Ὁ Κατσιμῆτρος
Ἀντρίκια χέρια, ἡρωικά,
ζεστὰ καὶ πυρωμένα
στὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς
τους,
ὦ, Κατσιμῆτρο, ἁπλώνουνε καὶ στέλνουνε σ᾽ ἐσένα
χαιρετισμοὺς ἀφράστους.
Μὲ τὸ
μπαρουτοκάπνισμα, τοῦ Μουσολίνι
ὁ δράκος οὐρλιάζει στὸ
Καλπάκι,
στὴν Πίνδο, μόλις
πέφτοντας, φιλὶ σοῦ στέλνει ὁ Διάκος.
– Πάρε, ἀντρειωμένε,
χάκι.
Στοῦ τάφου τους τὸν
τρίσβαθο τὸν ὕπνο τό ᾽χουν μάθει
χιλιάδες παλικάρια
καὶ μυστικὰ σοῦ
γνέφουνε, ἀπ᾽ τῶν καιρῶν τὰ βάθη,
βρυχιοῦνται σὰν
λιοντάρια.
Ξυπνάει καὶ τὸ
χρυσόνειρο χαλάει στὶς Θερμοπύλες
τῆς Σπάρτης ὁ
Λεωνίδας.
– Φράξε τις, παλικάρι
μου, καὶ κλεῖσε τις τὶς πύλες,
τὶς πύλες τῆς
πατρίδας.
Ἄκου! Ἀπὸ τὴν Ἑφτάλοφην
ὁ ρήγας Κωνσταντῖνος,
βασιλικὴ φοβέρα
στέλνει, ρητὴ γιὰ τοὺς
ἐχθρούς, σ᾽ ἐσένα λέει ἐκεῖνος.
– Ἀέρα, πές, Ἀέρα!
Κολοκοτρώνης ἔσκουξε,
Ἀντροῦτσος, Διάκος, Μάρκος,
κάθε γραικίσιο φύτρο.
– Ἂς ἔχει ὁ ἐχθρὸς ἀρματωσιὲς
κι ἐσὺ ἂς εἶσαι ζάρκος,
χτύπα τους, Κατσιμῆτρο!
Κι ἀκοῦς ἡ
λιονταρίσια του σὰ νά ᾽ρχεται ἡ φωνή του
λὲς ἀπὸ κόσμον ἄλλο,
νὰ ἠχεῖ ἀγρικᾷς, ἀκούγονται
κι οἱ πρόγονοι μαζί του,
μ᾽ ἀντίλαλο μεγάλο.
– «Κρατάω Καλπάκι», Ἑλλάδα
μου, κρατάω τὰ σύνορά σου,
μὴ σκιάζεσαι, ὦ,
γεννήτρα,
οἱ ἀντρειωμένοι σου εἶν᾽
ἐδῶ, ἐδῶ ἀπὸ τὰ παιδιά σου,
ἡ ἀντρεία ἡ
καταλύτρα.
– Ποιὸς εἶναι αὐτὸς
ποὺ ρυάζεται καὶ σπέρνει τὴ φοβέρα,
μὲ χιόνι κι ἄγριο ἀγέρι,
ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἀσώπαστος,
ποὺ λέει καὶ λέει ἀέρα,
μὲ τὴ φωτιὰ στὸ χέρι;
Μιλιούνια οἱ ἐχθροί,
μὰ οἱ Ἕλληνες μιὰ χούφτα εἶναι, μονάχοι,
μονάχος τοῦ ὁρμάει
καὶ ὁ Σαμψών, μὲ
γαϊδουριοῦ σαγόνι, μὲς στὴ μάχη,
χίλιους ἐχθροὺς
χαλάει.
– Ἀέρα! Παλικάρια
μου, κιότεψε ὁ κούφιος λύκος,
πᾶνε οἱ ἐχθροί,
λακίζουν,
καδένα εἶναι ἡ
πατρίδα μας, ὁ ἕνας, ὁ ἄλλος κρίκος,
ὅλοι, μᾶς
χαιρετίζουν.
Σκορπᾶνε ὁλοῦθε τὴ
φωνή, βουνά, πλαγιές, λογγάρια,
μὲ τ᾽ ἀντιλάλημά τους
κι ἀναρριγοῦν στοὺς
τάφους τους τ᾽ ἀντρεῖα τὰ παλικάρια,
γιὰ τ᾽ ἄξια τὰ παιδιά
τους.
Κι ἕνας ἀιτὸς ἀπ᾽ τ᾽ Ἄγραφα,
πουλὶ ἕν᾽ ἀπ᾽ τὸ Βελούχι,
στὸν Κατσιμῆτρο
γέρνει,
τοῦ ᾽χει ἀπ᾽ τὸν κάθε
του γονιό, γλυκὸ φιλάκι τοῦ ᾽χει,
ξαντίμεμα τὸ φέρνει.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝ. ΣΑΝΤΑΡΜΗΣ
Γλωσσάρι
ἀέρα! = ἐνθουσιαστικὴ ἰαχή, ποὺ
φώναζαν, κατὰ τὴν ἐπίθεση, οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες στὸν Ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο τοῦ
1940 καὶ σάρωναν, ὅπως ὁ ἀγέρας τὰ ἀντικείμενα, τοὺς ἀντιπάλους.
Διάκος = Ἀλέξανδρος Διάκος
(1911-1940), ἀπ᾽ τὴ Χάλκη τῆς Δωδεκανήσου, εἶναι ὁ πρῶτος ἀξιωματικός (ὑπολοχαγός)
ποὺ σκοτώθηκε (1 Νοεμβρίου 1940) στὸν Ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο, ὕστερ᾽ ἀπὸ 3 ἀνακαταλήψεις
ἑνὸς ὀχυροῦ.
Ἑφτάλοφη, ἡ = ὄνομα προσδομένο στὴν
Κωνσταντινούπολη, ποὺ χαρακτηρίσθηκε ὡς Νέα Ρώμη, ἡ ὁποία ὀνομαζόταν Ἑφτάλοφη, ἐπειδὴ
ἦταν κτισμένη σὲ 7 λόφους, ποὺ τὰ ὀνόματά τους εἶναι, Ἀβεντίνος, Ἐσκυλίνος, Ἰανίκουλος,
Καίλιος, Καπιτωλίνος, Παλατίνος, Κυρηνάλιο.
ζάρκος, ὁ = γυμνός.
καδένα, ἡ = ἁλυσίδα.
κιοτεύω = δειλιάζω, φοβοῦμαι.
«Κωνσταντῖνος = ὁ Κωνσταντῖνος
Παλαιολόγος, ὁ ΙΑ΄, πού, κατὰ τὴν παράδοση, κοιμήθηκε, πεθαίνοντας στὴν ἔπαλξη,
μὲ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, καὶ μαρμαρώθηκε, ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸν Ἄγγελο
τοῦ Θεοῦ στὴ Χρυσὴ Πύλη τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, καὶ θὰ ἐπανέλθει στὴ ζωή, ν᾽ ἀπαλείψει
τὴν ντοπὴ τῆς ὑποδούλωσης τῶν Ἑλλήνων στοὺς Τούρκους, καταδιώκοντάς τους ὣς τὴν
Κόκκινη Μηλιά, τὸ μακρινότερο σημεῖο τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου.
λακίζω = φεύγω τρέχοντας σὲ ἴσο
τόπο.
μιλιούνι, τό = ἑκατομμύριο, ἀριθμὸς
ἀνυπολόγιστος.
ξαντίμεμα, τό = ἀνταμοιβή, ἀνταπόδοση ὀφειλῆς.
ρυάζομαι = οὐρλιάζω, σκούζω, ὠρύομαι.
Σαμψών = ἕνας ἀπὸ τοὺς κριτὲς τοῦ
Ἰσραήλ, εἶχε ἀσυνήθιστη σωματικὴ δύναμη, πολλὰ εἶναι τὰ θρυλικὰ κατορθώματά
του. Διαμέλισε ἕνα λιοντάρι. Ἄλλη φορά, τὸν εἶχαν δεμένο, στὸν δρόμο ὁδοιπορώντας,
ἀλλὰ λύθηκε, ἁρπάζει μιὰ ξερὴ σιαγόνα γαϊδάρου καὶ σκοτώνει 1000 Φιλισταίους.
χάκι, τό = ἐκδίκηση, ἀνταπόδοση
κακοῦ, ἀντίτιμο αἵματος, ντιέτι.
Ὑπομνηματισμός
Ὁ Χαράλαμπος Γ. Κατσιμῆτρος
γεννήθηκε στὸν Κλειστὸ Εὐρυτανίας τὴν 1-1-1886 καὶ πέθανε στὶς 20-2-1962 στὴν Ἀθήνα.
Τὸ 1904 κατατάχθηκε ὡς ἐθελοντὴς στὸν Ἑλληνικὸ Στρατό. Ἀναβαθμίζεται τὸ 1911 στὴ
Σχολὴ Ὑπαξιωματικῶν, τὸ 1913 ὡς Ἀνθυπολοχαγὸς Πεζικοῦ, τὸ 1914 ὡς Ὑπολοχαγός, τὸ
1915 ὡς Λοχαγός, τὸ 1920 ὡς Ταγματάρχης, τὸ 1923 ὡς Ἀντισυνταγματάρχης, τὸ 1930
ὡς Συνταγματάρχης, τὸ 1937 ὡς Ὑποστράτηγος, τὸ 1947 ὡς Ἀντιστράτηγος.
Πολέμησε στοὺς Βαλκανικοὺς
πολέμους 1912-1913 στὴν Ἤπειρο καὶ στὸ Μακεδονικὸ Μέτωπο, κατὰ τὸν Α΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο 1918, στὴ Μικρασιατικὴ Ἐκστρατεία 1921-1922 ὡς διοικητὴς τάγματος
(ταγματάρχης) καὶ τραυματίσθηκε (13-8-1922) σοβαρὰ στὸ Ἀφιὸν Καραχισάρ. Τὸ 1938
ἔγινε διοικητὴς τῆς VIIΙ Μεραρχίας στὴν Ἤπειρο. Τὸ 1939 ἐφάρμοσε τὶς γραμμὲς ἄμυνας
τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ στὴν Ἤπειρο, ἐν ὄψει τῆς ἐπίθεσης τοῦ Ἰταλικοῦ Στρατοῦ.
Μὲ τὴν ἔκρηξη τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου, ὡς
διοικητὴς τῆς Ὀγδόης Μεραρχίας τῆς Ἠπείρου, δὲν ὑπάκουσε στὶς διαταγὲς τοῦ ΓΕΣ Ἀθηνῶν,
ποὺ ἔλεγαν νὰ ὑποχωρήσει σὲ δεύτερη γραμμὴ ἄμυνας καὶ νὰ πολεμήσει –ἂν ἤθελε νὰ
πολεμήσει!– τοὺς Ἰταλούς, πολὺ πιὸ πίσω ἀπὸ τὴν ἀμυντικὴ γραμμὴ Ἐλαίας-Καλπακίου-Καλαμᾶ,
γιατὶ ἡ μάχη ἦταν μόνο γιὰ τὴν τιμὴ τῶν ὅπλων, ἀφοῦ αὐτὴ εἶχε κριθεῖ ἐκ
προοιμίου χαμένη καὶ δὲν ὑπῆρχε κανένας λόγος νὰ δοθεῖ. Ἀλλὰ ὁ γενναῖος, ὁ
διοικητὴς τῆς Ὀγδόης Μεραρχίας, ὄχι μόνο δὲν ὑπάκουσε στὰ κελεύσματα τοῦ ΓΕΣ, ἀλλὰ
παρέταξε τὴν ἄμυνά του στὴν πρώτη γραμμή, ἐκδίδοντας δική του διαταγὴ στοὺς ἄνδρες
του: «Οὐδεμία σκέψις διὰ ὑποχώρησιν, ἡ τελευταία γραμμὴ ἀμύνης εἶναι ἐδῶ,
μέχρις ἐσχάτων!». Ἦταν ἕτοιμος ὁ ἀνδρειωμένος νὰ διαδραματίσει τὴ σπουδαιότερη
συνεισφορὰ στὸ Ἔθνος. Ἐκεῖ, σὲ λίγο, γράφηκαν οἱ πιὸ ἔνδοξες σελίδες τοῦ Ἔπους
τοῦ 1940. Ἔδωσε, μάλιστα, ὅπλα, σὲ ὅσους μποροῦσαν νὰ τὰ κρατήσουν, σὲ
βοηθητικούς, σὲ μάγειρες, σὲ ὅλους!
Ἡ μάχη ξεκίνησε χωρὶς βοήθεια ἀπὸ
τὸ ΓΕΣ. Ὁ θαρραλέος στρατηγὸς ἄκουσε τὴ γενναία καρδιά του. Στέλνει μήνυμα στὸ ἑλληνικὸ
Ἐπιτελεῖο, σὰν ἄλλος Λεωνίδας τῆς Σπάρτης, ποὺ ἔγραφε μόνο δύο λέξεις: «Κρατάω
Καλπάκι». Ἐκεῖ, λίγα μόλις χιλιόμετρα ἀπὸ τὰ σύνορα, ὁ Κατσιμῆτρος μὲ τὰ
παλικάρια του ἐξουδετέρωσε, μὲ τὴν ἡρωική του ἀντίσταση, τὴν ἐχθρικὴ ἐπίθεση. Μὲ
σφοδρὴ ἀντεπίθεση, τὴν πιὸ κατάλληλη στιγμή, ἔδιωξε πέρα ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ σύνορα
τοὺς Ἰταλοὺς εἰσβολεῖς, καταδιώκοντάς τους μέσα στὸ ἀλβανικὸ ἔδαφος καὶ ἀπελευθερώνοντας
ἑλληνικὲς περιοχές. Συνέτριψε τὸν Ἰταλικὸ Στρατό.
Ἂν ὁ διοικητὴς τῆς Ὀγδόης
Μεραρχίας, Χαράλαμπος Κατσιμῆτρος, εἶχε ὑπακούσει στὶς διαταγὲς τοῦ ΓΕΣ, τότε ἡ
ἔκβαση τοῦ πολέμου θὰ ἦταν ἴσως διαφορετική. Ὁ Κατσιμῆτρος καὶ οἱ γενναῖοι του
φύλαξαν ἄλλες Θερμοπύλες τῆς πατρίδας τους.
Ὁ δαφνοστεφανωμένος ἥρωας τῶν
βουνῶν ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ στὶς 20 Φεβρουαρίου 1962, στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἔμενε.
Πηγή: «Ο Κόσμος της Ελληνίδος»
Το διάβασα και το θεώρησα
επιβεβλημένο να το αναδημοσιεύσω. Είχα την τιμή να παρουσιασθώ για να υπηρετήσω
την στρατιωτική μου θητεία εις τον ένδοξο «Ελληνικό Στρατό» στο Στρατόπεδο «Κατσιμήτρου».
Α.Κ.Κ.
Πολλοί καλοί στίχοι για μία ηρωική μορφή του Χθες σε μία Ελλάδα φτωχοί σε Κατσιμήτρους Σήμερα....
ΑπάντησηΔιαγραφή