Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Εὐλογία ζωῆς - π. Γρηγορίου Μουσουρούλη


Κυριακή Η´Ματθαίου
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Εὐλογία ζωῆς
«Ἀ­να­βλέ­ψας εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εὐ­λό­γη­σε»
(Ματθ. η´19)

 ὑπό Ἀρχιμ. Γρηγορίου Μουσουρούλη

          Ὁ Κύριος ὅταν πληροφορήθηκε τήν ἀποκε­φάλιση τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀπό τόν Ἡρώδη πῆρε τούς Μαθητές Του καί ἀναχώρησε σέ ἐρη­μικό τόπο, προκειμένου νά ξεκουρασθοῦν οἱ Ἅγι­οι Ἀπόστολοι ἀπό τόν κόπο τοῦ κηρύγματος ἀπό τό ὁποῖο εἶχαν γυρίσει πρόσφατα. Ἀλλά καί διότι δέν ἔκρινε ἄξιο τόν φονιά τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου νά τοῦ ἱκανοποιήσει  τήν ἐπιθυμία, νά ἰδεῖ πρόσωπο πρός πρόσωπο τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου.
          Τά πλήθη τοῦ λαοῦ, μόλις ἔμαθαν ὅτι ὁ Θεῖος Διδάσκαλος ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο, ἔτρε­ξαν πεζοί νά τόν συναντήσουν μέ τόν πόθο νά ἀκούσουν τή μελίρρυτη διδασκαλία Του καί νά ἐπιτύχουν τή θεραπεία τῶν ἀσθενῶν τους. Μόλις τούς εἶδε ὁ Φιλάνθρωπος Κύριος, τούς συμπόνεσε καί ἐξεπλήρωσε τά αἰτήματά τους.        

          Ὅμως μέσα σ᾽ αὐτή τήν ἀτμόσφαιρα τῆς διδαχῆς καί τῶν θεραπειῶν ἡ ὥρα πέρασε. Κόντευε νά βραδιάσει. Ὅλος αὐτός ὁ κόσμος ἦταν νηστικός. Κι αὐτή ἡ ἔγνοια τριβέλιζε τό μυαλό τῶν Μαθητῶν. Ὁ Οἰκοδεσπότης Χριστός ὅμως εἶ­χε τό σχέδιό Του καί τό πραγματοποίησε. Ἔκα­με τό θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων πού ἀκούσαμε σήμερα. Ἕνα θαῦμα τῆς εὐλογίας τοῦ Χριστοῦ στήν τροφή καί τή ζωή μας. Θά δοῦμε λοιπόν πῶς ὁ Θεός δίνει τήν εὐλογία Του στούς ἀνθρώπους καί σέ ποιούς τήν δίνει.
*****
«Ἀ­να­βλέ­ψας εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εὐ­λό­γη­σε»
Ὅλοι μας ἔχουμε ἐμπειρία τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, ζοῦμε τήν ἀ­γά­πη του, τήν φρον­τί­δα καί τήν προ­στα­σί­α του σέ κά­θε στιγμή τῆς ζωῆς μας, σέ κάθε μας βῆ­μα. Γευ­ό­μα­στε καθημερινά τή χάρη Του, δε­χό­μαστε τίς δωρεές του, ἀπο­λαμ­βά­­νου­με τή χαρά, τήν εἰρήνη, τήν εὐτυχία μας. Ὁ δωρεο­δό­της Θεός δίνει ἄφθονες εὐ­λο­γίες σέ μᾶς τά πλασματά του. Ἀλλά καί ὅλη ἡ κτίση, ὁρατή καί ἀόρατη, οἱ ἅγιοι ἄγγελοι καί τά ὑλικά δημιουργήματα ὑ­πη­ρετοῦν τόν Θεό στίς εὐλογίες πού σκορπίζει σέ μᾶς. Ἡ ζω­ή μας ὁ­λό­κλη­ρη κρέμεται ἀπό τά  χέ­ρια τοῦ Κυ­ρί­ου μας, πού πάντα τά βλέπουμε σέ στάση εὐλογίας. Μέ τήν εὐ­λο­γί­α του συν­τη­ρού­μα­στε στήν ζω­ή τήν ὑ­λι­κή καί τήν πνευ­μα­τι­κή. Χωρίς αὐτήν δέν μπο­ροῦμε νά ζή­σου­με. Δέν μποροῦμε οὔτε ἕ­να βῆμα νά κάνουμε. Διότι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στήν ζω­ή μας, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή μας, εἶναι ἡ αἰ­τία πού ζοῦ­με. Εἶναι ὅ,τι ἀνώτερο καί ὡραιότερο μπο­ροῦ­με νά ἐπι­θυ­­μή­σουμε. Τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί μου, τίποτε δέν μπορεῖ νά τήν ἀντικαταστήσει. Ὅταν ἔρχεται στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, δέν ὑπάρχει πλέον στόν ἄνθρωπο αὐτό καμμία ἀνάγκη.
Αὐτή τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τήν ζοῦμε ὡς ἕνα κα­θη­μερινό θαῦμα πού ἐπιτελεῖ ὁ Θεός στήν προ­­σω­πική μας ζωή. Ἀκόμη καί ὅταν παρατηρεῖται στενότητα καί φαίνονται δύσκολα τά πράγματα, καί τότε τά τακτοποιεῖ αὐτή ἡ εὐλογία κατά τόν καλύτερο τρόπο, διότι αὐτός ξέρει νά δίνει «τροφήν πάσῃ σαρκί» (Ψαλμ. ρλε´25). Αὐτό τό θαῦμα τό ζοῦν ἰδιαίτερα καί πολύ ζωηρά οἱ πολύ­τε­κνοι οἰ­κο­γε­­νει­άρ­χες, οἱ ἀνήμ­πο­ροι καί οἱ ἐγ­καταλελειμένοι συνάνθρωποί μας. Ἔμπνευση καί εὐλογία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι συσσίτια καί τά κοινωνικά παντοπωλεῖα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου τά πιστά μέλη της ἀπό τό περίσσευμα ἤ τό ὑστέ­ρημά τους προσφέρουν τή μερίδα τῆς ἀγάπης τους, ὥστε νά μή μείνει πεινασμένος κανένας συμπολίτης μας;
          Τί ἦταν ἀλήθεια τά πέντε ψωμιά καί τά δύο ψάρια μπροστά σέ τόσο πλῆθος ἀνθρώπων; Σταγόνα στόν ὠκεανό. Τό ἔβλεπαν καί οἱ Μαθητές, γι᾽αὐτό ἄλλωστε βρέθηκαν σέ ἀμηχανία, ὅταν τούς εἶπεν ὁ Κύριος νά δώσουν ἐκεῖνοι φαγητό στά πλήθη τῶν ἀνθρώπων πού τόν περιστοίχιζαν. Ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ἦλθεν ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἔφθασαν καί περίσσεψαν.
Ἀλλά καί ὅλοι μας, ὅταν ἀντιμε­τω­πίζουμε με­γάλα καί δυ­σε­πί­λη­τα προ­βλή­μα­τα αἰσθανόμαστε ὅτι ὁ Θεός μᾶς δίνει τήν εὐλογία του σέ κάθε στιγ­μή καί ὥρα. Ὄχι μόνον δέν μᾶς λεί­πουν τά ἀ­πα­ραί­τητα, ἀλλά πλουτίζουμε μέ τά ὑλι­κά καί πνευματικά ἀγαθά του. Ὁ Θεός γνωρίζει τίς ἀνά­γ­κες μας, τούς πόθους μας, τίς ἐπιθυμίες τῆς ψυ­χῆς μας, καί μᾶς δίνει τίς εὐλογίες του στήν ζωή μας πά­­ν­τοτε γιά τό καλό μας. Φροντίζει ἀκόμη καί γιά τίς λε­­πτο­μέρειες. Εὐ­λο­γεῖ τά λι­γο­στά ἀ­γα­θά μας, ὅ­πως τούς πέ­ν­τε ἄρ­τους καί τά δύο ψάρια καί τά πολ­λα­πλασιάζει. Πολλα­πλα­σι­άζει καί τίς μικρές μας δυνά­μεις, καί μᾶς χορ­ταί­νει μέ τόσα ἀγαθά ὑ­λι­κά καί πνευ­μα­τικά, ὥ­στε νά πλημμυρίζουμε ἀπό χαρά καί εὐτυχία αἰ­σθα­­νό­με­νοι τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας.
Τά λίγα, ἀλλά εὐλογημένα ἀπό τόν Θεό μᾶς ἱκανοποιοῦν πλήρως. Αἰσθανόμαστε γαλήνη καί θαλπωρή στήν οἰκογένεια, ἀγάπη καί ἑνότητα καί ὁμοψυχία. Ἡ ζωή μας δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τά ἀγα­θά πού ἔχουμε. Πολλοί εἶναι οἱ πλούσιοι πού «ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν» (Ψαλμ. λγ´11). Ἡ ζωή μας βρίσκεται στά πανάγαθα χέρια τοῦ Θε­οῦ. Στά χέρια πού ἀνοίγουν καί σκορπίζουν στόν κόσμο πλούσια τά ἀγαθά τῆς εὐλογίας του.
Σέ ποι­ο­ύς ὅ­μως χαρίζεται αὐτή ἡ εὐλογία; Πάλιν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ ἅγιος θά μᾶς δώσει τήν ἀπάντηση.
*****
Ὁ Ἅγιος Θεός δέν εἶναι πρωσοπολήπτης.  Ὁ Κύριός μας εἶναι «δίκαιος καί δικαιοσύνας ἠγά­πησεν» Ψαλμ. ι´7), θά μᾶς εἰπεῖ ὁ προφήτης καί βασιλιάς Δαυΐδ. Δέν κά­νει δι­α­κρί­σεις προκειμένου νά δώσει τήν εὐλογία Του. Δίνει τήν εὐλογία του καί τά ἀ­γα­θά του σέ ὅλους. Πλούσιους καί φτωχούς. Δίκαιους καί ἄδικους. «Ἀ­νοί­γει τήν χεῖ­ρα του» καί χο­ρη­γεῖ τά ἀ­γα­θά του πλούσια σέ ὅ­λους (Ψαλμ. ρμδ' 16).
Ἐκεῖνο πού ζητεῖ ἀπό ἐμᾶς, εἶναι νά ἔχουμε τή διάθεση νά ἀκοῦμε καί νά ἐφαρμόζουμε τό θέλημά Του. Τό λέει πολύ καθαρά στό βιβλίο τοῦ δευτερονομίου (κη΄ 1-5). Ἐάν, λέει, ἀκοῦς καί ἐφαρμόζεις τό νόμο τοῦ Θεοῦ, θά εἶσαι εὐλο­γημένος, ὅπου καί ἄν ζεῖς, ὅπου καί ἄν ἐργάζεσαι. Θά εἶναι εὐλογημένα τά παιδιά καί τά γεννήματά σου. Θά εἶναι εὐλογημένες οἱ ἀποθῆκες σου καί τά ὑπάρχοντά σου.
Καί στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης μᾶς ἐπαναλαμβάνει τό ἴδιο πράγμα μέ διαφορετικά λόγια. Καί πάλι μᾶς ζητᾶ νά ξεκολλήσουμε τήν καρδιά μας ἀπό τήν γῆ. «Ζη­τεῖ­τε, μᾶς λέγει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πρῶ­τον τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν δι­και­ο­σύ­νην αὐ­τοῦ, καὶ ταῦ­τα πά­ντα προ­στε­θή­σε­ται ὑ­μῖν» (Ματθ. στ' 33). Νά ζητᾶτε, λέγει, πρῶτα ἀπό ὅλα καί πάνω ἀπό ὅλα τά πνευματικά ἀγαθά τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν πού ὁ Θεός σᾶς ζητᾶ ὡς ὅρο γιά νά σᾶς χαρίσει τά ἀγαθά αὐτά. Καί τότε ὅλα αὐτά τά ἐπίγεια θά σᾶς δοθοῦν μαζί μέ ἐκεῖνα.
Ἀλλά καί ὁ ἱερός Χρυ­σό­στομος λέγει σχετικῶς: «ὁ Θε­ός δι­α­νέ­μει τίς πνευ­ματικές εὐλογίες σέ ὅσους δέν εἶναι προ­σκολ­λη­μένοι στά γί­η­να».
Αὐτή τή διάθεση εἶχαν καί οἱ πεντακισχίλιοι ἄνδρες, πού ἔζησαν τό θαῦμα τῆς θείας εὐλογίας. Ἐ­πί ὧ­ρες πολ­λές ἄ­κου­γαν τά θεῖ­α του λό­για καί δέν κινήθηκαν νά φύγουν. Δέν ὑ­πο­λό­γι­σαν τήν κού­ρα­ση ἀ­πό τήν πο­ρεί­α τους, τίς ἀ­νάγ­κες τοῦ σπι­τιοῦ τους, τήν ἔλ­λει­ψη φα­γη­τοῦ. Εἶχαν ἀφοσι­ω­θεῖ στόν Κύριό μας. Ἐχόρταιναν ψυχικῶς μέ τόν θεῖο λόγο Του. Γι᾽ αὐτό καί κρίθηκαν ἄξιοι νά χορτάσουν καί ὑλικῶς μέ τό θαῦμα.   Καί ἔτσι εἶ­δαν πάνω στά πράγματα νά ἐκπλη­ρώ­νε­ται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Πλού­σιοι ἐπτώ­χευ­σαν καί ἐ­πεί­­να­σαν, οἱ δέ ἐκ­ζη­τοῦ­ν­τες τόν Κύ­ρι­ο­ν οὐκ ἐλατ­τω­­θή­σο­ν­ται παντός ἀ­γα­θοῦ» (Ψαλμ. λγ´11). «Νά ἐμπι­στευ­­ό­μαστε λοι­πόν τή ζωή μας στόν Κύ­ρι­ο, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλλος Ἀ­λε­ξανδρείας· τότε, λέγει, δέν θά δε­χθοῦ­με μό­νο τήν εὐ­λο­γία τῶν ὑλικῶν ἀ­γα­θῶν, ἀλ­λά θά ἔ­χου­με διαρκῆ καί μό­νι­μη τήν χάρη τῆς εὐ­λο­γί­ας του».
Ὁ θεόπνευστος ψαλμωδός μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ψάλλει καί τονίζει μέ τρόπο πού δέν ἐπιτρέπει καμμιά ἀμφιβολία, ὅτι  «Κύ­ριος οὐ στε­ρή­σει τά ἀ­γα­θά τοῖς πο­ρευ­ο­μέ­νοις ἐν ἀ­κα­κί­ᾳ» (Ψαλμ. πγ' 12). Ἐάν δηλαδή ὁ ἄνθρωπος  ζεῖ καί συμπεριφέρεται μέ τρόπο ἄκακο καί ἀθῶο, ἐάν ἀποφεύγει κάθε τι τό ἄδικο καί ἁμαρτωλό, δέν πρόκειται νά τοῦ λείψει κανένα ἀπαραίτητο ἀγαθό. Οἱ ἄνθρωποι οἱ ἐνάρετοι, οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀληθινά πνευματικοί, πού φωτίζονται καί ὁδη­γοῦνται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού εἶναι «ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν», ἔχουν πάντοτε μαζί τους πλούσια τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.    
*****
«Ἀ­να­βλέ­ψας εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εὐ­λό­γη­σε»
Ἡ ὡραιότερη εὐχή πού ἔδιναν οἱ ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στά παιδιά τους ἦταν: νά ἔχουν «τήν εὐλογία τοῦ οὐρανοῦ». Διότι ἡ εὐλογία τοῦ Οὐρανίου Πατρός εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπό κάθε θησαυρό, πού μπορεῖ νά κληρονομήσει ἤ νά ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος. Τήν εὐ­λογία αὐτή τοῦ Θεοῦ μποροῦμε νά τήν ἔχουμε ὅλοι μας. Ἀρκεῖ νά ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Κύριος. Ἀρκεῖ νά ἀφεθοῦμε στά κύματα τῆς ἀγάπης Του. Ἀπό αὐτήν νά ἐξαρτοῦμε τόν ἑαυτό μας, τή ζωή μας, τά πάντα. Αὐτή ἡ ἐμπιστοσύνη στό Θεό θά ἀποτελεῖ οὐσιαστικά μιά συνεχή  προσευχή, πού θά φέρνει ἁ­πα­λά τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ πού τίς χρεια­ζό­μα­στε καί τήν ὥρα πού τίς χρειαζόμαστε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου