Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Αὐτοκριτικὴ μὲ τὸν Δεκάλογο - ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης


 
Αὐτοκριτικὴ μὲ τὸν Δεκάλογο

«Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί…»
(Ματθ. 23,13 κ.ἑ.)

 

Ἀπόψε, ἀγαπητοί μου, ἐνῷ εἶνε βράδυ, τελεῖται ὁ ὄρθρος τῆς Μεγάλης Τρίτης. Ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐτὸ οἱ παλαιοημερολογῖται –ποὺ τοὺς συμπαθῶ–, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸ δικαίωμα ν᾽ ἀλλάζῃ τὸ χρόνο, ὥστε νὰ παρακολουθήσῃ τὴν ἀκολουθία αὐτὴ κι ὁ ἐργατικὸς κόσμος. Στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε (βλ. Ματθ. 22,15 – 23,39) ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ μας διαφέρει ἀπὸ τὴν ἤρεμη διδακτική, ποὺ ἑλκύει κάθε ἀκροατή. Ἐδῶ ἀλλάζει ὕφος. Νομίζεις πὼς ἀστράφτει καὶ βροντᾷ ὁ οὐρανός, πέφτουν ἀστροπελέκια. Ἐναντίον τίνων; Τῶν φαρισαίων.

Οἱ φαρισαῖοι γνώριζαν κ᾽ ἑρμήνευαν τὸ μωσαϊκὸ νόμο, τηροῦσαν τοὺς τύπους, νήστευαν, προσεύχονταν, εἶχαν τὰ κράσπεδα τῶν ἐνδυμάτων τους μέχρι κάτω, παρουσιάζονταν ὡς ἅγιοι. Ἦταν ὅμως; Κάθε ἄλλο· ἦταν ὑποκριταί, κίβδηλα νομίσματα, κ᾽ ἔτσι ἀπατοῦσαν τὸ λαό.

Ἐναντίον τους στρέφεται ἐδῶ ὁ Χριστός μας μὲ γλῶσσα - φραγγέλλιο, καὶ λέει· «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί…» (ἔ.ἀ. 23,13-29). Τὰ ἀστροπελέκια εἶνε ὀχτώ.

Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε; Ἄλλοτε τὰ ἑρμήνευα καὶ τὰ ἐφάρμοζα σὲ ὡρισμένες κατηγορίες. Ἕνα «οὐαί» εἶπα θυμᾶμαι στὸ Μεσολόγγι ἐναντίον τῶν ἱερέων – τί θύελλα προκάλεσε! Ἄλλα εἶπα ἐναντίον τῶν θεολόγων, τῶν ἀρχιερέων, τῶν βασιλέων, τῶν δασκάλων - καθηγητῶν, τῶν βουλευτῶν, πολιτευτῶν κ.λπ.. Τώρα ἀλλάζω. Θὰ κάνω τὸν ἔλεγχο ὄχι ἐναντίον τῆς ἄλφα ἢ βῆτα τάξεως - παρατάξεως, ἀλλὰ γενικό.

Θὰ μιλήσω μὲ γλῶσσα ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου», ποὺ λέει· Δὲν θὰ πῶ «οὐαὶ ὑμῖν» (μὲ ὕψιλον), ἀλλὰ «ἡμῖν» (μὲ ἦτα), δηλαδὴ «οὐαὶ σ᾽ ἐμᾶς», «ἀλλοίμονο σ᾽ ἐμᾶς». Θὰ συμπεριλάβω στὸν ἔλεγχο ὅλους μας. Θὰ μιλήσω μὲ γλῶσσα ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης στὸν Μέγα Κανόνα, ποὺ λέει· Ἐγώ, Κύριε, εἶμαι ἡ Εὔα, καὶ ἑλκύομαι ἀπὸ τὸν καρπὸ τῆς ἁμαρτίας· ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἀδάμ, ποὺ παρασύρομαι ἀπὸ τὴν Εὔα· ἐγὼ εἶμαι ὁ Δαυΐδ, ποὺ ἁμαρτάνω… Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς θὰ ποῦμε· «οὐαὶ εἰς ἡμᾶς», ἀλλοίμονό μας.

Ἂς τ᾽ ὁμολογήσουμε, ἀδελφοί· ὅλοι εἴμαστε ὑποκριταί. Μὲ πλησίασαν κάποτε παιδιὰ κατηχητικοῦ καὶ ρώτησα· Ποιός ἀπὸ σᾶς εἶνε ὁ καλύτερος; Δὲν μιλοῦσαν, ἀλληλοκοιτάζονταν· καθένας τους θεωροῦσε καλύτερο τὸν ἑαυτό του!

 Γι᾽ αὐτὸ τώρα, μὲ καθρέπτη τὸν Δεκάλογο, τὸν αἰώνιο νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ καλέσω ὅλους καὶ πρῶτο τὸν ἑαυτό μου, νὰ καθρεπτισθοῦμε· νὰ δοῦμε τὶς κηλῖδες, τὶς ἁμαρτίες μας.

* * *

 «Οὐαὶ» λοιπὸν σ᾽ ἐμᾶς, γιατὶ εἴμαστε παραβάτες τῶν δύο πρώτων ἐντολῶν, ποὺ λένε· «Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, … οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ» (Ἔξ. 20,2-3. Δευτ. 5,6) καί· «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, …οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς»(Ἔξ. 20,4-5. Δευτ. 5,8). Δὲν θὰ λατρεύσῃς εἴδωλα, λέει. Φαινομενικὰ πιστεύουμε στὸ Θεό· τὸν ἀντικαταστήσαμε μὲ ἄλλα πρόσωπα ἢ πράγματα, εὐτελῆ ὑποκατάστατα. Τόσο ἐπιτακτικὴ εἶνε ἡ δίψα γιὰ τὸ Θεό, ὥστε ὅποιος δὲν πιστέψῃ Αὐτὸν θὰ πιστέψῃ στὸν διάβολο. Καὶ σήμερα ἔχει μεγάλη διάδοσι ἡ μαγεία καὶ ὁ σατανισμός. Γέμισε ὁ κόσμος εἴδωλα· τὸ παιδί, ὁ ἄντρας, ἡ γυναίκα, τὸ κόμμα – ἐνῷ ἡ Γραφὴ λέει «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾽ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. 145,3). Θεοποιήσαμε τὸν ἀθλητισμό, τὴ μπάλλα! Κάποιοι γυρίζουν στὴν ἀρχαία εἰδωλολατρία, ἱδρύθηκε κόμμα «Ὀλυμπισμός». «Οὐαὶ» λοιπὸν σ᾽ ἐμᾶς τοὺς νεοειδωλολάτρες.

 Τρίτη ἐντολή. Τί λέει· «Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ»(Ἔξ. 20,7. Δευτ. 5,11). Πάνω ἀπὸ κάθε ὄνομα, «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9), εἶνε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ· καὶ ὅμως σὲ πόλεις καὶ χωριὰ τὰ θεῖα ὑβρίζονται μὲ τὸ χυδαιότερο τρόπο. «Οὐαὶ» λοιπὸν σ᾽ ἐμᾶς τοὺς βλασφήμους τοῦ αἰῶνος τούτου.

 Ἡ τετάρτη ἐντολὴ λέει· «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου»(Ἔξ. 20,9- 10. Δευτ. 5,13-14). Νὰ ἐργάζεσαι τὶς καθημερινές, ἀλλὰ νὰ μὴ βεβηλώνῃς τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Χτύπησε καμπάνα; στόπ! Ὅλοι στὴν ἐκκλησία, φτερὰ στὰ πόδια. «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83,2-3). Ἔγινε ὅμως στατιστικὴ ποὺ ἔδειξε, ὅτι ἐκκλησιάζονται μόλις δύο τοῖς ἑκατὸ (2%), ἐνῷ στὴν Τουρκοκρατία, χωρὶς καμπάνες ὅλοι ἔτρεχαν στὴν ἐκκλησία. «Οὐαὶ» λοιπὸν σ᾽ ἐμᾶς ποὺ ποδοπατοῦμε τὴν ἐντολὴ τῆς Κυριακῆς ἀργίας σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ μὲ τὶς πολιτικὲς ἐκλογές.

 Ἡ πέμπτη ἐντολή. Μετὰ τὸ Θεὸ ἔρχονται οἱ γονεῖς, ἡ μάνα - ὁ πατέρας, πρόσωπα ἱερὰ ποὺ πρέπει νὰ περιθάλπουμε. Θυμᾶμαι ὅμως ἕνα νέο στὴν Ἀθήνα ποὺ ἔκλαιγε, γιατὶ χάλασε τὸ συνοικέσιο. Ἡ κοπέλλα παραμονὲς τοῦ ἀρραβώνα τοῦ εἶπε· –Μήπως ἔχεις στὸ σπίτι παλιὰ ἔπιπλα; –Δὲν καταλαβαίνω, λέει. Κι αὐτή· –Ἐννοῶ ἂν ἔχῃς γέρους. –Ἔχω, λέει, πατέρα καὶ μάνα. –Ἄ, δὲν μπαίνω σὲ σπίτι μὲ γέρους… Καὶ τὸ διέλυσαν· τὴν ἄφησε. Πολὺ καλὰ ἔκανε· ἥρωας! Ἤθελε νὰ τοῦ πετάξῃ ἔξω αὐτοὺς ποὺ τὸν γέννησαν. Κτηνώδης κατάστασι. Βλέπεις γριές, ποὺ τὰ παιδιὰ τὶς διώχνουν, πᾶνε σὲ γηροκομεῖο, καὶ πεθαίνουν ἐκεῖ ἀπὸ λύπη. «Οὐαὶ» σ᾽ ἐμᾶς, γιατὶ ἀτιμάζουμε τὸ τίμιο γῆρας· χάνουμε τὴν εὐλογία «ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς»(Ἔξ. 20,12. Δευτ. 5,16).

 Ἡ ἕκτη(ἢ ἑβδόμη) ἐντολή· «Οὐ φονεύσεις» (Ἔξ. 20,15. Δευτ. 5,19). Καὶ τώρα γίναμε Κάιν. Σὲ δύο παγκοσμίους πολέμους καὶ μὲ τὶς ἐκτρώσεις χύθηκε τόσο αἷμα πού, ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψις καὶ ἡ προφητεία τοῦ Ἀγαθαγγέλου, κολύμπησε τὸ ἄλογο στὸ αἷμα ποὺ ἔφτασε ὣς τὰ χαλινάρια(Ἀπ. 14,20). Κι ἂν ἔρθῃ κι ὁ Ἁρμαγεδώνας, ἡ γῆ θὰ γίνῃ σὰν τὴ σελήνη. «Οὐαὶ» σ᾽ ἐμᾶς τοὺς δολοφόνους τῆς ζωῆς μὲ ποικίλους τρόπους.

 Ἡ ἑβδόμη (ἢ ἕκτη) ἐντολὴ εἶνε «Οὐ μοιχεύσεις» (Ἔξ. 20,13. Δευτ. 5,18). Ἐδῶ νὰ κλάψουμε. Μοιχεία καὶ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστα· τώρα κηλιδώσαμε τὴν ἀμίαντη κοίτη καὶ διαλύουμε οἰκογένειες μὲ τὰ συναινετικὰ ἢ αὐτόματα διαζύγια. Ἐσχατόγεροι πετᾶνε γυναῖκα μὲ παιδιὰ καὶ παίρνουν νεαρὲς ἀνδροχωρίστρες. Ἡ μοιχεία δὲν θεωρεῖται πταῖσμα, ἡ πορνεία λέγεται φιλία. «Οὐαὶ» σ᾽ ἐμᾶς τοὺς μοιχοὺς καὶ μοιχαλίδες.

 Ἡ ὀγδόη (ἢ 7η) ἐντολή· «Οὐ κλέψεις» (Ἔξ. 20,14. Δευτ. 5,19), μὴν ἀγγίξῃς ξένο πρᾶγμα. Καὶ ἔγινε ῥημαδιὸ ἡ πατρίδα μας κ᾽ ἐμεῖς ῥεζίλι στὸν κόσμο. Ἁρπακτικὰ ὄρνεα κλέβουν· κι ὁ Ὄλυμπος ἀκόμα ἂν ἦταν χρυσάφι, θὰ τὸν τρώγαμε, θὰ τὸν ἰσοπεδώναμε. Σὲ ξένα λεξικὰ στὴ λέξι Γκρέκ (Greek) = κλέφτης. «Οὐαὶ» σ᾽ ἐμᾶς.

 Ἡ ἐνάτη ἐντολὴ λέει «Οὐ ψευδομαρτυρήσεις» (Ἔξ. 20,16. Δευτ. 5,20)· μὴν πῇς καὶ μὴν ὁρκιστῇς ψέματα ἁπλώνοντας καὶ τὸ βρωμερό σου χέρι πάνω στὸ Εὐαγγέλιο. Λειτουργεῖ σήμερα δικαιοσύνη; Ὄχι ὅτι δὲν ἔχουμε δικαστὰς καὶ ἀστυνομικοὺς εὐσυνειδήτους, ἀλλ᾽ ὅτι οἱ μάρτυρες ψεύδονται. Ποῦ νὰ στηριχθοῦν οἱ δικασταί; Κ᾽ ἔτσι ἀθῷοι εἶνε στὶς φυλακές, καὶ δολοφόνοι περπατοῦν ἐλεύθεροι. «Οὐαὶ» σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ψευδομαρτυροῦντας ἐνώπιον Κυρίου.

 Καὶ μὲ τὴ δεκάτη ἐντολὴ ὁ Δεκάλογος κολάζει ὄχι μόνο τὴν κακὴ πρᾶξι, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν κακὴ ἐπιθυμία· «Οὐκ ἐπιθυμήσεις», λέει· δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃς· Ἄχ νὰ τό ᾽χα αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο!… Ἀρκέσου σ᾽ αὐτὰ ποὺ σοῦ δίνει ὁ Θεός, τὰ ἀναγκαῖα· τὰ παραπάνω εἶνε ἁρπαγή, κακία, φθόνος. Νὰ χαίρεσαι τὴν εὐημερία τοῦ ἄλλου. Δυστυχῶς ὅμως λυποῦνται, σκοτεινιάζουν, φθονεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. «Οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τῷ πλησίον σού ἐστι» (Ἔξ. 20,17. Δευτ. 5,21). Ξερρίζωσε καὶ τὴν κακὴ ἐπιθυμία· «ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν» (Ψαλμ. 33,15).

 * * *

Ἐάν, ἀγαπητοί μου, σήμερα ἔλεγα «Οὐαὶ ὑμῖν» μεγάλοι καὶ τρανοί, θὰ λέγατε «Καλὰ τοὺς τά ᾽πε!». Τώρα, ποὺ συμπεριέλαβα στὴν ἐνοχὴ ὅλους, θὰ ποῦμε ἆραγε «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἔνοχος, σ᾽ ἐμένα πρέπει τὸ φραγγέλλιο»;

Πάντοτε νὰ ἔχουμε μετάνοια· ἰδιαιτέρως ὅμως τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες νὰ ἔχουμε καὶ ἐξομολόγησι. Κ᾽ ἐγὼ σήμερα πῆγα κ᾽ ἐξωμολογήθηκα. Δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε χωρὶς πνευματικό. Ὁ Θεὸς θὰ μᾶς δικάσῃ ὄχι γιατὶ ἁμαρτάνουμε, ἀλλὰ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε, κ᾽ ἔχουμε τὴν αὐταπάτη ὥστε νὰ λέμε «Ἐγὼ εἶμαι ὁ καλύτερος». Τί καλύτερος! Πέρασε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὶς «ἀκτῖνες Ραῖντγκεν», νὰ δῇς τί διαφθορὰ ὑπάρχει στὰ βάθη μας.

Ἂς καλλιεργήσουμε τὴν αὐτοκριτική, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐξομολόγησι. Ἐλᾶτε νὰ δοῦμε τί κάναμε· τηρήσαμε τὶς ἐντολές, ἢ τὶς καταπατήσαμε; Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ μᾶς τὸ πῇ αὐτὸ ἕνας ψυχολόγος ἢ φιλόσοφος ἢ συγγραφέας· μᾶς τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂς ἔχουμε βαθὺ τὸ αἴσθημα τῆς αὐτομεμψίας, ποὺ ἐκφράζει τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς· ἂς ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη …τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;»(δοξ. ἀποστ. αἴνων Μ. Τετ.).

 Ἔτσι θ᾽ ἀξιωθοῦμε νὰ βροῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

1 σχόλιο:

  1. Γέμισε ὁ κόσμος εἴδωλα· τὸ παιδί, ὁ ἄντρας, ἡ γυναίκα, τὸ κόμμα – ἐνῷ ἡ Γραφὴ λέει «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾽ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. 145,3).

    Μικρόν απόσπασμα απο το κείμενο. Και όποιος νοήσει, νόησε. Για τούς υπόλοιπους το έλεγε ωραίαν η γιαγιά μου: ''άστον αυτόν παιδάκι μου, δεν νογάει..''

    ΑπάντησηΔιαγραφή