Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

Παγίδα θανάτου - π. Γρηγορίου Μουσουρούλη

Κυριακή Β´Ματθαίου
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον

Παγίδα θανάτου
 « Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. δ´20)
 
Του μακαριστού
Αρχιμανδρίτου π. Γρηγορίου Μουσουρούλη
Ἀρχιγραμματέως  Ἱεράς Συνόδου
τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου
 
          Ὁ Κύριος ἔχει ἀρχίσει τή δημόσια δράση του. Ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης σιγά –σιγά ρίχνει τίς ζωογόνες ἀκτίνες τῆς θείας διδα­σκαλίας του στή γῆ, πού ζοῦσε μέχρι τότε στό φριτκό σκο­τάδι τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Ἡ φωνή του ἁπαλή καί γλυκειά προσκαλεῖ τούς ἀνθρώπους σέ μετάνοια. Τό λυτρωτικό αὐτό μήνυμα πρέπει νά φθάσει στά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Γι᾽ αὐτή τήν μοναδική ἀποστολή χρειάζονται καί μοναδικοί ἄνθρωποι.
          Αὐτούς ἀναζητεῖ τώρα ὁ θεῖος Διδάσκαλος στίς ἀκρογιαλιές τῆς Τιβεριάδας. Δυό ἀδελφοί ὁ Πέτρος καί ὁ Ἀνδρέας ρίχνουν τά δίχτυα τους στή θάλασσα. Πάρα κάτω ἄλλοι δύο, ὁ Ἰωάννης καί ὁ Ἰάκωβος. Καί στούς τέσσαρες τήν ἴδια εὐγε­νική πρόσκληση ἀπευθύνει: Ἐλᾶτε κοντά μου καί θά σᾶς κάμω «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Ἡ ἀνταπό­κριση ἦταν ἄμεση. Αὐτό τό «εὐθέως», πού σημει­ώνει ὁ Εὐαγγελιστής, θέ­τει μπρο­στά μας τό μεγάλο θέμα τῆς ἀναβο­λῆς. Θέμα πού δέν εἶναι μικρῆς σημασίας γιά τήν πνευματική ζωή τοῦ χριστι­ανοῦ. Ἄς τό μελετή­σουμε.
****
«Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ»
          Ὁ ἄγνωστος ξένος, πού ἀπευθύνει τήν πρόσκληση δέν φαίνεται νά εἶναι ἀπό τήν ἄρχουσα τάξη τοῦ Ἰσραήλ. Δέν διαθέτει πλοῦτο, κτήματα καί σπίτια. Ἄν στήν πρόσκλησή του οἱ ἁλιεῖς τῆς Γαλιλαίας πρόβαλαν κάποια ἄρνηση, θά ἦταν δικαιολογη­μένοι. Καί ὅμως δέν ἀρνήθηκαν. Πίστεψαν χωρίς ἐπιφύλαξη. Καί ἀκολούθησαν, ὅπως εἴπαμε, χωρίς ἀναβολή.
          Καί ὁ Χριστός τούς ἄμειψε. Τούς ἀνάδειξε πραγματικούς ψαράδες ἀνθρώπινων ψυχῶν. Τρά­βηξαν στό θεῖο δίκτυ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύ­γμα­τος τῆς πίστης καί τῆς σωτηρίας πλήθη ἀνθρώ­πων. Αὐτοί μέ τούς κόπους καί τούς ἱδρῶτες τους θεμελίωσαν τόν νέο κόσμο. Τήν πραγματική καί κατά κυριολεξία καί μοναδική νέα τάξη πραγμά­των.  Αὐτοί οἰκοδόμησαν τόν νέο κόσμο, τόν κό­σμο τοῦ Θεοῦ πάνω στή γῆ. Καί ἔτσι ἀποδείχτη­καν δοξασμένοι καί αἰώνιοι.
          Τί θά ἔχαναν ἀλήθεια, ἄν δέν ἀκολουθοῦ­σαν τόν Χριστό!  Ἄν ἀνέβαλλαν! Ἄν πρόβαλαν δικαιολογίες καί ζητοῦσεν ἀναβολή!
          Ἁπλούστατα. Θά ἔμεναν ψαράδες, πού θά τούς ἔτρωγε τό κύμα, ἡ ἀγωνία καί ἡ βιοπάλη, ὅπως καί τόσοι ἄλλοι συνάδελφοί τους στήν Τιβεριάδα. Καί ὅμως χάρις στό «εὐθέως» ἐσώ­θη­καν.
          Αὐτό τό «δεῦτε ὀπίσω μου» τό ἀπευθύνει καί σ᾽ ἐμᾶς, στόν καθένα ἄνθρωπο ξεχωριστά, προ­σωπικά καί ἐπίμονα ὁ Χριστός. Ὄχι βέβαια γιά νά μᾶς κάμει «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Οὔτε ζητεῖ ἀπό ἐμᾶς νά ἐγκαταλείψουμε τίς οἰκογένειες καί τίς ἐργασίες μας. Οὔτε νά ὑποστοῦμε ταλαιπωρίες καί θυσίες, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι. Ἐκεῖνοι τόν ἀκο­λούθησαν μέχρι τέλους καί ἔδωκαν  καί τό αἷμα τους γι’ Αὐτόν. Ἀπό ἐμᾶς ὁ Χριστός ζητεῖ μόνο νά διακόψουμε δεσμούς μέ τήν ἁμαρτία, νά εἴμαστε πρᾶοι καί εἰλικρινεῖς, ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης καί τῆς καλωσύνης. Ψυχές μέ ἰδανικά καί ἀνώτερα αἰσθήματα. Μέ λίγα λόγια ζητεῖ νά μᾶς κάμει προσωπικότητες, πού θά σκορποῦν γύρω τους τό ἄρωμα τῆς ἀρετῆς. Νά μᾶς κάνει ἁγίους.
          Καί ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπαντοῦμε μέ ἀναβολή. Ἀφήνουμε τή συνάντηση μέ τόν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ σέ εὐθετότερο χρόνο. Οἱ ἄνθρωποι πού ἀναβάλλουν, μιλᾶνε συνήθως γιά «αὔριο». Ἀλλά  τό «αὔριο» κατά κανόνα εἶ­ναι πιό δύσκολο ἀπό τό «σήμερα». Εἶναι σχεδόν ἀπολύ­τως βέβαιο, πώς ἄνθρωποι πού ἀναλαμβά­νουν μιά ἐργασία μέ ραθυμία καί χλιαρότητα ἤ μέ ἔλλειψη προθυμίας, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι στό τέλος ὁδηγοῦνται σε ναυάγιο.
          Πόσοι ἄνθρωποι κλαῖνε πάνω στά ἐρείπια τά ὁποῖα τούς δημιούργησε ἡ ἀναβολή, χωρίς νά μποροῦν νά προβάλουν ἤ νά ἐπικαλεσθοῦν κά­ποιο ἐλαφρυντικό! Τό φταίξιμο εἶναι δικό τους, διότι μόνοι τους μέ τήν ἀμέλεια καί τή ραθυμία καί τήν ἀναβλητικότητά τους ἄφησαν τίς εὐκαι­ρίες πού τούς δόθηκαν νά πᾶνε χαμένες.
          Εἶναι ἄξιο προσοχῆς πώς στίς περιπτώσεις πού  ὁ ἄνθρωπος ζημιώνει στήν ἐπιχείρηση του, στήν ἐργασία του, στούς ὑπολο­γισμούς καί τά σχέδιά του, ἐκνευρίζεται, θυμώνει καί ἀγανακτεῖ. Τά βάζει μέ ὅλους καί μέ ὅλα. Προκειμένου ὅμως γιά τή ζημιά πού γίνεται στήν ψυχή του, στό θέμα τῆς αἰώνιας σωτηρίας του οὔτε νοιάζεται, οὔτε ἀδημονεῖ. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους πολύ λίγο τήν λογαρι­άζουν. Ἄν κάποιος, καί μάλιστα σήμερα, μᾶς ἔλεγε ὅτι αὔριο στό τάδε σημεῖο τῆς πόλεως ἤ στό τάδε ἀπομακρυσμένο χωριό θά μοιράζουν Εὐρώ καί λίρες χρυσές, θά τρέχαμε ἀπό τά χαράματα νά φθάσουμε πρῶτοι. Φτερά θά βγά­ζαμε νά πετάξουμε γιά νά μή βρεθοῦν ἄλλοι μπροστά ἀπό μᾶς καί μᾶς πάρουν τό θησαυρό. Ἄν μᾶς ποῦν ὅμως ὅτι στό ἴδιο σημεῖο θά γίνει κήρυγμα, θά λειτουργήσει ἔκθεση χριστιανικοῦ βιβλίου ἤ ὅ,τι ἄλλο πνευματικό, οὔτε ποῦ συγκι­νούμαστε πολλοί ἀπό ἐμᾶς.
          Τί  θά γίνει λοιπόν; Θά ἀφεθοῦμε ἀνέμελοι στό πλάνο λίκνισμά της; Μποροῦμε νά ξεφύ­γουμε ἀπό τά δίχτυα της;
          *****
          Ἀσφαλῶς καί μποροῦμε. Μποροῦμε νά λυτρωθοῦμε ἀπό τό θανάσιμο σφιχταγκάλιασμά της, ἄν δέν λησμονοῦμε δυό σοβαρές πλευρές τοῦ θέματος.
Πρῶτον τό ἀβέβαιο τῆς ζωῆς. Κανείς ἀπό μᾶς δέν ξέρουμε πόσο θά ζήσουμε. Τό δρεπάνι τοῦ θανάτου θερίζει σέ κάθε δευτερόλεπτο χρόνου, καί θερίζει ἀλύπητα καί ἀπροειδοποίητα.  Δέν ὑπολογίζει γέρους καί νέους, μικρούς καί μεγάλους. Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἔρχεται ὡς κλέπτης ἐν νυκτί» (Α´Θεσ. ε´1) γιά νά θέσει τέρμα σέ ὄνειρα καί ἐπιδιώξεις, γιά νά ἀνακόψει τήν ὁρμή τοῦ ἀνθρώπου στό κυνήγι τῆς χίμαιρας, γιά νά διαλύσει οἰκογένειες, νά διαψεύσει προσδοκίες. Ἄν λοιπόν ἔλθει ὁ θάνατος σέ ὥρα πού ἐμεῖς ἔχουμε ἁπλωμένες τίς βιοτικές μας ὑποθέσεις, χάριν τῶν ὁποίων ἀναβάλαμε τήν γνωριμία καί τήν ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό, τί θά γίνει; Τότε ἡ ψυχή μας γυμνή καί τραυματισμένη ἀπό τά βέλη τοῦ διαβόλου, λερωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία, ἔνοχη, ἐγκαταλελει­μένη ἀπό ὅλους καί ὅλα τί θά ἀπαντήσει στόν Θεό; Πῶς θά δικαιολογηθεῖ γιά τήν ἀναβολή τῆς συμφιλίωσής της μαζί του; Γιά τό ὅτι ἔμεινε χρόνια πολλά μακρυά ἀπό τό λουτρό τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογή­σεως, γιά τό ὅτι καταδίκασε τόν ἑαυτό της γιά δεκαετίες σέ ἀσιτία πνευματική μέ τό νά μένει μακριά ἀπό τό Μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας; Γιά τό ὅτι ἔστησε τό πεῖσμα της καί τόν ἐγωϊσμό της καί δέν θέλησε νά ταπεινωθεῖ καί συμφιλιωθεῖ μέ ἀνθρώπους τούς ὁποίους ἀδίκησε καί λύπησε ἤ πού τήν ἀδίκησαν καί τήν ἐταπείνωσαν ἄσπλαγ­χνα;
Ἀδελφοί μου, τό ὄργωμα, ἡ καλλιέργεια τῆς ψυχῆς μας δέν παίρνει ἀναβολές. Εἶναι ἀνάγκη τό συντομώτερο νά σπάσουμε τίς ἁλυσίδες πού κρατᾶνε δέσμια τήν ψυχή μας. Νά ξυπνήσουμε ἀπό τόν λήθαργο τῆς ἀναβλητικότητας πού φέρνει τόν θάνατο τῆς ψυχῆς. Ἀλοίμονο σ᾽ἐκεῖ­νον πού ἀναβάλλει.
Ἡ ἀναβολή εἶναι παγίδα. Ἡ ἀναβολή εἶναι ναρκωτικό τῆς ψυχῆς μέ τό ὁποῖο ὁ ἐχθρός διάβολος τήν ἀποκοιμίζει, τήν νεκρώνει καί τήν θανατώ­νει.
Ἡ ἀναβολή εἶναι ὁ πιό φοβερός καί ἀδυσώπητος ἐχθρός τῶν μεγάλων καί σπουδαίων ἔργων. Ὅπως ἡ σκουριά καταστρέφει τό μέταλ­λο, ἔτσι καί ἡ ἀναβολή καταστρέφει κάθε καλό ἔργο.
 
Ἡ ἄλλη σοβαρή πλευρά τοῦ θέματος, πού δέν πρέπει νά μᾶς ἀφήνει ἀδιά­φορους εἶναι τό ὅτι κι ἄν ὅλα πᾶνε καλά, καί ζή­σουμε χρόνια πολλά. Κι ἄν φθά­σουμε σέ βαθιά γεράματα, δέν ξέρουμε ἄν τότε θά θέλουμε νά πλησιάσουμε τόν Θεό, κι ἄν θά μποροῦμε. Μπορεῖ νά πεθένει μέσα μας ἡ ἐπι­θυμία τῆς μετανοίας. Μπορεῖ μέ τή μακρο­χρόνια δούλευση τῆς ἁμαρτίας νά διαστραφεῖ ἡ συνεί­δησή μας. Νά νεκρωθεῖ ἡ πίστη μέσα μας. Καί τότε; Τότε γίνονται τά «ἔσχατα τοῦ ἀνθρώ­που χείρρονα τῶν πρώτων» (Ματθ. ιβ´45). Γι᾽αὐτό ἄς ἀξιοποιοῦμε τό τώρα. Ἕνα «τώρα» ἀξίζει χίλια «αὔριο».   
*****
«Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ»
          Ἀδελφοί μου, «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. ια´12) μᾶς εἶπεν ὁ Κύριος. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀνήκει σ᾽ ἐκείνους πού ἄγρυπνοι φυλοῦν τά κάστρα τῆς ψυχῆς τους. Σ᾽ αὐτούς πού γνωρί­ζουν μόνο τό «τώρα». Τό «αὔριο», εἴπαμε,  εἶναι παγίδα. Τώρα, λοιπόν, ὄχι αὔριο, νά κάνουμε τό καθῆκον μας ἀπέναντι στό Θεό, τόν ἑαυτό μας καί τόν συνάνθρωπο, «κατερ­γαζόμενοι τήν σω­τηρία τῆς ψυχῆς μας μετά φόβου καί τρόμου» (Φιλιπ. β´12), ὅπως τό παραγγέλλει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου