Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Χρι­στού­γεν­να: Ει­ρή­νη και Ελ­πί­δα στη ζω­ή - Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης


Χρι­στού­γεν­να: Ει­ρή­νη και Ελ­πί­δα στη ζω­ή 

Τα Xρι­στoύ­γεν­να εί­ναι η αρ­χή ό­λων των εκ­κλη­σια­στι­κών ε­ορ­τών. Στην ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α δεν υ­πάρ­χει ου­σια­στι­κή δια­φορά με­τα­ξύ των εκ­κλη­σια­στι­κών ε­ορ­τών και γε­γο­νό­των. Γέν­νη­ση, Βά­πτι­ση, Σταύ­ρω­ση και Α­νά­στα­ση α­πο­τε­λούν έ­να σω­τη­ριώ­δες και θε­όσ­δο­το γε­γο­νός, που παρα­μέ­νει λει­τουρ­γι­κό, αν­θρω­πο­σω­τή­ριο, συ­νε­χώς πα­ρα­τει­νό­με­νο μέ­χρι τη Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α.
Ο­λό­κλη­ρο το Ευαγ­γέ­λιο και ό­λα τα και­νο­δια­θη­κι­κά γε­γο­νό­τα της σω­τη­ρί­ας, συ­νο­ψί­ζο­νται στο Ευαγ­γέ­λιο (δηλ. χαρ­μό­συνη αγ­γε­λί­α) της Θε­ο-εν­σάρ­κω­σε­ως, της Θε­ο­αν­θρω­ποι­ή­σε­ως του Χρι­στού. Ο Θε­ός- Λό­γος «ε­φα­νε­ρώ­θη εν σαρ­κί» δηλ. έ­λα­βε σώ­μα, έ­γι­νε άν­θρω­πος. Και αυ­τό α­κρι­βώς το θε­αν­θρώ­πι­νο γε­γο­νός εί­ναι αυ­τό που γιορ­τά­ζουµε τα Xρι­στoύ­γεν­να.
«Το µέ­γα µυ­στή­ριο της ευ­σέ­βειας» έ­γκει­ται στο ό­τι ο Αιώ­νιος, Ά­ναρ­χος, Α­πρό­σι­τος και Α­κα­τά­λη­πτος, αλ­λά φι­λάν­θρω­πος Θε­ός, κα­τέ­βη­κε στον κό­σμο κι έλα­βε «σάρ­κα» κι έ­γι­νε «άν­θρω­πος». Δεν συ­γκρί­νε­ται µε τη δη­μιουρ­γί­α του κόσμου, α­φού ο ί­διος ο δη­μιουρ­γός γί­νε­ται κτί­σμα και δη­μιούρ­γη­μα.
Ο Θε­ός κα­τέ­βη­κε μέ­χρι τον άν­θρω­πο, ώ­στε ο άν­θρω­πος να υ­ψω­θεί μέ­χρι τον Θε­ό. Η α­λή­θεια της Αγ. Τριά­δος, η α­λή­θεια πε­ρί του ζώ­ντος Θε­ού µας α­πε­κα­λύ­φθη πλή­ρως µε τη Σάρ­κω­ση «του Ε­νός της Τριά­δος».

Κα­τά τον ιε­ροµό­να­χο lου­στί­νο Πό­πο­βιτ­ς, «αυ­τή η δυσ­διά­στα­τη α­λή­θεια πε­ρί του Θε­ού και του αν­θρώ­που εν τω Θε­αν­θρώ­πω Χρι­στώ, συ­νι­στά την ου­σί­α και τη μο­να­δι­κή α­πο­στο­λή της Εκ­κλη­σί­ας στον κό­σμο, την πα­ντο­τι­νή της λει­τουρ­γία χά­ριν του κό­σμου και του αν­θρώ­που». Ε­πα­να­φέ­ρει τον άν­θρω­πο κο­ντά στο Θεό: «Υµάς, ό­ντας α­πηλ­λο­τριωµέ­νους και ε­χθρούς τη δια­νοί­α εν τοις έρ­γοις τοις πο­νη­ροίς, vυ­νί α­πο­κα­τήλ­λα­ξεν εν τω σώµα­τι της σαρ­κός αυ­τού δια του θα­νάτου, πα­ρα­στή­σαι υµάς α­γί­ους και αµώ­μους και α­νέ­γκλη­τους κα­τε­νώ­πιον αυ­τού» (Κολ. α’, 21-22). Και συ­μπλη­ρώ­νει ο Α­πό­στο­λος «ε­χθροί ό­ντες κα­τηλ­λά­γηµεν τω Θεώ δια του θα­νά­του του υ­ιού αυ­τού». Έ­τσι, «ει­ρή­νην έ­χοµεν προς τον Θε­όν δια του Κυ­ρί­ου ηµών lη­σού Χρι­στού»(Ρωµ. ε’, 1-10).
Ει­ρή­νη µε τον Θε­ό, µε τον ε­αυ­τό µας, ει­ρή­νη προς τον πλη­σί­ον µας. «Χρι­στός εστίν η ει­ρή­νη η­μών, ο ποι­ή­σας τα αµφό­τε­ρα εν και το µε­σό­τοι­χον του φραγµού λύ­σας». (Ε­βρ. β’, 14, 17).
Η σάρ­κω­ση του Υ­ιού και Λό­γου του Θε­ού α­πο­τε­λεί «μυ­στή­ριο». Και το «μυστή­ριο» αυ­τό εί­ναι ό­τι «Θε­ός ε­φα­νε­ρώ­θη εν σαρ­κί, ε­δι­καιώ­θη εν πνεύµα­τι, ώφθη αγ­γέ­λοις, ε­κη­ρύ­χθη εν έ­θνε­σι» (Α’ Τιµ. 3,15-16).
Ο φι­λάν­θρω­πος Θε­ός κα­τέ­βη­κε στον κό­σμο κι έ­γι­νε άν­θρω­πος, γεν­νή­θη­κε ως άνθρω­πος µε ψυ­χή και σώ­μα και νου και θέ­λη­ση και ζω­ή αν­θρώ­πι­νη. Ο Μ. Α­θα­νά­σιος στον Λό­γο του «πε­ρί ε­ναν­θρώ­πη­σε­ως του Λό­γου» γρά­φει: «Ό­θεν ο του Θε­ού Λό­γος δι ε­αυ­τό­υ πα­ρε­γέ­νε­το, ιν ως ει­κών ων του πα­τρός τον κατ’ ει­κό­να άν­θρωπον α­να­κτί­σαι δυ­νη­θή ... ό­θεν ει­κό­τος έ­λα­βε σώµα θνη­τόν, ί­να και ο θά­να­τος εν αυ­τώ λοι­πόν ε­ξα­φα­νι­σθή­ναι δυ­νη­θή, και οι κατ’ ει­κό­να πά­λιν α­να­και­νι­σθώ­σιν άν­θρω­ποι ... ».
Αυ­τή η φα­νέ­ρω­ση του Θε­ού στον κό­σμο µας και στη ζω­ή µας, εί­σο­δος μέ­σα στη δι­κή µας πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και ι­στο­ρί­α, μέ­σα στο εί­ναι της οι­κου­μέ­νης και του κά­θε αν­θρώ­που, εί­ναι πράγ­μα­τι, κα­τά τον Άγ. Ιω­άν­νη τον Δα­μα­σκη­νό «των πάντων και­νών, και­νό­τα­τον, το µό­νον και­νόν υ­πό τον ή­λιον (μυ­στή­ριον)».
Γι’ αυ­τό και ο Ι. Χρυ­σό­στο­μος θε­ω­ρεί τα Χρι­στού­γεν­να ως την αρ­χή του μυ­στηρί­ου της θ. οι­κο­νο­μί­ας και την α­πο­κα­λεί «µη­τρό­πο­λιν των ε­ορ­τών».
Αλ­λά και ο Μ. Βα­σί­λειος θε­ω­ρεί, ε­πί­σης, τα Χρι­στού­γεν­να ως την «γε­νέ­θλιον ηµέ­ραν (της) αν­θρω­πό­τη­τος».
Ο Αγ. Γρη­γό­ριος ο θε­ο­λό­γος συ­μπλη­ρώ­νει ό­τι «η Γέν­νη­σις του Κυ­ρί­ου δεν είναι γιορ­τή της δη­μιουρ­γί­ας, αλ­λά της α­να­δη­μιουρ­γί­ας, μια α­να­νέ­ω­ση του σύμπα­ντος».
Και συ­νι­στά: «Τοι­γα­ρούν ε­ορ­τά­ζω­μεν µη πα­νη­γυ­ρι­κώς, αλ­λά θε­ϊ­κώς µη κοσµικώς, αλ­λά υ­περ­κοσµι­κώς .. µη τα της πλά­σε­ως, αλ­λά τα της α­να­πλά­σε­ως». Έ­νας σύγχρο­νος θε­ο­λό­γος ση­μειώ­νει: « Η πα­ρα­δο­ξό­τη­τα του έν­θε­ου τού­του γε­γο­νό­τος υ­περ­βαί­νει κά­θε έν­νοια και πο­λυ­πραγµο­σύ­νη, α­πα­γο­ρεύ­ει κά­θε τε­χνο­λό­γηση και πε­ριέρ­γεια και προ­ϋ­πο­θέ­τει ο­πωσ­δή­πο­τε υ­παρ­ξια­κή α­να­στρο­φή μα­ζί του. Δεν εί­ναι δη­λα­δή έ­να γε­γο­νός, που μπο­ρεί να ε­κτι­μη­θεί και κα­τα­νο­η­θεί µε τα μέ­τρα του φυ­σι­κού αν­θρώ­που .... Η τα­πει­νω­σύ­νη μπρο­στά στο μυ­στή­ριο της Γεν­νή­σε­ως α­νυ­ψώ­νει τον άν­θρω­πο στο ε­πί­πε­δο της αυ­θε­ντι­κής του υ­πάρ­ξε­ως, ό­που δέ­χε­ται ως δω­ρε­ά έ­να α­νε­ξάρ­τη­το α­πό τις κο­σμι­κές συν­θή­κες και τη φυσι­κή συ­νά­φεια γε­γο­νός, που τον α­φο­ρά ά­με­σα, ό­πως α­κρι­βώς δέ­χε­ται ως δω­ρε­ά το μυ­στή­ριο του φω­τός, του α­έ­ρα, της ί­διας της ζω­ής γε­νι­κά, και ζει μέ­σα σ’ αυτό α­κέ­ραιος και υ­γι­ής». Έ­τσι, «κά­θε λο­γι­κή ε­ξή­γη­ση εί­ναι βια­σμός της ζω­ής, ε­ξα­να­γκα­σμός της άρ­ρη­της θεί­ας συ­γκα­τα­βά­σε­ως, άρ­νη­ση της δω­ρε­άς».
Γι’ αυ­τό ο Μ. Βα­σί­λειος θα πει: «Μά­γοι προ­σκυ­νού­σι και χρι­στια­νοί συ­ζη­τούσι πως εν σαρ­κί Θε­ός και πο­τα­πή σαρ­κί; Σι­γά­σθω τα πε­ριτ­τά εν εκ­κλη­σί­α Θε­ού δο­ξα­ζέ­σθω τα πε­πι­στευµέ­να µη πε­ριερ­γα­ζέ­σθω τα σιω­πώµε­να».
Αλ­λά και ο λα­λί­στα­τος Χρυ­σό­στο­μος στην ο­μι­λί­α του «Εις το γε­νέ­θλιον του Κυ­ρί­ου η­μών Ι­η­σού Χρι­στού» θα εκ­φρά­σει αυ­τή την α­νά­γκη της σιω­πής και του δέ­ους. Γρά­φει: «ο πα­τήρ αρ­ρεύ­στως ε­γέν­νη­σε, και η Παρ­θέ­νος α­φθό­ρως έ­τε­κεν .... Ό­θεν ού­τε η ά­νω αυ­τού γέν­νη­σις ε­ξή­γη­σιν έ­χει, ού­τε η εν υ­στέ­ροις και­ροίς πρό­ο­δος πο­λυ­πραγµο­νεί­σθαι α­νέ­χε­ται. Ό­τι µεν γαρ έ­τε­κεν η Παρ­θέ­νος, σήμε­ρον οί­δα, και ό­τι ε­γέν­νη­σεν ο Θε­ός α­χρό­νως, πι­στεύ­ω τον δε τρό­πον της γεν­νή­σε­ως σιω­πή τιµάν µεµά­θη­κα, και ου δια λό­γων πο­λυ­πραγµο­νείν πα­ρέ­λα­βον ... Το ουν κα­τά φύ­σιν ζη­τεί­σθω, το δε υ­πέρ φύ­σιν σι­γή τιµά­σθω ... ως α­πόρ­ρη­τον, και σιω­πή τιµά­σθαι ά­ξιον ... Την Τε­κού­σαν ο­ρώ, τον τε­χθέ­ντα βλέ­πω, τον δε τρό­πον της γεν­νή­σε­ως ου συ­νο­ρώ νι­κά­ται γαρ φύ­σις, νι­κά­ται η τά­ξε­ως ό­ρος, ό­που Θε­ός βου­λέ­ται».
Στο πα­ρα­πά­νω α­πό­σπα­σμα της ο­μι­λί­ας του ι. Χρυ­σο­στό­μου, πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι ο ιε­ράρ­χης , ε­κτός α­πό την α­δυ­να­μί­α του να εκ­φρά­σει τον τρό­πο της θ. «κέ­νω­σις», µας μι­λά­ει και για τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο που «έ­παι­ξε» στο γε­γο­νός αυτό και η Θε­ο­τό­κος. Και τού­το για­τί η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση έ­πρε­πε να προ­σφερ­θεί ελεύ­θε­ρα, χω­ρίς κα­τα­να­γκασµό στην «κέ­νω­ση» της θε­ό­τη­τας. «Βου­λοµέ­νων γαρ η σω­τη­ρί­α, ουκ α­να­γκα­ζοµέ­νων» κα­τά τον Αγ. Μά­ξι­μο. Χρεια­ζό­ταν δη­λα­δή το εργα­στή­ριο της ε­νώ­σε­ως, ο τό­πος της Χρι­στο­φά­νειας, η συ­νέρ­γεια της κλί­σε­ως. Αυ­τόν τον τό­πο της χρι­στο­φά­νειας προ­σφέ­ρει στο ό­νο­μα και για χά­ρη ο­λό­κληρης της αν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως η Μη­τέ­ρα - Θε­ο­τό­κος.
Αυ­τή η α­λή­θεια για την α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή προ­σφο­ρά της Θε­ο­τό­κου εκ­φρά­ζεται στον ύ­μνο των Χρι­στου­γέν­νων:
«Τι σοι προ­σε­νέ­γκωµεν Χρι­στέ; έ­κα­στον γαρ των υ­πό σου γε­νοµέ­νων κτισµά­των την ευ­χα­ρι­στί­αν σοι προ­σά­γει οι άγ­γε­λοι τον ύµνον, οι ου­ρα­νοί τον α­στέ­ρα, οι µά­γοι τα δώ­ρα, οι ποιµέ­νες το θαύµα, η γη το σπή­λαιον, η έ­ρηµος την φάτ­νην, ηµείς δε µη­τέ­ρα Παρ­θέ­νον ... ».
Ο Αγ. Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς, Αρ­χ/πος Θεσ­σα­λο­νί­κης, σε σχε­τι­κή του ο­μι­λί­α α­ναφέ­ρει: «Δια τού­το ου μό­νον Θε­ός εν αν­θρώ­ποις, αλ­λά και εκ Παρ­θέ­νου α­γί­ας, και μεµο­λυσµέ­νων λο­γισµών των εκ της σαρ­κός α­νω­τέ­ρας κα­τά τους προ­φή­τας γεννά­ται εκ παρ­θέ­νου, ης την σύλ­λη­ψιν α­γί­ου Πνεύµα­τος ε­πέ­λευ­σις, ου σαρ­κός ε­πή­νε­γκεν ό­ρε­ξις, ευαγ­γε­λισµός και πί­στις Θε­ού εν­δηµί­ας, αλ­λ’ ου συ­γκα­τάθε­σις και πεί­ρα εµπα­θούς ε­πι­θυµί­ας προ­εί­λη­φε ...» «Ι­δού γαρ η δού­λη Κυ­ρί­ου, γέ­νοι­τό µοι κα­τά το ρή­μα σου», προς τον ευαγ­γε­λι­στήν άγ­γε­λον η ά­σπι­λος Παρθέ­νος έ­φη, συλ­λα­βού­σα τε γε­γέν­νη­κεν ...».
Και πά­λι, κα­τά τον Αγ. lω. τον Δα­μα­σκη­νό, «ε­χο­ρή­γη­σε τε (η Θε­ο­τό­κος) τω κτί­στη το κτι­σθή­ναι και τω πλά­στη το πλα­σθή­ναι και τω Υ­ιώ του Θε­ού και Θε­ώ τω σαρ­κω­θή­ναι και αν­θρω­πι­σθή­ναι».
Γι’ αυ­τό και ο Γρη­γό­ριος ο Να­ζιαν­ζη­νός δια­κη­ρύσ­σει: « ει τις ου Θε­ο­τό­κον οµο­λο­γεί την α­γί­αν Παρ­θέ­νον, χω­ρίς ε­στίν της θε­ό­τη­τος».
Έ­τσι, ο Κύ­ριος, µε την εκ της Παρ­θέ­νου γέν­νη­σή Του εί­ναι ο νέ­ος Α­δάμ « ... νέ­ος ό­ντως και ευ­σθε­νής µη­δαµώς πα­λαι­ιούµε­νος, και τον πα­λαιόν Α­δάμ εν ε­αυ­τώ και δι’ ε­αυ­τού α­νά­κλι­ση και α­εί συ­ντη­ρή­σει νέ­ον .. » κα­τά τον αγ. Γρη­γό­ριο τον Πα­λα­μά. Και ο Μ. Βα­σί­λειος συ­μπλη­ρώ­νει : «η εκ της παρ­θέ­νου γέν­νη­σις του Κυ­ρί­ου εί­ναι η νέ­α δηµιουρ­γί­α του αν­θρώ­που, η γε­νέ­θλιος ηµέ­ρα της αν­θρωπό­τη­τος και η Θε­ο­τό­κος η νέ­α Εύ­α η µη­τέ­ρα της».
Στο α­πο­στο­λι­κό α­νά­γνω­σμα που δια­βά­ζε­ται στη λει­τουρ­γί­α των Χρι­στου­γέννων, α­πό την προς Γα­λά­τας ε­πι­στο­λή του Απ. Παύ­λου, βρί­σκου­με και το σκο­πό του υ­περ­φυούς γε­γο­νό­τος της γεν­νή­σε­ως του Λό­γου. Γρά­φει ε­κεί ο Α­πό­στο­λος: «ό­τε δε ήλ­θεν το πλή­ρωµα του χρό­νου, ε­ξα­πέ­στι­λεν ο Θε­ός τον Υιόν αυ­τού, γενόµε­νον εκ γυ­ναι­κός, γε­νόµε­νον υ­πό νόµον, ί­να τους υ­πό νόµον ε­ξα­γο­ρά­ση, ί­να την υ­ιο­θε­σί­αν α­πο­λά­βωµεν. Ό­τι δε έ­στε υ­ιοί, ε­ξα­πέ­στει­λεν ο θε­ός το πνέ­υ­μα του υ­ιού αυ­τού εις τας καρ­δί­ας ηµών, κρά­ζον Αβ­βά, ο πα­τήρ ώ­στε ου­κέ­τι ει δού­λος αλ­λά υ­ιός, ει δε θε­ός, και κλη­ρο­νό­μος .. (δ’ 4-7).
Έ­τσι , κα­τά τον θ. Α­πό­στο­λο, η ε­ναν­θρώ­πη­ση του Κυ­ρί­ου µας χά­ρι­σε την «υ­ιο­θε­σί­αν» η ο­ποί­α εί­χε χα­θεί με­τά την πτώ­ση του αν­θρώ­που, µας κα­τέ­στη­σε α­πό δού­λους στην α­μαρ­τί­α και στο νό­μο, «υ­ιούς» και συγ­χρό­νως «κλη­ρο­νόµους» της Βα­σι­λεί­ας του Θε­ού. «Υ­ιο­θε­σί­α» - «Υ­ιός» - «κλη­ρο­νό­μος», λέ­ξεις κλει­διά στο κή­ρυγ­μα του Παύ­λου για το σκο­πό της θ. ε­νανθρω­πή­σε­ως. Κα­τά τον με­γά­λο δι­δά­σκα­λο και θε­ο­λό­γο, τον αγ. lω­άν­νη το Δα­μα­σκη­νό, η εν­σάρ­κω­ση του Θε­ού Λό­γου εί­ναι μια ύ­ψω­ση του αν­θρώ­που, μια θέ­ω­ση της αν­θρώ­πιvης φύ­σης: «ως ο­μού γε­νέ­σθει τα τρί­α, την πρό­σλη­ψιν, την ύ­παρ­ξιν, την θέ­ω­σιν αυ­τής υ­πό του Λό­γου».
Και, κα­τά την έκ­φρα­ση του Μ. Α­θα­να­σί­ου, «Αυτός γαρ ε­νην­θρώ­πη­σεν, ί­να η­μείς θε­ο­ποι­η­θώµεν .. ».
Τέ­λος, σύμ­φω­να µε τους πα­τέ­ρες «το­σού­τον τω αν­θρώ­πω τον Θε­όν δια φι­λαν­θρω­πί­αν αν­θρω­πί­ζε­σθαι, ό­σον ο άν­θρω­πος ε­αυ­τόν τω Θε­ώ δι’ α­γά­πης δυ­νη­θείς απε­θέ­ω­σε». Δηλ. τό­σον πε­ρισ­σό­τε­ρον ο Θε­ός µε την α­γά­πη του δια τον άν­θρω­πο γίνε­ται ό­μοιος µ’ αυ­τόν, ό­σο και ο άν­θρω­πος µε τη δι­κή του α­γά­πη προς τον Θε­ό κα­τορ­θώ­νει να θε­ώ­νει τη δι­κή του φύ­ση.
Και ο Ι. Χρυ­σό­στο­μος συ­μπλη­ρώ­νει: «Άν­θρω­πος γαρ ε­γέ­νε­το ο Θε­ός και Θε­ός (κατά χά­ριν και συμ­με­το­χή) άν­θρω­πος».
Πι­στεύ­ω ό­τι δεν υ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρη δό­ξα για τον άν­θρω­πο α­πό τη θέ­ω­ση της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης του, που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε µε τη Σάρ­κω­ση του Λό­γου, που την προ­σέ­λα­βε και την έ­κα­με δι­κή Του φύ­ση. Έ­τσι, κα­τά τον αγ. Μά­ξι­μο τον ο­μολο­γη­τή, «α­πό την Α­νά­λη­ψη του Κυ­ρί­ου και ε­ξής έ­να πραγ­μα­τι­κό σώ­μα συ­γκα­τοικεί στους κόλ­πους της Αγ. Τριά­δος».
Και το γε­γο­νός αυ­τό µας δί­νει δύ­να­μη και κου­ρά­γιο. Μέ­σα στις δύ­σκο­λες ώ­ρες της ζω­ής µας, μέ­σα στην πί­κρα του χθες και τη βα­ριά α­γω­νί­α για το αύ­ριο, μια ζε­στα­σιά και μια ελ­πί­δα η­με­ρεύ­ουν ξα­νά την ψυ­χή µας. Εί­ναι το φως της χαράς και η ζε­στα­σιά της πα­ναν­θρώ­πι­νης α­γά­πης. Και εί­ναι η ελ­πί­δα για μια καλύ­τε­ρη αυ­γή. Εί­κο­σι αιώ­νες πλέ­ον τη σκορ­πί­ζει το θε­ϊ­κό βρέ­φος της Βη­θλε­έμ, πλά­ι σ’ ε­μάς τους μι­κρό­ψυ­χους και α­πελ­πι­σμέ­νους. Φτά­νο­ντας α­πό πο­λύ μα­κριά γα­λη­νεύ­ει την κου­ρα­σμέ­νη µας σκέ­ψη και ο­μορ­φαί­νει ο­λό­γυ­ρα µας αν­θρώπους και φύ­ση. Και ζω­ντα­νεύ­ει ξα­νά τη χα­ρά και α­νε­βά­ζει πά­λι στα χεί­λη το χαμό­γε­λο. Εί­ναι το φως και η ζε­στα­σιά της Βη­θλε­έμ. Εί­ναι το «μυ­στή­ριο» της μεγά­λης γιορ­τής. Εί­ναι της α­γά­πης ο δρό­μος. Και εί­ναι α­πό το Θε­ό στρω­μέ­νος για µας.
Στο τέ­λος της «έ­ρη­μης χώ­ρας» ο Άγ­γλος ποι­η­τή ς ΕΙ­ίot γράφει:
«Ποιος είν’ ο τρί­τος που πά­ντα περ­πα­τά­ει δί­πλα σου;
Ό­ταν με­τρώ, εί­μα­στε µό­νο ε­σύ κι ε­γώ μα­ζί.
Μα, σαν κοι­τά­ζω µπρος, στον ά­σπρο δρο­μό εί­ναι πά­ντα κά­ποιος άλ­λος που περ­πα­τά­ει δί­πλα σου ... »
Τέ­τοια εί­ναι για µας η έν­νοια του σαρ­κω­θέ­ντος Θε­ού. Εί­ναι Αυ­τός που περ­πατά­ει πά­ντα δί­πλα µας, ό­ταν έ­χουµε φθά­σει στο έ­σχα­το ό­ριο της δύ­να­μής µας, Αυ­τός που βρί­σκε­ται μα­ζί µας στην α­γριά­δα του πά­γου ή στη λαύ­ρα της φω­τιάς. Στον κα­θέ­να µας, στην ώ­ρα της πιο με­γά­λης µας μο­να­ξιάς ή δο­κι­μα­σί­ας.
Εί­ναι το ό­ρα­μα και η ε­μπει­ρί­α του βα­σι­λιά της Βα­βυ­λώ­νας Να­βου­χο­δο­νό­σο­ρα, «ου­χί άν­δρες τρεις ε­βά­λο­μεν εις το μέ­σον του πυ­ρός; ... Ι­δού ε­γώ ο­ρώ άν­δρες τέσ­σα­ρες .. εν µέ­σω, του πυ­ρός, και δια­φθο­ρά ουκ έ­στιν εν αυ­τοίς, και η ό­ρα­σις του τε­τάρ­του ό­μοί­α υ­ιώ Θε­ού» (Δαν. Γ΄, 24-25).
Εί­ναι ο Υ­ιός Του Θε­ού που µε την ε­ναν­θρώ­πη­σή Του µας ά­νοι­ξε ο­λό­φω­το το δρό­μο της κα­λο­σύ­νης, της αν­θρω­πιάς και της α­γά­πης. Εί­ναι Αυ­τός, που «σαν κοι­τά­ζω µπρος, στον ά­σπρο δρό­μο εί­ναι πά­ντα κά­ποιος άλ­λος που περ­πα­τά­ει δί­πλα σου», δί­πλα µας. Εί­ναι το ό­ρα­μα του βα­σι­λιά Ναβου­χο­δο­νό­σο­ρα ό­τι «και η ό­ρα­σις του τε­τάρ­του οµοί­α υ­ιώ Θε­ού».

Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης Δρ. Θ.
Άρχων Ιερομνήμων 
της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου