Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Ἡ ὀλιγοπιστία καί ἡ θραπεία της - π. Γρηγορίου Μουσουρούλη

 

Κυριακή Δ΄ Νηστειῶν
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον

Ἡ ὀλιγοπιστία καί ἡ θραπεία της
 «Πιεύω Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μάρκ.θ΄ 24)

Του μακαριστού
Αρχιμανδρίτου π. Γρηγορίου Μουσουρούλη
(†11/01/2021)
Ἀρχιγραμματέως  Ἱεράς Συνόδου
τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου 

«Πιστεύω Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ»

           Κα­θώς ὁ Κύ­ριος κα­τε­βαί­νει ἀ­πό τό φῶς τοῦ Θα­βώρ με­τά τό θαυμαστό γεγονός τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως συ­ναν­τᾶ τό σκο­τά­δι τοῦ κό­σμου. Ἀν­τι­κρύ­ζει τόν βα­σα­νι­σμέ­νο πα­τέ­ρα ἑνός δαι­μο­νι­σμέ­νου νά γο­να­τί­ζει μπρο­στά του μέ πό­νο καί νά τοῦ λέ­ει:  Κύ­ρι­ε, ἐ­άν μπο­ρεῖς νά κά­νεις κά­τι, λυ­πή­σου καί βο­ή­θη­σε τό παι­δί μου.  Καί ὁ Κύ­ριος ἀ­παν­τᾶ στόν πα­τέ­ρα μέ τήν ἀ­σθε­νι­κή πί­στη: «Ἐ­σύ ἄν μπο­ρεῖς νά πι­στεύ­σεις, θά γί­νει τό παι­δί σου κα­λά. Δι­ό­τι ὅ­λα εἶ­ναι δυ­να­τά σέ κεῖ­νον πού πι­στεύ­ει». Ὁ πα­τέ­ρας τώ­ρα σάν μό­λις νά ξύ­πνη­σε ἀ­πό τό λή­θαρ­γο τῆς ὀ­λι­γο­πι­στί­ας του, φω­νά­ζει μέ δύ­να­μη στόν Χρι­στό:  «Πι­στεύ­ω Κύ­ρι­ε, βο­ή­θει μου τῇ ἀ­πι­στί­ᾳ». Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε, ἀλ­λά ἔ­χω ἀ­δύ­να­μη πί­στη. Βο­ή­θα με λοι­πόν νά ἀ­παλ­λα­γῶ ἀ­πό τήν ὀ­λι­γο­πι­στί­α μου.

Ἡ ἀ­σθε­νι­κή αὐ­τή πίστη τοῦ πο­νε­μέ­νου πα­τέ­ρα μᾶς δί­νει τήν εὐ­και­ρί­α νά δοῦ­με τί εἶναι ὀλιγοπιστία,πού ὀ­φεί­λε­ται καί πῶς μπο­ροῦ­με νά τήν πο­λε­μή­σου­με.

****

« Πιστεύω Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ »

Ἡ πίστη, ἡ χωρίς δισταγμούς ἐμπιστοσύνη στό Χριστό, εἶναι ὑγεία τῆς ψυχῆς. Ὁ πιστός ἄνθρω­πος ζωογονεῖται ἀπό τήν πίστη του, ἔχει δυνάμεις πνευματικές καί ἐργάζεται ἔργα ἐξαιρετικά. Ὁ πιστός χάρη στήν πίστη του ἔχει καί ἀντοχή, εἶναι γενναῖος, δέν καταβάλλεται ἀπό τόν πόνο καί τά δυσάρεστα τῆς ζωῆς. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐλπίδας, τῆς καρτερίας καί τῆς ὑπομονῆς.

Συμβαίνει ὄμως μερικές φορές ἐξ αἰτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας μας ἤ καλύτερα ἀπό ἀπροσεξίες μας ἡ πίστη μας, ἡ ἐμπιστοσύνη μας δηλαδή πρός τόν Χριστό, ἡ ἐξάρτησή μας ἀπ᾽Αὐ­τόν νά προσβάλλεται ἀπό τήν ὕπουλη ἀρρώστια πού λέγεται ὀλιγοπιστία.

Ὁ ὀλιγόπιστος δέν εἶναι ἄπιστος. Δέν εἶναι ἄθρησκος καί ἄθεος. Ὁ ὀλιγόπιστος πιστεύει. Πιστεύει στόν Χριστό, στήν Ἐκκλησία, στή δύναμη τῶν ἱερῶν Μυστηρίων. Γι᾽αὐτό καί διατηρεῖ δεσμούς μέ τήν Ἐκκλησία. Ἐκκλησιάζεται καί προσεύχεται. Τότε θά μοῦ πεῖτε τί τοῦ λείπει. Τοῦ λείπει ἡ ὑγεία. Ἡ ἀρρώστια τῆς ὀλιγοπιστίας θά ἔλεγα πώς μοιάζει μέ τόν καρκίνο. Ἕνας καρκινοπαθής σέ προχωρημένο στάδιο δέν μπορεῖ νά ἐργασθεῖ, νά δράσει, νά δημιουργήσει. Καί ὁ ὀλιγόπιστος ἐφ᾽ ὅσον δέν ἐπισημαίνει τήν ἀρρώστια του καί δέν παίρνει τά κατάλληλα καί δραστικά φάρμακα γιά νά τήν θεραπεύσει, ὁδηγεῖται στόν πνευματικό θάνατο. Διότι ἡ ὀλιγοπιστία ὅσο προχωρεῖ κατατρώγει τίς ρίζες τῆς πίστεως καί τήν ἀφήνει ἐπιφανειακή, φαινομενική. Πίστη πού ὅταν ἔλθουν οἱ δυσκολίες καί οἱ πειρασμοί φθίνει, σβήνει, κινυνεύει νά ἀφανισθεῖ.

Τήν βῆ­μα πρός βῆ­μα πάλη ἀνάμεσα στήν πίστη καί τήν ὀλιγοπιστία τήν βλέπουμε νά ἐκδηλώνεται μέ­σα στό ἱ­ε­ρό εὐ­αγ­γέ­λιο στό πρόσωπο τοῦ πα­τέ­ρα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου. Τό χρο­νι­κό τῆς πο­ρεί­ας αὐ­τῆς σκι­α­γρα­φεῖ τίς ἀμ­φι­τα­λαν­τεύ­σεις τῆς κά­θε ψυ­χῆς ἀ­νά­με­σα στήν πί­στη καί τήν ὀ­λι­γο­πι­στί­α. Ἀ­γω­νι­οῦ­σε ὁ πα­τέ­ρας τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου καί ἔ­λι­ω­νε κα­θώς ἔ­βλε­πε τό παι­δί του νά σφα­δά­ζει ἀ­πό τόν πό­νο. Μα­ζί μ’­αὐ­τόν ἀ­γω­νι­οῦ­με κι ἐ­μεῖς καί ἀ­να­στα­τω­νό­μα­στε κά­θε φο­ρά πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με ἀ­δυ­σώ­πη­τα προ­βλή­μα­τα ὑγεί­ας, θα­νά­του, οἰ­κο­νο­μι­κά, οἰ­κο­γε­νεια­κά καί τό­σα ἄλ­λα.

Ἀ­πο­γο­η­τεύ­θη­κε ὁ πα­τέ­ρας ὅ­ταν εἶ­δε τούς μα­θη­τές νά ἀ­δυ­να­τοῦν νά θε­ρα­πεύ­σουν τό παι­δί του· καί μα­ζί του ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε κι ἐ­μεῖς ὅ­ταν ἔ­πει­τα ἀ­πό κά­ποι­ες προ­σευ­χές μας βλέ­που­με νά μήν λύ­νον­ται τά προ­βλή­μα­τά μας. Πε­ρι­πλα­νι­έ­ται καί ἡ δι­κή μας ψυ­χή στά μο­νο­πά­τια τῶν ἀμ­φι­βο­λι­ῶν καί τῆς ὀ­λι­γο­πι­στί­ας. Ἀ­πο­δι­ορ­γα­νω­νό­μα­στε ψυ­χι­κά, ἐγ­κλω­βι­ζό­μα­στε σέ ἀ­πέ­ραν­τη θλί­ψη. Ζα­λί­ζε­ται ὁ νοῦς μας, ἀν­τι­δρᾶ ἡ λο­γι­κή. Οἱ ἀν­το­χές μας ἐ­ξα­σθε­νοῦν, ἡ ἐλ­πί­δα μας πά­ει νά σβή­­σει. Θά μποροῦσε νά πεῖ καί σέ μᾶς ὁ Κύριος: «τί διαλο­γίζεσθε ἐν ἑαυτοῖς, ὀλιγόπιστοι»; (Ματθ.­ιστ´8) Γιατί πέσατε σέ σκέψη καί συλλογισμό ὀλιγόπι­στοι;

Ἐ­πει­δή ὅ­μως τό με­γά­λο μας πρό­βλη­μα εἶ­ναι ὁ κι­νη­τή­ριος μο­χλός τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν μας καί τῶν αἰ­σθη­μά­των μας μα­ζί μέ τόν πα­τέ­ρα τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου τρέ­χου­με μέ πό­θο καί φό­βο συ­νά­μα στά πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἰ­κε­τεύ­ου­με καί ταυ­τό­χρο­να ἀ­γω­νι­οῦ­με. Ἐλ­πί­ζου­με ἀλ­λά καί δει­λι­οῦ­με. Τό καρ­δι­ο­γρά­φη­μα τῶν συ­ναι­σθη­μά­των μας πα­ρου­σιά­ζει ἰ­σχυ­ρές με­τα­πτώ­σεις ἀ­πό τήν μαύ­ρη ἀ­πελ­πι­σί­α στή χάρη τῆς ἐλ­πί­δας. Συγ­κλο­νι­ζό­μα­στε ἀ­­πό τίς πα­λιν­δρο­μή­σεις μας ἀ­νά­με­σα στά δύ­ο με­γά­λα αὐ­τά καί ἀ­κραῖ­α συ­ναι­σθή­μα­τα. Γο­να­τί­ζου­με κι ἐ­μεῖς μπρο­στά στά πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου μέ πό­θο ἀλ­λά καί ἀμ­φι­βο­λί­ες. Καί ἔρ­χε­ται ὁ Κύ­ριος νά δι­ορ­θώ­σει τήν ὀ­λι­γο­πι­στί­α μας καί ταυτόχρονα μᾶς ἐλέγχει ἀλλά καί μᾶς στηρίζει λέγοντας: «ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδί­στα­σας;» (Ματθ. ιδ´31) ὀλιγόπιστε, γιατί  ἐδειλίασες;  «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι πάντα δυνατά τῷ πι­στεύ­οντι», ἐ­σύ ἐ­άν μπο­ρεῖς νά πι­στεύ­σεις, ὅ­λα εἶ­ναι δυ­να­τά γιά σέ­να. Καί ἀ­κο­λου­θεῖ τό θαῦ­μα. Τό πρό­βλη­μα λοι­πόν εἶ­ναι σέ μᾶς, στή δι­κή μας ὀ­λι­γο­πι­στί­α. Πῶς λοι­πόν θά μπο­ρέ­σου­με νά τήν ὑ­περ­νι­κή­σου­με;

*******

Τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι πο­λύ ἁ­πλά. Ἐ­μεῖς τά κά­νου­με δύ­­­σκο­λα ὅ­ταν προ­σπα­θοῦ­με νά τα­κτο­ποι­οῦ­με τά προ­βλή­μα­τά μας μό­νο μέ τίς δι­κές μας δυ­νά­μεις. Δι­ό­τι ἔ­τσι φε­ρό­μα­στε σάν νά μήν ὑ­πάρ­χει Θε­ός, ἐμ­πο­δί­ζου­με τήν θεί­α χά­ρη νά ἔρθει καί νά φέ­ρει τό θαῦ­μα.

Ἔπειτα ἄς σκεφτόμαστε καί λογικά: μᾶς ἄφησε μέ­χρι τώρα ὁ Θεός; Πόσες φορές σέ δύσκολες στιγμές ἐ­κεῖ πού δέν τό περιμέναμε μᾶς ἔδωσε ἀπάντηση στίς δυσκολίες μας. Οὔτε λοιπόν καί τώρα θά μᾶς ἀφήσει. Εἶναι τόσα πολλά καί σταθερά τά δείγματα τῆς ἀγάπης καί τῆς φροντίδας τοῦ Θεοῦ μας στό παρελθόν, ὥστε κάθε ἀβεβαιότητα γιά τό παρόν καί τό μέλλον νά ἀποδεικνύεται πέρα γιά πέρα ἀδικαιολόγητη καί κυριολεκτικά παράλογη.

Ἐ­άν θέ­λου­με λοι­πόν νά πά­ψου­με νά ἀ­γω­νι­οῦ­με, νά ζα­λι­ζό­μα­στε, νά πάσχουμε, νά μήν τρο­μο­κρα­τού­μα­στε καί τά χά­νου­με σέ στιγ­μές πει­ρα­σμῶν, θλί­ψε­ων καί δο­κι­μα­σι­ῶν θά πρέ­πει νά μά­θου­με νά βά­ζου­με τόν Θε­ό πρίν ἀ­πό κά­θε ἐ­νέρ­γειά μας. Νά θυ­μό­μα­στε ὅ­τι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι δί­πλα μας, γνω­ρί­ζει τά προ­βλή­μα­τα καί τίς ἀ­γω­νί­ες μας, θέ­λει καί μπο­ρεῖ νά μᾶς βο­η­θή­σει. Κι ἔ­τσι νά ἐμ­πι­στευ­θοῦ­με ὅ­λη μας τή ζω­ή σ’­ Αὐ­τόν. «Ἑ­αυ­τούς καί ἀλ­λή­λους καί πᾶ­σαν τήν ζω­ήν ἡ­μῶν Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ πα­ρα­θώ­με­θα». Νά ἐμ­πι­στευ­θοῦ­με στήν ἀ­γά­πη καί προ­στα­σί­α τοῦ Θε­οῦ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά τόν ἑ­αυ­τό μας, τή ζώ­η μας, τήν οἰ­κο­γέ­νειά μας, τό μέλ­λον μας.

Καί νά προ­σευ­χό­μα­στε κα­θη­με­ρι­νά λέ­γον­τας: «Πρό­σθες ἡ­μῖν Κύ­ρι­ε, πί­στιν» (Λουκ. ιζ´5). Αὔξησε, Κύ­ρι­ε, τήν πί­στη μας. Τήν ἔ­χου­με τό­σο ἀ­νάγ­κη. Γιά νά ὑ­περ­νι­κή­σου­με τίς ἀμ­φι­βο­λί­ες μας. Νά στε­ρε­ω­θοῦ­με στήν πί­στι. Γιά νά βι­ώ­σου­με δυ­να­μι­κό­τε­ρα τήν κοι­νω­νί­α μας μέ τόν Θε­ό. Ἀ­δύ­να­μα σκεύ­η εἴ­μα­στε. Χρει­α­ζό­μα­στε δύ­να­μη γιά νά ξε­περ­νᾶ­με τά ἀν­θρώ­πι­να μέ­τρα μας. Γιά νά μά­θου­με νά ἐμ­πι­στευ­ό­μα­στε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά τήν ζω­ή μας στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Νά δυ­να­μώ­σει ἡ ἀ­φο­σί­ω­σή μας σ’ Αὐ­τόν. Αὐ­τός νά στε­ρε­ώ­σει τίς ἀ­σθε­νι­κές μας καρ­δι­ές καί τά τρι­κλύ­ζον­τα βή­μα­τα μας καί νά δυ­να­μώ­σει τίς τρε­μά­με­νες φλό­γες τῆς ψυ­χῆς μας.

***** 

« Πιστεύω Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ »

Ἀ­δελ­φοί, ἡ πί­στη πρός τόν Θε­ό δέν εἶ­ναι μό­νο δι­ά­θε­ση ψυ­χῆς, ὀ­πτι­κή, ὅ­ρα­μα καί αἴ­σθη­ση ἀλ­λά εἶ­ναι καί πρά­ξη, ἐμ­πει­ρί­α, βί­ω­μα καί ζωή. Εἶ­ναι σχέ­ση μέ τόν Θε­ό πού δο­κι­μ­ά­ζε­ται κα­θη­με­ρι­νά καί ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται ὄ­χι μέ λό­για ἀλ­λά μέ τήν ζω­ή μας, μέ δά­κρυ­α, ἱ­δρώ­τα καί αἷ­μα. Ἄς ἀ­φή­νου­με κι ἐ­μεῖς τήν ζωή μας στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ κι ἄς κραυ­γά­ζου­με: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ»

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου