Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

Πνευματικοί πατέρες και επιστήμονες ψυχικής υγείας: Αντίπαλοι ή σύμμαχοι; - π. Χριστοφόρου Χρόνη


 Πνευματικοί πατέρες 
και επιστήμονες ψυχικής υγείας: 
Αντίπαλοι ή σύμμαχοι;
«Έλα λοιπόν, μετανόησε! Δε βλάπτει».
 
Πρωτοπρεσβυτέρου Χριστοφόρου Χρόνη
Κληρικού Ι. Μ. Αιτωλίας κ΄ Ακαρνανίας (
Δρ. Θεολογίας-Μ.Α Φιλοσοφίας)
Διδάσκοντος στο ΕΚΠΑ/Θεολογική Σχολή-Τμ. Θεολογίας
 
1
        Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μία εκπληκτική διάδοση των επιστημών Ψ (ψυχιατρική, ψυχολογία, ψυχανάλυση). Βέβαια υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ψυχιάτρου (είναι ιατρός), ψυχολόγου, ψυχοθεραπευτού, ψυχαναλυτή. Στον σύγχρονο δυτικό κόσμο είναι αδιανόητο πλέον ο άνθρωπος, να μην έχει τον ψυχολόγο του ή τον ψυχοθεραπευτή του, όπως ακριβώς έχει το δικηγόρο και το λογιστή του. Ασφαλώς αυτή η νέα πραγματικότητα ταχύτατα εξαπλώνεται και στην πατρίδα μας. Απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών Λυκείου, κυρίων των κοριτσιών, θέλουν να εισαχθούν σε σχολές Ψυχολογίας. Η λέξη Ψυχολογία ελκύει τους μαθητές όπως το λουλούδι τη μέλισσα. Αλλά και πολλοί χριστιανοί διακατέχονται από δέος και σεβασμό προς οτιδήποτε έχει σχέση με την επιστήμη της Ψυχολογίας.
       Εδώ πρέπει να ειπωθεί μια επιστημονική αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι οι επιστήμες της ψυχικής υγείας έχουν καταχρασθεί αυθαίρετα τη ρίζα «ψυχ-». Οι επιστήμες αυτές δεν ασχολούνται με την ψυχή του ανθρώπου, αφού δεν πιστεύουν στην ψυχή, με την Ορθόδοξη χριστιανική σημασία της λέξης, αλλά ασχολούνται με τις συμπεριφορικές και νοητικές εκδηλώσεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματα και τις διαταραχές, στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων της ανθρώπινης φύσεως.[1] Η Ψυχολογία ορθό θα ήταν να ονομάζεται Επιστήμη της Συμπεριφοράς. Αυτό όμως θα είχε ως άμεση συνέπεια την απώλεια της αίγλης του ονόματός της και δεν θα είχε τη διάδοση που απολαμβάνει.
       Σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία, η ψυχή δεν έχει σχέση με την ψυχή της Ψυχολογίας, αλλά είναι η πνοή του Θεού στον κάθε άνθρωπο, η εικόνα της αθάνατης και αΐδιας δόξας Του, ουσία απλή και αγαθή, συνάμα λογική και νοερή.[2] Αφού η ψυχή είναι η πνοή του Θεού στον άνθρωπο, συνεπάγεται ότι μόνο κοντά στο Θεό βρίσκει τον «εαυτό» της.
        Μεγάλη διαφορά μεταξύ Θεολογίας και επιστημών της ψυχικής υγείας παρατηρείται στην έννοια του νου. Για τις επιστήμες αυτές ο νους είναι το μυαλό, ο εγκέφαλος, απ’ όπου πηγάζουν οι νοητικές παραστάσεις. Στο πεδίο της Θεολογίας όμως ο νους δεν είναι ο εγκέφαλος. Είναι μια ψυχική λειτουργία, μεμονωμένη και αυτοτελής. Κατέχει «υψηλή» θέση στην ψυχή και χαρακτηρίζεται ως «κυβερνήτης νους». Ο νους διακρίνει και χωρίζει τους λογισμούς σε αγαθούς και επιβλαβείς. Τους αγαθούς τους δέχεται, τους δε πονηρούς τους αποβάλλει. Σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία ο νους, ως κεντρική ψυχική λειτουργία, είναι η «όραση» και η «δύναμη» της ψυχής. Χαρακτηρίζεται και ως ο βασιλιάς της ψυχής.[3] Δε νοείται ψυχή χωρίς το νου.
        Συνεχίζοντας τις διαφορές θα πρέπει να τονίσουμε πως η επιστήμη της Ψυχολογίας, αγνοεί την έννοια και την οντολογική σημασία της προπτωτικής κατάστασης του ανθρώπου. Αποδέχεται τον τρόπο με τον οποίο υφίσταται ο πεπτωκώς άνθρωπος, ως το μοναδικό ανθρωπολογικό δεδομένο, με τις ανθρωπολογικές συνέπειες της ενσάρκωσης του Θεού-Λόγου να μην υφίστανται στο πεδίο των ενδιαφερόντων της. Αντίθετα, η Ορθόδοξη Ποιμαντική Θεολογία εκκινεί την ανθρωπολογία της με βάση τις προπτωτικές προδιαγραφές του ανθρώπου και επικεντρώνεται, πρωτίστως, στη σωτηρία του ανθρώπου, μέσω του προσωπικού του αγιασμού, τον οποίο θα μεταλαμπαδεύσει και στην κτίση.
        Να εστιάσουμε τέλος και στην πιο ουσιαστική, ίσως, διαφορά μεταξύ Θεολογίας και επιστημών ψυχικής υγείας. Οι επιστήμες αυτές απορρίπτουν την τραγική πραγματικότητα της αμαρτίας. Μάλιστα την αποσυνδέουν από την ενοχή και την νεύρωση (ήπιας μορφής ψυχική δυσλειτουργία σε αντίθεση με την ψύχωση), και, αντ’ αυτού, προτιμούν να αναζητούν αιτιακές εξηγήσεις στην κληρονομικότητα, στα τραυματικά βιώματα, στο περιβάλλον και στην ανάλυσή τους, αποτρέποντας τον νευρωτικό από το να αναλάβει την βάρος και την ευθύνη της αμαρτίας του και της εντεύθεν ενοχής του[4] και ομολογώντας τες με γνήσια συντριβή να λυτρωθεί.[5] Αφού δεν γίνεται λόγος για αμαρτία ασφαλώς δεν γίνεται καν λόγος για την ύπαρξη του διαβόλου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα δαιμονικά και πειρασμικά φαινόμενα, να θεωρούνται απλώς ως μια έκφραση της συμπλεγματικής δομής του ασυνειδήτου, σύμφωνα με τον Γιούνγκ.[6]
 
2
        Αφού υπάρχει αυτό το χάσμα μεταξύ Θεολογίας και επιστημών ψυχικής υγείας, θα ήταν υπερβολή να ρωτήσουμε αν η Ορθόδοξη Ποιμαντική επιστήμη μπορεί να εντάξει στην διακονία της, στοιχεία από τις επιστήμες αυτές; Προκαταβολικά η απάντηση είναι καταφατική. Η Θεολογική επιστήμη, δείχνοντας το ταπεινό της πνεύμα, ποτέ δεν δίστασε στο διάβα των αιώνων, να δανεισθεί στοιχεία από άλλες επιστήμες. Το ίδιο πράττει και με την Ψυχολογία και κυρίως με την Ψυχολογία του βάθους. Τα στοιχεία που επιλέγει η Θεολογία δεν τα δέχεται άκριτα, αλλά τα φιλτράρει με το ορθόδοξο φίλτρο της και κατόπιν τα ενσωματώνει και τα μεταμορφώνει.
        Με την είσοδο της Ψυχολογίας στο πεδίο της Ποιμαντικής, καθιερώνεται η Ποιμαντική Ψυχολογία, ως ειδική ψυχολογική επιστημονική κατεύθυνση, που σκοπεύει στη βελτίωση του ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας. Η Ποιμαντική Ψυχολογία αποβλέπει στην αξιοποίηση των ψυχολογικών γνώσεων μέσα στην περιοχή του πνευματικού έργου της Εκκλησίας.[7]
        Η Ποιμαντική Ψυχολογία είναι ο σύγχρονος μείζων κλάδος της Ποιμαντικής Θεολογίας. Η Ποιμαντική Ψυχολογία δεν ασχολείται με θεωρητικά προβλήματα, όπως είναι η ουσία της θρησκείας ή της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά με ψυχολογικούς προβληματισμούς, που σχετίζονται άμεσα με την προσπάθεια του ανθρώπου να βιώσει την αλήθεια του Ευαγγελίου πρακτικά.
        Στην Πατερική Ορθόδοξη Θεολογία μπορεί να μην συναντάμε τον όρο «Ποιμαντική Ψυχολογία», αλλά όλη η Ποιμαντική των Πατέρων είναι γεμάτη από, εντυπωσιακής ποιότητας, ψυχολογική σκέψη και πρακτική.[8] Όταν π.χ., ο ιερός Χρυσόστομος αναλύει τον μεθυσμένο ή τον οργίλο, όταν οι Νηπτικοί Πατέρες αναλύουν τα πολλά μέρη της ψυχής καθώς και το βάθος της,[9] όταν ο ίδιος ο Χριστός, οι άγιοι και οι Πατέρες «έβλεπαν με τα μάτια του άλλου- είχαν δηλαδή ενσυναίσθηση», όταν ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης προτείνει τα επιτίμια να εξατομικεύονται ανάλογα με τον χαρακτήρα του ανθρώπου και τόσα άλλα, ουσιαστικά, οι Πατέρες εργάστηκαν ποιμαντικοψυχολογικά, μόνο που δεν χρησιμοποιούσαν αυτό τον όρο. Την πράξη την είχαν. Δηλαδή μέσα στην Ποιμαντική προσέγγιση και την ποιμαντική αντιμετώπιση των αναγκών του ποιμνίου, ασκούσαν Ποιμαντική Ψυχολογία.
       Ακόμα και όταν η Ψυχολογία του βάθους «ανακάλυψε» την ύπαρξη του ασυνειδήτου, που πράγματι ήταν μια μεγάλη επιτυχία, πάλι οι νηπτικοί Πατέρες γνώριζαν την ύπαρξή του, χωρίς βεβαίως να χρησιμοποιούν τον όρο «ασυνείδητο». Οφείλουμε να δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στο χώρο του ασυνειδήτου, διότι έχει τη μαεστρία να μας κατευθύνει, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε. Υπακούουμε τυφλά στις επιταγές του. Το ασυνείδητο περιγράφεται συστηματικά από τον Φρόιντ. Μέχρι την εμφάνιση του Φρόιντ, η ψυχολογική έρευνα επικεντρωνόταν στην επιφάνεια της ανθρώπινης ψυχής. Οι ψυχικές αντιδράσεις θεωρούνταν ως απλή συνέπεια των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος. Ο άνθρωπος ήταν αυτό που φαινόταν. Ο Φρόιντ χρησιμοποιεί το παράδειγμα του παγόβουνου για να εξηγήσει τι είναι το ασυνείδητο. Το συνειδητό αποτελεί μόνο ένα μικρό κομμάτι της ψυχής που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ένα άλλο κομμάτι της ψυχής, που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια και θα μπορούσε να γίνει συνειδητό σχετικά εύκολα, το ονόμασε υποσυνείδητο. Ο μεγαλύτερος όμως όγκος του παγόβουνου βρίσκεται μέσα στο νερό και αποτελεί το ασυνείδητο. Το ασυνείδητο αποτελεί την πηγή από την οποία αναπτύσσεται το συνειδητό. Αποτελείται από ιδέες, συναισθήματα και βιώματα που έχουν απωθηθεί και από σεξουαλικές και επιθετικές ενορμήσεις. Όταν ένα δυσάρεστο βίωμα ή μια ψυχική σύγκρουση επιβαρύνει σημαντικά το συνειδητό, απωθείται βίαια στο ασυνείδητο για να λησμονηθεί.
        Πολλοί Νηπτικοί Πατέρες γνώριζαν την ύπαρξη και τη δύναμη του ασυνειδήτου. Ως γνήσιοι φωτισμένοι πνευματικοί, γνώριζαν όχι μόνο αυτά που βρίσκονται στην επιφάνεια, αλλά και αυτά που βρίσκονται στον πυθμένα της ψυχής. Προηγήθηκαν αρκετούς αιώνες των ψυχολόγων εκείνων, που ασχολήθηκαν και ερεύνησαν τον σκοτεινό και αθέατο κόσμο του ασυνειδήτου, το οποίο πολλές φορές κατευθύνει το συνειδητό της ψυχής. Σύμφωνα με την ασκητική πείρα των Πατέρων, πολλοί λογισμοί εμφανίζονται στο νου ακούσια και αυθόρμητα, κάτι σαν αυτόματες σκέψεις. Είναι σύνηθες το φαινόμενο οι λογισμοί να αιφνιδιάζουν τον άνθρωπο, ακόμα και έναν έμπειρο πνευματικό και ασκητικό αγωνιστή.
       Πολλοί Πατέρες γνωρίζουν τη δύναμη του ασυνειδήτου τόσο καλά όσο και οι σύγχρονοι ψυχολόγοι του βάθους. Π.χ. ο άγιος Νείλος ο ασκητής, ο μαθητής του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, γνωρίζει άριστα τη διαδικασία της απωθήσεως.[10] Τα πάθη μπορεί να απωθούνται στο ασυνείδητο αλλά εκεί δεν εξαφανίζονται. Αντιθέτως ενδυναμώνονται, αποκτούν ανεξαρτησία και δρουν σαν ελεύθερη ψυχική δύναμη που παρενοχλούν την συνειδητή ψυχική ζωή, εκδικούμενα την απώθησή τους, σύμφωνα με τον Γιούνγκ.[11]
       Η διαπίστωση αυτή του αγίου Νείλου περί της απόκτησης δύναμης του απωθημένου πάθους, φανερώνει και την ορθή αντιμετώπισή του. Για να μην ισχυροποιηθεί αυτό το πάθος επιβάλλεται η συνειδητή αντιμετώπιση αυτού. Τα απωθημένα πάθη αντιμετωπίζονται όχι με την καταπίεσή τους, αλλά με την συνειδητή καταπολέμηση με υπομονή, προσευχή και εργόχειρο. Τα πάθη αντιμετωπίζονται «πρόσωπο προς πρόσωπο» και όχι απωθώντας τα στο ασυνείδητο. Πολλές φορές είμαστε ειρηνικοί, μέσα μας όμως υπάρχει το πάθος. Μόλις δοθεί κάποια αφορμή αμέσως το πάθος έρχεται στην επιφάνεια. Άριστα παρουσιάζει την κατάσταση αυτή ο Αββάς Δωρόθεος: «Βλέπει κάποιος τον εαυτό του να είναι ειρηνικός. Όταν όμως του πει ο αδερφός του κάποιο λυπηρό λόγο, ταράζεται λέγοντας-αν δεν ερχόταν να μου μιλήσει, δεν θα έπεφτα στην αμαρτία-Αυτό είναι παραλογισμός. Μήπως αυτός που του μίλησε έβαλε το πάθος στην ψυχή του; Του έδειξε το πάθος του για να μετανοήσει».[12]
       Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για την κατανόηση του ασυνειδήτου το έχουμε από έναν σύγχρονο ευλογημένο γέροντα, τον π. Συμεών Κραγιόπουλο (1926-2015). Αναφερόμαστε στο παραστατικό και έξυπνο παράδειγμα του καρπουζιού. Σύμφωνα με το π. Συμεών, ρίχνουμε ένα καρπούζι σε μια δεξαμενή με θολό νερό. Ένα μικρό μέρος είναι έξω από το νερό, ενώ το μεγαλύτερο είναι μέσα. Αναλογικά φανταζόμαστε και την ψυχή του ανθρώπου. Το 1/10 της ψυχής, το συνειδητό, είναι έξω από το νερό. Τα 3/10, το υποσυνείδητο, το οποίο υποψιαζόμαστε ότι υπάρχει, είναι μέσα στο νερό όπως και τα 6/10, το ασυνείδητο, το οποίο αγνοούμε παντελώς (κι αυτό μέσα στο νερό). Όταν κάποιος παραδίδει τον εαυτό του στο Θεό, ο Θεός «κόβει» το κομμάτι του καρπουζιού που είναι έξω από το νερό, και έτσι ανεβαίνει ένα κομμάτι το οποίο δεν φαινόταν και ήταν στο υποσυνείδητο.[13] Κατ’ αυτό τον τρόπο νιώθει ο πιστός ότι δεν έβαλε αρχή μετάνοιας και επιθυμεί εκ νέου να παραδοθεί στο Θεό. Ο Θεός συνεχίζει να «κόβει» τα αναδυόμενα κομμάτια. Αυτή η διαδικασία είναι συνεχιζόμενη μέχρις ότου το υποσυνείδητο και το ασυνείδητο να γίνουν συνειδητό. Τότε ο άνθρωπος αγιάζεται.
        Ο κάθε πνευματικός πατέρας οφείλει να γνωρίζει τη γνησιότητα των πνευματικών φαινομένων, διεισδύοντας στο βάθος της ψυχής του ανθρώπου, μη μένοντας στην επιφάνεια, που σχεδόν πάντα ξεγελάει. Η κατάλληλη αξιοποίηση της ψυχολογικής γνώσης μπορεί να προσφέρει μια επιπλέον δυνατότητα βοήθειας του ταλαιπωρημένου και συγχυσμένου ανθρώπου.[14] Πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν να πάνε στον πνευματικό ή αν πηγαίνουν, τον φαντάζονται ως έναν ψυχοθεραπευτή με μαγικές ικανότητες. Ο κατάλληλα ψυχολογικά καταρτισμένος πνευματικός θα μπορέσει με μαεστρία να τους καθοδηγήσει προς τη μετάνοια και τη σωτηρία. Ο ακατάρτιστος μπορεί να προξενήσει μεγάλη ποιμαντική ζημιά και σκανδαλισμό.
        Αυτό δεν σημαίνει ότι η Θεολογία θα υποταχθεί στην Ψυχολογία, σε καμία περίπτωση, ούτε ότι ο πνευματικός πατέρας θα καταλήξει να είναι ένας ακαδημαϊκός ψυχολόγος. Θεωρούμε ότι η Ψυχολογία θα είναι περισσότερο κερδισμένη από τη συνέργειά της με την Θεολογία, την οποία δυστυχώς ή αγνοεί ή την παρερμηνεύει. Απόδειξη τούτου είναι το γεγονός, ότι στο πρόγραμμα σπουδών των έξι πανεπιστημιακών τμημάτων Ψυχολογίας (2 στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Ρέθυμνο, Φλώρινα), δεν υπάρχει ούτε ένα επιλεγόμενο μάθημα αναφοράς στις βασικές ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές αρχές της Ορθόδοξης Θεολογίας, σε αντίθεση με τις Θεολογικές Σχολές και τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, όπου διδάσκονται μαθήματα ψυχολογικού περιεχομένου (Ψυχολογία, Ποιμαντική Ψυχολογία, Ψυχολογία της Θρησκείας, Συμβουλευτική Ποιμαντική).
 
3
        Ένας πνευματικός πατέρας δεν μπορεί να έχει ως αντίπαλό του κανέναν ψυχίατρο, ψυχολόγο, ψυχαναλυτή. Μπορεί άνετα να συνεργαστεί μαζί τους, αρκεί να υπάρχει αμοιβαία θέληση. Οι μόνοι αντίπαλοι του είναι ο εαυτός του, η αμαρτία και ο διάβολος.[15] Απαιτείται έντονος προσωπικός πνευματικός αγώνας για την αντιμετώπιση των αντιπάλων. Αν όμως ο πνευματικός πατέρας κατανοήσει, πόσο μεγάλο και δυναμικό δώρο είναι η ιερωσύνη, τότε μπορεί να επιτύχει πράγματα που υπερβαίνουν τις δυνάμεις του.[16]
       Το ιερό μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει ούτε να ταυτίζεται, ούτε να συνδέεται  με ψυχολογικές και ψυχοθεραπευτικές μεθόδους. Ο σκοπός του είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο σε κάθαρση από τα πάθη του, τα λάθη, τις αστοχίες και τις αμαρτίες του, παρέχοντας τη δυνατότητα του αγιασμού και κατ’ επέκταση, της τελικής θέωσής του. Ως εκ τούτου, δε βασίζεται σε ορθολογιστικές πρακτικές, οι οποίες είναι κτιστές, ανθρώπινες. Το ιερό μυστήριο στηρίζεται στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τόσο στον εξομολογούμενο όσο και στον πνευματικό του πατέρα. Κατά τη διάρκεια της επιτέλεσης του Μυστηρίου, ο μεν εξομολογούμενος καλείται σε ολοκληρωτική και ουσιαστική μετάνοια και όχι σε συναισθηματικές εκφορτίσεις, ψυχολογικής τάξεως ή σε μια στείρα ψυχολογική τακτοποίηση, ενώ ο ιερέας έχει χρέος, να μεταφέρει και να μεταδώσει τη Θεία Χάρη, καθοδηγώντας τον πιστό, όχι βάσει του ιδίου θελήματος,  αλλά μεταδίδοντας σε αυτόν το αποκαλυπτόμενο θέλημα του Θεού για τον συγκεκριμένο μετανοούντα.
       Ο πνευματικός - εξομολόγος, συγχρόνως είναι και πατέρας, συμμετέχει στη δυσκολία που ζει το πνευματικό του παιδί και γίνεται και δικό του παιδί. Μπορεί για χάρη του, να νηστέψει, να αγρυπνήσει, να προσευχηθεί περισσότερο, να κάνει μετάνοιες κλπ. Να τον βλέπει οποιαδήποτε μέρα και ώρα, χωρίς ραντεβού και πρόγραμμα, όποτε έχει ανάγκη και χωρίς φυσικά υλική αμοιβή. Στο σημείο αυτό θεωρούμε σημαντικό να παραθέσουμε την προτροπή του σύγχρονου αγίου, του αγίου Πορφυρίου, περί της προσευχής του πνευματικού την ώρα του μυστηρίου της ιεράς Εξομολογήσεως: «ενώ εξομολογείται ο άνθρωπος, ο ιερέας προσεύχεται για αυτόν. Συγχρόνως, έρχεται η χάρις και τον ελευθερώνει απ’ τα ψυχικά τραύματα, που για χρόνια τον βασάνιζαν, χωρίς να γνωρίζει την αιτία τους». [17]
        Στον αντίποδα οι διάφορες ψυχοθεραπευτικές σχολές και μέθοδοι, παρέχουν τη δυνατότητα ανακούφισης ή ίασης ορισμένων νοσηρών εκδηλώσεων της πεπτωκυίας φύσεως του ανθρώπου, αλλά δεν προσφέρουν τη δυνατότητα να καταστήσουν τον άνθρωπο ικανό να υπερβεί την υποταγή του στη φυσική αναγκαιότητα, της οποίας έσχατη φανέρωση είναι ο φόβος του θάνατος. Να τονιστεί στο σημείο αυτό πως δεν υφίσταται ουδεμία κτιστή βιολογική, ψυχολογική ή τεχνολογική θεραπεία η οποία δύναται να νικήσει τον «έσχατο εχθρό» του ανθρώπου, το θάνατο. Επομένως, δεν πρέπει να δημιουργείται σύγχυση ανάμεσα στα κτιστά ανθρώπινα ιαματικά μέσα του κτιστού ανθρώπου, με τις ζωοποιές άκτιστες ενέργειες του Θεού, οι οποίες δίδονται μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας. Επίσης, αξίζει να τονιστεί πως δεν υπάρχει κάποια ανθρώπινη μέθοδος με την οποία να μπορεί να θεραπευθεί η αιτία του κακού, η ρίζα της ανθρώπινης ασθένειας, δηλαδή η αμαρτία. Καμία ανθρώπινη μέθοδος δεν διαθέτει ούτε την εξουσία, ούτε το δικαίωμα, αλλά ούτε και τη δυνατότητα του «δεσμείν και λύειν», του «ἀφιέναι ἀμαρτίας».[18]
       Στο σημείο αυτό να τονισθεί πως πολλοί επιστήμονες, όχι όλοι, των ψυχικών επιστημών, μπορεί να μην πιστεύουν στην ύπαρξη της ψυχής και στην αθανασία της, μπορεί να μην έχουν γνωρίσει τον αληθινό Θεό, ακόμα ή να είναι αρνητικοί στο να γνωρίσουν τον Θεό και να εμφορούνται από αντιεκκλησιαστικό πνεύμα. Ως κέντρο του ενδιαφέροντός τους τοποθετούν τον άνθρωπο και το πώς θα περάσει καλά στην επίγεια ζωή, ενώ δεν κάνουν καθόλου λόγο για ζωή πέρα του τάφου. Είναι όλοι οι Ψ κατάλληλοι για παροχή ουσιαστικής ψυχολογικής βοήθειας; Ασφαλώς όχι, όπως δεν είναι κατάλληλοι και όλοι οι ιερείς να γίνουν πνευματικοί-εξομολόγοι. Αλλά και από τους υπάρχοντες πνευματικούς, εκτός από τους φωτισμένους και αγιασμένους, οπωσδήποτε υπάρχουν και αυτοί που ασκούν το ποιμαντικό τους έργο με προχειρότητα, ανευθυνότητα, επαγγελματισμό. Υπάρχουν και αυτοί που απολαμβάνουν τη ματαιοδοξία τους, ότι δήθεν έχουν πολλές επιτυχίες στο έργο τους, ξεχνώντας πως η δόξα ανήκει μόνο στον Αρχιποίμενα Χριστό. Μας θυμίζουν τη μύγα στον μύθο του Αισώπου, που καθισμένη στο πίσω μέρος μιας άμαξας αναφώνησε: «πω! πω! Σκόνη που σήκωσα». [19]
        Οι ψυχολόγοι (αυτοί που δεν έχουν σχέση με το Θεό) μπορούν να  κάνουν  τους ανθρώπους μόνο να μην  σκέπτονται τα προβλήματα τους. Δεν έχουν τη δυνατότητα να τους δώσουν μια οριστική λύση. Αυτοί που έχουν σχέση με τον Θεό, εκτός από την ψυχολογική στήριξη, μπορούν να τους παραπέμψουν και σε κάποιον πνευματικό για πνευματική στήριξη. Οφείλουν να το κάνουν, αφού ο άνθρωπος έχει πνευματικές ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν, εκτός από τις υλικές.
       Αλλά και οι πνευματικοί, όταν διαπιστώνουν περιπτώσεις ψυχικής δυσλειτουργίας, όπου απαιτείται ιατρική παρέμβαση (επομένως είναι απαραίτητες οι βασικές γνώσεις Ψυχολογίας), να μη διστάζουν να παραπέμπουν τους ασθενείς αυτούς σε επιστήμονες ψυχικής υγείας. Δεν είναι δύσκολο για έναν καταρτισμένο πνευματικό να διαπιστώσει αν ένας άνθρωπος πάσχει π.χ. από κατάθλιψη. Πιθανόν να είναι και ο πρώτος που θα το αντιληφθεί. Αν δεν μπορέσει να αντιμετωπίσει τον καταθλιπτικό, οπωσδήποτε θα ζητήσει τη βοήθεια ενός ψυχολόγου ή ψυχιάτρου, αφού η κατάθλιψη είναι η πιο κοινή αιτία αυτοκτονίας.[20] Αν μάλιστα παραπέμψει τον ψυχικά ασθενή σε επιστήμονα που έχει Θεό μέσα του, τότε αυτή η ευλογημένη συνεργασία θα είναι σωτήρια για τον άνθρωπο αυτό.
       Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ψυχολόγοι, ψυχοθεραπευτές, ψυχαναλυτές, ψυχίατροι, έχουν διακριτούς ρόλους σε σχέση με τους πνευματικούς πατέρες – εξομολόγους και δεν μπορεί να αντικαταστήσει ο ένας τον άλλον, ούτε βέβαια χρειάζεται. Η συνεργασία της επιστήμης της Ψυχολογίας, με την Θεολογία, όταν συντελείται, έχει θαυμαστά αποτελέσματα. Ένα τέτοιο εκπληκτικό παράδειγμα είναι το «Οικοτροφείο της Λιβαδειάς». Πρόκειται για συνεργασία του «Κέντρου Ψυχικής Υγείας» και της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας, για την υλοποίηση ενός προγράμματος αποασυλοποίησης ψυχιατρικών ασθενών από το ψυχιατρείο της Λέρου. Η συνεργασία αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της πρώτης, σε Ελλάδα και Ευρώπη, υπηρεσίας τριτογενούς πρόληψης, με τη μορφή «Οικοτροφείου» για χρόνιους ψυχιατρικούς ασθενείς, σε συνεργασία με την Εκκλησία. Οι πρώτοι ασθενείς μεταφέρθηκαν στη Λιβαδειά το 1991. Το Οικοτροφείο επανδρώθηκε   από δέκα επαγγελματίες: έναν ψυχίατρο (κληρικό και θεολόγο-επικεφαλή του προγράμματος), έναν ψυχολόγο, δύο κοινωνικούς λειτουργούς, τρεις νοσηλεύτριες, έναν γεωπόνο, έναν διοικητικό υπάλληλο και μια μαγείρισσα.
       Τα αποτελέσματα της συνεργασίας ήταν εξόχως θετικά. Δύο ασθενείς αποκαταστάθηκαν στις οικογένειές τους, ο ένας   μάλιστα μετά από 38 χρόνια εγκλεισμού. Οι υπόλοιποι παρουσίασαν σημαντική κοινωνική εξέλιξη. Κατόρθωσαν να αυτοεξυπηρετούνται, να πηγαίνουν για ψώνια ή στο καφενείο χωρίς συνοδό, ενώ κάποιοι ξανασυνδέθηκαν με τους συγγενείς τους, οι οποίοι αγνοούσαν την ύπαρξή τους. Φυσικά επανασυνδέθηκαν και με την εκκλησιαστική ζωή. Το Οικοτροφείο Λιβαδειάς έγινε γνωστό και εκτός των ελληνικών συνόρων. Αναγνωρίσθηκε πανευρωπαϊκά από εμπειρογνώμονες επιστήμονες, οι οποίοι επαίνεσαν τα θετικά αποτελέσματα της προσπάθειας αυτής, ενώ προκάλεσε θετική εντύπωση η πρωτότυπη συνεργασία της Ψυχιατρικής με την Εκκλησία.[21] Όπου υπάρχει αρμονική συνεργασία πίστης και επιστήμης, τα αποτελέσματα είναι θεαματικά.
       Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε αγιασμένους πνευματικούς πατέρες, που θα ζουν οι ίδιοι τη μετάνοια και θα την εμπνέουν και στους πιστούς, διότι μόνο ο πιστός μπορεί να μετανοεί. Άλλο πράγμα είναι το «πιστεύω» και άλλο το «είμαι πιστός». Αυτός που απλά πιστεύει έχει μια θεωρητική, σφαιρική πίστη, χωρίς βάθος. Αυτοί που απλά πιστεύουν δεν έχουν έργα πίστεως. Έργα πίστεως έχει μόνο ο πιστός και απόδειξη της πίστης είναι η μετάνοια. Παραφράζοντας τη ρήση του διάσημου αυστριακού φιλοσόφου Λούντβιχ Βιτγκενστάιν «έλα λοιπόν, πίστεψε! Δε βλάπτει»,[22] θα λέγαμε «έλα λοιπόν, μετανόησε! Δε βλάπτει». Κάποιος ψυχίατρος, όχι πολύ ευσεβής έλεγε ότι παλαιότερα οι άνθρωποι πήγαιναν στον πνευματικό και δεν χρειάζονταν ψυχίατρο. Τώρα, αφού δεν πάνε στον πνευματικό, πάνε στον ψυχίατρο.[23]
      Επομένως χρειαζόμαστε και ευλογημένους επιστήμονες ψυχικής υγείας, απαλλαγμένους από ιδεολογικές αγκυλώσεις, προκαταλήψεις, αντιεκκλησιαστικό πνεύμα, πρόθυμους να συνεργασθούν με τους ανθρώπους της εκκλησίας, προς όφελος πάντα του πληγωμένου συνανθρώπου.

 

[1] π. Αντώνιος Στυλιανάκης, Αποκρίσεις σε υπεύθυνους γονείς, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2008, σ. 8.
[2] Ιωάννης Δαμασκηνός, Ἐκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ΕΠΕ, τ. 1ος, σ. 212 «Ψυχή τοίνυν ἐστίν οὐσία ζῶσα ἁπλή, ἀσώματος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς κατ΄ οἰκείαν φύσιν ἀόρατος, λογική τε καί νοερά, ἀσχημάτιστος, ὀργανικῷ κεχρημένη σώματι καί τούτῳ ζωῆς αὐξήσεώς τε καί αἰσθήσεως καἰ γεννήσεως παρεκτική, οὐχ ἕτερον ἔχουσα παρ’ ἑαυτήν τόν νοῦν, ἀλλά μέρος αὐτῆς τό καθαρώτατον (ὥσπερ γάρ ὀφθαλμός ἐν σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς), αὐτεξούσιος, θελητική τε καί ἐνεργητική, τρεπτή ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καί κτιστή. Πάντα ταῦτα κατά φύσιν ἐκ τῆς τοῦ δημιουργήσαντος αὐτήν χάριτος εἰληφυῖα, ἐξ ἧς καἰ τό εἶναι καί τό φύσει οὕτως εἶναι εἴληφεν».
[3] Νικόδημος ο Αγιορείτης, Συμβουλευτικόν ’Εγχειρίδιον, εκδ. Παναγόπουλος, Αθήνα 19912, σ. 41 κ.ε.
[4] Βλ. Λουκ.18,13: «…καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
[5] Βλ. Λουκ.18,14: «…λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
[6] C. G. Jung, Über psychische Energetik und das Wesen der Taume, Zurich 1948, σ. 136.
[7] Ιωάννης Κορναράκης, Εγχειρίδιον Ποιμαντικής Ψυχολογίας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2007, σ.6.
[8] Του ιδίου, Βιβλικά Ψυχογραφήματα, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 27.
[9] Μακάριος ο Αιγύπτιος, Ὁμιλία Ν´, Φιλοκαλία τ. 7ος, ΕΠΕ, σ. 656 «ἡ γὰρ ψυχή ἔχει μέλη πολλά καὶ βάθος πολύ».
[10] Ιωάννης Κορναράκης, Στοιχεία Νηπτικής Ψυχολογίας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2017, σ.39.
[11] Είναι κλασσική η ρήση του γνωστού ψυχιάτρου «κάθε απωθούμενο προβάλλεται και εκδικείται», βλ. C. G. Jung, Die Beziehungen zwischen dem Ich und dem Unbewusten, Zurich 1933, σ. 133.
[12] Αββάς Δωρόθεος, Έργα Ασκητικά, Διδασκαλία 7,82, εκδ. Ετοιμασία, Καρέας 2000, σ. 208).
[13] π. Ιωάννης Γρίντζος, Η Ψυχική Ασθένεια ως ευλογία και αφορμή σωτηρίας-Σπουδή στο έργο του π. Συμεών Κραγιοπούλου, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 112.
[14] π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Πόνημα Ελευθερίας-Εισαγωγή στην Ποιμαντική Θεολογία, εκδ. Επιστροφή, Αθήνα 2018, σ. 72.
[15] Εφεσ. 6,12 «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις».
[16] Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζαχάρου, Πλατυσμός της καρδίας, εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, Έσσεξ 2017, σ. 98.
[17] Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, εκδ. Ιεράς Μονής Ζωοδόχου πηγής Χρυσοπηγής, Χανιά 2013, σ.368.
[18] Ματθ. 18, 18 «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ».
[19] Θεοδόσης Πελεγρίνης, Ο Πυγμάχος, το Λιοντάρι και η Σκόνη, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2011, σ. 312.
[20] William H. Meller/Robert H. Albers, “Depression”, στο Ministry with Persons with Mental Illness and their Families, William H. Meller, Robert H. Albers, Steven D. Thurber, editors, Fortress Press, Minneapolis 2012, σ.σ. 17-36, εδώ σ.17.
[21] π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Εκκλησία και Ψυχική Υγεία-Σύγχρονες Προκλήσεις, εκδ. Έννοια, Αθήνα 2008, σ.σ. 150-153.
[22] Ludwig Wittgenstein, Πολιτισμός και Αξίες, μτφρ. Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου, Κωστής Κωβαίος, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1986, σ, 75.
[23] Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, Προσμονή Θεού-Λόγοι περί Ασθενείας, Πόνου και Θανάτου, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2018, σ. 110.


1 σχόλιο:

  1. Ως κληρικός και πνευματικός βοηθήθηκα από το κείμενό σας αυτό. Πόσο καλό θα ήταν να γινόταν σε μια σύναξη ιερατική ή πνευματικών. Θα υπήρχε μεγαλύτερη ωφέλεια από ενδεχόμενες ερωτήσεις και απαντήσεις σας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή