Τρίτη 3 Αυγούστου 2021

Ένας δεσπότης, η αγχόνη και η Παράκληση - Υπ.

Ένας δεσπότης, η αγχόνη και η Παράκληση

Η ιστορία τούτη διαδόθηκε όπως πολλές άλλες, 
από στόμα σε στόμα κι από γενιά και σε γενιά. 
 
Δεν γνωρίζουμε ούτε το όνομα του δεσπότη 
μα ούτε κι αν όλα τούτα είναι πέρα ως πέρα αληθινά. 
Είναι όμως, τόσο όμορφα … 
 
Στα μαύρα, τα σκοτεινά χρόνια, όταν «όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» οι Τούρκοι έπιασαν έναν δεσπότη στη Βασιλεύουσα και τον οδήγησαν χωρίς χρονοτριβή στον τόπο της εκτέλεσης. 
 
Ανέβηκε ο επίσκοπος με κόπο το λόφο οπού ’χε στηθεί η αγχόνη του. Και σαν έφτασε στην κορφή, κατάκοπος, λυπημένος κι αποκαμωμένος, στάθηκε για μια στιγμή για να ρίξει μια στερνή ματιά στην Πόλη του, που απλωνόταν κάτω βουβή και μαραμένη. 
 
Με μιας όλη η ιστορία της Βασιλεύουσας ήρθε στο νου του. Σκηνές δόξας, μεγαλείου που ’χαν οριστικά χαθεί ύστερα απ’ το κούρσεμα, των Σταυροφόρων πρώτα και των Αγαρηνών μετά. 
 
Τα δάκρυα αυλάκωσαν το πρόσωπό του. Άπλωσε τα χέρια του στον ουρανό και με βαθύ στεναγμό άφησε την ψυχή του να ξεσπάσει: 
 
Χρυσοπλοκώτατε πύργε, 
καὶ δωδεκάτειχε πόλις, 
ἡλιοστάλακτε θρόνε, 
καθέδρα τοῦ βασιλέως, 
ἀκατανόητον θαῦμα,
πῶς φέρεις νῦν τὸν δεσπότην ! 
 
Ο δήμιος άκουσε τούτα τα λόγια, μα νόμισε πως ήταν η στερνή η προσευχή του μελλοθάνατου. 
 
Δυο τρεις Ρωμιοί όμως, που στέκονταν παράμερα ακούγοντας τούτο το ξέσπασμα ψυχής του δεσπότη τους, το φύλαξαν καλά στο νου τους και λέξη – λέξη το μετέφεραν στους Ρωμιούς της Πόλης. Από στόμα σε στόμα διαδόθηκε και σ’ άλλες περιοχές του υπόδουλου Ελληνισμού. 
 
Χρόνια μετά κάποιοι Χριστιανοί το διέσωσαν με έναν παράξενο τρόπο σ’ όλες τις επόμενες γενιές εις μνημόσυνον αιώνιον του ανωνύμου αρχιερέως: 
 
Στο Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα, το υπέροχο αυτό έργο του έγραψε ο πονεμένος αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης [1], γιος του αγίου Ιωάννη Βατάτζη, υπήρχαν αρχικά τρία εξαποστειλάρια. Οι Χριστιανοί αυτοί προσέθεσαν ως τέταρτο εξαποστειλάριο τα ποιητικά λόγια του μελλοθάνατου αρχιερέα αλλάζοντας ελαφρά το τέλος: 
 
Χρυσοπλοκώτατε πύργε, 
καὶ δωδεκάτειχε πόλις, 
ἡλιοστάλακτε θρόνε, 
καθέδρα τοῦ βασιλέως, 
ἀκατανόητον θαῦμα,
πῶς γαλουχεῖς τὸν δεσπότην
 
«διὰ νὰ πορίζωνται ἑκάστοτε ὠφέλειαν διπλῆν: νὰ ὑμνῶσι τὴν πολιοῦχον τῆς Ἑπταλόφου καὶ νὰ ἀναζωπυρῶσιν ὑπὸ τὸ θ. θυσιαστήριον ἐγκρύπτους καὶ ἀκαταδαμάστους τοὺς πόθους των πρὸς ὅ,τι ἀποτελεῖ τὴν ἱερὰν Σιὼν τῆς βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας των» [2] 
 
[1] Η ζωή του αυτοκράτορα Θεοδώρου Β ήταν γεμάτη από ασθένειες, απώλειες αγαπημένων προσώπων, συμφορές, ζηλόφθονους εχθρούς και δολοπλοκίες και μόνη παρηγοριά και παραμυθία του υπήρξε η Θεοτόκος. Οι συχνές προσευχές του Θεοδώρου Β' προς την Υπεραγία Θεοτόκο έγιναν κάποια στιγμή Παράκληση. 
 
Ο Θεόδωρος στα τριάντα έξι του χρόνια, ταλαιπωρημένος από χρόνια και ανίατη ασθένεια, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο το μήνα της Παναγίας, τον Αύγουστο του 1258. Λίγο πριν πεθάνει, πήρε το μοναχικό σχήμα. Εκτός από το Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα, συνέγραψε και αφιέρωσε και άλλους κανόνες, στιχηρά προσόμοια και Θεοτοκία. 
 
[2] Κωνσταντίνου Καλλινίκου, «Ο Χριστιανικὸς ναὸς καὶ τα τελούμενα ἐν αὐτῷ»
 
Υπ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου