Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ: ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ - ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ π. ΑΜΕΡΙΚΗΣ κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ


ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ:
ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ π. ΑΜΕΡΙΚΗΣ κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Στό ἀριστουργηματικό ποίημα τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι», περιέχεται καί ὁ ἀκόλουθος ὑπέροχος στίχος:

«Τά σπλάχνα μου κι᾽ἡ θάλασσα ποτέ δέν ἡσυχάζουν».
Ὁ στόχος αὐτός μέσα στή συνάφειά του, πού μιλάει γιά ἀγάπη καί ἔρωτα τοῦ καλοῦ, προσφέρει μιά ἔξοχη εἰκόνα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως σέ κατάσταση σφύζοντος δυναμισμοῦ καί ἀκατάπαυστης κινήσεως. Σέ κατάσταση ἀναζητήσεως αὐτοῦ πού εἶναι ἄφθαρτο, ἀληθινό καί ἐξαίσιο.
Ἡ εἰκόνα αὐτή ταιριάζει ἰδιαίτερα σ᾽ ἐκείνους, πού σήμερα, ἔχοντας κλείσει τόν κύκλο τῶν θεολογικῶν τους σπουδῶν στή Σχολή τοῦ Τιμίου Σαυροῦ, ἑτοιμάζονται νά ξεκινήσουν γιά μιά ζωή προσφορᾶς στήν Ἐκκλησία, τή Θεολογία, τόν ἄνθρωπο. Ζοῦν μιά μεγάλη ὥρα τῆς ζωῆς τους, κατά τήν ὁποία ἡ ψυχή μοιάζει μέ τήν ἀπέραντη θάλασσα πού δέν ἡσυχάζει. Ὥρα πού προσκαλεῖ σέ περισυλλογή, στοχασμό καί ἐν προσευχῇ σχεδιασμό γιά τό μέλλον. ῞Ενα σχεδιασμό πού ὅπως εἶναι φυσικό ἔχει ὡς οὐσιαστικό συστατικό τή Θεολογία.

Μέ τήν εὐκαιρία λοιπόν αὐτή πού ἡ προσοχή ἑστιάζεται στή Θεολογία σέ συνάρτηση μέ τό παρόν καί τό μέλλον, θά ἤθελα νά προσφέρω μερικές σχετικές σκέψεις. Ἀναφέρονται στό γεγονός τῶν συναντήσεων τῆς Θεολογίας μέ μείζονες σύγχρονες πραγματικότητες ἤ καταστάσεις, καί τῶν συναφῶν κινδύνων καί προοπτικῶν πού δημιουργοῦνται.
Συγκεκριμένα θά ἀναφερθῶ σέ τέσσερις κύριες συναντήσεις, στίς ὁποῖες ἡ Θεολογία ἤ μᾶλλον ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Θεολογία της ἔχουν ἄμεση ἐμπλοκή.

1. Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
Θά ἀρχίσω μέ τή συνάντηση Θεολογίας καί Πολιτισμοῦ. Ἡ  Ἐκκλησία καί ἡ Θεολογία της ὑπῆρξαν πάντοτε ἰδιαίτερα εὐαίσθητες στό πολιτιστικό τους περιβάλλον. Ἐδῶ τό «πολιτιστικό» πρέπει νά κατανοηθεῖ ὑπό εὐρεία ἔννοια, ἡ ὁποία περιλαμβάνει κοινωνικές, ἐθνικές, γεωγραφικές καί φυλετικές  ἀπόψεις. Ἀποτέλεσμα τῆς συναισθήσεως καί τῆς εὐαισθησίας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ λεγόμενη, «συσχετιστική Θεολογία» (contextual theology), ἡ ὁποία δίνει ἰδιαίτερη προσοχή στήν πολιτιστική συνάφεια, δηλαδή τό πολιτιστικό περιβάλλον καί τήν πολιτισμική πραγματικότητα μέσα στήν ὁποία λειτουργεῖ.
Στήν οὐσία, ἡ συσχετιστική Θεολογία ἀρχίζει σάν μιά ἔκφραση τῆς ἱεραποστολικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν ἡ Θεολογία πρόκειται νά μεταδώσει τό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου, αὐτό τό μήνυμα πρέπει νά μεταδοθεῖ μέ ἕνα τρόπο συσχετιστικό, δηλαδή μέ τή γλώσσα καί τήν κατανόηση τῶν βασικῶν πολιτισμικῶν στοιχείων πού ἐπικρατοῦν στή δεδομένη γεωγραφική περιοχή.   Ἔτσι, ἡ συσχετιστική Θεολογία θά πάρει διαφορετικές μορφές σέ ἕνα ἀστικό κέντρο μιᾶς μεγαλούπολης τῆς Βόρειας Ἀμερικῆς, σέ μιά ἀγροτική περιοχή τῆς Ἀφρικῆς, σέ μιά πυκνοκατοικημένη πόλη τῆς Ἰνδίας ἤ σ᾽ἕνα ἀπομακρυσμένο χωριό τῆς Πολυνησίας. Ἡ Θεολογία, στή συνάντησή της μέ διαφορετικούς πολιτισμούς, γίνεται κατά κάποιο τρόπο συσχετιστική, ὥστε νά εἶναι ἀποτελεσματική. Ἐδῶ, ὅμως, ἀμέσως διαφαίνεται ἀπειλητικός ὁ κίνδυνος: Ὁ κίνδυνος νά κυριευθεῖ ἡ Θεολογία ἀπό τήν ἔγνοια γιά τόν πολιτιστικό της περίγυρο καί νά γίνει σιγά - σιγά μιά Θεολογία πού κάνει σοβαρές παραχωρήσεις προσαρμογῆς στό πολιτιστικό της περιβάλλον. Σέ μιά τέτοια περίπτωση ἡ ὑποταγή φαίνεται νά βρίσκεται ὄχι πολύ μακρυά. Στή συνάντηση της μέ μιά συγκεκριμένη πολιτιστική πραγματικότητα, ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Θεολογία της ἐνδέχεται νά ἑστιάσουν τήν προσοχή τους σέ ὑπερβολικό βαθμό στήν πολιτιστική αὐτή πραγματικότητα. Αὐτό μπορεῖ νά μειώσει τή σημασία πού πρέπει νά δίνεται στό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου καί στό πραγματικό περιεχόμενο τῆς Θεολογίας. Τό πολιτιστικό συμφραζόμενο μπορεῖ τελικά νά ὑποτάξει τό θεολογικό κείμενο. Ἔτσι τό γνήσιο μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου στήν πληρότητα καί ἀκεραιότητά του, ἐνδέχεται νά ὑποχωρήσει μέχρις ἐξαφανισμοῦ ἤ νά κάνει ἀνεπίτρεπτους συμβιβασμούς προσαρμογῆς πρός τό πολιτιστικό περιβάλλον.
Αὐτός ὁ κίνδυνος ὅμως δέν ἐμποδίζει τή συνάντηση, ἡ ὁποία πρέπει νά γίνει. Στήν οὐσία αὐτή ἡ συνάντηση γίνεται ἤδη ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἡ Ἐκκλησία παρουσιάστηκε πάνω στή γῆ.  Ἡ Καινή Διαθήκη, γραμμένη στήν ἑλληνική, εἶναι ἕνα τρανό παράδειγμα μιᾶς τέτοιας συναντήσεως. Οἱ Ἀπολογητές τοῦ δεύτερου αἰώνα εἶναι ἕνα ἄλλο. Στούς μεγάλους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ συνάντηση Θεολογίας καί πολιτισμοῦ παρήγαγε καταπληκτικά ἀποτελέσματα. Στά ἔργα τῶν κατ᾽ ἐξοχήν θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας. Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Ἰωάννου Χρυσοστόμου καί Γρηγορίου Νύσσης, λόγου χάριν, βλέπουμε τό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου στήν ἀκεραιότητα, ἀκτινοβολία καί αὐθεντικότητά του, δοσμένο στήν πιό ἐκλεπτισμένη πολιτισμική του συνάφεια, μέ τά πιό λαμπρά, γλαφυρά καί ὄντως εὐφυέστατα μέσα ἐπικοινωνίας πού μπορεῖ νά προσφέρει ἕνας Πολιτισμός καί ἡ γλώσσα του.
Αὐτή εἶναι ἡ προοπτική τῆς Θεολογίας γιά κάθε δεδομένη συνάντησή της μέ τόν πολιτισμό: νά μεταδώσει τό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου ἄθικτο, ἀκέραιο, ἀνόθευτο· καί νά τό παρουσιάσει μέ τά πιό ἔξοχα μέσα ἐπικοινωνίας πού μπορεῖ νά παράσχει ἕνα πολιτιστικό περιβάλλον. Πρόκειται γιά τήν προοπτική τοῦ τέλειου τρόπου ἐπικοινωνίας καί μεταδόσεως τῆς τέλειας ἀλήθειας, ὅπως αὐτή φανερώθηκε ἀπό τόν Θεό ἐν Χριστῷ καί ὅπως παραδόθηκε ἀπ᾽αὐτόν στήν Ἐκκλησία.

2. Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ
Ἡ δεύτερη κύρια συνάντηση τήν ὁποία ἐπιθυμῶ νά συζητήσω εἶναι ἐκείνη μεταξύ τῆς χριστιανικῆς Θεολογίας καί τῶν μή χριστιανικῶν θρησκειῶν, ὅπως λ.χ. τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Ἰσλαμισμοῦ ἤ τοῦ Βουδισμοῦ.
Ἡ συνάντηση αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὠθεῖ τή Θεολογία σέ ποικίλες καί πολύπλοκες ἐνέργειες, τίς ὁποῖες δέν εἶναι δυνατό νά ἀναλύσουμε ἐδῶ. Ἁπλῶς, θέλω νά στρέψουμε τήν προσοχή μας σέ ἕνα συγκεκριμένο φαινόμενο πού πιθανόν νά προκύψει ἀπό μιά τέτοια συνάντηση. Πρόκειται γιά τό φαινόμενο τῆς «ἐλαχιστοποιητικῆς», τῆς «μινιμαλιστικῆς» Θεολογίας (minimalist theology). Αὐτή εἶναι μιά Θεολογία, ἤ μᾶλλον μιά τάση τῆς Θεολογίας, ἡ ὁποία προσφέρει τό μίνιμουμ, τό ἐλάχιστο δυνατό, ἀπό πλευρᾶς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας στή συνάντησή της μέ τίς διάφορες παγκόσμιες θρησκεῖες. Μέ τόν τρόπο αὐτό, πιστεύει ἡ μινιμαλιστική Θεολογία ὅτι ἡ συνάντηση καθίσταται εὐκολότερη καί ὅτι ὁ διάλογος μεταξύ Χριστιανῶν καί μή-Χριστιανῶν διευκολύνεται. Αὐτό πού συμβαίνει ἐδῶ εἶναι μιά διαδικασία ἐλαχιστοποιήσεως καί παραμερισμοῦ τῶν δογμάτων καί τῶν ἀληθειῶν οἱ ὁποῖες φαίνεται νά παρεμποδίζουν τούς μή-Χριστιανούς νά φτάσουν σέ μιά κοινή βάση, σέ ἕνα ἀμοιβαῖα ἀποδεκτό ἔδαφος γιά συνάντηση καί διάλογο.
Ἐδῶ μποροῦμε νά παραθέσουμε ἕνα-δυό χαρακτηριστικά παραδείγματα. Σέ μία συνάντηση, λόγου χάριν, μεταξύ Χριστιανῶν καί Ἑβραίων, ἡ μινιμαλιστική Θεολογία θά ἔτεινε νά ὑποβιβάσει τή Χριστολογία. Αὐτό ἔχει ἤδη συμβεῖ. Σέ πρόσφατες σχετικές περιπτώσεις, Χριστιανοί θεολόγοι ἔχουν κατά κάποιο τρόπο μειώσει τόν κεντρικό ρόλο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά καταφέρουν νά ἐξαλείψουν ἕνα σημαντικό ἐμπόδιο στίς προσπάθειές τους νά δημιουργήσουν οὐσιαστικές ἐπαφές μέ  Ἑβραίους θεολόγους. Τό ἴδιο ἔχει συμβεῖ κατά τή διάρκεια συζητήσεων μεταξύ Χριστιανῶν καί Μουσουλμάνων. Τά βασικά καί ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τοῦ Χριστιανισμοῦ, κατά κάποιο τρόπο συμπιέστηκαν, καί δόθηκε ἔμφαση σέ ἰδέες ὅπως ἡ κοινή πίστη σέ ἕνα Θεό, οὕτως ὥστε νά μπορεῖ πιό εὔκολα νά ἐγκαθιδρυθεῖ κοινό θεολογικό ἔδαφος.
Ἡ μινιμαλιστική Θεολογία φαίνεται νά εἶναι σοβαρός καί βέβαιος κίνδυνος σέ κάθε συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ ἄλλες θρησκεῖες. Ἄν πρόκειται νά πάρουμε τίς ἄλλες θρησκεῖες στά σοβαρά -πράγμα πού σίγουρα κάνουμε ὡς Ἐκκλησία, καί μάλιστα μέ μακρά καί ὀδυνηρή πείρα ἐπ᾽αὐτοῦ- τότε ὁ θεολογικός μινιμαλισμός δέν ἔχει θέση. Ὁποιαδήποτε συνάντηση τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας μέ τίς παγκόσμιες θρησκεῖες δέν μπορεῖ νά εἶναι θετική ἄν δέν παρουσιάσουμε αὐτή τήν ὀρθόδοξη Θεολογία ὅπως ἀκριβῶς εἶναι. Ἡ προοπτική ἐδῶ εἶναι νά μήν δημιουργήσουμε μιά τεχνητή σχέση μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες, βασισμένη στήν ἀπόκρυψη τῆς πραγματικῆς μας ταυτότητας ἤ ὅλων μας τῶν ἀληθειῶν. Ἡ προοπτική μᾶλλον ἔχει νά κάνει μέ τή σοβαρή μας προσπάθεια νά κατανοήσουμε τίς θρησκεῖες τῶν ἄλλων, νά τούς δοῦμε ὅπως εἶναι καί νά τούς ὁδηγήσουμε νά μᾶς δοῦν ὅπως εἴμαστε.
Ὁ κίνδυνος μιᾶς μινιμαλιστικῆς Θεολογίας μπορεῖ καί πρέπει νά ξεπερασθεῖ μέ τήν προοπτική μιᾶς Θεολογίας ἡ ὁποία ἀφενός μέν κάνει μιά δυναμική καί συστηματική προσπάθεια νά καταλάβει βαθειά καί εἰλικρινά τίς ἄλλες θρησκεῖες, ἀφετέρου δέ τίς ἀντιμετωπίζει ὑπό τό φῶς τῶν ἀπαρασάλευτων δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ὁλοκληρωμένης, ξεχωριστῆς χριστιανικῆς της ταυτότητας.

3. Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
 Περνοῦμε, τώρα, στήν τρίτη συνάντηση: αὐτή, μεταξύ Θεολογίας καί πολιτικῆς ἐξουσίας. Τήν πολιτική ἐξουσία τήν ἐννοοῦμε ἐδῶ ὑπό εὐρύτατη ἔννοια: κρατική, πολιτικές διαδικασίες, διάφορα ἐπίπεδα διακυβερνήσεως, πολιτικές ἰδεολογίες, ἀκόμα καί διαδικασίες γνωστές διεθνῶς μέ τόν ὅρο «λόμπυ».
Στή μνήμη καί τήν ἐμπειρία τῆς  Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας της ὑπάρχουν πολλές περιπτώσεις συναντήσεως μέ τήν πολιτική ἐξουσία. Οἱ μάρτυρες παραμένουν ἕνα ξεχωριστό μνημεῖο αὐτῆς τῆς συναντήσεως. Ἀντιθέτως, οἱ λεγόμενες «ἱερές αὐτοκρατορίες» καί οἱ θεοκρατικές κυβερνήσεις τῶν μεσαιωνικῶν χρόνων παρουσιάζουν ἕνα πολύ διαφορετικό παράδειγμα.
Στόν σύγχρονο κόσμο, ἡ συνάντηση Θεολογίας καί πολιτικῆς ἐξουσίας ἔχει παραγάγει, μεταξύ ἄλλων, καί τό φαινόμενο τῆς πολιτικῆς Θεολογίας. Αὐτή εἶναι μιά Θεολογία ἡ ὁποία προσφέρει μιά θεωρητική βάση γιά πολιτική δράση καί διακηρύττει τήν οὐσιαστική ἀνάμιξη τῆς Ἐκκλησίας στίς πολιτικές διαδικασίες. Αὐτή ἡ ἀνάμιξη μπορεῖ, ἀπό τή μιά πλευρά, νά ἔχει ἄμεση ἐπίδραση πάνω σέ πολιτικά ζητήματα, μέ τό νά εἶναι μιά δυνατή φωνή σέ διαμάχες πού ἔχουν νά κάνουν μέ ἐπίμαχα θέματα, τά ὁποία εἶναι ἐπιδεκτικά πολιτικῆς ἐκμεταλλεύσεως ἤ κυβερνητικῆς ἀναμίξεως. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ἀνάμιξη τήν ὁποία ὑποστηρίζει ἡ πολιτική Θεολογία σημαίνει ἐκστρατεία γιά κατάληψη πολιτικῶν ἀξιωμάτων ἤ κυνήγι κάποιων θέσεων στήν πολιτική ἤ στήν κυβερνητική ἱεραρχία. Ὁ κοινός παρανομαστής σέ ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις εἶναι εἴτε ἡ πολιτική δράση, στό θεωρητικό ἤ στό πρακτικό ἐπίπεδο, εἴτε ἡ ὑποστήριξη ἑνός νομοσχεδίου στό πολιτικό πεδίο ἤ ἡ προώθηση ἑνός συγκεκριμένου πολιτικοῦ ὑποψηφίου.
Ἐδῶ μποροῦμε εὔκολα νά δοῦμε τόν κίνδυνο πού διαγράφεται στόν ὁρίζοντα. Ἡ πολιτική Θεολογία καί ἡ πολιτική δράση κάνουν ἀπαραίτητη τήν υἱοθέτηση μιᾶς συγκεκριμένης στάσεως, μιᾶς συγκεκριμένης ἰδεολογικῆς θέσεως· συνεπάγεται κομματικοποίηση. Αὐτό μπορεῖ νά ἀποβεῖ παράγοντας διαιρετικός γιά τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ νά ἀποτελέσει βαρύ πλῆγμα γιά τήν ἰδέα τῆς αἰώνιας, ἀναλλοίωτης ἀλήθειας τοῦ εὐαγγελίου, γιά τήν ἰδέα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάνω καί πέρα ἀπό ἐφήμερα πολιτικά κόμματα, ἀπόψεις καί κινήματα.
Ἡ ἄλλη ἐπιλογή, στήν ἀντίπερα ὄχθη, εἶναι νά δεχτοῦμε μιά Θεολογία ἡ ὁποία εἶναι οὐδέτερη, ἀπολιτική, ἀμέτοχη στά κοινά. Ὅμως καί αὐτή ἡ ἐπιλογή προκαλεῖ ἐρωτηματικά. Γιατί ὑπάρχουν πολλά πολιτικά θέματα πού ἔχουν φοβερή ἐπίδραση στή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Πῶς μπορεῖ μιά Θεολογία, μέ συνείδηση τοῦ ρόλου πού ἀσκεῖ στή διαδικασία τῆς σωτηρίας, νά ἀγνοήσει θέματα τέτοιας ἔκτασης, μεγέθους καί ἐπιρροῆς;
Ἡ προοπτική ἐδῶ, εἶναι μιά Θεολογία ἰδιαίτερα ἐπιφυλακτική τόσο ἔναντι τῶν κινδύνων πού μπορεῖ νά προέλθουν ἀπό πολιτική καί κομματική ἀνάμιξη καί συμμετοχή ὅσο καί ἔναντι μιᾶς πολιτικῆς ἀπάθειας καί ἀπομονώσεως. Αὐτή εἶναι μιά Θεολογία ἡ ὁποία παραμένει σταθερά ριζωμένη στήν ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιά οὐσιαστική δέσμευση ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπο.
   Ἐκκλησία εἶναι ὑπεράνω τῆς πολιτικῆς ἀλλά ταυτόχρονα ἔχει ἀπόλυτη εὐθύνη γιά τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο.  Ἡ οὐσιαστική σχέση της μέ τό λαό καί ἡ πιστότητά της στόν Θεό ὑπαγορεύουν καί τίς θέσεις καί ἀποφάσεις της γιά ὅλα τά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων φυσικά καί τῶν πολιτικῶν. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀναπόσπαστο μέρος τῆς λειτουργίας της ὡς μαρτυρίας Θεοῦ.
 Ἡ Θεολογία, στή συνάντησή της μέ τήν πολιτική ἐξουσία, προσέρχεται πλήρως ἀφιερωμένη καί πιστή στόν Θεό καί ταυτόχρονα ἕτοιμη νά διακονήσει τόν ἄνθρωπο. Δέν εἶναι ὅμως καθόλου πρόθυμη νά ἐμπλακεῖ σέ ὁποιαδήποτε κομματική δραστηριότητα, ὅπως δέν εἶναι διατεθειμένη νά υἱοθετήσει μιά στάση ἀπάθειας, μιά πολιτική σιωπηρῆς καί ἀνεύθυνης ἀποστασιοποίησης ἀπό τά πολιτικά δρώμενα, ὅταν μάλιστα αὐτά ἀφοροῦν ἄμεσα τή ζωή τοῦ λαοῦ.

4. Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ «ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ»
Τελειώνω μέ τήν τέταρτη συνάντηση, ἡ ὁποία ἔχει ἤδη ἀναφερθεῖ, ἔστω καί ἔμμεσα. Λόγω τῆς σπουδαιότητας της ὅμως θά τή συζητήσω ἐδῶ ξεχωριστά.
Ἡ συνάντηση στήν ὁποία ἀναφέρομαι εἶναι αὐτή τῆς Θεολογίας μέ τήν λεγόμενη «ἀνθρώπινη κατάσταση», μιά κατάσταση πού περιέχει ἀπόγνωση, ἀβεβαιότητα, πόνο, καταπίεση, ἀγωνία καί θάνατο. Αὐτή εἶναι ἡ περίπτωση ὅπου οἱ ἄνθρωποι, τόσο ὡς ἄτομα ὅσο καί ὡς γένος, ἐξετάζονται στίς ἔντονες ὑπαρξιακές τους κρίσεις, δηλαδή σέ καταστάσεις ὑπαρξιακῆς αἰχμαλωσίας σέ μιά ἀποπνικτική καί χωρίς νόημα κοσμική πραγματικότητα.
Ἡ συνάντηση πού περιγράφεται ἐδῶ μπορεῖ νά γεννήσει ἕνα εἶδος
θεολογιας τό ὁποῖο τείνει νά εἶναι ἀνθρωποκεντρικό, ἐντελῶς ἀπορροφημένο ἀπό τήν ἀνθρώπινη κατάσταση καί τίς συνέπειες της. Ἄνδρες καί γυναῖκες πού βρίσκονται σέ ὑπαρξιακή κρίση, γίνονται τό μοναδικό σημεῖο ἐπικεντρώσεως τῆς προσοχῆς καί τῆς μελέτης μιᾶς τέτοιας Θεολογίας. Ἡ ἀπαισιοδοξία ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἀρχίζει νά διαποτίζει τή θεολογική σκέψη, ἡ ὁποία, τελικά, φτάνει σέ ἀδιέξοδο.
Ὁ κίνδυνος σ᾽αὐτή τήν περίπτωση εἶναι νά ἀναπτυχθεῖ μιά Θεολογία, ἡ ὁποία λόγω τῆς ἔντονα ἀνθρωποκεντρικῆς της ἀποκλειστικότητας, σταδιακά καί ἴσως ἀνεπαίσθητα, θέτει τήν ἰδέα καί τήν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ στό περιθώριο, γιά νά ὑποταγεῖ ὅλο καί πιό πολύ σέ μιά κατάσταση ἀπελπισίας καί ἀδράνειας. Τό μέγεθος ἀδράνειας. Τό μέγεθος καί ὁ παραλογισμός τοῦ ἀνθρώπινου πόνου καί τοῦ ὑπαρξιακοῦ κενοῦ καταλήγουν νά γίνουν ἀβάστακτο φορτίο γιά τήν ἀνθρωποκεντρική Θεολογία, ἡ ὁποία ἔτσι μένει χωρίς καμμιά ἐλπίδα γιά τήν καταδικασμένη ἀνθρωπότητα. Δέν εἶναι παράξενο τό ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἶδους ἡ Θεολογία καταλήγει νά εἶναι λιγότερο Θεολογία καί περισσότερο ἀνθρωπολογία, μιά ἀνθρωπολογία ἀπόλυτης ἀπογνώσεως ἡ ὁποία τελικά μπορεῖ νά ὁδηγήσει ἀκόμη καί στόν ἀθεϊσμό. Αὐτό μάλιστα ἔχει συμβεῖ σέ ἀρκετές περιπτώσεις στήν ἐποχή μας.
Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Θεολογία της εἶναι ἐξαιρετικά εὐαίσθητες στήν ἀνθρώπινη κατάσταση.  Ἔχουν συνείδηση τῆς ὑπαρξιακῆς κρίσης πού μαστίζει τό σύγχρονο κόσμο καί γνωρίζουν πολύ καλά ὅτι μαζί μέ ὅλα ἐκεῖνα τά στοιχεῖα τά ὁποῖα εἶνα ἀρνητικά γιά τούς ἀνθρώπους, ὑπάρχουν ἐπίσης δαιμονικές δυνάμεις πού πολεμοῦν ἐναντίον τῆς ἀνθρωπότητας καί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Θεολογία της πιστεύουν στό εὐαγγέλιο, ὑπερασπίζονται μέχρις ἐσχάτων τήν ἀνθρωπότητα καί κηρύττουν τή λύτρωση σέ συνάρτηση μέ μιά ἀκλινῆ καί ἀνυποχώρητη πίστη στόν Θεό.    Ἐκκλησία εἶναι ἡ  Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί ἡ Θεολογία εἶναι ἡ φωνή πού ἐκφράζει τήν ἀμετάβλητη, δυναμική καί λυτρωτική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τήν πάσχουσα ἀνθρωπότητα.  Ἡ προοπτική ἐδῶ ἀποβλέπει σέ μιά Θεολογία πού συναντᾶ τήν ἀνθρώπινη κατάσταση τοῦ πόνου, τῆς ὑπαρξιακῆς κρίσεως καί τῆς ἀπογνώσεως, μέ πλήρη μετοχή στό πάθος καί στή δοκιμασία τῶν ἀνθρώπων.  Ἐδῶ ἡ γλώσσα της δέν εἶναι θριαμβευτική ἀλλά γεμάτη ταπείνωση, τρυφερότητα καί διάκριση. Τήν ἴδια ὥρα, αὐτή ἡ Θεολογία φέρνει τήν ἐλπίδα καί τήν ἀνακούφιση πού προσφέρει ὁ Θεός πού ἀγαπᾶ, ὁ Θεός που ἔχει ὑποστεῖ τόν ὕψιστο πόνο μέ τή
σταύρωσή του, ἀλλά συνάμα πού ὁλοκλήρωσε τό δράμα τῆς σταυρώσεως καί τοῦ θανάτου του μέ τό μοναδικό γεγονός τῆς ἀναστάσεώς του.
Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά θυμηθοῦμε τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, μιά ἐπιστολή ἡ ὁποία στήν οὐσία ἀντιμετωπίζει τήν ἀνθρώπινη κατάσταση τῆς ἀβεβαιότητας καί τῆς ἀπογνώσεως. Ἐπειδή εἶχε τήν ἐμπειρία τοῦ ἐσταυρωμένου καί ἀναστημένου Χριστοῦ, ὁ Παῦλος μπόρεσε νά γράψει αὐτές τίς μοναδικές γραμμές: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; Καθώς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. Ἀλλ᾽ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. Πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ  Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. 8:35-39).
*    *    *
Στή συζήτηση τοῦ θέματος «Τέσσερις συναντήσεις τῆς Θεολογίας: Κίνδυνοι καί προοπτικές», προσπαθήσαμε νά σκιαγραφήσουμε ὁρισμένες κύριες συναντήσεις: μεταξύ Θεολογίας καί Πολιτισμοῦ, Θεολογίας καί παγκοσμίων Θρησκειῶν, Θεολογίας καί Πολιτικῆς, καί Θεολογίας καί Ἀνθρώπινης καταστάσεως.
Ἐλπίδα μου ἦταν νά διεγείρω κάποια ἐρωτήματα πού σχετίζονται μέ τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας της, καί νά δώσω μιά ἔνδειξη τῆς ἐκτάσεως καί τῆς δυσκολίας, τῆς γοητείας καί της ἐξάρσεως πού συνοδεύουν τή θεολιγική προσπάθεια.
Αὐτή ἡ προσπάθεια εἶναι σκληρή καί δυσχερέστατη ἀπό ἄποψη ἀντοχῆς, σοφίας καί ἀγάπης. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι, τελικά, στή Θεολογία ἀναζητοῦμε τόν  Ἕνα ὁ ὁποῖος εἶναι «ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος», «τό Ἄλφα καί τό Ὠμέγα» (Ἀποκ. 1:8), ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος· τόν ἕνα πού εἶπε: «Μή φοβοῦ· ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος καί ὁ ζῶν, καί ἐγενόμην νεκρός, καί ἰδού ζῶν εἰμι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καί ἔχω τάς κλεῖς τοῦ θανάτου καί τοῦ ᾅδου» (Ἀποκ. 1:17-18).
Ἀναζητοῦμε ἀκριβῶς τόν Ἐσταυρωμένο καί Ἀναστημένο Χριστό.  Ἴσως καί νά περπατεῖ μαζί μας, ὅπως ἔκανε μέ τούς δύο μαθητές πού ἐπορεύονταν πρός  Ἐμμαούς (βλ. Λουκ. 24:13-15). Σίγουρα εἶναι μαζί μας. Ὑποσχέθηκε ὅτι θά εἶναι μαζί μας κάθε μέρα, μέχρι τό τέλος τῆς ἱστορίας πάνω στόν πλανήτη Γῆ. «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. ΚΗ΄ 20).
Αὐτό πού χρειαζόμαστε εἶναι μάτια γιά νά τόν ἀνακαλύψουμε. Μάτια γιά νά τόν δοῦμε. Καὶ, ἰδιαίτερα, ψυχή ἁγνή γιά νά βιώνουμε τά οὐράνια και λυτρωτικά Του μηνύματα.

Πηγή: Περιοδικό «Απόστολος Βαρνάβας»


7 σχόλια:

  1. Αρχιεπίσκοπος με θεολογική τεράστια μόρφωση που μπορεί να ζει το σήμερα σε θεολογικό υπόβαθρο. Σπουδαία προσωπικότητα. Μεγάλη η προσφορά του στην Θεολογία με επιτυχημένη αρχιεπισκοπία στην Αμερική.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες θεωρήσεις από έναν δόκιμο συγγραφέα και ιεράρχη, που μας μεταφέρουν τους θεολογικούς προβληματισμούς και ζυμώσεις στον χριστιανικό εν γένει χώρο. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον το τέταρτο κεφάλαιο. Ίσως οι σκέψεις αυτές αποτελέσουν υλικό για ένα βιβλίο, όπου τα θέματα αυτά θα αναπτύσσονται αναλυτικότερα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. "Ἡ μινιμαλιστική Θεολογία φαίνεται νά εἶναι σοβαρός καί βέβαιος κίνδυνος σέ κάθε συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ ἄλλες θρησκεῖες".

    Μινιμαλιστική "θεολογία" είναι η οικουμενιστική.
    Την παραμικρή σχέση δεν έχει με την Θεολογία της Εκκλησίας!!!

    Αντιαιρετικός και Αντιοικουμενιστής

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Όχι στον οικουμενισμό!!!24 Φεβρουαρίου 2020 στις 3:16 μ.μ.

    Ο αιρετικός οικουμενιστικός θεολογικός μινιμαλισμός είναι εντελώς αντίθετος με την Εκκλησιαστική Θεολογία!
    Τελεία και Παύλα!




    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Δεν συμφωνώ με όλο το άρθρο. Αλλά κάποια κομμάτια είναι πολύ καλά.
    Χτυπάει και την ανθρωποκεντρική θεολογία που καταλήγει και σε αθεΐα.

    "Τό μέγεθος καί ὁ παραλογισμός τοῦ ἀνθρώπινου πόνου καί τοῦ ὑπαρξιακοῦ κενοῦ καταλήγουν νά γίνουν ἀβάστακτο φορτίο γιά τήν ἀνθρωποκεντρική Θεολογία, ἡ ὁποία ἔτσι μένει χωρίς καμμιά ἐλπίδα γιά τήν καταδικασμένη ἀνθρωπότητα. Δέν εἶναι παράξενο τό ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἶδους ἡ Θεολογία καταλήγει νά εἶναι λιγότερο Θεολογία καί περισσότερο ἀνθρωπολογία, μιά ἀνθρωπολογία ἀπόλυτης ἀπογνώσεως ἡ ὁποία τελικά μπορεῖ νά ὁδηγήσει ἀκόμη καί στόν ἀθεϊσμό. Αὐτό μάλιστα ἔχει συμβεῖ σέ ἀρκετές περιπτώσεις στήν ἐποχή μας. "

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανθρωποκεντρική θεολογία είναι ΜΗ χριστιανική θεολογία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Οντως έχει πολλά καλά σημεία το άρθρο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή