Η Σφαγή της Χίου. Το αίμα που «πότισε»
το Ιερό Χώμα της Εθνεγερσίας του 1821, το ιστορικό του «αποτύπωμα» για την
Τουρκία και οι επιπτώσεις του στον Φιλελληνισμό
Προκόπιου Παυλόπουλου
τέως Προέδρου της Δημοκρατίας
Στο Συνέδριο του Δικηγορικού Συλλόγου Χίου
για την Επέτειο των 200 ετών από την Εθνεγερσία του 1821
με θέμα: «Η Χίος κατά την Εθνεγερσία του 1821»
Πρόλογος
Την 30ή Μαρτίου 1822, η οθωμανική θηριωδία, χαρακτηριστικό δείγμα βαρβαρότητας που «στοιχειώνει» –μεταξύ και πολλών άλλων θηριωδιών, δυστυχώς– το απεχθές παρελθόν της Τουρκίας, ενέσκηψε με κτηνώδη σφοδρότητα στο Μαρτυρικό Νησί της Χίου. Το αίμα των κατοίκων της Χίου – «φουσκωμένο» ποτάμι το οποίο ρέει, αδιαλείπτως, πάνω στην «γη» της Ελληνικής Ιστορίας – «πότισε» το Ιερό Χώμα της Εθνεγερσίας του 1821, για να «ριζώσει» το Νεότερο Ελληνικό Κράτος και, μαζί, να επανέλθει η Ελευθερία στο από αιώνων λίκνο της. Συνήθως –και εν πολλοίς δικαίως – αναφερόμενοι στην Σφαγή της Χίου μένουμε στα γεγονότα της Μεγάλης Θυσίας. Θυσίας, η οποία υπενθυμίζει στο Έθνος των Ελλήνων αφενός μια από τις πιο σημαντικές πτυχές της Επανάστασης που ξεκίνησε την 25η Μαρτίου 1821 στην Αγία Λαύρα και, αφετέρου, ποιο είναι σήμερα αλλά και στο μέλλον το χρέος μας απέναντι στα εμβληματικά, μέχρις αυτοθυσίας, κατορθώματα των Προγόνων μας για την υπεράσπιση της Πατρίδας.
Ι. Το χρονικό της Σφαγής
της Χίου ως ανεξίτηλη «κηλίδα» αίματος για
τον Ανθρωπισμό και τον Πολιτισμό.
Η Εθνεγερσία του 1821 βρήκε την
Χίο –«μυροβόλο άνθος» του Αιγαίου απέναντι από τα παράλια της Ιωνίας, «γενέτειρας»
του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού– με τον πολύ μεγάλο, για τα δεδομένα της
εποχής, πληθυσμό 117.000 Ελληνικού στοιχείου να βιώνει ένα ιδιόμορφο καθεστώς «ευημερίας»,
βεβαίως υπό τα «καυδιανά δίκρανα» του οθωμανικού ζυγού. Πολλοί
ήταν οι εύποροι Χιώτες, δοθέντος ότι ως καραβοκυραίοι, καπετάνιοι και ναύτες
ακόμη κυριαρχούσαν εμπορικώς στο Αιγαίο, στην Μεσόγειο και στην Μαύρη
Θάλασσα. Αξιόλογο τμήμα του πλούτου αυτού προερχόταν από το εμπόριο της
μαστίχας – η Χίος είναι το μόνο μέρος όπου φύεται και παράγει το παγκόσμιας
φήμης προϊόν του το μαστιχόδεντρο – όπως τεκμηριώνει και το γεγονός ότι ο
Σουλτάνος είχε εκχωρήσει στην αδελφή του το εισόδημα από ένα μέρος του φόρου
που εισπραττόταν στο πλαίσιο του προαναφερόμενου εμπορίου.
Α. Η έναρξη της
Επανάστασης στην Χίο.
Η
όλη οικονομική «ευμάρεια» στην Χίο οφειλόταν, εν μέρει όπως
είναι ευνόητο, και σ’ ένα καθεστώς ιδιόμορφης «αυτοδιοίκησης»,
που είχε εκχωρήσει στην Χίο ο Σουλτάνος. Τούτο του είχε καλλιεργήσει το
αίσθημα ότι ήταν αδιανόητο οι Χιώτες να πάρουν μέρος στην Επανάσταση, η οποία
είχε ήδη ξεκινήσει στην ηπειρωτική Ελλάδα, την 25η Μαρτίου
1821.
1. Παρ’
όλα αυτά ο ναύαρχος Ιάκωβος Τομπάζης επιχείρησε, μόλις τον Απρίλιο του 1821, να
ξεσηκώσει επαναστατικώς την Χίο.
α) Δεν βρήκε
όμως ανταπόκριση και το εγχείρημά του δεν ευοδώθηκε, όχι τόσο γιατί το
πολυάνθρωπο, κατά τα προαναφερθέντα, Ελληνικό στοιχείο της Χίου ήθελε να
διατηρήσει την ηρεμία του και ν’ απολαύσει, δίχως περιπέτειες, τα οικονομικά
του «κεκτημένα». Όσο γιατί ιδίως οι πρόκριτοι της Χίου είχαν
επίγνωση ότι το Νησί απείχε ελάχιστα από την απέναντι Μικρασιατική Ακτή, όπου
άρχιζε η «επικράτεια» του Σουλτάνου, ενώ τα ίδια τα δεδομένα της
εξέλιξης της Εθνεγερσίας στην ηπειρωτική Ελλάδα έδειχναν, μ’ ευκρίνεια, ότι
κάθε βοήθεια από εκεί ήταν εκ των πραγμάτων σχεδόν αδύνατη.
β) Κι όμως, ένα χρόνο
μετά, αρχές Μαρτίου του 1822, ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης –πρωτεργάτης και
ηγέτης της Σαμιακής Επανάστασης της 17ης Απριλίου 1821 και
εμπνευστής του Προσωρινού Πολιτεύματος της Σάμου, του «Στρατοπολιτικού Διοργανισμού της
Νήσου Σάμου» της 12ης Μαΐου 1821– με την προτροπή και
συνέργεια του Χιώτη αγωνιστή Αντώνιου Μπουρνιά, του γνωστού Χατζηαντώνη,
αποβιβάσθηκε στην Χίο για να ξεκινήσει ο Απελευθερωτικός Αγώνας κατά των
οθωμανών. Με 1.500 άνδρες επιτέθηκε στην φρουρά των οθωμανών, έχοντας την
συμπαράσταση, σχεδόν αποκλειστικώς, των κατοίκων της υπαίθρου της Χίου.
Οι 3.000 οθωμανοί, που βρίσκονταν στο Νησί, κλείσθηκαν στο Κάστρο της
Χίου. Η πολιορκία τους άρχισε αλλά γρήγορα «εκφυλίσθηκε»
επιχειρησιακώς και έτσι δεν είχε ευτυχή κατάληξη. Βασικές αιτίες της
αποτυχίας ήταν ότι το Κάστρο αποτελούσε ισχυρό οχυρό, αλλά και η ελλιπής
οργάνωση των αγωνιζομένων για ένα τέτοιο πολεμικό εγχείρημα καθώς και κάποιες
εσωτερικές έριδες. Κάτι το οποίο, δυστυχώς, εμφανίσθηκε επανειλημμένως μεταξύ
των Ελλήνων και στον ηπειρωτικό χώρο κατά την διάρκεια της Εθνεγερσίας του 1821
και, τουλάχιστον, ως την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους με το Πρωτόκολλο
του Λονδίνου, το 1830.
- Η αντίδραση του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, ελαυνόμενη από
την «οργή» του για την «αχαριστία» των Χιωτών έναντι των «προνομίων»
που τους είχαν, κατά τ’ ανωτέρω, παραχωρηθεί, υπήρξεν όχι μόνον ακαριαία
αλλά και πρωτοφανώς στυγνή, «δίνοντας το σύνθημα» για αδιανόητες
ωμότητες, δείγματα πραγματικής βαρβαρότητας δίχως προηγούμενο.
Ειδικότερα:
α) Κατ’
εντολή του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, ο Καρά Αλή πασάς αποβιβάσθηκε, ύστερα από
σφοδρό κανονιοβολισμό, στην Χίο την 30ή Μαρτίου 1822. Πυρπόλησε τα
περίχωρα και την Πρωτεύουσα του Νησιού κάνοντας τα πάντα «στάχτη».
Και ύστερα άρχισε η Σφαγή:
α1) Σφαγιάσθηκαν οι
περισσότεροι κάτοικοι της Χίου, μέλη του Ελληνικού στοιχείου, πλην των αγοριών
ηλικίας μεταξύ 3 και 12 ετών και των γυναικών ηλικίας μεταξύ 3 και 40
ετών. Έτσι, από 117.000 μέλη του Ελληνικού στοιχείου σφαγιάσθηκαν πάνω
από 42.000, ενώ όσοι εξαιρέθηκαν, κατά τα προλεχθέντα, από την Σφαγή –περί τις
50.000– αρχικώς αιχμαλωτίσθηκαν και στην συνέχεια οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα
της οθωμανικής επικράτειας για να καταλήξουν στα χέρια των δουλεμπόρων, όπου
και πολλοί ακόμη έχασαν την ζωή τους από τους βασανισμούς και άλλες
κακουχίες. Για ν’ αντιληφθεί κανείς το αποκρουστικό «πρόσωπο» της
οθωμανικής βαρβαρότητας κατά την Σφαγή της Χίου είναι αρκετό να υπενθυμισθεί
ότι μαζί με την αναφορά, την οποία απηύθυνε προς την Κωνσταντινούπολη ο τότε
τούρκος τοποτηρητής της Χίου Βαχίτ πασάς για να πιστοποιήσει την ανακατάληψη
του Νησιού, απέστειλε μαζί και πέντε φορτία με κομμένα κεφάλια και δύο φορτία
με κομμένα αυτιά!
α2) Μόνο περίπου
23.000 από το Ελληνικό στοιχείο της Χίου κατάφεραν να διαφύγουν και να σωθούν,
είτε στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, όπου αρκετοί διακρίθηκαν ιδίως στον κατά θάλασσα
Αγώνα κατά του οθωμανικού ζυγού στην Επανάσταση του 1821. Είτε, τέλος,
εκτός Ελλάδος, ιδίως σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αφού ο χώρος της ευρύτερης
Βαλκανικής τελούσε επίσης υπό τον οθωμανικό ζυγό.
β) Η «Νέμεση»
του Ελληνισμού για το αποτρόπαιο έγκλημα της Σφαγής της Χίου ήλθε λίγους μήνες
μετά, μεταξύ 6 και 7 Ιουνίου 1822, κοντά στην θαλάσσια περιοχή της Χίου.
Ήταν τότε που ο Κωνσταντίνος Κανάρης, σ’ εκείνο το ανυπέρβλητο «Έπος»
του Ναυτικού Αγώνα των Αγωνιζόμενων Ελλήνων, ανατίναξε με το μπουρλότο του την ναυαρχίδα
του Καρά Αλή πασά, προκαλώντας, ταυτοχρόνως, τον θάνατο 2.000 οθωμανών, οι
οποίοι προστέθηκαν στους 600 που είχαν ήδη σκοτωθεί από τους αγωνιστές του
Λυκούργου Λογοθέτη κατά την αποτυχημένη επαναστατική απόβαση στην Χίο, καθώς
προεκτέθηκε. Η ανατίναξη της ναυαρχίδας του Καρά Αλή πασά ήταν η μεγάλη
αρχή της μακράς πορείας του «μπουρλοτιέρη» Κωνσταντίνου Κανάρη, η οποία
έγραψε το δικό του «έπος» κατά την Εθνεγερσία του 1821.
ΙΙ. Το ιστορικό «αποτύπωμα»
της Σφαγής της Χίου για την «διαχρονικότητα» της τουρκικής θηριωδίας και
ο διεθνής «απόηχός» της, που σήμανε τις απαρχές του Κινήματος του
Φιλελληνισμού.
Πολλαπλά είναι τα «μηνύματα»,
που «εκπέμπει» ιστορικώς η Σφαγή της Χίου. Μηνύματα, τα οποία όχι
μόνο «θυμίζουν» αλλά, κυρίως, διδάσκουν. Όπως είναι ευνόητο, θα
ήταν εντελώς απρόσφορη μια προσπάθεια, εκ μέρους μου και στον περιορισμένο
χρόνο που έχω στην διάθεσή μου, συνολικής καταγραφής και αποτίμησης των ως άνω
μηνυμάτων. Μένω, λοιπόν, μόνο σε δύο από αυτά, τα οποία επιλέγω και λόγω
της αδιαμφισβήτητης αξίας που έχουν για την ανάδειξη της επιτακτικής ανάγκης,
ως προς το σήμερα αλλά και το μέλλον, της διατήρησης άσβεστης της μνήμης της
Σφαγής της Χίου. Αλλά και λόγω του ότι τα ως άνω μηνύματα δεν έχουν –
κατά την εκτίμησή μου πάντοτε – αναδειχθεί όσο θα έπρεπε, με αποτέλεσμα
κάποιες, πολλαπλώς ουσιώδεις, πτυχές της ως άνω κορυφαίας Θυσίας στο βωμό
της Ελευθερίας να μην έχουν αποτιμηθεί στον βαθμό που θα έπρεπε και,
συνακόλουθα, να μην έχουν καταχωρισθεί στις ιστορικές «δέλτους» κατά
τρόπο, ο οποίος εγγυάται την αντίστοιχη εναργή «εναπόθεσή» της στην
μνήμη ιδίως των γενιών που έρχονται, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.
Α. Η Σφαγή της Χίου και η
προκλητική, αλλά και προσβλητική για τον Ανθρωπισμό, διαχρονικότητα της
τουρκικής θηριωδίας.
Κατά πρώτο λόγο, η Σφαγή της Χίου
πρέπει να μας θυμίζει ότι δεν ήταν, ακόμη και τότε, ένα μεμονωμένο δείγμα της
οθωμανικής βαρβαρότητας εις βάρος των υπόδουλων Ελλήνων αλλά και, γενικότερα,
όσων βίωσαν επί αιώνες τα δεινά του οθωμανικού ζυγού. Είχαν προηγηθεί
και άλλα τέτοια δείγματα, πολλά από τα οποία έχουν, δυστυχώς, σχεδόν
λησμονηθεί.
1. Και
τούτο πρωτίστως επειδή ο διεθνής περίγυρος της εποχής, κατ’ εξοχήν δε η
απαραδέκτως ανεκτική στάση των Μεγάλων Δυνάμεων της σκοτεινής εκείνης περιόδου,
δεν βοήθησαν ώστε να συντηρηθούν δεόντως στην συλλογική μνήμη. Κάτι το
οποίο είχε, επιπροσθέτως, ως καταστροφικό, κυριολεκτικώς, αποτέλεσμα την
αποθράσυνση της οθωμανικής βαρβαρότητας, πολλώ μάλλον όταν η «Υψηλή Πύλη»
όχι μόνο δεν υπέστη γι’ αυτή την βαρβαρότητα τις επιβαλλόμενες κυρώσεις από τις
προαναφερόμενες Μεγάλες Δυνάμεις, τουλάχιστον εν ονόματι του Πολιτισμού
τους. Αλλά, όλως αντιθέτως, η «Υψηλή Πύλη» απολάμβανε,
συνήθως, στις διεθνείς της σχέσεις από την κατανόηση ως και ένα είδος
-αδιανόητου βεβαίως ακόμη και με τα μέτρα της εποχής εκείνης- «σεβασμού»,
λόγω της ισχύος της και του υπολογισμού του οφέλους από την με αυτήν
συνεργασία ή και συμμαχία στο πολεμικό ή απλώς στο οικονομικό πεδίο.
2. Τ’
αποτελέσματα, ως προς την αποθράσυνση της τουρκικής, πλέον, θηριωδίας μετά την
εμπέδωση του τουρκικού κράτους υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ τον 20ό αιώνα –με την
πλήρη ανοχή ή και στήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων, εις βάρος κυρίως της Ελλάδας–
υπήρξαν κάτι παραπάνω από ιστορικώς «ηχηρά». Μέσα στο πρώτο τρίτο
κιόλας του 20ού αιώνα, η Τουρκία επιδόθηκε, «ακάθεκτη», σε σειρά
εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας, με αποκορύφωμα τις αδιανόητες, για το
Παγκόσμιο Πολιτισμό, Γενοκτονίες των Αρμενίων, των Ελλήνων του Πόντου, των
Ελλήνων της Μικράς Ασίας και των Ασσυρίων. Γενοκτονίες, για τις οποίες
ακόμη και σήμερα η Τουρκία δεν έχει ζητήσει, έστω και καθ’ υποφοράν, μια
στοιχειώδη συγγνώμη, επιμένοντας, δίχως ουσιαστική αποτελεσματική αντίδραση με
ανάλογες κυρώσεις από την Διεθνή Κοινότητα ή ακόμη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση,
να προκαλεί διεθνώς και να διαστρέφει ασυστόλως την Ιστορία. Και αυτό,
προκειμένου να συγκαλύψει την βαρβαρότητα του παρελθόντος και –τούτο δε είναι
το χειρότερο και πιο επικίνδυνο- να συνεχίσει, με νέες «σύγχρονες μεθόδους»,
την προκλητική παραβίαση –πέρα από τα όρια της ωμής περιφρόνησης– του Διεθνούς
και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, κυρίως ως προς τις διατάξεις τους που αφορούν τον
σεβασμό των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Β. Η Σφαγή της Χίου «προάγγελος»
του Κινήματος του Φιλελληνισμού κατά την Εθνεγερσία του 1821.
Κατά δεύτερο λόγο, η Σφαγή της
Χίου πρέπει να ερευνηθεί, επισταμένως, αναφορικά με τις διεθνείς προεκτάσεις
της, ως προς τον αντίκτυπο που είχε πέρα από τα στενά όρια της τότε
αγωνιζόμενης Ελλάδας για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Συγκεκριμένα,
θα πρέπει να ερευνηθεί και ως προς τον αντίκτυπο που είχε στον πνευματικό, εν
γένει, κόσμο της Ευρώπης της εποχής εκείνης –αφού δυστυχώς, καθώς προεκτέθηκε,
οι Μεγάλες Δυνάμεις αδρανούσαν επιδεικτικώς– έτσι ώστε να γεννηθούν οι πρώτες,
από πλευράς διεθνούς κοινής γνώμης, ρίζες του Κινήματος του
Φιλελληνισμού.
1. Η
αλήθεια είναι ότι σε σχετικώς μικρό χρονικό διάστημα, ιδίως μέσω όσων -κατά τα
προεκτεθέντα– από τα μέλη του Ελληνικού στοιχείου της Χίου κατάφεραν να σωθούν
διαφεύγοντας στην Δυτική Ευρώπη, η οθωμανική θηριωδία της Σφαγής της Χίου έγινε
γνωστή στους ευρύτερους πνευματικούς κύκλους σε πολλές χώρες της Ευρώπης,
κυρίως δε στην Αγγλία, στην Αυστρία, στην Γαλλία και στην Γερμανία.
α) Άκρως
ενδεικτική υπήρξε η αντίδραση του Τύπου στις Χώρες αυτές.
α1) Με ειδησεογραφία
και αρθρογραφία που περιέγραφε, με τα μελανότερα χρώματα, την βαρβαρότητα της
Σφαγής της Χίου, ο Τύπος αυτός προσπάθησε ν’ αναδείξει το πόσο μια τέτοια
βαρβαρότητα συνιστούσε προσβολή για τον Ανθρωπισμό και τον Πολιτισμό της
Ευρώπης, και για τον λόγο αυτόν δεν ήταν νοητό να μείνει δίχως «απάντηση»
και, κατ’ αποτέλεσμα, χωρίς τις επιβαλλόμενες κυρώσεις για τους θύτες.
α2) Άξια επισήμανσης
είναι και η συμβολή, προς την ίδια κατεύθυνση, μεγάλων ή αλλοδαπών ιστορικών,
οι οποίοι και μέσω της ακριβούς και τεκμηριωμένης περιγραφής της οθωμανικής
θηριωδίας της Σφαγής της Χίου όχι μόνο εξωτερίκευσαν τα Φιλελληνικά τους
αισθήματα αλλά και κατέγραψαν, με ανεξίτηλο πνευματικώς τρόπο, στην Ιστορία «ως κτήμα
εσαεί» τα φρικτά της γεγονότα. Χαρακτηριστικό και πιο
αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι εκείνο του ιστορικού Τόμας Γκόρντον, στο
μνημειώδες έργο του «History of the Greek Revolution»,
το οποίο εκδόθηκε το 1832, και αρκετά αργότερα μεταφράσθηκε στα Ελληνικά από
τον «Άγιο των Ελληνικών Γραμμάτων», τον Αλέξανδρο
Παπαδιαμάντη.
β) Στο αμιγώς διεθνές
πνευματικό πεδίο της εποχής, η Σφαγή της Χίου βρήκε την θέση που της άρμοζε, ως
ιστορικό γεγονός που αφορούσε ευθέως το Πνεύμα και τον Πολιτισμό, ιδίως στην
Λογοτεχνία και στην Ζωγραφική.
β1) Μένει για πάντα,
ως ανεπανάληπτη και αείχρονη «πνευματική παρακαταθήκη», η
ποιητική προσφορά του Βίκτωρος Ουγκώ για την φρίκη της Σφαγής της Χίου.
Στο ποίημά του, «Τα Ελληνόπουλα», γραμμένο το 1828, ο
εμβληματικός Γάλλος λογοτέχνης άφησε στην πνευματική αιωνιότητα στίχους –αξίζει
η προσφυγή στην έξοχη μετάφραση στα Ελληνικά του Κωστή Παλαμά– που μένουν
χαραγμένοι, αδιαλείπτως, στο «θησαυροφυλάκιο» της παγκόσμιας
λογοτεχνικής δημιουργίας. Θυμίζω, μόνο, τις εξής λίγες στροφές από «Τα
Ελληνόπουλα»:
«Τούρκοι
διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίος, τ’ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα.»
β2) Στο πεδίο της
Ζωγραφικής, την Σφαγή της Χίου «καταγράφει» διαρκώς στην διεθνή
συλλογική μνήμη ο περιώνυμος και πρωτοποριακός, στον χώρο του Ρομαντισμού,
πίνακας του Ευγένιου Ντελακρουά. «Η Σφαγή της Χίου», ελαιογραφία
σε καμβά «γιγαντιαίου» μεγέθους –4,19Χ3,54 μ.– κατέχει περίοπτη θέση στο
Μουσείο του Λούβρου, πραγματικός «φόρος τιμής» στην Ελλάδα,
μαζί –φυσικά από την οικεία ιστορική και πνευματική σκοπιά– με την Αφροδίτη της
Μήλου και την Νίκη της Σαμοθράκης. Ο Ευγένιος Ντελακρουά δημιούργησε την
«Σφαγή της Χίου» το 1824, μέσα σε έξη μήνες, αφού είχε γνωρίσει τα
ιστορικά γεγονότα από τον Φιλέλληνα Γάλλο συγγραφέα Ολιβιέ Βουτιέ. Ο
πίνακας βραβεύθηκε στην Έκθεση του 1824 και αγοράσθηκε από την Γαλλική
Κυβέρνηση, αντί 6.000 νομισμάτων, για να βρει μια για πάντα –όπως προεκτέθηκε–
την θέση που του αρμόζει στο Μουσείο του Λούβρου, όντας έτσι επισκέψιμος και
προσιτός στο παγκόσμιο κοινό, το οποίο το επισκέπτεται μαζικώς. «Η
Σφαγή της Χίου» συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων έργων της τεχνοτροπίας
του Ρομαντισμού στον χώρο της Ζωγραφικής. Τα χρώματά του και η όλη
σύνθεσή του συγκλόνισαν και συγκλονίζουν τον θεατή του πίνακα, με την μοναδική
εκφραστική ζωντάνια και την ανείπωτη συγκίνηση που αποπνέουν κατ’ εξοχήν τ’
απεικονιζόμενα πρόσωπα. Για παράδειγμα, κάτω από τον «υπερμεγέθη»
-για τα δεδομένα των διαστάσεων του πίνακα– οθωμανό καβαλάρη, έργω «εκφραστή»
της οθωμανικής αναλγησίας και βαρβαρότητας, κυριαρχούν: Στο δεξί άκρο, η
ξέπνοη, ξαπλωμένη ημίγυμνη τραγική μάνα, με το μωρό στην αγκαλιά της που
προσπαθεί να φθάσει το στήθος της, αναζητώντας τροφή και μαζί μια μορφή «προστασίας».
Στο αριστερό άκρο, δύο μικρά παιδιά αγκαλιασμένα, λες και προσμένουν καρτερικά
τον θάνατο να τα λυτρώσει από το μαρτύριο του ανελέητου κυνηγητού των οθωμανών
εισβολέων. Και στο κέντρο του πίνακα, το απελπισμένο από την φρίκη της
Σφαγής ανδρόγυνο και δίπλα η ηλικιωμένη γυναίκα, να κοιτάζει με την
καρτερία της άφατης οδύνης τον ουρανό, επιζητώντας «την εξ ύψους
παρηγορία». Τέλος, στο βάθος φαίνονται, με μοναδική χρωματική
ενάργεια, τα πυρπολημένα χωριά, σαν φωτιά που καίει, δίχως ποτέ να σβήνει,
πάνω στον «βωμό της Θυσίας».
- Αυτός ο διεθνής αντίκτυπος της Σφαγής της Χίου,
μεσ’ από τον Τύπο της εποχής και πρωτίστως μεσ’ από τα προαναφερόμενα
αφιερώματα μέγιστων δημιουργών στο πεδίο της Ιστορίας, της Λογοτεχνίας και
της Ζωγραφικής συγκλόνισαν, κυριολεκτικώς, την κοινή γνώμη στην τότε
Δυτική Ευρώπη.
α) Ήταν αυτός ο
αντίκτυπος ο οποίος, με όχημα τις «επαναστατικές» -από πλευράς επιρροής
και διαμόρφωσης κινηματικών προεκτάσεων στην ευρύτερη κοινή γνώμη- επιδράσεις
του Ρομαντισμού «φύτεψε» βαθιά τον πρώτο, ουσιαστικώς, και γονίμως «εύρωστο
σπόρο» του Φιλελληνισμού. Μετά τις επιπτώσεις από την κοινολόγηση των
«Επαναστατικών Διακηρύξεων» του 1821 –ύστερα από την
απελευθέρωση της Καλαμάτας, την 23η Μαρτίου 1821– ο
προαναφερόμενος αντίκτυπος της Σφαγής της Χίου ήταν η πιο αποτελεσματική «αφύπνιση»
των πνευματικών ανθρώπων στην Δυτική Ευρώπη, έτσι ώστε να διαμορφωθεί ένας
πρώτος «πυρήνας» πραγματικού Φιλελληνισμού, με πολλές –διόλου φρούδες,
όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια– προσδοκίες περαιτέρω εξάπλωσής του στο μέλλον.
β) Υπό τα δεδομένα
αυτά πρέπει, δίχως ίχνος ιστορικής υπερβολής, να
γίνει δεκτό ότι ο κατά τ’ ανωτέρω διεθνής αντίκτυπος της Σφαγής της Χίου
λειτούργησε ως «προάγγελος» και, επέκεινα, «πρόδρομος» για το
Φιλελληνικό Κίνημα, που «βλάστησε και άνθισε» στο Μεσολόγγι, με
αποκορύφωμα την Ηρωϊκή Έξοδο την νύχτα της 9ης προς την 10η Απριλίου
1826.
β1) Αν η Σφαγή
της Χίου ήταν μια «σπίθα», που διατηρήθηκε άσβεστη στην «χόβολη»
της Εθνεγερσίας του 1821 για τα επόμενα χρόνια, το Μεσολόγγι ήταν ο «πυρσός»
που, με πρωτεργάτη και πρωτοστάτη τον άλλο μεγάλο εκπρόσωπο του «επαναστατικού»
Ρομαντισμού, τον Λόρδο Βύρωνα, άναψε την μεγάλη «φωτιά» -θάλεγε κανείς «πυρκαγιά»-
του Κινήματος του Φιλελληνισμού, κυρίως στην Δυτική Ευρώπη. Και ήταν αυτό
το Κίνημα Φιλελληνισμού που κατάφερε, ίσως δίχως να το πιστεύει κανείς στην
αρχή, να κάμψει την «αμφιθυμία» – κατά την επιεικέστερη εκδοχή, για να
μην χρησιμοποιήσω τον όρο «εχθρότητα», που σίγουρα διακατείχε ακόμη
πολλούς απέναντι στην Επαναστατημένη Ελλάδα– των Μεγάλων Δυνάμεων, ώστε ν’
αποφασίσουν, επιτέλους και έστω κατ’ αρχήν, το 1827, ότι έπρεπε να ιδρυθεί το
Νεότερο Ελληνικό Κράτος, ως το πρώτο Έθνος-Κράτος στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό
χώρο.
β2) Είναι άκρως
ενδεικτική και αντιπροσωπευτική η μαρτυρία εκείνη, αναφορικά με την αντίδραση
του Τσάρου, όταν ο Μέτερνιχ –απηνής πολέμιος της ευόδωσης της Εθνεγερσίας του
1821– απευθύνθηκε προς αυτόν για να του ζητήσει «τήρηση των υπεσχημένων»,
ως προς την αντίθεσή του απέναντι στην επικράτηση της Επανάστασης του
1821. «Δυστυχώς, μεσολάβησε το Μεσολόγγι», λέγεται πως ήταν η «μελαγχολική»
απάντηση του επικεφαλής της Ρωσίας, ο οποίος έτσι πειθαναγκάσθηκε, υπό το βάρος
της ίδιας της Ιστορίας, να υιοθετήσει, «εκών άκων», εκ νέου τις θέσεις,
που είχε και αρχικώς δεχθεί, υπό την «έμπνευση» και επιρροή του τότε
Υπουργού επί των Εξωτερικών της Ρωσίας και άμεσου συνεργάτη του, του Ιωάννη
Καποδίστρια. Του Μεγάλου αλλά και τραγικού Πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας,
δίχως την προσφορά και την αυτοθυσία του οποίου σίγουρα δεν θα είχε ιδρυθεί το
Νεότερο Ελληνικό Κράτος με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 ή, τουλάχιστον,
η ίδρυση αυτή θα είχε αργήσει πολύ ακόμη, και μάλιστα με οπωσδήποτε πιο «ισχνά»,
πολιτικά και πολιτειακά, αποτελέσματα.
Επίλογος
Συμπερασματικώς, η Σφαγή της
Χίου, ως κορυφαίο ιστορικό γεγονός το οποίο προσλαμβάνει τις διαστάσεις που του
αναλογούν ιδίως υπό το φως των εξίσου κορυφαίων συμβολισμών της Επετείου των
200 ετών της Εθνεγερσίας του 1821, δεν είναι –κάθε άλλο μάλιστα– «μονοσήμαντη»
ως προς τους αποδέκτες της σήμερα. Και τούτο διότι βεβαίως και πρωτίστως
αφορά εμάς, τους Έλληνες –και, ακριβέστερα, το Έθνος των Ελλήνων εν
γένει– οι οποίοι οφείλουμε, με βάση τα διδάγματα της Σφαγής της Χίου, αφενός να
τιμούμε τις θυσίες των Προγόνων μας για την υπεράσπιση της Πατρίδας. Και,
αφετέρου, ν’ αναλογιζόμαστε το δικό μας Χρέος απέναντι στην Πατρίδα και να το «μεταλαμπαδεύουμε»
εναργές στις γενιές των Ελλήνων που έρχονται. Πλην όμως η Σφαγή της Χίου
αφορά, πέραν της Ελλάδας και των Ελλήνων, ευθέως και πολλαπλώς τόσο την Διεθνή
Κοινότητα εν γένει όσο και, κυρίως, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστον υπό την
εξής έννοια: Όσο η Τουρκία αφήνεται, χωρίς αποτελεσματική αντίδραση και χωρίς
εξίσου αποτελεσματικές αυστηρές κυρώσεις, ν’ αμφισβητεί – ή και ν’ αγνοεί
επιδεικτικώς, παραχαράσσοντας ασυστόλως την Ιστορία – την βαρβαρότητα του
παρελθόντος της και πρωτίστως τις Γενοκτονίες που διέπραξε, με πιο «αντιπροσωπευτικές»
τις Γενοκτονίες των Αρμενίων, των Ελλήνων του Πόντου, των Ελλήνων της Μικράς
Ασίας και των Ασσυρίων, τόσο θ’ αποθρασύνεται και δεν θα διστάσει να τις
επαναλάβει, έστω και με συγκαλυμμένη μορφή, στο παρόν και στο μέλλον. Και
όσο η Τουρκία θ’ αφήνεται, και πάλι χωρίς αποτελεσματική αντίδραση και χωρίς
εξίσου αποτελεσματικές αυστηρές κυρώσεις, να προσβάλει θεμελιώδεις κανόνες του
Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου – με κύριο «αποδέκτη» την Ελλάδα και
τα Εθνικά της Θέματα και Δίκαια – ιδίως δε τους κανόνες για τα Θεμελιώδη
Δικαιώματα του Ανθρώπου, τόσο οι αδιανόητες προσβολές της θα συνεχίζονται και
θα διευρύνονται παρέχοντας, επιπλέον, ένα «ανέξοδο» «παράδειγμα προς
μίμηση» και για άλλα Κράτη-Μέλη της Διεθνούς Κοινότητας, τα οποία,
δυστυχώς, έχουν «παρόμοιες» αναφορές στο παρελθόν τους και «παρόμοιες»
βλέψεις για το μέλλον τους. Ας γίνει, επιτέλους, αντιληπτό ότι η απάθεια
και η ανοχή απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα είναι ευθεία προσβολή στον
Άνθρωπο, στον Ανθρωπισμό και, εν τέλει, στον Πολιτισμό μας. Εν
κατακλείδι, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε, ειλικρινώς και πλήρως, ότι όταν,
μπροστά στα συντετελεσμένα Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας, διακηρύσσουμε το «ποτέ
ξανά», τούτο σημαίνει πως, πέραν της διαρκούς απότισης του αναλογούντος
Φόρου Τιμής στα τραγικά θύματα, το μήνυμά μας πρέπει να φθάνει, «εκκωφαντικό»,
προς τους θύτες. Έτσι ώστε να τους καθιστά σαφές, με έμπρακτες
αποτελεσματικές ενέργειες, ότι ούτε ξεχνάμε, ούτε ανεχόμαστε και, εν τέλει, «δεν
θα περάσουν»!
Τι κρίμα να τα λέει αυτά, κατόπιν εορτής, ο κ. Προκόπης (αφού υπέγραψε τρέχοντας την παράνομη Συμφωνία των Πρεσπών)....
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν φεύγεις από μία καρέκλα, γίνεσαι σοφότερος;