Ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας. Μαζί και οι δικοί του. Μπήκαν βιαστικά στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν. Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς η νυχτερινή Λειτουργία ήταν στο πρόγραμμά τους. Ήθελαν να υποδέχονται το νέο χρόνο μέσα στην εκκλησία, την ώρα της Λειτουργίας.
Ήταν μια τυπική χριστιανική οικογένεια που αρκετοί ενορίτες θαύμαζαν. Ο πατέρας φιλόλογος. Εδώ και κάμποσα χρόνια ήταν Διευθυντής στο Λύκειο της περιοχής. Τις Κυριακές και τις αργίες βοηθούσε και στο ψαλτήρι της ενορίας τους. Δεν ήξερε βυζαντινή μουσική, ωστόσο η μπάσα φωνή του απέδιδε τα νοήματα των αναγνωσμάτων στις ακολουθίες τόσο καλά, ώστε ο προϊστάμενος του ναού δεν ήθελε κανείς άλλος να τα διαβάζει. Κάθε Τετάρτη απόγευμα πήγαινε μαζί με τη μητέρα στο κήρυγμα που γινόταν στην αίθουσα, κάτω από το ναό. Καθόταν πάντα στην πρώτη σειρά. Σχεδόν πάντα χάζευε τη νωπογραφία στον απέναντι τοίχο. Είχε κάθε λόγο να καμαρώνει για τη συγκεκριμένη αγιογραφία. Του κόστισε αρκετά χρήματα. Δικαίως είχε το όνομα του δωρητή, δηλαδή το όνομά του από κάτω. Με μικρά γράμματα βέβαια, αλλά δεν πειράζει. Δεν ήθελε να το κάνει θέμα.
Κι όταν κόντευε να τελειώσει η ώρα του κηρύγματος πάντα ο ιερέας τον καλούσε να «κλείσει με μια σκέψη». Κι εκείνος έκλεινε με παραινέσεις και αποσπάσματα από Πατερικά κείμενα που είχε διαβάσει μόλις το ίδιο απόγευμα στο internet. «Γιατί έχουμε καθήκον να γνωρίσουμε το λόγο του Θεού στον απλό κόσμο» έλεγε σχεδόν πάντα στη γυναίκα του γυρνώντας στο σπίτι.
Εκείνη δεν μιλούσε ποτέ. Μόνο καμάρωνε στο πλάι του άντρα της, όσο εκείνος μιλούσε. Ήταν πάντα η κυρία Λυκειάρχου. Κάτι σαν ετερόφωτος πλανήτης. Που ένιωθε ότι ακτινοβολούσε γνώσεις και αρετές, ακριβώς επειδή ήταν η γυναίκα του. Βέβαια είχε και τις δικές της ασχολίες. Εκεί ήταν απολύτως αυτόφωτη. Ασχολιόταν με το φιλανθρωπικό έργο της ενορίας σχεδόν όλες τις μέρες. Ακόμα και τις Κυριακές. Το έκανε με μεγάλη αφοσίωση. Από τις εφτάμιση το πρωί ως τη μία ήταν στο συσσίτιο της ενορίας. Μόνο εκείνη αποφάσιζε, ύστερα από εξονυχιστικό έλεγχο, ποιος είχε δικαίωμα συμμετοχής. Ποιος είχε ανάγκη πραγματική και ποιος όχι. Θύμωνε πάρα πολύ, άσχετα αν προσπαθούσε να το κρύψει, όταν έπιανε στα πράσα κάποιον ταλαίπωρο που πάσχιζε να τους πείσει ότι ήταν πάμφτωχος, ενώ τα χαρτιά του μαρτυρούσαν πως δεν είχε και τόσο μεγάλη ανάγκη. Σε αυτό ήταν άτεγκτη. «Ο κόσμος μας εμπιστεύεται το δίλεπτό του» έλεγε χαρακτηριστικά. «Θα δώσουμε λόγο αν το σπαταλήσαμε σε τεμπέληδες».
Δίπλα της πάντα ήταν η μητέρα της, άτυπη σύμβουλος και βοηθός. Παρά τα εβδομήντα της χρόνια, ετοίμαζε το σερβίρισμα των φαγητών, βοηθούσε στη διανομή και σκούπιζε τα πλυμένα σκεύη. Εκείνο όμως, που δεν την έφτανε κανείς ήταν η διάδοση του περιοδικού της Μητρόπολης. Φέτος είχε πει ο Δεσπότης πως θα βράβευε όποιον κατάφερνε να γράψει πάνω από είκοσι νέους συνδρομητές. «Εγώ θα γράψω πενήντα» είπε μέσα της όταν το άκουσε. «Και θα πάρω το βραβείο του Δεσπότη!». Ξεκίνησε την προσπάθεια με τέτοιο ζήλο, που δίπλα της ωχριούσαν κι οι πιο επίμονοι μαθητές που την πέφτουν σε κάθε περαστικό, για να πουλήσουν ημερολόγια για τα έξοδα της πενθήμερης εκδρομής. Δεν σταμάτησε ούτε όταν έφτασε τους πενήντα νέους συνδρομητές ούτε όταν πλησίαζε τους εκατό. Όταν ήρθε ο Δεκέμβρης, με ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση δέχθηκε το τηλεφώνημα από τον ίδιο τον πρωτοσύγκελο, ο οποίος της ανήγγειλε ότι ήταν η πρώτη σε όλη την Μητρόπολη. «Μόνο προς δόξαν Θεού» είπε με σχεδόν τρεμάμενη φωνή κλείνοντας το τηλέφωνο.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε εκείνος, το μονάκριβο παιδί τους. Με ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη. Και με έγνοια να γίνει καλός Χριστιανός. Να μην μπλέξει. Οι παρέες του, παιδιά του Κατηχητικού στην πλειονότητά τους, πάντα εγκεκριμένες από εκείνους. Όλα τα χρόνια ήταν πάντα το «καλό παιδί». Το καμάρι των γονιών. Επόμενο ήταν. Σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, όπως αυτό της οικογένειάς του, ήταν σχεδόν αδύνατο να ... αμαρτήσει.
Όλα αυτά μέχρι να τελειώσει το Λύκειο. Γιατί, όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο μιας επαρχιακής πόλης και έφυγε από το προστατευμένο περιβάλλον, μονομιάς όλα άλλαξαν άρδην. Οι γονείς φρόντισαν να τον γράψουν σε ένα φοιτητικό οικοτροφείο που τους σύστησαν. Χωρίς να τον ρωτήσουν. Το θεωρούσαν δεδομένο ότι θα συμφωνούσε.
Στην αρχή ήταν σαν ψάρι έξω από τα νερά του. Πέρασε πολύς καιρός για να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. «Νομίζω πως βρίσκομαι σε άλλο πλανήτη» είπε ένα βράδυ στον διευθυντή, ένα νέο παλικάρι με μεγάλη καρδιά που τον άκουγε σκεφτικός.
Τώρα, ύστερα από ενάμιση χρόνο νιώθει μόνο ευγνωμοσύνη στο Θεό που συνάντησε αυτούς τους ανθρώπους. Που βρήκε έναν πνευματικό γεμάτο κατανόηση και αγάπη. Που κατάφερε –έστω και όψιμα– να κάνει την εφηβική επανάστασή του, χωρίς παράπλευρες απώλειες. Που γνώρισε έναν ... άλλο Θεό, όχι το Θεό του πάρε – δώσε ούτε το Θεό τιμωρό που ήξερε μέχρι τότε, αλλά Αυτόν που αγαπά όλους. Και τους αμαρτωλούς!
***
Κοίταξε γύρω. Μια δύστυχη κοπέλα στο απέναντι πεζοδρόμιο πουλούσε «αγάπη» σε τιμή ευκαιρίας στους περαστικούς. Προκλητικά και ξεδιάντροπα. Την κοίταξε με περιέργεια. Το βλέμμα της ήταν θολό και συνάμα παραπονεμένο, σε έντονο κοντράστ με τα λιγοστά και φανταχτερά ρούχα της. Η γιαγιά έπιασε ότι την κοιτούσε και του έριξε μια ματιά όλο νόημα. Γύρισε το κεφάλι από την άλλη μεριά. Δεκάδες αυτοκίνητα είχαν μετατρέψει το χώρο κάτω από τη γέφυρα σε ένα απέραντο parking.
Και τότε τον είδε! Εκεί, ανάμεσα σε δυο αυτοκίνητα, τυλιγμένο με κουβέρτες να κοιτάει με τα μεγάλα μάτια του τους επιβάτες των αυτοκινήτων. Προφανώς το ατύχημα στη γέφυρα τάραξε την ησυχία του και έκοψε στη μέση τον «ύπνο» του. Γιατί, τι ύπνο μπορεί να κάνει ένας άστεγος κάτω από μια γέφυρα μεγάλης κυκλοφορίας ανάμεσα σε μια Mercedes-Benz 200 Compressor '03 σε τιμή ευκαιρίας (έτσι έγραφε η αγγελία στο παρμπρίζ) και έναν σκαραβαίο χωρίς πινακίδες. «Δυο αυτοκίνητα ακινητοποιημένα και αναμεσίς ένας άστεγος», σκέφτηκε. Ιδανικό θέμα για φωτογραφικό ρεπορτάζ με θέμα την Ελλάδα της κρίσης.
Ο άστεγος εξακολουθούσε να τον κοιτάζει επίμονα. Δεν είχε κάτι ιδιαίτερο το βλέμμα του, όπως ικεσία, παράπονο, οργή ή αγανάκτηση. Απλά τον κοιτούσε. Ήρεμα και διαπεραστικά.
Δεν κατάλαβε ούτε πότε άναψε το κόκκινο ούτε πότε έστριψαν δεξιά στην Κωνσταντινουπόλεως. Γύρισε πίσω για να κοιτάξει μια τελευταία φορά τον άστεγο που ακολουθούσε με το βλέμμα του, το ήρεμο και διαπεραστικό.
Σε λιγότερο από είκοσι λεπτά έφτασαν σπίτι. Ξεντύθηκε και όταν γύρισε στο καθιστικό, το γιορτινό τραπέζι ήταν έτοιμο. Έκατσαν, έκαναν βιαστικά το σταυρό τους και τίμησαν τις λιχουδιές που είχε ετοιμάσει η μητέρα με τη γιαγιά.
Έβαλε την πρώτη μπουκιά στο στόμα του. Με το ζόρι την κατάπιε. Του ’ρθε στο νου ο άστεγος κάτω από τη γέφυρα του προφήτη Δανιήλ με το ήρεμο και διαπεραστικό βλέμμα. Έβαλε δεύτερη μπουκιά. Αδύνατον να την καταπιεί. Ήπιε λίγη Coca Cola. Τίποτα δεν κατάφερε. «Εμένα με συγχωρείτε, δεν νιώθω καλά το στομάχι μου» είπε και έφυγε βιαστικά για το δωμάτιό του.
Έκλεισε το φως. Έπεσε στο κρεβάτι και κουκουλώθηκε με το πάπλωμα. Κρύωνε. Το διαμέρισμα είχε καλοριφέρ, αλλά με την κρίση κανείς από τους ένοικους της πολυκατοικίας δεν συμφωνούσε να βάλουν πετρέλαιο. Έτσι, την έβγαζαν με τα κλιματιστικά μια – δυο ώρες τη μέρα. Το βράδυ όταν ήταν αδύνατο να κοιμηθούν στα κρύα σεντόνια, χρησιμοποιούσαν ηλεκτρικές κουβέρτες.
Στα σκοτεινά έψαξε για το διακόπτη της ηλεκτρικής κουβέρτας. Αντί για το διακόπτη άγγιξε το φορτιστή του κινητού. Ψαχούλεψε λίγο ακόμα. Τίποτα. Σηκώθηκε. Το βλέμμα του πλανήθηκε στο σκοτάδι. Τινάχτηκε, νομίζοντας ότι τον είδε έξω από το παράθυρο στην απέναντι πλατεία να τον κοιτάει με το ίδιο βλέμμα, το ήρεμο και διαπεραστικό. Ταράχτηκε. Ψέλλισε δυο λόγια προσευχής για όλα τα πλάσματα που αυτή την παγερή νύχτα έχουν για ταβάνι τον ουρανό. Ούτε τώρα ηρέμησε. Άνοιξε το φως. Προσπάθησε να βρει το καλώδιο της ηλεκτρικής κουβέρτας που είχε στριμωχτεί ανάμεσα στο κρεβάτι και το κομοδίνο, όταν από μια αδέξια κίνηση, άνοιξε η πόρτα του κομοδίνου και πετάχτηκαν στο πάτωμα ένα παστέλι, μερικά ξερά σύκα και ένα σακουλάκι με φιστίκια Αιγίνης. Ήταν τα πολεμοφόδια για τον «πόλεμο» της ... νηστείας. Ελάχιστες φορές το χρόνο στην οικογένεια νήστευαν το λάδι. Την παραμονή των Χριστουγέννων και των Φώτων, τη Μ. Παρασκευή, του Σταυρού και καναδυό ακόμα. Η μαμά πάντα φρόντιζε εκείνες τις μέρες να γεμίσει τα ντουλάπια με ξηρούς καρπούς, παστέλια, γάλα σόγιας και μπανάνες, λες και περίμεναν την Κατοχή. Σαν να ήταν απειλή η νηστεία και φρόντιζε να μην πάθουν αβιταμίνωση, να μην ζαλιστούν, να μην ... Κι όταν τέλειωνε η άλαδη μέρα, είχε μια ικανοποίηση, σαν του παιδιού που έκανε στην εντέλεια τα μαθήματά του και περιμένει το «μπράβο» από το δάσκαλο. Έτσι κι εκείνη, ένιωθε πως κάποια στιγμή την περίμενε μια θέση VIP στον Παράδεισο για όλα όσα έκανε από τον μακρύ κατάλογο των «πρέπει» που είχε στο μυαλό της.
Βρήκε επιτέλους το καλώδιο της ηλεκτρικής κουβέρτας άνοιξε το διακόπτη και κουκουλώθηκε. Σε λίγα λεπτά μια γλυκιά ζεστασιά τον τύλιξε. Έκλεισε τα μάτια, αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Κι ας ήταν τόσο ζεστά τα σκεπάσματα. Όσο περνούσε η ώρα η ζέστη γινόταν πιο έντονη. Ένιωθε πια την ηλεκτρική κουβέρτα σαν στοιχειό της Κόλασης.
«Τι είναι Κόλαση; Εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι το μαρτύριο της ανικανότητας να αγαπάς», έλεγε ο αγαπημένος του Ντοστογιέφσκυ στους Αδελφούς Καραμάζωφ. «Αυτό είναι Κόλαση» σκέφτηκε.
«Είναι να ιδρώνεις από τη ζέστη μιας ηλεκτρικής κουβέρτας, ενώ κάτω από τη γέφυρα του προφήτη Δανιήλ ένας άστεγος πασχίζει να κοιμηθεί». Έμεινε έτσι, πάνω από είκοσι λεπτά περιμένοντας μάταια το Μορφέα.
Στο τέλος δεν άντεξε. Σηκώθηκε πάνω. Άναψε το πορτατίφ και φόρεσε ξανά τα ρούχα του. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου. Απόλυτη ησυχία. Χρησιμοποιώντας για φακό το κινητό του, προχώρησε προς το καθιστικό και βρήκε τα κλειδιά του διαμερίσματος. Πήρε το πορτοφόλι και έκανε να βγει. Ξαναγύρισε. Μέσα στο σκοτάδι, βρήκε το μικρό αγαπημένο του γιουκαλίλι και βγήκε. Πήρε το ασανσέρ. Κατέβηκε στην είσοδο και κάλεσε ραδιοταξί. Σε λιγότερο από ένα τέταρτο ήταν στη γέφυρα.
Τον είδε από μακριά. Ήταν ακόμα ξύπνιος. Ανασηκωμένος και τυλιγμένος στις κουβέρτες κοιτούσε τα αυτοκίνητα που περνούσαν δίπλα.
«Το ήξερα ότι θα ’ρθεις» του είπε. Εκείνος δεν απάντησε. Ο άστεγος φρόντισε να σπάσει τον πάγο της πρώτης επαφής.
«Γιακουμής» του συστήθηκε και του έσφιξε το χέρι. «Χάρης» είπε εκείνος ξέπνοα. Ο Γιακουμής κοίταξε το γιουκαλίλι. Τότε θυμήθηκε πως δεν έφερε τίποτα φαγώσιμο στο Γιακουμή. Ούτε σκεπάσματα ... Αντί γι’ αυτά πήγε με ένα μουσικό όργανο!
- Λοιπόν Χάρη, σ’ αρέσει η μουσική;
- Ε ... ναι ... βασικά παίζω κιθάρα και μπουζούκι. Έφερα όμως το γιουκαλίλι, γιατί είναι μικρό και με βολεύει.
Πήγε να δικαιολογηθεί. «Έχει εδώ κοντά, κανένα ... ;» Ντράπηκε να συνεχίσει. Στις τέσσερις το πρωί ποιο φαγάδικο στην λεωφόρο Αθηνών είναι ανοιχτό; «Μη στενοχωριέσαι. Είμαι χορτάτος» είπε ο Γιακουμής. «Φαγητό πάω και παίρνω από το συσσίτιο της ενορίας. Και sleeping bag έχω...». Σταμάτησε για λίγο. «Ξέρεις τι μου λείπει; Ένα ζεστό μπάνιο σε μπανιέρα και μια κουβέντα. Λίγη συντροφιά».
Έκατσαν εκεί κάτω από τη γέφυρα του προφήτη Δανιήλ και του ’πε την ιστορία του ο Γιακουμής. Πονεμένη ιστορία. Να την κάνεις ταινία, να τρέχει το δάκρυ κορόμηλο. Μα και του Χάρη τα μάτια έτρεχαν όση ώρα άκουγε αμίλητος το Γιακουμή.
«Και τώρα τι θα κάνουμε;» είπε σε κάποια στιγμή. «Εδώ θα μένεις;».
«Δεν μπορώ να προβλέψω ... ούτε να ελπίζω πια ... Ξέρεις, το πιο άσχημο πράμα στον άνθρωπο είναι να χάσει την ελπίδα του».
Ανασηκώθηκε. «Ξέρεις τι θέλω, πριν φύγεις; Να μου παίξεις ένα τραγουδάκι στο γιουκαλίλι» είπε. «Ευχαρίστως! Ποιο θες;» βιάστηκε να απαντήσει ο Χάρης, «Θέλω να ακούσω το ‘μικρό τυμπανιστή’...» αποκρίθηκε.
Σηκώθηκαν κι οι δύο, πήγαν στο απέναντι παγκάκι δίπλα – δίπλα και ξεκίνησε ο Χάρης να παίζει το ‘μικρό τυμπανιστή’. Στην αρχή μουρμούριζε ο Γιακουμής. Όσο περνούσε η ώρα, δυνάμωνε τη φωνή του. Και τα μάτια του έλαμπαν από χαρά. Δεν άργησαν να μαζευτούν γύρω κι άλλοι «ένοικοι» της γέφυρας. Και «κοπέλες» που άφησαν προς στιγμήν τη «δουλειά» και άκουγαν την γλυκιά φωνή του Γιακουμή να τραγουδάει Χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Ένα πρεζόνι, από αυτά που τριγυρνάνε σαν φαντάσματα μες τη νύχτα, τους είδε από μακριά και πλησίασε. Στάθηκε πίσω από το Χάρη και χάζευε. «Πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν στο παγκάκι» σχολίασε. Είπαν κι άλλα τραγούδια όταν κάποια στιγμή ο Χάρης αισθάνθηκε ένα χέρι να τον έχει πιάσει από το μπράτσο. Παρέλυσε. Η φωνή του κόπηκε. Μια σκέψη τον έκανε να ανατριχιάσει. Το πρεζόνι που καθόταν πίσω του, θα έκοψε ότι στην τσέπη του μπουφάν είχε ένα Samsung Galaxy Note 9 4G+ που μόλις είχε αγοράσει και έψαχνε ευκαιρία να το βουτήξει. Ή μήπως ήθελε το πορτοφόλι του;
Τι ήθελε μέσα στη νύχτα να φύγει κρυφά από το σπίτι; Τι δουλειά είχε ανάμεσα σε πρεζόνια και πόρνες ολομόναχος; Να τον άφηνε να το πάρει; Μήπως ήταν καλύτερα να βάλει τις φωνές; Κι αν το πρεζόνι είχε μαχαίρι; Σταμάτησε το τραγούδι και προσπάθησε να φωνάξει, να μιλήσει. Η φωνή δεν έβγαινε από τις φωνητικές χορδές. Τώρα ήταν λουσμένος στον ιδρώτα. Το χέρι τον είχε πια σφίξει αρκετά ...
***
Άνοιξε τα μάτια με ανακούφιση. Είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ, περιμένοντας να ζεστάνει η μητέρα το φαγητό και να ετοιμάσει το τραπέζι. Πήγαν στην τραπεζαρία. Σε όλη τη διάρκεια του φαγητού ήταν αμίλητος και σκεφτικός. Σαν τέλειωσαν έφερε η γιαγιά τη βασιλόπιτα που την είχε φτιάξει με παλιά σμυρναίικη συνταγή. Ανόρεχτα δάγκωσε το κομμάτι. Οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να μαντέψουν σε ποιον έπεσε το φλουρί. Δεν το βρήκαν σε κανενός το κομμάτι. Είχε πέσει στο «κομμάτι του φτωχού». «Κρίμα» σχολίασε η γιαγιά. «Τώρα ποιος θα πάρει το δώρο;». Και έδειξε παράμερα ένα βελούδινο κουτάκι με ένα ασημένιο κωνσταντινάτο.
«Εγώ θα το πάρω, να το δώσω του φτωχού» πετάχτηκε ο Χάρης. Τον κοίταξαν παραξενεμένοι οι τρεις, μα δεν του ’δωσαν σημασία. Πέρασαν για αστείο την κουβέντα του. Μάζεψαν βιαστικά τα πιάτα κι ένας – ένας αποσύρθηκε στο δωμάτιό του.
Μπήκε κι εκείνος στο δικό του. Άνοιξε το λάπτοπ και μπήκε στην ομαδική συζήτηση στο viber που είχαν ανοίξει εδώ και αρκετούς μήνες οι φίλοι που γνώρισε στην πόλη που σπούδαζε. Είχε 9 αδιάβαστα μηνύματα. Όλα με ευχές, ευχές ουσιαστικές, από καρδιάς, με άρωμα από το λιβάνι της Φάτνης.
«Λοιπόν, guys!» άρχισε να πληκτρολογεί. «Ψήνεται κανείς για φλουράκι; Ασημένιο κωνσταντινάτο! Ακούω προσφορές».
Εδώ κανονικά έπρεπε να υπάρχει ένας επίλογος στην ιστοριούλα. Έτσι θα έκανε ένας κανονικός συγγραφέας. Εγώ όμως, δεν είμαι συγγραφέας. Από την άλλη δεν ήθελα να σας αφήσω με την αγωνία για το τι άλλο τους έγραψε στο viber ο Χάρης και τι απέγινε με το Γιακουμή.
Έτσι, προχθές παραμόνεψα έξω από το σπίτι του και τον πήρα από πίσω. Και τον είδα να μπαίνει σ’ ένα παλιό δυάρι κάπου στα Σεπόλια. Εκεί είχανε μαζευτεί κάποιοι από τους φίλους της ομαδικής στο viber. Ο Σταύρος, ο Γιάννης, η Λαμπρινή, η Παναγιώτα, η Ευαγγελία με το Βαγγέλη της, η Μαρία, η Νίκη, η Ελισάβετ, ο Γιώργος, η Αλεξία μαζί με τον Μπάμπη της, ο Δημήτρης, η Νικολέτα, ο Αντρέας, ο Γιάννης, η Βασιλεία και ο Παντελής με τα κορίτσια του. Είχαν αγοράσει σουβλάκια και αναψυκτικά και έτρωγαν όλοι μαζί. Ο Χάρης έπαιζε στο γιουκαλίλι ένα παλιό νοσταλγικό τραγουδάκι. Ανάμεσα στις φωνές και τα γέλια θαρρώ πως άκουσα τη φωνή του Γιακουμή να λέει «Δόξα τω Θεώ! Χίλιες δόξες!».
Κρ. Π.
Υστερόγραφο
Αν και δεν είθισται να γράφουμε υστερόγραφα στις ιστορίες, θα το τολμήσω και να μου το συγχωρήσετε. Το κείμενο αυτό, που ο πυρήνας του είναι πραγματικό γεγονός, γράφτηκε πριν από δύο χρόνια, τότε που κανείς από μας δεν υποψιαζόταν πώς θα περάσουμε τούτη την Πρωτοχρονιά. Τώρα όλα έχουν αλλάξει. Δεν θα πάμε απόψε σε καμιά αγρυπνία. Θα κλειστούμε στα σπίτια μας, οι περισσότεροι μπροστά σε μια οθόνη. Και το πρωί με αγωνία θα τρέξουμε στους ναούς, για να προλάβουμε πριν συμπληρωθεί το όριο των 25 ή των 50 ατόμων. Οι αναγκεμένοι ωστόσο, αδελφοί του Κυρίου θα παραμένουν εκεί που τους αφήσαμε πριν το lockdown. Το ίδιο φτωχοί, το ίδιο πεινασμένοι, το ίδιο άστεγοι, όπως ο Γιακουμής. Κι όσο υπάρχει γύρω μας, έστω κι ένας Γιακουμής, τόσο οι –αθώες κατά τα άλλα– ανέσεις μας θα γίνονται η Κόλασή μας.
ΣΥΓΓΝΏΜΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΑΣ.ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
Εξαιρετικό! Ευχαριστούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφή