Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

«ΚATA ΚΡΗΜΝΟΥ» - Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

Κυριακὴ Ε΄ Ματθαίου

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

«ΚATA ΚΡΗΜΝΟΥ»

«Καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν» (Ματθ. 8,32)

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, μιλάει γιὰ δύο δαιμονισμένους ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστός.

Δύο οἱ δαιμονισμένοι στὸ εὐαγγέλιο· ἀλλὰ στὴ σημερινὴ κοινωνία οἱ δαιμονισμένοι εἶνε τόσοι ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς μετρήσουμε. Κάθε ἀμετανόητος ἁ­μαρτωλὸς εἶνε κ᾿ ἕ­νας δαιμονισμένος. Καὶ ὅ­ποιος βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ πονηροῦ πνεύματος, εἶνε ἐπικίνδυνος στοὺς συνανθρώπους του ὅ­πως ἦταν καὶ οἱ δαιμονιζόμενοι τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Θέλετε ἀπόδειξι; Λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ἐ­κεῖ ποὺ ἦταν οἱ δαιμονισμένοι δὲν τολμοῦσε νὰ περάσῃ κανείς. Δὲ μοῦ λέτε, καὶ σήμε­ρα στὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ἄλλες πόλεις, δὲν ὑ­πάρχουν μέρη καὶ δρόμοι, ποὺ ὅταν νυχτώ­σῃ φοβᾶται νὰ περάσῃ ὁ ἄνθρωπος;
Λέει ἀκόμη τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι οἱ δύο δαιμο­νισμένοι ἦταν ἀναιδέστατοι· ἔσχιζαν τὰ ῥοῦ­χα τους καὶ παρουσιάζονταν γυμνοί, χωρὶς ντροπὴ στὸν κόσμο. Δὲ μοῦ λέτε, καὶ σήμερα δὲν γίνεται αὐτό; δὲν παρουσιάζονται οἱ γυναῖκες ξεγυμνωμένες, χωρὶς καμμιὰ ντροπή; Ἑπομένως, κι αὐτὲς εἶνε κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν ἴδιων πονηρῶν πνευμάτων, καὶ σκαν­δαλίζουν καὶ βάζουν φωτιὰ στὴν κοινωνία.
Γιὰ δυὸ δαιμονισμένους μᾶς μιλάει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ἀλλ᾿ ἐγὼ θ᾿ ἀποσπάσω τὴν προσοχή σας ἀπὸ τὰ ἄλλα σημεῖα τῆς περικοπῆς καὶ θὰ τὴν στρέψω σὲ ἕνα. Ποιό εἶν᾿ αὐτό; Εἶνε ὁ «κρημνός», ὁ γκρεμός (Ματθ. 8,32).
Θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ προσέξετε.

* * *

Μιλάει τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ ἕνα γκρεμό. Προσέξτε νὰ μὴ τὸν πλησιάσετε. Ὦ θεῖο Εὐαγγέλιο, πόσο μᾶς προστατεύεις!

Κοντὰ στοὺς δαιμονισμένους, λέει, ἔβοσκε ἕνα κοπάδι ἀπὸ ἀκάθαρτα ζῷα, ἀπὸ χοίρους. Πόσοι ἦταν; «Ἀ­γέλη» (Ματθ. 8,30-32), δηλαδὴ κοπάδι, δύο – τρεῖς χιλιά­δες. Ξαφνικὰ τὰ ζῷα τινάχτηκαν κ᾿ ἔκαναν σὰν τρελλά. Ἔχετε δεῖ πῶς κάνει τὸ ἄλογο ὅ­ταν τὸ τσιμπάῃ ἀλογόμυγα; σπάει τὸ χαλινάρι, πέφτει στὸ γκρεμό. Ἔτσι ἔκαναν καὶ τὰ δύστυχα ἐκεῖνα ζῷα. Μόλις ἐνωχλήθηκαν ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἄφησαν τὴ βοσκὴ κι ἄρ­χισαν νὰ τρέχουν πρὸς τὸ γκρεμό. Ἀπὸ ᾿κεῖ ἔ­πεσαν στὴ θάλασσα καὶ πνίγηκαν ὅλα, δὲν ἔ­μεινε οὔτε ἕνα· νεκρὰ ἔπλεαν τὰ πτώματα.
Ἀλλὰ ὁ γκρεμὸς αὐτὸς δὲν εἶνε τίποτε μπρο­στὰ σὲ κάτι ἄλλους γκρεμούς, ὅπου δὲν τσακί­ζονται πλέον ἄλογα ζῷα ἀλλὰ λογικοὶ ἄνθρωποι.
Λένε γιὰ κάποιο βασιλιᾶ τῆς ἀρχαίας ἐπο­χῆς ὅτι πολιόρκησε μιὰ πόλι, κι ὅταν τὴν κυρί­ευσε τὰ μὲν γυναικόπαιδα τὰ ἔσφαξε, τοὺς δὲ ἄν­τρες καὶ νέους, δέκα χιλιάδες, τί τοὺς ἔ­κανε· τοὺς συγκέν­τρωσε, τοὺς ἀφώπλισε, τοὺς ἀνέβασε σ᾿ ἕνα γκρεμὸ ποὺ ἀπὸ κάτω ἁ­πλωνόταν θάλασσα, κι ἀπὸ ᾿κεῖ ἕναν – ἕνα τοὺς γκρέμισε ὅλους κάτω· γέμισε ἡ θάλασσα πτώ­ματα.

Αὐτὸς ἦταν ἕνας φυσικὸς γκρεμός.
Ὑπάρχουν ὅμως κάτι ἄλλοι γκρεμοὶ πιὸ ἀ­παίσιοι, μαῦροι καὶ φοβεροί. Ποιοί εἶν᾽ αὐτοὶ οἱ γκρεμοὶ μὲ τὰ ἀπαίσια βράχια; Εἶνε οἱ κοινω­νικοὶ γκρεμοί. Τέτοιο γκρεμὸ εὔχομαι, κανένας σας νὰ μὴ τὸν πλησιάσῃ, οὔτε ἄντρας οὔ­τε γυναίκα· κινδυνεύει νὰ βρεθῇ στὸ χάος.
 Ποιός εἶνε ὁ πρῶτος κοινωνικὸς γκρεμός, ποιό εἶνε τ᾿ ὄνομά του; Εἶνε ὁ γκρεμὸς τοῦ Ἰ­ούδα, φέρει τὸ ὄνομα τῆς φιλαργυρίας. Πάνω σ᾿ αὐτὸν κάθεται διπλοπόδι ὁ σατανᾶς μὲ τὰ τριάκοντα ἀργύρια. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὰ λεφτὰ θ᾿ ἀρχίσουν νὰ γαργαλοῦν τὸν ἄνθρωπο, δὲν βρίσκει ἡσυχία οὔτε μέρα οὔτε νύχτα μέχρι νὰ τ᾿ ἀποκτήσῃ. Κι ἀφοῦ τ᾿ ἀποκτήσῃ, θέλει νὰ τ᾿ αὐξήσῃ· τὰ πέντε θέλει νὰ τὰ κάνῃ δέκα, τὰ δέκα εἴκοσι, καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχει. Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια, Φτάνει, δὲν θέλω ἄλλο τὰ νερά σας· κι ὁ χάρος μπορεῖ νὰ πῇ στοὺς νεκροθάφτες, Φτάνει, δὲν θέλω ἄλλους νεκρούς. Μὰ ὁ φιλάργυρος δὲν θὰ πῇ ποτέ, Φτάνει· εἶνε ἀχόρταγος. Σὲ ξεγελάει ὁ διάβολος, σὲ τραβάει στὸ γκρεμό, σοῦ μετράει τὰ τριάκοντα ἀργύρια, καὶ μετὰ σοῦ δί­νει μιὰ σπρωξιὰ καὶ σὲ ῥίχνει στὸ χάος, στὴν ἁμαρτία καὶ στὴν ἀγχόνη τοῦ Ἰσκαριώτη.
 Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γκρεμὸ τοῦ Ἰούδα ὑπάρχει κι ἄλλος βράχος μαῦρος καὶ ἀπαίσιος· εἶνε ὁ γκρε­μὸς τῆς φιληδονίας. Εὔχομαι, κανένας ἀ­πὸ σᾶς, καὶ μάλιστα νέος ἢ νέα, νὰ μὴν ὁδηγη­θῇ στὰ βράχια τῆς φιληδονίας, τὰ βράχια τῆς σαρ­κός. Σ᾿ αὐτὸ τὸν ἀπαίσιο κοινωνικὸ βράχο δὲν κάθεται ὁ σατανᾶς μὲ τὰ τριάκον­τα ἀργύρια· ἐδῶ ὁ διάβολος κρατάει κιθάρες καὶ βιολιὰ καὶ παίζει τὰ πιὸ μαγευτικὰ τραγούδια γιὰ τὸν αἰ­σχρὸ ἔρωτα. Μ᾿ αὐτὰ τρελλαίνει τοὺς νέους. Τοὺς συμβουλεύει, νὰ μὴν ἀκοῦνε παπᾶδες κ᾽ εὐαγγέλια. Ἡ Ἐκκλησία λέει· Ἡ ζωὴ = ἀγώνας, θυσία. Ὁ διάβολος τὰ σβήνει ὅλα αὐτὰ καὶ λέει· Ἡ ζωή, παιδιά, εἶνε ἀπόλαυσι, γλέν­τι· «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκο­μεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32). Καὶ μὲ τὶς κιθάρες καὶ τὰ βιολιὰ τοὺς τραβάει στὸν γκρεμὸ τῆς φιληδονί­ας· μετὰ τοὺς δίνει μιὰ σπρωξιά, καὶ τοὺς βλέ­που­με στὰ δικαστήρια νὰ παλεύουν γιὰ τὸ διαζύγιο, τοὺς βρίσκουμε στὰ ἄσυλα τῶν ἀνιάτων παράλυτους καὶ τυφλούς, τοὺς βρίσκουμε στὶς φυλακὲς ἐλεεινὰ ῥάκη.
 Ὑπάρχει ὅμως κ᾿ ἕνας τρίτος γκρεμός, ἀκόμη χειρότερος. Στὴν κορυφή του βρίσκεται ὁ ἑωσφόρος κρατώντας στὰ χέρια του τὰ ἀξιώματα τῆς γῆς· εἶνε ὁ γκρεμὸς τῆς φιλοδοξίας. «Πολλοὶ τὸν πλοῦτον ἐμίσησαν, τὴν δόξαν οὐδείς», λέει ἕνα ῥητό. Ὁ ἑωσφόρος κρατάει σκῆπτρα, σπαθιά, ὑπουργιλίκια, ὅλα τὰ μεγαλεῖα. Βάζει ἰδέες καὶ λέει στὸν κόσμο· Ἐλᾶτε κοντά μου, γιὰ ν᾿ ἀποκτήσετε δύναμι καὶ νὰ σᾶς τιμάῃ ὁ κόσμος. Στὸν ἕνα τὸ πνεῦμα τοῦ σατανᾶ, τὸ πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας, λέει· Ἐσὺ εἶσαι δυνατός! Στὸν ἄλλο· Ἐσὺ εἶσαι ὡ­ραῖος· τέτοιον ὡραῖον ἄντρα καὶ τόσο ὄμορφη γυναῖκα δὲν ξαναγέννησε ἡ γῆ! Στὸν τρίτο λέει· Εἶσαι σοφός, ὅσα ξέρεις ἐσὺ δὲν τὰ ξέρει κανένας! Στὸν τέταρτο λέει· Ἐσὺ εἶσαι ἅ­γιος· φτερουγίζεις γιὰ τὸν οὐρανό!… Στὸν κα­θένα λέει κάτι καὶ τὸν ῥίχνει στὴν ὑπερηφάνεια. Τὸν παίρνει στὰ μαῦρα φτερά του, τὸν ὁ­δηγεῖ στὸ γκρεμό, τοῦ δίνει μιὰ σπρω­ξιὰ καὶ τὸν τσακίζει στὰ βράχια. Καὶ τότε ὁ ὑπερήφανος βλέπει τὰ φτερά του μαδημένα ἀπὸ τὸν ἄγγελο – διάβολο ποὺ εἶχε δίπλα του.
Αὐτοί, ἀγαπητοί μου, εἶνε οἱ γκρεμοί, ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ὁ διάβολος. Ἔτσι πᾶμε «κατὰ κρη­μνοῦ» (Ματθ. 8,32). Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ἡ φω­τογραφία μας.

* * *

Πᾶμε κατὰ κρημνοῦ. Κατὰ κρημνοῦ ὁ ἄντρας, κατὰ κρημνοῦ ἡ γυναίκα, κατὰ κρημνοῦ ὁ νέος, κατὰ κρημνοῦ ὁ ῥασοφόρος, κατὰ κρημνοῦ οἱ λαϊκοί, κατὰ κρημνοῦ οἱ δεξιοί, κατὰ κρημνοῦ οἱ ἀριστεροί, κατὰ κρημνοῦ οἱ πάντες.

Πῶς τὰ κατάφερε ὁ διάβολος, νὰ κάνῃ ἕνα τεράστιο βράχο, χειρότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο· καὶ πάνω σ᾿ αὐ­τὸν δὲν ἔβαλε πλέον ἕνα ἄτομο ἢ μιὰ οἰκογένεια, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπό­τητα, κ᾿ εἶ­νε ἕτοιμος νὰ τὴ γκρεμίσῃ στὴν ἄ­βυσσο.

Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ἔρχεται τὸ κακό. Ἂν εἴχαμε φιλότιμο κ᾿ εὐαισθησία, δὲν θὰ διασκεδάζαμε. Δὲν εἶμαι προφήτης οὔτε υἱὸς προφήτου· ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος σὰν κ᾿ ἐσᾶς εἶμαι. Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, πιστεύω στὴν Ἀποκάλυψι· καὶ βλέπω, ὅτι θὰ χτυπήσουν σειρῆνες, θὰ σημάνουν νεκρικὲς καμπάνες. Μέσα σὲ μιὰ ὥρα θ᾿ ἀδειάσουν οἱ μεγαλου­πό­λεις, κι ὅσοι προλάβουν θὰ πᾶνε μέσα στὰ σπήλαια. Αὐτὴ θὰ εἶνε ἡ μεγάλη περιπέτεια· τὰ ἄλλα ποὺ περάσαμε ἦταν κουφέττα.

Ἕνα βῆμα ἀκόμα, καὶ θὰ δώσῃ ὁ διάβολος σ᾿ ὅλους τὴ σπρωξιά. Κ᾿ ἐκεῖ κάτω, ποὺ θὰ βρεθοῦν, δὲν θὰ εἶνε ἡ φωτιὰ τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας. Θὰ εἶνε ἀτομικὲς βόμβες. Αὐτὲς θὰ κάνουν ἀπέραντη καταστροφή. Λέει μιὰ προφητεία· Θ᾿ ἀραιώσῃ ἡ γῆ. Θὰ περπατᾷς ἑκατὸ χιλιόμετρα, γιὰ νὰ βρῇς ἕναν ἄνθρωπο…
Κατὰ κρημνοῦ λοιπὸν ὅλη ἡ ἀνθρωπότης. Καὶ ποιός θὰ μᾶς σώση; Τὸ Εὐαγγέλιο λέει· Θὰ σωθοῦμε, μόνο ἂν μετανοήσουμε. Ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ πέσουμε στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ μὲ προσευχὴ καὶ δάκρυα νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός Του. Νὰ ποῦ­με κ᾿ ἐμεῖς σὰν τὸ λῃστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Μόνο ἡ νινευϊτικὴ μετάνοια θὰ μᾶς σώσῃ τὶς τελευταῖες αὐτὲς στιγμές.

Ἀδελφοί μου,

Μὴν παίρνετε τὸ δρόμο τῆς μα­ταιότητος, τῆς σαρκός, τοῦ χρήματος, τὸ δρό­μο τοῦ διαβόλου. Ὄχι, μὴ ἀπατᾶσθε. Ὅσα καλὰ καὶ ἂν σᾶς τάξῃ, τὸ τέλος εἶνε συμφορὰ καὶ κόλασις.

Πάρτε τὸ δρόμο τὸ στενό, τὸν ἀ­νηφο­ρικό, τὸ δρόμο τῆς πενίας καὶ τοῦ καθή­κον­τος, τὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ, τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ὁδηγηθῆτε μὲ ἀσφάλεια στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, «ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων καὶ βοώντων ἀπαύστως.

1 σχόλιο: