Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥΣ. - π. ΝΙΚΟΛΑΟΥ Γ. ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗ


ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ 
ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥΣ.
(Ἀναφορὰ στὸν Μαρκ. 3,13-15)

ΤΗι ΣΕΠΤΗι ΜΝΗΜΗι ΤΗΣ 
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑΣ  ΣΟΦΙΑΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗ

 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Γ. ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗ 
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ Ι. ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΠΑΤΡΩΝ

Σὲ προηγούμενο ἄρθρο μας, ποὺ δημοσιεύθηκε στὸν ἐκδοθέντα ἐπετειακὸ τόμο ἐπὶ τῇ ἑκατονταετηρίδι τοῦ ἐπίσημου περιοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»,  εἴχαμε ἐπιχειρήσει νὰ ἀναλύσουμε τὰ χωρία τοῦ Εὐαγγελιστῆ  Μάρκ. 3,13-16α. Μελετήσαμε, τότε, τὴν ἐκλογή καὶ ἐγκατάσταση ἀπὸ τὸν Χριστὸ τῶν ἀποστόλων, τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἐκλογῆς τῶν Δώδεκα καὶ γιατὶ ὀνομάζονται Ἀπόστολοι. Εἴχαμε, ὅμως, ἀφήσει  πίσω τὴν ἀναφορά μας στὸν σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐξελέγησαν καὶ στὶς προϋποθέσεις ποὺ διέθεταν πρὸ τῆς ἐκλογῆς. Σ’ αὐτὸ τὸ σύντομο ἄρθρο θὰ προσπαθήσουμε νὰ διατυπώσουμε τις σκέψεις μας γι’ αὐτὰ τὰ δυὸ θέματα.

Ι.   Ἡ ἀποστολὴ τῶν Δώδεκα
 
Ἀπὸ τὸ ὕψος στὸ ὁποῖο ἤχθησαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ  οἱ ἀπόστολοι εἶχαν νὰ ἐπιτελέσουν, κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Μάρκο, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστές, ἕνα ὕψιστο ἔργο. Τέθηκαν στὴν πορεία γιὰ σταδιακή ὡρίμαση, αὔξηση καὶ πρόοδο.
Nὰ σκιαγραφήσουμε αὐτὸ τὸ ἔργο, ὅσο γίνεται πιὸ σύντομα:
Σὲ τρεῖς τελικὲς προτάσεις διατυπώνει ὁ εὐαγγελιστὴς τὸν σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐκλέχτηκαν καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο ἐγκαταστάθηκαν οἱ ἀπόστολοι: Οἱ προτάσεις αὐτὲς εἶναι : α) «ἵνα ὦσιν μετ΄ αὐτοῦ» β) «ἵνα ἀποστέλλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν» καὶ γ) «καὶ ἔχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν τὰς νόσους καὶ ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια».
Ἄς παρακολουθήσουμε τὸν τριπλὸ αὐτὸ σκοπὸ τῶν ἀποστόλων  ἐγγύτερα.

α. «ἵνα ὦσιν μετ’ αὐτοῦ»
Τὸν πρῶτο σκοπὸ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν προσδιορίζαμε ἀρχίζοντας ἀπὸ κάτι, ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως,  φαίνεται ἁπλὸ καὶ πολὺ ἀνθρώπινο :

i). Ἐκλέχτηκαν κατ’ ἀρχὰς νὰ κάνουν συντροφιὰ στὸν Χριστό. Νὰ εἶναι μόνιμα μαζί του. Νὰ εἶναι οἱ δικοί του. Ἐκεῖνος μαζί τους καὶ ἐκεῖνοι μαζί του. Ὁ Χριστός, ὅπως φαίνεται στὰ εὐαγγέλια, δὲν ἦταν μονήρης τύπος. Ἦταν τόσο κοινωνικός, μέχρι σημείου νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὸν Πρόδρομο, ποὺ ἦταν ἀσκητικὸς καὶ ἐρημίτης1. Τὴν ἔλλειψη συντροφικότητας, τὴν αἴσθηση τῆς μοναξιᾶς καὶ τὴν ἀνάγκη ἀνθρώπινης συμπαράστασης στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νιώθουμε ἔντονα ὅταν ἐπὶ παραδείγματι στὸν κῆπο τῆς ἀγωνίας «ἤρξατο… ἀδημονεῖν2», ὅταν λέγει ἐκεῖνο τὸ «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε3» ἢ ὅταν τρεῖς φορὲς θὰ πεῖ μὲ παράπονο στοὺς «καθεύδοντας» μαθητές, ὅτι δὲν μπόρεσαν «μίαν ὥραν γρηγορῆσαι4». Οἱ μαθητές, λοιπόν, ἔπρεπε νὰ καλύψουν αὐτὸ τὸ πολὺ ἀνθρώπινο, συνάμα ὅμως καὶ πολὺ ἀναγκαῖο: τὴ συντροφικότητα. Μέσα ἀπὸ τὴ συντροφικότητα καὶ τὴν ἐπικοινωνία Χριστοῦ-Μαθητῶν καὶ οἱ μεταξύ τους δεσμοὶ ἔπρεπε νὰ συσφιχθοῦν. Καὶ, ὄντως, ἔτσι ἔγινε. Αὐτοὶ ποὺ ξεκίνησαν ὡς μαθητές, ἀποκαλοῦνται τὸ βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης φίλοι του5  καὶ εὐθύς, μετὰ τὴν Ἀνάσταση, Ἀδελφοί του6. Ἄρα καὶ μεταξὺ τους Ἀδελφοί.

Μιλώντας γιὰ σύσφιξη  σχέσεων ἐννοοῦμε ἀπὸ τὴ μιὰ ὁλοένα σύσφιξη στὶς σχέσεις μεταξὺ μαθητῶν καὶ Χριστοῦ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη στὴ σχέση τῶν μαθητῶν μεταξύ τους. Ἂς φανταστοῦμε τοὺς μαθητὲς τοποθετημένους στὴν περιφέρεια ἑνὸς κύκλου. Τὸ διαρκὲς πλησίασμά τους στὸ κέντρο, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, ἄρα τὸ πλησίασμα σ’ αὐτόν,  τοὺς ἔφερνε, κατὰ συνέπεια, ὁλοένα πιὸ κοντὰ καὶ μεταξύ τους.

 ii) Περαιτέρω οἱ μαθητὲς ἐκλέχτηκαν γιὰ νὰ μείνουν συνδεδεμένοι μὲ τὸν Χριστό, ὡς πρὸς τὴ μαθητεία. Ἐκεῖνος, σὲ  ἀντίθεση πρὸς τοὺς δασκάλους τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ποὺ κήρυτταν παραδόσεις ἀνθρώπων, συχνὰ ἀντίθετες στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ7, ἦταν ἡ σαρκωμένη θεία σοφία, μέσω τῆς ὁποίας καθίστανται ὅλοι «διδακτοὶ θεοῦ»8. Οἱ δώδεκα, λοιπόν, ἐκλέχτηκαν νὰ βρίσκονται μόνιμα σὲ σχέση μύησης στὴ διδασκαλία. Νὰ εἶναι μαθητὲς τῆς «Σχολῆς» τοῦ Ιησοῦ, καὶ ἀντίθετα μὲ ὅ,τι ἔκαναν οἱ μαθητὲς τῶν μεγάλων δασκάλων τῆς ἀρχαιότητας, ὄφειλαν νὰ φοιτοῦν  σ΄ αὐτὴ μονίμως. Οἱ μαθητὲς τῶν μεγάλων δασκάλων τῆς ἀρχαιότητας ἢ τῶν μεγάλων νομοδιδασκάλων στὸ Ἰσραήλ, ὡς γνωστόν, μετὰ ἀπὸ κάποια μαθητεία κοντά τους, τοὺς ἐγκατέλειπαν δημιουργώντας τὴ δική τους «Σχολή», μὲ τὴ δική της γραμμή. Οἱ μαθητές, ὅμως, τοῦ Χριστοῦ συνδέθηκαν μόνιμα μὲ μιὰ διδασκαλία, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ διαφοροποιηθεῖ σὲ διαφορετικὲς ἐκδοχὲς ἢ σχολές. Μαθήτευσαν σὲ ἕνα δάσκαλο, ποὺ εἶναι ἀξεπέραστος καὶ μοναδικός. Ἡ μοναδικότητα τοῦ Χριστοῦ ὡς διδασκάλου, τὴν ὁποία κανεὶς δὲν ἀμφισβήτησε στὸ διάβα τῶν αἰώνων, ὑποχρέωνε τοὺς μαθητὲς σὲ μιὰ μόνιμη μαθητεία κοντά του καὶ ἕνα διαρκὲς βάθαιμα στὴ σκέψη τους. Ἂς θυμηθοῦμε κάτι χαρακτηριστικό : ὅταν ὁ Χριστὸς, κάποια φορὰ, ὑπέδειξε στοὺς μαθητὲς ἂν θέλουν νὰ τὸν ἐγκαταλείψουν, ὅπως τὸν ἐγκατέλειψαν ἄλλοι9, ὁ Πέτρος ἀντέδρασε λέγοντας: «Κύριε πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα;  Ρήματα ζωῆς  αἰωνίου ἔχεις10».

iii) Ἐκλέχθηκαν νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ γνωρίσουν τὴ θεανθρωπότητά του. Ποὺ θὰ πεῖ, συμμετέχοντας στὴν ἀλήθεια, ποὺ ἐκεῖνος ἦταν ὡς πρόσωπο11 καὶ στὴν ἀλήθεια ποὺ ἐκεῖνος κήρυττε, νὰ προάγονται διαρκῶς ἀπὸ τὴν πίστη πρὸς τὴ γνώση τοῦ προσώπου του, κι ἀπό τὴ γνώση του προσώπου του στὴν ἐπίγνωσή του ὡς θεανθρώπου. Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι οἱ μαθητές, μετὰ τὴν ἀνάσταση, ἐγκαταλείψαντες ἄλλες προσφωνήσεις που προσδιόριζαν τὸν Χριστὸ ὡς δάσκαλο («Ραββὶ»12, «διδάσκαλε»13), τὸν ἀποκαλοῦσαν ἀποκλειστικὰ «Κύριο»14. Ὁμολογοῦσαν δηλαδὴ ξεκάθαρα καὶ χωρὶς ἀναστολὲς ἢ ἀμφιβολίες τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ.


ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΛΕΟΥ ΜΟΣΚΟΥ ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΝΩΣΤΗ ΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ: " ΕΓΩ ΕΙΜΙ Η ΑΜΠΕΛΟΣ ΥΜΕΙΣ ΤΑ ΚΛΗΜΑΤΑ"   (ΙΩΑΝ. ΙΕ, 5)

iv) Ἐκλέχθηκαν νὰ εἶναι μαζί του γιὰ νὰ μοιραστοῦν τὴ ζωὴ καὶ τὸν προορισμὸ τοῦ διδασκάλου τους ἐντὸς τῆς ἱστορίας, ποὺ θὰ πεῖ: νὰ σηκώνουν τὸ σταυρό του15, νὰ μένουν δίπλα του τὶς ὧρες τῶν πειρασμῶν του16, νὰ πιοῦν τὸ ποτήρι του17, να προσαρμόζουν τὴ συμπεριφορά τους μὲ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ Χριστοῦ, στὸ ἔλεος καὶ στὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη18 .

v) Ἐκλέχτηκαν, τέλος, γιὰ ἕνα μόνιμο «συνεῖναι» μαζί του. Ἐδῶ ἀπαιτεῖται νὰ ἀναζητήσουμε μιὰ βαθύτερη κατανόηση τοῦ «ἵνα ὦσιν μετ’ αὐτοῦ», τὸ ὁποῖο καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἐνεστωτικῆς μορφῆς τοῦ ρήματος «ὦσιν» δὲν μπορεῖ νὰ ὑπονοεῖ μιὰ παροντικὴ μόνο σχέση τῶν ἀποστόλων μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ μιὰ μόνιμη σχέση, σχέση στὸ διηνεκές. Συνηχεῖ ἐδῶ ἡ γνωστὴ καὶ ἄκρως παρήγορη μετααναστάσιμη ἐπαγγελία τοῦ Χριστοῦ: «καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν είμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος19», μὲ τὴν ὁποία τελειώνει τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιο ἢ ἡ σύμφωνη μὲ τὴν κατ’ ἐπανάληψη ἐκφρασθεῖσα στὸ κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο ἐπιθυμία τοῦ Χριστοῦ : «μένειν ἐν αὐτῷ» ἢ «μένειν ἐν τῷ λόγῳ» ἢ «μένειν ἐν τῇ ἀγάπῃ» αὐτοῦ20.

Ἀναγνωρίζουμε, λοιπόν, στὴν ἐκλογὴ τῶν Ἀποστόλων τὸ προνόμιο ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάγκη ὄχι ἁπλὰ νὰ μείνουν ἐν τῇ πίστει συνδεδεμένοι μὲ τὸν Χριστό, ἀλλά καὶ τὴ δυνατότητα νὰ γίνονται μέτοχοι τῆς θεανθρώπινης ζωῆς του, διὰ τῆς κοινωνίας μὲ τὸ σῶμά του καὶ τοῦ αἵματός του, τοὐτέστιν νὰ γίνονται «κοινωνοὶ θείας φύσεως21». Συνεπῶς, τὸ «ἵνα ὦσιν μετ’αὐτοῦ» εἶναι ἰσοδύναμο μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς τὸ ἑσπέρας τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου εἶπε στὸν Πέτρο, ὅταν ἐκεῖνος ἀρνήθηκε νὰ τοῦ πλύνει τὰ πόδια: «ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ’ ἐμοῦ22». Ἐχω μέρος στὸ Χριστὸ σημαίνει μετέχω στὴ δική του θεανθρώπινη ζωή. Ὑπάρχω, κατὰ μέθεξη, σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ὕπαρξης τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο ἐνθαδικά, ἀλλὰ αἰωνίως. Ὄχι μόνο στὴ ζωὴ τοῦ σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς δόξας, ποὺ εἶναι κι’ αὐτὴ σταυρός.

Σύμφωνα μὲ τὰ προηγούμενα τὸ «ἵνα ὦσι μετ’ αὐτοῦ» παραπέμπει σὲ κάτι πιὸ πέρα καὶ πιὸ ἐσωτερικὸ ἀπὸ τὴ συντροφικότητα, ἀπὸ τὴ μαθητεία, ἀπὸ τὴν πίστη, ἀπὸ τὴ συμπόρευση στὸ σταυρὸ καὶ στὰ παθήματα. Παραπέμπει στὴ μετοχὴ στὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, πρᾶγμα ποὺ γιὰ τὸ νῦν τῆς ἐκκλησίας εἶναι ἰσοδύναμο μὲ τὴ μετοχὴ στὰ μυστήριά της, τὰ ὁποῖα κάνουν μόνιμη στὸ παρὸν τὴ μετααναστάσιμη παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Παραπέμπει στὴν ἐνσωμάτωση στὸ Χριστό (Βάπτισμα), στὴ βρώση τῆς σάρκας του καὶ στὴν πόση τοῦ αἵματός του (Εὐχαριστία). Σ’ αὐτὰ δηλαδὴ τὰ μυστήρια (σ’ αὐτοὺς τοὺς τρόπους σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου) μὲ τὰ ὁποῖα ἔχει κανείς «μέρος» μετὰ τοῦ Χριστοῦ, στὸ διηνεκὲς δηλαδὴ μετοχὴ στὸ σταυρό του, ἄρα στὴ δόξα του.

β) «ἵνα ἀποστέλλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν»

Ὁ δεύτερος σκοπὸς τῆς ἐκλογῆς τῶν Ἀποστόλων σχετίζεται μὲ τὸ κήρυγμα «τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ23» εἰς τὸ διηνεκὲς. Αὐτὸ τὸ κήρυγμα, ὅπως γνωρίζουμε, κέντρο του θὰ εἶχε πάντα τὸ σταυρὸ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν  θὰ γινόταν «ἐν σοφίᾳ λόγου24».  Δὲν θὰ συντονιζόταν μὲ «τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου25» καὶ δὲν θὰ προωθοῦσε «τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν26». Θὰ ἔφερνε στὸν κόσμο τὴν καινὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ἀθόρυβα καὶ ἄτεχνα, θὰ προσδιόριζε τὴν ὁδὸ καὶ τὴν πορεία του καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα θὰ κατήγγειλε τὴ μωρία καὶ τὸ σκάνδαλο, ποὺ ἐπιτέλεσε ὁ Θεὸς στὸ πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου, μέσω τῶν ὁποίων διαχέεται πλούσια ἡ ἀγάπη καὶ ἡ σώζουσα Χάρις τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.

Αὐτὸ τὸ κήρυγμα ἔπρεπε νὰ ἐνεργεῖται διαρκῶς ὄχι μὲ ἄψυχα ἐργαλεῖα, ἀλλὰ μὲ ἀνθρώπους ποὺ διέθεταν καρδιά, πνεῦμα καὶ διάθεση εὐαγγελισμοῦ. Ὁ Χριστὸς παρομοίασε τοὺς Ἀποστόλους μὲ λύχνο ποὺ ἄναψε ὄχι γιὰ νὰ σβήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ συνεχίζει νὰ φωτίζει (βλ. τὸ λόγιον «οὐδὲ καίουσιν λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον ἀλλ’ἐπὶ τὴν λυχνίαν καὶ λάμπει πάσι τοῖς ἐν τη οἰκία27». Καὶ τοὺς ἐπιφόρτισε μὲ τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ Ἰουδαίων καὶ ἐθνικῶν, τῆς οἰκουμένης28 ὅλης. Οἱ εὐαγγελιστὲς μάλιστα, καὶ μετὰ τὴν ἐκλογὴ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, ἐμφανίζουν τὸν Χριστὸ νὰ θεωρεῖ θέμα προσευχῆς τὴν ἀνάδειξη ἐργατῶν τοῦ εὐαγγελίου29.  Εἶναι δὲ συγκινητικὴ ἡ ἄμεση ἀνταπόκριση τῶν Ἀποστόλων στὴν ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συνάντησής τους μαζί του, καθὼς ὁ ἕνας μεταδίδει τὴ χαρά του, γι’ αὐτὴν τὴ συνάντηση, στὸν ἀδελφό του ἢ τὸν φίλο του30, κάτι ποὺ δείχνει ὅτι γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ μαθητῆ εἶναι νὰ προσάγει καὶ ἄλλους μαθητὲς στὸν διδάσκαλο. Νὰ καλεῖ κι ἄλλους διψασμένους νὰ προστρέξουν στὴν πηγή, κι ἄλλους ποὺ ζοῦν στὸ σκοτάδι νὰ πᾶνε στὸ φῶς.

Ὄντως,  τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων διέτρεξε, κάτω ἀπὸ ἀντίξοες συνθῆκες, ὅλη τὴν τότε οἰκουμένη ἀπὸ Ἀνατολῆς μέχρι Δυσμῶν, ἀπὸ Νότου ἕως Βορρᾶ, ὅπως θἀ μᾶς δείξει, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων31. Καὶ ἡ σαγήνη τους γέμισε μὲ πολλοὺς ἰχθεῖς32 .

γ) «καὶ ἔχειν ἐξουσίαν ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια».

Ὁ τρίτος σκοπὸς τῆς ἐκλογῆς καὶ ἀποστολῆς τῶν δώδεκα εἶναι ἡ θεραπεία τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ  δαιμόνια. Δὲν θὰ ἤθελα ἐδῶ νὰ μποῦμε σὲ ἐκτενὴ συζήτηση γιὰ τὸ μεγάλο θέμα τῶν δαιμονίων κατὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Νὰ ποῦμε μόνο ὅτι οἱ ἱεροὶ συγγραφεῖς περιγράφουν τις λογιών – λογιῶν ἀνθρώπινες ἀσθένειες τῆς ἐποχῆς, τὶς ἀντιξοότητες, τὶς δυσκολίες, τὰ ἀμέτρητα βάσανα μὲ βάση τὶς ἀντιλήψεις καὶ τὴν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς. Καὶ ἡ ἐποχὴ ἐκείνη ὅλες τὶς ἀσθένειες τὶς συνέδεε μὲ τὴν κατοχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. Ἐμεῖς νὰ κρατήσουμε γενικὰ ὅτι ὅταν ἡ Καινὴ Διαθήκη μιλάει γιὰ θεραπεία ἀσθενῶν ἀπὸ τὸ Χριστὸ,   ἕνα μήνυμα θέλει νὰ προβάλλει: ὁ Χριστὸς ἀπελευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὅ,τι τὸν τυραννάει καὶ τὸν ἔχει δέσμιο. Ἀπὸ ὅ,τι τὸν ἀλλοτριώνει ἀπὸ τὶς ὑπέροχες καὶ ὑψηλὲς προϋποθέσεις καὶ προδιαγραφές του. Σκοπός, λοιπόν, τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς ποικίλες ἀσθένειες, ποὺ τὸν τυραννοῦν.

Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος, λοιπόν, συμπυκνώνει τὸ  σκοπὸ τῆς ἐκλογῆς τῶν δώδεκα ἀπὸ τὸ Χριστὸ στὸ ἑξῆς τρίπτυχο : νὰ εἶναι μόνιμα μαζί του καὶ δικοί του, νὰ κηρύττουν τὸ εὐγγέλιό του καὶ νὰ ἀπελευθερώνουν τὸ λαό, ἀπὸ τὶς ποικίλες δυνάμεις ποὺ τὸν κρατοῦν δέσμιο.
Καὶ κάτι, κατὰ τὴ γνώμη μου, πιὸ σημαντικό. Τὸ  εἴπαμε μονολεκτικά, ἀλλὰ δὲν τὸ τονίσαμε ὅσο ἐπιβάλλεται. Ἡ ἀποστολὴ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ εἶχε προοπτικὴ. Ἦταν σίγουρα μιὰ ἐφάπαξ ἱστορικὴ ἀποστολὴ, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶχε μέσα της δυναμισμὸ ποὺ τῆς ἐπιτρέπει νὰ τὴ βλέπουμε ἀποστολὴ σὲ κάθε διάσταση τῆς ἱστορίας, εἰς τὸ διηνεκές. Σ’αὐτὸ  συμβάλλει καὶ ἡ γραμματικὴ της ἐκφορά (ἐνεστὼς διαρκείας).

ΙΙ Οι προϋποθέσεις  τῶν ἐκλεγέντων

Ἀκούγοντας κανεὶς ὅσα προηγήθηκαν σχετικὰ μὲ τὴ βαρύτητα τῆς πράξης τοῦ Ἰησοῦ  ὑποθέτει ὅτι καὶ οἱ ἐκλεγέντες διέθεταν ἀνάλογο βάρος καὶ κοσμικὲς ἀνθρώπινες προϋποθέσεις, πρὶν τὴν ἐκλογή τους. Εἶναι ὅμως ἔτσι; Καὶ σὲ κάθε περίπτωση, ἂν ἰσχύει αὐτό, μὲ ποιὰ ἔννοια ἰσχύει; Μὲ ἄλλα λόγια, τὶ εἴδους προϋποθέσεις διέθεταν;

Ἂν δούμε συνολικά τὰ πορτραίτα τους, νοητικῶς ἀλλὰ καὶ ἠθικῶς, ὅπως ἀκριβῶς τὰ δίνουν οἱ εὐαγγελιστές, χωρὶς νὰ τὰ ἐξωραΐζουν, θὰ ἔλεγα, ὅτι πολλὲς φορές, πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, μᾶς ἀπελπίζουν.  Ἂν ψάξουμε δηλαδὴ νὰ ἐπισημάνουμε τὶς ἀνθρώπινες προϋποθέσεις, ποὺ εἶχαν οἱ δώδεκα, προκειμένου νὰ ἐκλεγοῦν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ὁρισθοῦν φορεῖς μιᾶς τόσο ὑψηλῆς διακονίας, θὰ διαπιστώσουμε κατ’ ἀρχὴν ὅτι δὲν διέθεταν, ἐμφανῶς τοὐλάχιστον,  τίποτα παραπάνω ἀπὸ τὶς προϋποθέσεις τῶν κοινῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς. Ἰδιαίτερα οἱ διανοητικές τους ἱκανότητες ἦταν μᾶλλον χαμηλές, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς πολλὲς φορές ἀναρωτιόταν, ἂν τὸν καταλαβαίνουν στοιχειωδῶς. Νὰ θυμηθοῦμε λ.χ. ἐκεῖνο τὸ παράπονό του : «οὔπω νοεῖτε; οὐδὲ συνίετε; Πεπωρωμένην ἔχετε τὴν καρδίαν ὑμῶν;»33. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ σχέση Χριστοῦ καὶ μαθητῶν δὲν ἦταν πρωταρχικὰ διανοητικῆς φύσεως. Δὲν τέθηκε τοὐλάχιστον ὁ ὑψηλὸς βαθμός νοημοσύνης ἐξ ἀρχῆς ὡς ἀναγκαία προϋπόθεση τῆς ἐκλογῆς καὶ ἀποστολῆς τῶν δώδεκα. Ἀργότερα, ὕστερα ἀπὸ μιὰ προοδευτικὴ παιδευτικὴ διαδικασία, μιὰ μαθητεία κι ἕνα διαρκὲς «συνεῖναι», ὁ Χριστὸς προφανῶς ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τοὺς μαθητὲς κάποια ἀφομοιωτικότητα στὴ νόηση καὶ κάποια πρόοδο στὸ «συνιέναι». Ἡ ἀλήθεια, πάντως, εἶναι ὅτι αὺτὸς ποὺ τοὺς κάλεσε, χωρὶς προηγουμένως νὰ τοὺς ὑποβάλλει σὲ τέστ νοημοσύνης, αὐτὸς καὶ τοὺς ἀνάδειξε σὲ θεμέλιους καὶ σὲ πυρήνα τῆς Ἐκκλησίας. 

Θὰ μπορούσε νὰ ἀναγνώριζε κανεὶς στοὺς Ἀποστόλους κάποια ἐμπιστοσύνη καὶ ἀφοσίωση πρὸς τὸ πρόσωπό τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτὸ ὅμως ἦταν μεταβαλλόμενο34. Ἢ ἴσως νὰ ὁμολογοῦσε κάποια ἁπλότητα στὸν χαρακτήρα τους. Κὶ αὐτὸ πάλι δὲν ἀνῆκε στὰ ἁπολύτως αὐθεντικὰ γνωρίσματά τους. Ἀφοῦ κάποιες κρίσιμες στιγμὲς γιὰ τὸ Χριστό ἐκεῖνοι κατατρύχονταν π.χ. ἀπὸ τὸ ἐρώτημα «τὶς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων35»;

Δὲν ἦταν βέβαια ἀργόσχολοι. Ὅλοι κλήθηκαν πάνω στὴ δουλειά τους. Οἱ περισσότεροι ἦταν ἁλατισμένοι μὲ τὸ θαλάσσιο ἁλάτι. Αὐτὸ ἦταν μιὰ προϋπόθεση γιὰ νὰ ἁρτυθοῦν ἀπὸ τὸ ἁλάτι τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἦταν ὀνειροπόλοι Ἦταν ἔμπειροι «ἐρευνᾶν τὴν θάλασσαν δικτύοις»36.  Κι αὐτὴ ἦταν μιὰ ἐπίσης καλὴ προϋπόθεση, ὥστε νὰ ζωγρήσουν τὴν οἰκουμενικὴ ἀνθρωπότητα στὰ δείκτια τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα αὐτὰ -ἴσως καὶ ἄλλα- συγκαταλέγονται στὶς θετικὲς προϋποθέσεις τους. Δὲν ἦταν ὅμως αὐτὰ ποὺ βάραιναν στὴν ἐκλογή τους. Αὐτὰ πού, κατά τὴν ἐκτίμησή μου,  βάραιναν ἦταν μὲ συντομία τὰ ἑξής:  

Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς διέθεταν κάτι παραπάνω : εἶχαν προπυρωθεῖ καὶ ἦταν μεμορφωμένοι «τῷ Προδρόμῳ φωτί37». Αὐτὴν την προϋπόθεση δὲν τὴν ἀξιολογοῦμε ὅσο θὰ ἔπρεπε. Εἶχαν μαθητεύσει στὸν μεγαλύτερο «ἐν γεννητοῖς γυναικῶν»38 προφήτη καὶ διδάσκαλο.

Ὅπως δὲν ἀξιολογούμε καὶ μιὰ ἄλλη οὐσιαστικότερη: Ὁλοι ἢ σχεδόν ὅλοι ἀνῆκαν σ’ αὐτοὺς ποὺ «προσεδέχοντο» 39 (ἀνέμεναν) τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ζοῦσαν σὲ κλίμα προσμονῆς τῆς βασιλείας του καὶ τοῦ Μεσσία του. Ἦταν ἐπαρκῶς ἐπιδεικτικοὶ βελτιώσεως. Διέθεταν κάτι ἀπὸ τὸ βαθὺ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸ   ποὺ ὁ Χριστός τὴν κατάλληλη ὥρα ἀξιοποίησε. Ἦταν ἐκεῖνο τὸ ἀναμενόμενο ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς, ἡ προσμονή, ποὺ κατέστησε δυνατὴ τὴν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στὴν ἱστορία.   Ὅπως καὶ Ἐκεῖνος, λοιπὸν, ἔτσι καὶ αὐτοὶ δὲν διέθεταν, ἀπὸ ἄποψη κοσμική, ἄλλες περγαμηνές. Αὐτὸ ποὺ διέθεταν ἦταν ἄλλης τάξεως καὶ ὑφῆς.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Παῦλος χαρακτήριζε τοὺς ἀποστόλους «μωρὰ τοῦ κόσμου» καὶ «ἐξουθενημένα» καὶ «ἀσθενῆ» ποὺ ὁ Θεὸς τὰ ἐξέλεξε «ἵνα  καταισχύνῃ τοὺς σοφούς» καὶ «τὰ ἰσχυρά»40. Νὰ προωθήσει τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ. Ὅ ἴδιος ἀποκαλοῦσε τοὺς διακόνους τοῦ εὐαγγελίου «ὀστράκινα (=εὔθραυστα) σκεύη», μέσα στὰ ὁποῖα τοποθετήθηκε ὁ «θησαυρὸς ἡμῶν»41, ὁ Χριστός.

Τὸ «ἀκολούθει μοι»42, συνεπῶς ποὺ ὁ Χριστὸς ἀπηύθυνε δὲν προϋπέθετε καμιὰ κοσμικὴ ἀξιοσύνη ἀπὸ πλευρᾶς Ἀποστόλων. Ἐκεῖνο, πάντως,  ποὺ διέθεταν ὁπωσδήποτε, κι αὐτὸ πρωτίστως θεϊκό, ἦταν ἡ μεσσιανικὴ προσμονή καὶ ἡ καραδοκία ποὺ τοὺς τοποθετοῦσε στὸ εὐλαβικὸ ὑπόλοιπο καὶ τὸ φτωχὸ λεῖμμα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
 _________________________________________
1  Λκ 7,33. 34 καὶ παράλ.
 2  Μκ 14,33,
 3  Μκ 14,34.
 4  Μκ 14,37.
 5  Βλ Ιω 15,14.19.
 6  Βλ Ιω 20,17.
7  Βλ Μκ 7,1εξ. 8  Ιω 6,45. 9  Ἰω 6, 66. 10 Ιω  6, 68. 11 Βλ. π.χ. Ἰω 14,6.
12  Μκ 9,5.11,21κ.ἄ.
 13  Μκ 4,38.5,35. 9,38.10,17 κ ἄ.
 14  Ιω 20,25.28. 21,7.15.16.17.20 κ.ἀ.
15  Μκ 8,34 και παράλ.
 16  Λκ 22,28)
 17  Μκ 10,38.
18  Ιω 17,17.19.
19  Μθ 28,20.
 20  Ιω 6,56. 15,4.5.6.7.9.10.
21  2 Πέτ 1,4.
 22  Ιω 13,8.
23  Μκ 1,1.
 24  Α΄Κορ 1,17.
25  Α΄Κορ 1,20.
26  Α΄Κορ 1,19.
27  Μθ 5,15 καὶ παράλ.
28  Μθ 28,19.
29  Λκ 10,2.
30  Ιω 1,41.42.45.
31  Βλ Πρ Ἀποσ 1,8.
32  Λκ 5,6. Ιω 21,6.
33  Μκ  8,17.
34  βλ Μθ 8,19.
35  Λκ 22,24-27. Μθ 20, 25-28.βλ καὶ παράλληλα Μκ 10,42-45., Μθ 20,24-28 κ.λ.π.
36  Ἀπὸ τον κανόνα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα..
37  Πρῶτο στιχηρὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ του Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέα. 38  Μθβ11,11.
39  Μκ 15,43. Λκ 2,25.2,38. 23,51 κ.ἀ.
40  Α΄Κορ 1,27.28.
41  Β΄Κορ 4,7.
42  Ματθ. 9,9.  Μαρκ. 2,14.  Λουκ. 5,27.  Ιωάν. 1,44

Περιοδικό «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ» Σεπ.-Οκτ. 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου