίμησιν και την
εις ουρανούς μετάστασιν αυτής.
Και ιδού, «πεποικιλμένη τη θεία
δόξη» μας υποδέχεται και εφέτος η πανύμνητος Θεοτόκος… Μαζί της μας υποδέχονται
πανηγυρίζοντες οι κτήτορες της Ιεράς ταύτης Μονής Σωφρόνιος και βαρνάβας, και
οι …παρεπιδημούντες σήμερον εν ταύθα ουράνιοι ένοικοι της Τραπεζούντος και της
Κερασούντος, της Σινώπης και της Ματζούκης, του Βαζελώνος και του
περιστερεώτος…».
Ελπίζουμε και ευχόμαστε η ίδια
λατρευτική εκδήλωση και επαναληφθεί κι εφέτος, στις 15 Αυγούστου 2019, αφού τα
δύο προηγούμενα χρόνια το Μοναστήρι παρέμεινε κλειστό λόγω ανακαινίσεως.
Ο Πατριάρχης μας πληροφόρησε ότι
και εφέτος θα επαναλάβει αυτό το «προσκύνημα στ΄ άγια χώματα του Πόντου».
«Οι Άγιοι Βαρνάβας και Σωφρόνιος
οι κτήτορες της Ιεράς Μονής Σουμελά»
Παν. Σ. Μαρτίνη, Δρ. Θ.
Εκδ. «ΤΑΩΣ» – Πάτρα
2012
Πηγή: Εφημερίδα "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"
Το μοναστήρι του Ελληνισμού στο Πόντο θα ανοίξει και φέτος με την παρουσία του οικουμενικού Πατριάρχη. Ραντεβού στην Παναγία του Σουμελά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩς Πόντιος σας ευγνωμονώ κ. Μαρτίνη για την παρουσίαση του Μοναστηριού με την αρθρογραφία σας στον Εκκλησιολόγο και εδώ αλλά περισσότερο για την έκδοση του βιβλίου σας για τους κτήτορες του ημέτερου μοναστηριού.
ΑπάντησηΔιαγραφή