Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

«Μετά αἰδοῦς καί εὐλαβείας» - π. Γρηγόριος Μουσουρούλης


Κυριακή Ζ´Λουκᾶ
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
«Μετά αἰδοῦς καί εὐλαβείας»
« Προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ »
(Λουκ. η´ 44)

          Δώδεκα χρόνια ταλαιπωρήθηκε καί ξόδεψε τήν περιουσία  της στούς γιατρούς ἡ αἱμορρούσα γυναί­κα τοῦ εὐαγγελικοῦ μας ἀναγνώσματος. Καί ὅμως ὅλη αὐτή ἡ ταλαιπωρία καί τά ἔξοδα δέν ἦ­σαν τίποτε μπροστά στή δόξα μέ τήν ὁποία δοξά­ζεται συνεχῶς, ἀπό τότε πού ἄγγισε τό κρά­σπε­δο τοῦ ἐνδύματος τοῦ Κυρίου. Δοξάζεται καί μεγα­λύνεται γιά τή μεγάλη της πίστη καί τήν πολύ βα­θιά εὐλάβεια, τίς δυό μεγάλες ἀρετές, πού στόλι­ζαν τήν ὡραία ψυχή της. Ἔγινε αἰώνιο πα­ράδει­γμα γιά ὅλους τούς πιστούς ὅλων τῶν ἐπο­χῶν. Παράδειγμα φωτεινό πού ἀκτινοβολεῖ ἀπό τότε μέ ἀμείωτη λαμπρότητα. Ἄς στρέψουμε λοιπόν σ᾽ αὐτήν τά βλέμματα τῆς ψυχῆς μας καί ἄς προ­σέξουμε κάπως καλύτερα τό μάθημα τῆς εὐλα­βείας, πού μᾶς τό διδάσκει μέ τρόπο φυσικό καί ἀβίαστο. Ποιό συγκεκριμένα θά δοῦμε: Τί εἶναι ἡ εὐλάβεια καί πῶς πρέπει ἐκδηλώνεται στή ζωή τοῦ πιστοῦ.

****
Προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ »
          Τό πρῶτο πού μᾶς λέει, ἀδελφοί μου, μέ τή στάση της ἡ αἱμορροούσα, εἶναι ὅτι ἡ εὐλάβεια κατά πρῶτο καί κύριο λόγο εἶναι φρό­νημα ἐσω­τερικό τῆς ψυχῆς. Ἡ γυναίκα ἐκείνη αἰσθα­νό­ταν φόβο καί ἐντροπή. Δέν εἶχε παρρησία καί θάρ­ρος, νά ἐμφανισθεῖ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί νά τοῦ φανερώσει τόν πόνο της. Θεωροῦσε τόν ἑαυτό της ἀνάξιο νά σταθεῖ καί νά μιλήσει μαζί του. Γι᾽ αὐτό καί τόν πλησίασε «ὄπισθεν», ὅπως ἀκούσαμε στό ἱερό εὐαγγέλιο.   
          Ὅταν λοιπόν συναισθάνεται κανείς ὅτι εἶναι ἀνάξιος καί ἁμαρτωλός καί γνωρίζει τήν πολλή του ἀδυναμία, τότε ζεῖ πιό ἔντονα καί πιό βαθιά τήν ἀλήθεια τῆς θείας μεγαλειότητας καί τῆς ἄ­πειρης ἁγιότητας τοῦ Κυρίου. Ἀντιλαμβάνεται εὐ­κολότερα τήν ἀπροσμέτρητη ἀπόσταση, πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στή δική του ἀτέλεια καί μικρό­τητα καί τήν ἀσύλληπτη τελειότητα τῆς παντο­κρατορίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ  ἀλήθεια τώρα γεμί­ζει τήν ψυχή του μέ ἱερό δέος καί μέ βαθύ σεβα­σμό πρός τόν Ἅγιο Θεό, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ εὐλογημένη ἀρετή καί κατάσταση τῆς εὐλαβείας.
          Στήν κατανόηση αὐτῆς τῆς πραγματικότηας μᾶς βοηθεῖ πολύ τό παράδειγμα τοῦ πατριάρχη τῆς πίστης δικαίου Ἀβραάμ. Ὁ Ἀβραάμ ἐπειδή συναισθανόταν τήν μηδαμινότητά του ἀπέναντι στήν ἄπειρη  μεγαλειότητα καί ἁγιότητα τοῦ Θε­οῦ ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του: «Ἐγώ δέ εἰμι γῆ καί σποδός» (Γεν. ιη´27). Εἶμαι χῶμα καί στάχτη ἐμπρός σου, Κύριέ μου. Ὁ δέ ἱερός Χρυσόστομος σέ μιά προσευχή του πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό στά λόγια τοῦ Πατριάρχου προσθέτει: «σκώληξ καί οὐκ ἄνθρωπος. Ὄνειδος ἀνθρώπων καί ἐξουθένημα λαοῦ». Ἐγώ, λέγει ὁ μεγάλος Πατέρας, Κύριέ μου, εἶμαι χῶμα καί στάχτη. Εἶμαι ἕνα σκουλήκι τῆς γῆς, πού προσβάλλω τήν ἀξία ἄνθρωπος καί ἀντικείμενο περιφρόνησης ἐκ μέρους  τοῦ λαοῦ.
          Τί σημαίνει ἐσωτερικό φρόνημα εὐλαβείας μποροῦμε νά τό καταλάβουμε ἐπίσης ἀπό τήν προσεκτική μελέτη τῶν εὐχῶν τῆς ἱερᾶς Ἀκο­λουθίας τῆς Θείας Μεαλήψεως. Ἐκεῖ βλέπου­με τούς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας νά ἐκφράζονται μέ τρόπο ὑποτιμητικό καί ἐξευτελι­στικό γιά τόν ἑαυτό τους πρίν ἀπό τή Θεία Κοι­νωνία.
          Τό ἐσωτερικό φρόνημα τῆς εὐλαβείας λοιπόν ταυτίζεται μέ τό ταπεινό φρόνημα γιά τόν ἑαυτό μας. Δέν ἠμπορεῖ δηλαδή νά ὑπάρξει εὐλάβεια χωρίς ταπείνωση. Ἐγωϊστής ἄνθρωπος, πού τρέφει ὑψηλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του καί τήν δῆθεν ἀρετή του, εἶναι ἀπίθανο καί ἀδύνατο νά νοιώθει ἀληθινή εὐλάβεια πρός τόν Θεόν. Ἡ φιλαυτία καί ὁ ἐγωϊσμός τόν ἐμποδίζουν νά κλίνει «τόν αὐχένα τῆς ψυχῆς» ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων.
****
Ἡ ἀληθινή εὐλάβεια ὅμως δέν μένει μόνο σάν ἐσωτερικό φρό­νημα τῆς ψυχῆς. Ἐξωτερικεύ­εται καί μέ ἀνάλογη στάση τοῦ σώματος.  Καί στό σημεῖο αὐτό γίνονται δάσκαλοί μας τόσον ἡ αἱμορροούσα ὅσο καί ὁ Ἰάειρος. Μετά τή θεραπείας τῆς γυναίκας ἐκείνης, ὁ Κύριος  ἐπειδή ἤθελε νά καταστήσει στούς παρευρισκόμενους ἀλλά καί σ᾽ ὅλο τόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων, φα­νερή τήν μεγάλη της πίστη, ἐπέμεινε, ὅπως ἀ­κούσαμε, νά ἐμφανισθεῖ ἐνώπιόν Του. Κι ἐκείνη ἡ μακαρία ψυχή, βλέποντας ὅτι δέν διέφυγε ἀπό τόν Κύριο ἡ θαυμαστή θεραπεία της, «ἦλθε τρέ­μουσα» κι ἔπεσε γονατιστή ἐμπρός του καί τοῦ ἀνέφερε ὅ,τι τῆς συνέβη. Δέν παρουσιάστηκε μέ «ἀέρα, ὅπως λέμε, μέ ὕφος ἀγέρωχο, ἀλλά φοβι­σμένη «τρέμουσα». Μέ φόβο τόν εἶχεν ἐγγίσει κρυφά προηγουμένως· μέ τρόμο ἔρχεται τώρα ἐνώπιόν του.
Ἄν ἕνας πιστός εἶναι πραγματικά εὐλαβής ἄνθρωπος, δηλαδή ἄνθρωπος πού σέβεται τόν Θεό καί συναισθάνεται τήν μικρότητά του ἐνώ­πιον τοῦ παντοκράτορος καί παντεπόπτου Κυρί­ου, δέν μπορεῖ νά στέκει ἀγέρωχος μπροστά στό θεῖο μεγαλεῖο. Μαζί μέ τόν αὐχένα τῆς ψυχῆς θά κλίνει καί τόν αὐχένα καί τό γόνυ τοῦ σώμα­τος.
Ὅταν εἰσερχόμαστε στό Ναό τοῦ Θεοῦ, ἀδελ­φοί, πρέπει νά εἰσερχόμαστε μέ συναισθή­ματα ἅγια καί ἱερά. Μέ τήν συναίσθηση ὅτι ὁ Ναός εἶναι τόπος ἅγιος καί ἱερός, ἀφιερω­μένος ἀπο­κλειστικά καί μόνο στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ. Στό Ναό κατά τήν ὥρα τῆς θείας Λατρείας θά ἐπικα­λεσθοῦμε τή θεία χάρη καί θά ζητή­σουμε τίς θεῖ­ες δωρεές, ἀλλά καί θά δεχθοῦ­με τό οὐράνιο δῶ­ρο τῆς εἰρήνης καί τά ἄλλα χαρίσματα τοῦ Ἁγί­ου Πνεύματος. Στόν Ναό τοῦ Θεοῦ, ὅπου προσ­φέρουμε τήν ἀναίμακτη θυσία στόν οὐράνιο Πα­τέρα παρίστανται ἀοράτως ἄγγελοι καί συλλει­τουργοῦν μαζί μας. Καί αὐτοί οἱ ἄγγελοι, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος στήν σχετική εὐχή τῆς Θείας Λειτουργίας του, μέ τά δύο φτερά καλύ­πτουν τό πρόσωπο, μέ τά δύο «τούς πόδας» καί μέ τό τρίτο ζεῦγος πετοῦν γύρω ἀπό τό τόν θεϊκό θρόνο καί ψάλλουν ἀκα­τάπαυστες δοξολογίες. (Ἡσ. στ´2).
Πῶς μποροῦμε λοιπόν, ἀδελφοί, ἐμεῖς νά εἰσ­ερχόμαστε ἀπρόσεκτα στό Ναό τοῦ Θεοῦ. Καί μάλιστα στά ἱερά Μυστήρια τοῦ Γάμου καί τῆς Βαπτίσεως; Σέ Μυστήριο προσερχόμαστε, ἀδελ­φοί, ὄχι σέ κοσμική δεξίωση. Πῶς θά σκηνώσει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ στούς νυμφευομένους ἤ στό πρός τό φώτισμα προσερχόμενο νήπιο, ὅταν δέν συναισθανόμεθα τήν ἱερότητα τῶν Μυστηρίων; Πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία γιά νά προσευχη­θοῦμε θερμά μαζί μέ τούς νυμφευομένους, ἤ τόν ἀνάδοχο, πού ἀναλαμβάνει νά διδάξει τίς ἀλή­θειες τῆς πίστεως στό βαπτι­ζόμενο. Νά προσευ­χηθοῦμε μέ τό περιεχόμενο τῶν θαυμασίων εὐ­χῶν τῶν συγκεκριμένων Μυ­στηρίων, βοηθώντας ἔτσι οὐσιαστικά τούς ἀν­θρώπους πού ἀγαπᾶμε.
Πῶς θά κρατηθεῖ οἰκογένεια, ὅταν ἐθιμοτυπικά καί μέ τρόπο ἄκρως κοσμικό ἀντιμετωπίζομε τό Μυστήριο, κάνοντας τόν Ναό τόπο ἐπιδείξεων κοσμικότητας;  Δέν πρόκειται περί σεμνοτυφίας, ἤ εὐσεβιστικῶν, νομικίστικων σκέψεων, ἀδελφοί μου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς λέγει ὅτι τίποτε δέν εἶναι ἀδιάφορο στή ζωή μας. «Στολι­σμὸς ἀνδρὸς καὶ γέλως ὀδόντων καὶ βήματα ἀν­θρώπου ἀναγ­γέλλει τὰ περὶ αὐτοῦ», (Σοφ.Σειρ. ιθ´30). Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐνδύεται καί στολίζεται ἕνας ἄνθρωπος καί τό θορυβώδες ἤ μετρημένο γέλιο του καί τό σεμνό ἤ ἄτακτο βάδισμα του μαρτυ­ροῦν καί ἀ­ναγγέλλουν τί εἴδους ἄνθρωπος εἶναι, μαρτυροῦν τό ποιόν του. Ὁ δέ θεῖος Παῦλος μᾶς ζητεῖ νά λατρεύουμε τόν Θεόν «μετά αἰδοῦς καί εὐλαβείας» (Ἑβρ. ιβ´28). Ἡ λατρεία μας νά χαρακτηρίζεται ἀπό βαθύ σεβα­σμό καί πολλή εὐ­λάβεια.
Ἀντιλαμβανόμαστε λοιπόν πῶς πρέπει νά εἰσ­ερχόμαστε στό Ναό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί πῶς νά προσευχόμαστε κατ᾽ ἰδίαν.
******
« Προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ »

          Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἄν θέλουμε νά ὠφελούμαστε κάθε φορά, πού πλησιάζουμε τόν Κύριο εἴτε μέ τόν ἐκκλησιασμό, εἴτε μέ τή συμμε­τοχή μας στά ἄλλα ἱερά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, εἴτε ἀπό τήν κατ᾽ἰδίαν προσευχή, ἤ τήν πρα­γματοποίηση ἱερῶν προσκυνημάτων σέ τόπους ἁγιασμένους ὅπως τά ἱερά Μοναστήρια καί τά λοιπά προσκυνήματα, εἶναι ἀνάγκη νά γίνουμε καί νά εἴμαστε ἄνθρωποι εὐλαβεῖς. Εὐλαβεῖς σάν τήν αἱμορροούσα, σάν τούς ἀγγέλους καί ὅλους τούς ἁγίους μας. Ἡ εὐλάβεια θά μᾶς βοηθεῖ νά νοιώθουμε ἀληθινή κατάνυξη καί θά ἀνυψώνει τήν ψυχή μας πρός τόν θρόνο τοῦ Κυρίου μας. Ἡ εὐλάβεια θά ἑλκύει ἐπάνω μας τή θεία Χάρη καί θά μᾶς γεμίζει μέ τήν εὐλογία τοῦ οὐρανοῦ.     

Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου