Τρίτη 27 Απριλίου 2021

Η Κική Δημουλά για το Πάσχα: Μεγάλη εβδομάδα, Πάθη και Ανάσταση στην ποίησή της \- Γράφει η Σοφία Καυκοπούλου

 


Η Κική Δημουλά για το Πάσχα: 
Μεγάλη εβδομάδα, Πάθη και Ανάσταση στην ποίησή της
 
Γράφει η Σοφία Καυκοπούλου  
 
Η σπουδαία ποιήτρια Κική Δημουλά, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου 1931 και έφυγε από τη ζωή στις 22 Φεβρουαρίου του περασμένου έτους.
Η γραφή της, έντονα βιωματική, κινείται ανάμεσα στην τραγικότητα, το υπερφυσικό και την διαβρωτική ειρωνεία.
Οι ποιητικές συλλογές της χαρακτηρίζονται ως ποιητικά δοκίμια, εξαιτίας της έντονης στοχαστικής της διάθεσης.
Ο καυστικός τρόπος γραφής και το “μαύρο” χιούμορ της Κικής Δημουλά, αποτυπώνεται εύστοχα στο παρακάτω ποίημα, που επέλεξα να παρουσιάσω πρώτο. Αυτό άλλως τε απετέλεσε την αφορμή για το άρθρο που διαβάζετε.
 
 
 
«Πάσχα στο φούρνο»
 
Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.
 
Άνοιξα το φούρνο με θυμό τί φωνάζεις είπα
 
σε ακούνε οι καλεσμένοι.
 
Ο φούρνος σου δεν καίει, βέλαξε
 
κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική
 
χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας.
 
Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.
 
Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος
 
το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα
 
η σφαγή.
 
 
Από τη συλλογή
 
«Ενός λεπτού μαζί», 1998
 
[Η ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά «Ενός λεπτού μαζί» είναι αφιερωμένη στον εκλιπόντα (από το 1985) σύζυγό της, επίσης ποιητή Άθω Δημουλά, και αποτελείται από τριάντα ποιήματα.]
 
 
 
«Πάσχα προς Σούνιο»
 
Η θάλασσα ψύχραιμη και ασύσπαστη,
 
λες κι απ’ τις άκρες της σφιχτά
 
την έπιασ’ η στεριά και την τεντώνει.
 
Στην άκρη του γκρεμού,
 
που συγκρατεί το θέαμα,
 
ευωδιάζει ο ίλιγγος
 
κατρακυλούν αυτοκτονίες…
 
Αριστερά, η εποχή,
 
σε μια ακατάσχετη επιφοίτηση χρωμάτων.
 
Κι εκεί, προσκυνητάρι κατηφές,
 
έναν Χριστό, μη αναστάντα προφανώς, εγκλείει.
 
Γιατί στεφάνι εκ πλαστικού
 
επάνω του ακόμη ξεχασμένο
 
το πάθος της σταυρώσεως παρατείνει.
 
Περί διαγενομένου του Σαββάτου,
 
Μαγδαληνής, Σαλώμης, και αρωμάτων
 
ιδέαν δεν έχει.
 
Σύμπτωσις:
 
Κι απ’ την καρδιά μου ο λίθος
 
oυκ αποκεκύλισται·
 
ήν γαρ μέγας σφόδρα.
 
 
 
Από τη συλλογή «Επί τα ίχνη», 1963
 
 
«Μεγάλη Πέμπτη»

 
Υπαίθριος καιρός. Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο. Φορτωμένες.
 
Ο καρπός εισακούστηκε το παρελθέτω όχι.
 
Δεν θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες οι λιποψυχίες μας.
 
Ατελής η ελαιογραφία. Να ξαναδοκιμάσω.
 
Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
 
Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαλμιά η αστραφτερή τού τοπίου αγνότητα.
 
Φύσει καταδότρια η αθωότης.
 
Αυτή δεν μας παρέδωσε για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια στην απώλειά της;
 
Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι. Τη θάλασσα.
 
 
 
Από τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου», 1971
 
 
 
 
 
«Μεγάλη Πέμπτη»
 
Γοερά το βλέπω ετοιμάζεσαι
 
για την Ανάστασή σου.
 
Την πιστεύω αλλά με θλίβει
 
όπως μάς θλίβουν γοερά
 
και κάτι άλλα θαύματα που
 
επαληθεύτηκαν αλλόκοτα:
 
με το μη μένοντας κοντά μας
 
όπως μη μένοντας από μεθαύριο Εσύ.
 
Να αναστηθείς βεβαίως
 
ποιος νεκρός δεν το θέλει
 
ποιος υποψήφιος.
 
Αλλά να έμενες κάτω, εδώ
 
να μένεις ο πλησίον μας.
 
Όσα μάς έταξες το είδες
 
δε γίνονται εκεί πάνω
 
εν μέσω πολυάσχολων ιλίγγων
 
και στροβιλισμών της Αναλήψεώς σου.
 
Θέλουνε γη αυτά τα πράγματα
 
πετρώδη ακανθόσπαρτη
 
γι’ αυτό και την διεξήλθες τόσον αιματηρά
 
ίνα άρεις -Συ είπας-
 
όσα χάσαμε επ’ αυτής.
 
Δε γίνεται τουλάχιστον να μένεις
 
μία εδώ και μια εβδομάδα στο πατρικό σου;
 
Θαύμα μεγάλο είσαι πια μπορείς
 
να επιβληθείς στη διανομή σου.
 
Πώς πηγαινοέρχονται καθημερινά
 
από εδώ εκεί από κει εδώ
 
η ζωή και ο θάνατος.
 
Όχι όχι μη μου μιλάς για τις αόρατες
 
συνεχείς εκείνες παρουσίες. Είδαμε
 
σε τι μαρτύριο ψαύσεως τυφλής μάς υπέβαλαν.
 
Μεγάλωσα, όχι θέλω ξεκάθαρους πια
 
ορατούς λογαριασμούς
 
ή σε αγγίζω Ιησού
 
ή Ανασταίνεσαι διαπαντός από κοντά μου.
 
 
 
Από τη συλλογή «Ήχος Απομακρύνσεων», 2001
 
 
 
 
 
«Μεγάλη Εβδομάδα»

 
Το Όχι είναι δισύλλαβο:
 
βρέ-χει.
 
Ο Πιλάτος φοράει το μπλε του αδιάβροχο,
 
δεν βρίσκει ταξί,
 
οι συνειδήσεις συνωστίζονται
 
στον ίδιο μονόδρομο,
 
όλοι νίπτουν τας χείρας των,
 
μάλιστα τέτοιες μέρες.
 
Το Όχι είναι δισύλλαβο,
 
η ψιλή και η οξεία στο ο
 
κεντρώνει το Όχι,
 
μονόγραμμα των ημερών.
 
Το παράθυρο είναι δίφυλλο,
 
η ψιλή και οξεία βροχή
 
το κεντρώνει,
 
μονόγραμμα στο κλειστό Όχι.
 
Οι καμπάνες οι πένθιμες
 
ανοίγουν αυλάκια στον αέρα,
 
χύνονται και ποτίζουν εκτεταμένες ατονίες
 
ωσότου κάποια απόσταση απότιστη
 
να τις απορροφήσει.
 
Οι καμπάνες, ασχέτως τού πένθιμες,
 
πάντοτε κάτι αποχωρίζουν,
 
πολλώ μάλλον οι πένθιμες.
 
Οι καμπάνες φορτώνουν
 
βαλίτσες στα πούλμαν,
 
τα τρένα τρέχουνε, ξεσκίζουν
 
και βάζουν κλήρο
 
στα ιμάτια των τοπίων.
 
Σταύρωσον, σταύρωσον
 
τα χέρια σου στο στήθος…
 
Τι άλλο να κάνω;
 
Ποιο μέτρο να κινητοποιήσω;
 
Πού ξέρω από πού
 
φεύγει το κάθε πράγμα;
 
Κάθε κατεύθυνση έχει το άλλοθί της.
 
Οι πασχαλιές εσταυρωμένες
 
σ’ ένα φθηνό ανθοδοχείο
 
εμψυχώνουν το άρωμα του θανάτου.
 
Τα μάτια σου
 
είναι οι δύο ληστές,
 
εκ δεξιών και εξ ευωνύμων.
 
Το Όχι είναι δισύλλαβο,
 
επιμένω
 
βρέ-χει.
 
Οι εκκλησίες ξεχειλίζουν,
 
όπως ξεχειλίζουν τα ποτήρια
 
στα άλλα πάθη που εορτάζουμε.
 
Οι εκκλησίες ξεχειλίζουν
 
αγάπα τον πλησίον σου…
 
Απαίτηση,
 
που μες στη ρύμη και τη γλύκα των ψαλμών,
 
περνάει σαν εύκολη αγάπη
 
και χάνει τη θεία απανθρωπιά της,
 
το θείο ανεφάρμοστο.
 
Στην κοπιώδη πορεία τού δεηθώμεν
 
τα μεγάλα κεριά προχωρούν,
 
τα κεριά της δραχμής μένουν πίσω.
 
Τα μικρά κεριά κουράζονται εύκολα,
 
λυγίζουν και διεκτραγωδούν
 
το αντίτιμο τους.
 
Η ανισότης των κεριών
 
αναλιώνει μυσταγωγικά.
 
Ο θεός τους ο νεωκόρος
 
τα ρίχνει στον Καιάδα της ανατήξεως.
 
Ξεχειλίζουν οι εκκλησίες.
 
Δεν χωράω, δεν πειράζει.
 
Θα μάθω το τετέλεσται
 
από άλλη πηγή.
 
Πιο θετική
 
 
 
 
 
«Η Απαρηγορία – Μεγάλη Εβδομάδα»
 
Οι βιολέτες, όπως ανήσυχα,
 
διορατικά μυρίζουν
 
όταν κάτι δεν πάει καλά,
 
κάτι απογοητεύει πάλι.
 
Η Μεγάλη Εβδομάδα,
 
όπως στάζει κερί και τάμα
 
στη θρησκόληπτη ανάμνηση,
 
στην άθεη απουσία.
 
Η Κυριακή του Νυμφίου,
 
όπως αναστατώνει,
 
βασίζεις δεν βασίζεις το Μεγάλο
 
στις αφίξεις.
 
Οι διάφοροι Νυμφίοι,
 
που κάτι τους τυχαίνει και δεν έρχονται,
 
κάποια διήμερη εκδρομή,
 
κάποια ευκολότερη θρησκεία που την ασπάζονται.
 
Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή
 
σε κάθε βήμα,
 
όπως κατασταλάζεις για το έθιμο,
 
έχουν δεν έχουνε ανθίσει οι απορίες.
 
Οι Πατέρες μας, γέροι στο σπίτι,
 
περιμένουν αυγά και τσουρέκι.
 
Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή,
 
τα περιστύλια της υπομονής,
 
τα παγκάκια να κάτσεις να περιμένεις
 
τον ετήσιο Ιούδα, που αργεί να ’ρθεί
 
από το ράφτη, από τον κουρέα.
 
Το μεγάλο ποσόν που του δίνεις
 
για να δεχθεί να σε προδίνει ανεξήγητα.
 
Της καμπάνας η Μεγάλη εξάντληση
 
κι η απαρηγορία,
 
ο νηστικός της ήχος
 
όπως λιποθυμάει
 
στα εαρινά αρμόνια
 
των καθολικών απογευμάτων.
 
Οι αργίες,
 
οι αργοπορίες,
 
οι αγριότητες,
 
όπως τις πάμε ως επάνω μόνοι μας.
 
Ο Σίμων, που στο τέλος αδιαφόρησε
 
κι έφτιαξε τη ζωή του.
 
Η Μυροφόρος έλλειψις,
 
που θα σε ψάχνει απόψε να σε ράνει.
 
Η Προηγιασμένη των διαφόρων θρήνων
 
τη Μεγάλη Εβδομάδα
 
και τις διάφορες άλλες εβδομάδες τα ίδια.
 
Η Αγία Επανάληψη,
 
η θαυματουργή,
 
η αχειροποίητος,
 
όπως τη βρήκανε ανυπόγραφη τα πράγματα,
 
θαμμένη, σε κάποια παλαιότητα της μοίρας μας,
 
σε κάποιο πρόγονό μας μέλλον.
 
Όπως την πιστεύω.
 
 
 
Από τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου», 1971,
 
 
 
«Γραμματείς και πρεσβύτεροι αιώνες»
 
Ιδού η μικροτάτη Παρασκευή πάλι
 
σε βαφή Μεγάλης βουτηγμένη.
 
Μέτωπο αιμάτινο σου πλέκουν τ’ ακανθώδη
 
έθιμα
 
και επί τον ιματισμόν σου έβαλαν κλήρο
 
η νηστεία ο Μπαχ τα βαρελότα και η μέθοδος
 
να φτάνει με καρφιά στα άκρα του ο πόνος.
 
Τι κι αν εσχίσθη το καταπέτασμα των χαμομηλιών
 
τι κι αν χρωμάτων στρατιαί εξεπλήττοντο
 
σταύρωσον σταύρωσον αλαλάζουν
 
τα κρεοπωλεία οι ψησταριές κι οι φούρνοι.
 
Δε μ’ άκουσες.
 
Αφησες ανύμφευτη την κόμη της Μαγδαληνής
 
και σπατάλησες το σπάνιο Νυμφίο άρωμά σου
 
για να κάνεις τεστ αληθείας στην αγάπη, στον πλησίον.
 
Σου φώναζα να τους αφήσεις όπως είναι
 
όπως τους παραλάβαμε από την υπαρξιακή παράδοση
 
όπως περιγράφτηκαν από στόμα σε στόμα
 
από πικρό ποτήριον σε πικρότερο. Δε γλίτωσε
 
σταυρώθηκε όποιος διανοήθηκε να τους επαληθεύσει.
 
Προσκυνώ το οικείον προσφιλές μου σφάλμα σου.
 
Εν συντριβή περιστρέφω τη σούβλα
 
αδημονώντας σε αμνέ μας.
 
 
 
Από τη συλλογή «Ενός λεπτού μαζί», 1998
 
 
 
«Συμβουλές της Μεγάλης Παρασκευής»
 
Αδρανείς. Σε παρασύρει η φωτογραφία σου ότι το έχεις δίπορτο όποτε θέλεις είσαι τάχα εδώ κι όποτε θες κατέρχεσαι.
 
Σ’ εξαπατούν επίσης τα φουσκωμένα λόγια της ανοίξεως δήθεν ότι τα άνθη της συμπαρασύρουν σε ανάσταση κι άλλα εσταυρωμένα χώματα.
 
Άκουσέ με, πάρε στα χέρια σου την κύλιση του λίθου.
 
Ας σπρώξει λίγο και το Μεγάλο Σάββατο γεροδεμένο είναι σήκωσε θεία κλοπή ασήκωτη και στα ουράνια μοναχό του την ανέβασε.
 
Μόνο βιάσου γιατί όπου να ’ναι το θαύμα της διαψεύσεως τίθεται επί τάπητος ακάνθινο.
 
 
 
 
«Μεγάλο Σάββατο»
 
Ευχές κροτίδες και φιλήματα ανταλλάσσουν οι άγιες μέρες μεταξύ τους
 
κι εγώ χτυπώ την πόρτα σου όχι για να εισέλθω μολονότι κατάλληλο είναι το σώμα που φορώ με προϋπηρεσία έντιμη μακρά έξωθεν του Νυμφώνος.
 
Βγες άφοβα. Όχι ανταπόκριση απόκριση ζητώ το φίλημα εκείνο που έριξες από το ύψος ευγενέστατης ευχής Καλή Ανάσταση και σφάχτηκε ο λαιμός με το γιακά μου ήταν από τα κέρματα που ρίχνουμε στο δίσκο τού εθίμου;
 
ήταν στο τίμιο ξύλο μου αγκίδα περιγελαστική; ήταν μια γενναιόδωρη έμπνευση πτωχής αδιαφορίας;
 
Σε ρωτώ γιατί δεν είδα ταμπελίτσα δεν είδα να αναγράφεται το μέγεθος και η σύνθεση της θέρμης ούτε και είδα τυπωμένη τη μάρκα των χειλιών σου πουθενά.
 
Ανώνυμο τελείως λαθραίο δηλαδή το πώς να αισθανθώ.
 
 
 
Από τη συλλογή «Χλόη θερμοκηπίου», 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου