Κυριακή 3 Ιουλίου 2022

Τὸ ζήτημα τῆς ἐνδυμασίας - Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

Τὸ ζήτημα τῆς ἐνδυμασίας

«Μὴ μεριμνᾶτε …τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε.…περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε;» (Ματθ. 6,25,28)

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα (βλ. Ματθ. 6,22-33), ἀγαπητοί μου, μιλάει γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὶς ἀνάγ­­κες του· τὶς πνευματικές, ἀλλὰ καὶ τὶς ὑλικὲς – σωματικές. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε ὅπως οἱ ἀσώματοι ἄγγελοι· εἶνε καὶ σάρκα, χρειάζε­ται ὀξυγόνο, τροφή (φαγητὸ καὶ ποτό), στέγη, ἐνδυμασία. –Καὶ γι᾽ αὐτά, θὰ πῆ­τε, ἐν­­διαφέρε­ται ὁ Θεός; Βεβαίως. Καὶ ἀπό­δει­ξις εἶνε, ὅτι ἡ θεία πρόνοια φρόντισε νὰ ὑπάρχουν αὐτὰ ἐ­δῶ στὴ Γῆ, ἐνῷ στὴ σελήνη καὶ σὲ ἄλ­λους πλα­νῆτες δὲν ὑπάρχουν. Ἐδῶ διατηρεῖ ἀ­τμόσφαι­ρα, γεμί­ζει τοὺς κάμπους στά­χυα, συλ­λέγει νε­ρὸ σὲ δε­ξαμενές, παράγει φυτι­κὲς ὗ­λες (βαμ­βάκι, λινάρι) γιὰ τὴν ἐνδυμασία μας… Χωρὶς αὐτὰ μποροῦσε νὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω στὴ Γῆ; Μόνο ἐδῶ ὑπάρχουν ὅλες οἱ ἀναγ­καῖες συνθῆκες γιὰ τὴ ζωή. Καί, μὲ τὰ σύγχρο­­­­να μέσα καλλιεργείας ἀλλὰ καὶ μὲ μιὰ δικαία κατανομὴ τῶν ἀγαθῶν, αὐτὴ ἡ Γῆ μπορεῖ νὰ θρέ­­ψῃ διπλάσιο καὶ τριπλάσιο πληθυσμό!

Ἐνδιαφέρεται λοιπὸν ὁ Θεός. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δὲν πιστεύουν στὴν θεία πρόνοια καὶ βασανίζονται. Αὐτὸ δὲν τὸ θέλει ὁ Κύριος. Νὰ φροντίζουμε γιὰ τὶς ἀ­νάγκες μας ναί, ἀλλὰ ὄ­χι μὲ ἀγωνία. Σήμερα ὁ κόσμος ἀγωνιᾷ γιὰ ὅ­λα· γιὰ τὴν εἰρήνη, τὴν ἐνέργεια, τὸ κλίμα, τὴ ζωή, τὴν ὑ­γεία, τὴ διατροφή, τὴν περιουσία, τὴν ἐνδυμασία του· τί θὰ φᾶμε, τί θὰ πιοῦμε, τί θὰ ντυθοῦμε!…· νά ἡ ἀγωνία του.


Γιὰ τὸ φαγητό, τὸ πιοτὸ καὶ τὶς καταχρήσεις, ποὺ γίνονται, καὶ γιὰ τὰ ἄλλα δὲν θὰ πῶ τώρα. Θὰ πῶ μό­νο λίγα λόγια γιὰ τὴν ἐνδυμα­σία μὲ ἀ­φορμὴ τὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου «Μὴ μεριμνᾶτε …τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐν­δύσησθε» καὶ «περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶ­τε;» (Ματθ. 6,25,28). Τί θὰ φορέσουν οἱ ἄνθρωποι!

* * *

Ἡ ἐνδυμασία, ἀγαπητοί μου, –κανείς δὲν τὸ ἀρνεῖται– εἶνε μία ἀνάγ­κη.
◊ Ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὁ μόνος ἀπ᾽ ὅλα τὰ ζῷα ποὺ γυμνὸς πέφτει ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του καὶ «γυμνὸς» κατεβαίνει στὸν τάφο. Ὅ­λα τ᾽ ἄλλα γεννιῶνται ντυμένα μονίμως μὲ τὸ δέρ­μα τους· βλέπεις τὸ ζῷο καὶ βρέχεται, ἀλ­λὰ ἔ­χει τὸ «ἀδιάβροχό» του· ἂς πέφτῃ νερό, δὲν τὸ πειράζει. Τὸν ἄνθρωπο ὅμως ὁ Πλάστης τὸν ἔ­κανε μὲ δέρμα λεπτό, γιὰ νὰ εἶνε αὐτὸ τρόπον τινὰ τὸ ῥαντὰρ ποὺ μὲ τοὺς πό­ρους του τὸν «εἰδο­ποιεῖ» γιὰ τὶς συνθῆκες τοῦ περι­­β­άλλοντος (ψῦ­χος, θερμότης, ὑγρασία, ξηρασία…). Ἀφήνω ὅμως τὸ θέμα αὐτό, στὸ ὁποῖο ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται νὰ μειονεκτῇ ὁ ἄνθρωπος ἐν συγκρίσει μὲ τὰ ζῷα –ἐνῷ ἀντιθέτως πλεον­εκτεῖ καὶ φαίνεται ἐδῶ θαυμάσια ἡ σοφὴ φροντίδα τοῦ Θεοῦ γι᾽ αὐ­τόν. Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐν­δυμασία, γιὰ νὰ προφυλάσ­­σεται ἀπὸ τὶς δυσ­μενεῖς ἀτμοσφαιρικὲς μετα­βολές. Αὐτὴ εἶνε ἡ μία χρησιμότης τοῦ ἐν­­δύματος, ἡ ὁ­ποία καλύπτει μία φυσικὴ ἀ­νάγκη.
 Ἡ ἄλλη χρησιμότης καλύπτει τὴν ἠθι­κὴ ἀ­νάγκη, ποὺ ἀνέκυψε στὴ ζωὴ τῶν πρωτοπλάστων μετὰ τὴν πτῶσι καὶ τὴν ἔξωσι ἀπὸ τὸν πα­­ράδεισο. Στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς τους ἦταν γυμνοὶ διότι ἦταν ἀθῷοι. Ἦταν ὅπως τὰ νήπια, ποὺ παίζουν στὴν αὐλὴ μαζὶ ἀρσενι­κὰ καὶ θηλυκὰ χω­ρὶς νὰ πονηρεύωνται, ἀθῷα σὰν ἀγ­γελού­δια, ἀλλὰ μόλις μεγαλώσουν λίγο ἀρχίζει ἡ πο­νηρία. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ἦταν ἀ­θῷος, δὲν ἔνιωθε ντροπὴ ποὺ ἦταν γυμνός· ὅταν ὅ­μως ἁ­μάρτησε καὶ μπῆκε στὴν ψυχή του ἡ πο­νη­­ριά, τότε μόνος του ἔνιωσε τὴν ἀ­νάγκη νὰ σκεπα­στῇ (βλ. Γέν. 3,7). Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν ὑπάρχει τὸ ῥοῦχο, γιὰ νὰ προστατεύῃ τὴν αἰδῶ, τὴ ντροπή.
Ἀλλὰ τί ἔκανε ὁ ἄνθρωπος; Πῆρε τὸ ἔνδυμα, ποὺ εἶνε φυσικῶς καὶ ἠθικῶς ἀναγκαῖο, –ἐ­δῶ εἶνε τὰ δύο ἐγκλήματα τῆς μόδας– καὶ τὸ ἔ­κανε ἢ μέσον ἐγωκεντρικῆς ἐπιδείξεως, ἢ πέτρα γενετησίου σκανδάλου, ἢ καὶ τὰ δύο μαζί.
Τὸ ἔνδυμα γίνεται πρῶτον μέσον ἐγωκεν­τρικῆς ἐπιδείξεως. Ἀν­τὶ ὁ θνητὸς νὰ καλύψῃ τὰ μέ­λη του μὲ λίγο ἁπλὸ ὕφασμα, κατασκευάζει ὑφάσματα βαρύτιμα καὶ ἐνδύματα πολυτελῆ ποὺ κοστίζουν ποσὰ ἀ­μύθητα. Στὸν πειρασμὸ αὐτὸν ὑποκύπτουν πε­ρισσότερο οἱ γυναῖκες· τρέχουν σὲ καταστήματα νεωτερισμῶν, ἀναζη­τοῦν μοδίστρες στὸ ἐσωτερικὸ ἀλλὰ καὶ στὸ ἐ­ξωτερικό, ῥάβουν καὶ ἀλλάζουν ἀμέτρη­τες τουαλέττες, προκαλοῦν καὶ ἐρεθίζουν μὲ τὴ σπατάλη τοὺς ἐνδεεῖς, ποὺ μένουν γυμνοὶ λό­γῳ φτώχειας. Ἡ πολυτέλεια καὶ ἡ σπατάλη γύρω ἀπὸ τὴν ἐνδυμασία εἶνε ἁμαρτία καὶ ματαιότης. Καμμιά γυναίκα, λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα, ὅσο ὄμορφα καὶ ἂν ντυθῇ, δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ φτάσῃ τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ἔχουν «τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ» (βλ. Ματθ. 6,28-29). Τὰ ντύνει ὁ Θεὸς μὲ στολὲς ἀνώτερες ἀπὸ αὐτὲς ποὺ φοροῦν πριγκίπισσες καὶ βασίλισσες.
Τὸ ἔνδυμα δεύτερον γίνεται πέτρα γενετησίου σκανδάλου, μέσο σεξουαλισμοῦ. Ἀν­τὶ ἡ γυναίκα νὰ σκεπάσῃ τὸ σῶμα της, βγάζει τὸ ῥοῦχο της καὶ βάζει φωτιὰ νὰ κάψῃ τὸν κόσμο. Ὁ σατα­νᾶς ἀπὸ καιρὸ πῆρε ψαλίδι, πλησίασε τὴ γυναῖ­κα καὶ ἄρχισε νὰ τῆς κονταίνῃ τὰ μαλλιά, τὰ μανίκια, τὰ φουστάνια. Κατήν­τησε ἔτσι νὰ περπατάῃ σήμερα σχεδὸν γυμνὴ στὸ δρόμο, στὴν πλατεῖα, στὰ μέσα συγκοινωνίας, στὶς πλάζ, μέχρι καὶ στὰ σχολεῖα καὶ στὰ δικαστήρια… Γύμνια παντοῦ, ἀκόμη –ὦ Θεέ μου– καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία! ἐκεῖ ποὺ καὶ οἱ ἄγγελοι κατακαλύπτουν τὰ πόδια καὶ τὰ πρόσωπά τους ! Αὐτὸ εἶνε ἀπαράδεκτο.
Ὄχι μόνο οἱ γυναῖκες ἀλλὰ καὶ οἱ ἄν­τρες πρέπει νὰ ἐκκλησιάζωνται σεμνά. Πῆγα σὲ μιὰ ἐκκλησία καὶ εἶδα κάποιον μὲ κοντομά­νικο. –Ἔλα ᾽δῶ, παιδάκι μου, τοῦ λέω· ποῦ εἶ­νε τὸ σακκάκι σου; –Τό ᾽χω στὸ σπίτι. –Νὰ φύ­γῃς, νὰ πᾷς νὰ τὸ φορέσῃς καὶ νά ᾽ρθῃς. Πῆ­γε πράγματι στὸ σπίτι καὶ ἦρθε μὲ τὸ σακκάκι του. Εἶνε ντροπὴ νὰ ἐκκλησιάζωνται μὲ τὰ κοντομάνικα. Πρέπει νὰ πέσῃ κόσκινο.
Στὸ Εὐαγγέλιο διαβάζουμε, ὅτι κάποιος νέος ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαίμονος ἔσχιζε τὰ ῥοῦχα του καὶ παρουσιαζόταν γυμνός (βλ. Λουκ. 8,27)· εἶχε τὸ δαιμόνιο τοῦ γυμνισμοῦ. Ὁ διάβο­λος τὸν ἔβαζε νὰ σχίζῃ τὰ ῥοῦχα του. Ἀλλ᾽ ὅ­ταν ὁ Χριστὸς ἔβγαλε τὸ δαιμόνιο, τότε καθόταν κοντὰ στὸ Χριστὸ «ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν» (βλ. ἔ.ἀ. 8,35). Κοντὰ στὸ διάβολο ἦταν γυμνός, κοντὰ στὸ Χριστὸ ἦταν «ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν»· ἔτσι λέει τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα δαιμόνια ποὺ ταράζει τὴν ἐποχή μας εἶνε τὸ δαιμόνιο τοῦ γυμνισμοῦ. Αὐτὸ θὰ εἶνε ὁ τάφος τῆς ἀνθρωπότητος. Εἴμαστε στὴν ἀρχὴ ἀκόμα. Τί θὰ δοῦν τὰ ματάκια μας, εἶνε ἀπερίγραπτο.
Θὰ μοῦ πῇς· –Εἶσαι αὐστηρός! Σοῦ ἀπαν­τῶ. Ποιά θεωρεῖς πιὸ ἐξελιγμένη (δηλαδὴ πιὸ διεφθαρμένη) πόλι; Τὸ Παρίσι; Μπορεῖ ἐκεῖ ἡ γυναίκα νὰ κυκλοφορῇ γυμνὴ στὰ καμπαρέ, στὰ κέντρα διασκεδάσεως καὶ παντοῦ νὰ γίνων­ται ὄργια. Ἀλλ᾽ ὅταν πᾷς στὴ μεγάλη ἐκ­κλησία τους, στὴν Παναγία τῶν Παρισίων, ἐ­κεῖ καὶ ἡ βασίλισσα νὰ πάῃ, καὶ ἡ κόρη τοῦ προέδρου τῆς δημοκρατίας νὰ πάῃ, ἂν δὲν εἶνε σκεπασμένη, ὁ θυρωρὸς τῆς ἐκκλησίας δὲν θὰ τὴν ἀφήσῃ νὰ περάσῃ μέσα. Μάλιστα, ἀγαπητέ μου. Τί μοῦ λὲς λοιπὸν ὅτι ἐγὼ εἶμαι αὐ­στηρός; Στὰ ἄλλα ἔθνη ἔχουν μεγαλύτερο σε­βασμὸ ἀπὸ ἐμᾶς ἐδῶ, ποὺ ἄντρες – γυναῖ­κες μπαίνουν στοὺς ναοὺς κατ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο.
–Τί νὰ κάνουμε; θὰ μοῦ πῇς. Νὰ βάλουμε τάξι. Ἐγὼ ὡς ἐπίσκοπος στὴ Φλώρινα ἔχω ἑ­κατὸ περίπου ἐκκλησίες. Σὲ καμμιά γυναῖκα δὲν ἐπιτρέπω νὰ περάσῃ μέσα γυμνή. Κι ὅ­ταν ἔρ­χωνται προσκυνηταὶ ἀπὸ μακριά, τὸ ξέρουν καὶ συμμορφώνονται· παίρνουν μαζί τους τὴ ζακέττα γιὰ νὰ μποῦν. Δὲν τὸ λέω γιὰ νὰ καυχηθῶ. Κανένας δὲν μπαίνει μέσα ἄσεμνα, οὔ­τε ἄντρας οὔτε γυναίκα. Μέχρις ὅτου ὅμως γίνῃ ἐνημέρωσις, κρίνω μὲ ἐπιείκεια. Κάποτε δὲν θὰ πρέπῃ νὰ ἐπικρατήσῃ τάξις καὶ εὐπρέπεια; Νὰ μείνουμε μέσ᾽ στὴν ἐκκλησία «ὅσοι πιστοί» (θ. Λειτ.), ἄντρες – γυναῖκες, νὰ λατρεύουμε τὸ Θεὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» (Ἰω. 4,23-24).

* * *

Τελείωσα, ἀδελφοί μου. Διάβασα κάτι στὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, ὁ ὁποῖος εἶνε προφή­της. Τί εἶπε λοιπὸν ὁ προφήτης αὐτός, ὁ ἅγι­ος Κοσμᾶς, πρὶν ἀπὸ διακόσα χρόνια; Ἂν δὲν θέλετε ν᾽ ἀκούσετε ἐμένα, ἀκοῦστε αὐτόν, τὸν Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Κάποιος τὸν ῥώτησε· –Πότε θὰ γίνῃ ἡ συντέλεια τοῦ αἰῶνος; πότε θὰ φτάσῃ τὸ τέλος τοῦ κόσμου; Πολλὰ εἶνε τὰ σημάδια. Ἔρχεται σκούπα ἠλεκτρική, ποὺ θὰ σαρώσῃ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Ποιά εἶνε τὰ σημάδια ποὺ ἔρχονται; τί εἶπε αὐτὸς ὁ ἅγι­ος; –Ὅταν δῆτε τὶς γυναῖκες γυμνὲς στὸ δρόμο, τότε πλησιάζει τὸ τέλος τοῦ κόσμου.
Σᾶς εἰδοποιῶ, ἀγαπητοί μου, ἱερεῖς καὶ λαϊκοί· κλεῖστε τὶς πόρτες τῶν ναῶν, καθαρισθῆ­τε, μετανοῆστε, γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεός, ὁ μέγας Θεὸς τῶν Χριστιανῶν· ἀμήν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου