Τρίτη 23 Αυγούστου 2022

Ένα παράξενο γκαρσόν στην Καππαδοκία - Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

(Στη σειρά κρυπτοχριστιανοί στη σύγχρονη Τουρκία)

Ένα παράξενο γκαρσόν στην Καππαδοκία

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

                                      Α΄  ΜΕΡΟΣ

          Τα πούλμαν μας έφερε στο Προκόπι της Καππαδοκίας. Μας είχαν συστήσει ένα αξιοπρεπές ξενοδοχείο, όπου και καταλύσαμε. Είχαμε νοικιάσει αυτοκίνητο, ένα τζιπ, που μας το έφεραν στον σταθμό. Μας χρειαζόταν για να μας διευκολύνει στις μετακινήσεις μας στην τεράστια έκταση που άνθισε ο Ελληνισμός.

-         Αν λέμε «Μεγάλη Ελλάδα» τη Σικελία, την Καππαδοκία θα έπρεπε να την λέμε «Μεγίστη Ελλάδα» μου είπε ο π. Κύριλλος...      

Το ξενοδοχείο δεν ήταν μακριά και ήταν σούρουπο όταν ανεβήκαμε στα δωμάτιά μας. Τακτοποιηθήκαμε και κατεβήκαμε κάτι να φάμε και να ετοιμάσουμε το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας. Αφού φάγαμε, καθίσαμε στο σαλόνι και ο π. Κύριλλος μου είπε:

-         Θάπρεπε να έχουμε πολλές μέρες μπροστά μας, μα όσες και να είχαμε δεν θα έφθαναν να ζήσουμε τη μοναδικότητα του τοπίου, των ελληνικών πολιτισμικών θησαυρών και τα υπολείμματα της επί 3.000 χρόνια διαβίωσης εδώ των Ελλήνων..

-         Έχεις δίκιο πάτερ. Σαράντα πέντε χρόνια πριν επισκέφθηκε τα μέρη αυτά ο Γιώργος Σεφέρης. Ήταν σύμβουλός της Πρεσβείας μας στην Άγκυρα και ήρθε για τρεις μόνο ημέρες. Το 1953 εξέδωσε στην Αθήνα βιβλίο με τις εντυπώσεις του από εκείνο το ταξίδι και ειδικότερα για τις εκκλησιές που επισκέφθηκε. Έχω μαζί μου το βιβλίο.

Σ’ αυτό λοιπόν γράφει πως πρέπει κανείς να μπορεί να ζήσει με άνεση αυτά τα μέρη. Να τα δει, να τα ξαναδεί, να αργοπορήσει, να στοχαστεί και να τα αναμετρήσει με τον σύγχρονο Ελληνισμό...

-         Έχει δίκιο ο ποιητής, μούπε σκεφτικός ο π. Κύριλλος. Από μεριάς μας θα προσπαθήσουμε να πάρουμε  στην ψυχή μας ό, τι μπορέσουμε...

-         Θα αρχίσουμε από πού;

-         Από το μέρος που μένουμε φυσικά, τον Άγιο Προκόπιο, όπως αναφέρεται στους επισκοπικούς καταλόγους επί Λέοντα Σοφού. Αργότερα έγινε Προκόπι και από τους Τούρκους Ουργκούπ...

Το πρωί ξεκινήσαμε νωρίς. Το θέαμα εντυπωσιακό με τους λαξεμένους βράχους. Κάποτε ήσαν σπίτια και παρεκκλήσια  Ρωμιών, σήμερα τα περισσότερα έχουν εγκαταλειφθεί. Πήγαμε στο σπίτι, ένα ερείπιο σε ένα ύψωμα, στον στάβλο του οποίου πέρασε τη ζωή του σκλάβος ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος. Μείναμε για λίγο ακίνητοι, προσευχόμενοι. Περιτριγυρίζοντας το υπόγειο όπου ζούσαν τα ζώα και ο Άγιος Ιωάννης σκέφθηκα την αξία που είχε για τον κάθε Έλληνα αυτός ο ταπεινός τόπος...

Μετά το Προκόπι κινήσαμε για τα Κόραμα, μια από τις ωραιότερες και μοναδική ως προς τη μορφολογία της περιοχή του κόσμου. Σπουδαία από τη φύση του εδάφους της και, κυρίως, από τους Ελληνορθόδοξους Ναούς που διασώθηκαν, έστω και κακοποιημένοι οι περισσότεροι. Το μίσος των βαρβάρων κατακτητών πλήρωσαν κυρίως οι αγιογραφίες, με το βγάλσιμο των ματιών του Ιησού Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων... Το ανοικτό αρχαιολογικό πάρκο των Κοράμων  ανήκει στην παγκόσμια φυσική και πολιτισμική κληρονομιά της ανθρωπότητας και προστατεύεται από την ΟΥΝΕΣΚΟ...

Για να εισέλθουμε στο μεγάλης έκτασης  υπαίθριο Μουσείο πληρώσαμε εισιτήριο. Ταμίας και φύλακας μαζί της εισόδου ένας μουστακαλής, μετρίου αναστήματος και μεσήλικας Τούρκος. Σε μια απόσταση έξω από την είσοδο τρεις αστυνομικοί εν στολή. Ο ταμίας αμέσως κατάλαβε ότι είμαστε Έλληνες.

-         Γκρικς; Μας είπε χαμογελώντας.

-         Γκρικς, του απαντήσαμε.

-         Σπικ ινγκλις;

-         Γιες...

-         Θέλετε ξεναγό; Θα είναι δύσκολο μόνοι σας να βρείτε τις τοποθεσίες των πιο αντιπροσωπευτικών και σημαντικών εκκλησιών και παρεκκλησίων...

Κοιταχτήκαμε με τον π. Κύριλλο. Όσα και να έχουμε διαβάσει, τοπογραφικά υστερούμε, είπαμε.

-         Πόσα χρήματα θέλει;

Μας είπε μια τιμή, που την θεωρήσαμε λογική. Δεχτήκαμε. Ένας επίσης μεσήλικας μυστακοφόρος Τούρκος ήταν ο ξεναγός μας. Τον λέγανε Ισμαήλ... Μας έκανε μια γενική περιγραφή της μοναδικής περιοχής, λέγοντάς μας ότι οι διάσπαρτοι βράχοι εύκολα σμιλεύονται και είναι, σταθεροί, αδιάβροχοι,  και δροσεροί στο εσωτερικό τους, γιατί αποτελούνται από ηφαιστειακή τέφρα, στρώμα λάβας και ελαφρόπετρα, υλικά που ηφαιστειακή μάζα που εξακοντίστηκε από τα γύρω βουνά... Μας είπε για τις Εκκλησίες και τα Παρεκκλήσια που θα επισκεφθούμε και στο τέλος μας ερώτησε στα αγγλικά:

-         Έλληνες είσθε;

Και αφού του απαντήσαμε θετικά, μας χαμογέλασε συγκαταβατικά.

-         Καταλαβαίνω εσάς, τους Έλληνες, που έρχεστε να δείτε την Καππαδοκία..

Αμήχανα χαμογελάσαμε, αλλά δεν ανοίξαμε συζήτηση μαζί του. Εκείνος συνέχισε:

-         Μένανε στην περιοχή πολλοί Έλληνες και εδώ ήταν  μοναστηριακή περιοχή με χιλιάδες μοναχούς. Κατά μία άποψη ήταν καταφύγιο πολλών στον καιρό της εικονομαχίας. Λέγεται ότι στην κοιλάδα Ματιανής – Κοράμων το 728 μ.Χ. ο αριθμός των μοναχών είχε υπερβεί τις 100.000... Και όλοι ζούσαν σε αυτές τις σπηλιές...

Εντυπωσιαστήκαμε από τα νούμερα, αλλά πάλι δεν μιλήσαμε, οπότε χωρίς άλλα λόγια ξεκίνησε την ξενάγηση... Είπαμε να μη μιλήσουμε για θέματα που είχαν σχέση με τον Ελληνισμό, γιατί συνεργαζόμενος ήταν με την εξουσία, ποιος ξέρει τι θα έλεγε για μας, αν τον ρωτούσαν...

Όσα επισκεφθήκαμε και είδαμε ήσαν άκρως εντυπωσιακά. Όχι τόσο η τέχνη τους. Αυτή είναι σε πολλές τοιχογραφίες ναΐφ, αλλά με όλη τη δροσιά της βαθύτατης ευσέβειας και του αυθορμητισμού της πίστης των αγιογράφων. Είναι εντυπωσιακό το πόσο πυκνές είναι σε πολλές εκκλησίες οι τοιχογραφίες, για να διδάξουν στους πιστούς όσο γίνεται περισσότερα για τον βίο του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων...

Περάσαμε όλη τη μέρα μας εκεί. Ο ξεναγός κάποια στιγμή μας παράτησε, αφού μας έδειξε ποια μέρη ακόμη να επισκεφθούμε.... Δεν ήταν μαθημένος να καθυστερούν τόσο οι επισκέπτες και τον περίμενε και ένα γκρουπ τουριστών... Θέλαμε να απολαύσουμε και πάλι την αρχιτεκτονική των λαξευμένων εκκλησιών, όπως αυτές «των Σανδάλων», «τη Σκοτεινή» και «των Στεφάνων». Μας έμεινε πάντως αυτό που μας είπε ο ξεναγός για το πώς διατρέφονταν στις σπηλιές των βράχων οι ερημίτες μοναχοί και έφτιαχναν κρεμαστό κήπο, που φύτευαν χορταρικά και τα πότιζαν από στέρνα λαξευμένη επίσης στον βράχο...

Απόγευμα ήταν και η ώρα που έκλεινε η πόρτα... Ήμασταν κατάκοποι, αλλά κατευχαριστημένοι... Πηγαίνοντας προς το ξενοδοχείο  είπα στον π. Κύριλλο:

-         Πάτερ μου φαίνεται ότι στην Καππαδοκία δεν θα βρούμε κρυπτοχριστιανό ούτε για δείγμα...

-         Έτσι δείχνουν τα πράγματα, μου απάντησε. Αλλά πού ξέρεις. Εδώ ήρθαμε για το προσκύνημα. Έτσι κάναμε και στον Πόντο, στη Σμύρνη και στη Μαγνησία. Αλλά εκεί συναντήσαμε.. Πού ξέρεις λοιπόν; Μπορεί κάποιος να εμφανιστεί... 

Β΄ ΜΕΡΟΣ

          Τις επόμενες ημέρες συνεχίσαμε να επισκεπτόμαστε τοποθεσίες με λαξευτές εκκλησίες και με λαξευτά σπίτια. Οι μεν εκκλησιές υπάγονται στον έλεγχο του κράτους και τα σπίτια έχουν δοθεί σε κατοίκους, οι περισσότεροι των οποίων είναι ποιμένες και αγρότες. Στη Ματιανή και καθώς περπατούσαμε στους στενούς δρόμους του χωριού είδαμε εκκλησιά που μετατράπηκε σε σπίτι... Είδαμε και τον ένοικο, που καθόταν στο σκαλί της εισόδου του σπιτιού του και μας κοίταζε περίεργα. Φορούσε φθαρμένα από την πολυκαιρία ρούχα και ήταν ξυπόλητος. Τον πλησιάσαμε. Επιχειρήσαμε να του μιλήσουμε, αλλά από γλωσσομάθεια... γιοκ.

          Κοιτάχτηκα με τον π. Κύριλλο και του κάναμε νοήματα, ότι θέλουμε  να μπούμε στο σπίτι του. Μας κοίταξε με καχυποψία. Ως εκ θαύματος εμφανίστηκε Τούρκος νέος στην ηλικία, καλοντυμένος, που μας είδε να προσπαθούμε να συνεννοηθούμε και ήρθε κοντά μας. Ήξερε αγγλικά συνεννοήθηκε με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, ίσως και να του είπε να στέρξει να μας δεχθεί. Φαινόταν σα να μας ήξερε ο καλοντυμένος κύριος... Ο αγρότης άλλαξε στάση, μας χαμογέλασε και μας έκαμε νόημα να περάσουμε, ανοίγοντας ο ίδιος το κιλίμι που είχε σα πόρτα...

Μπήκαμε στη σπηλιά, που παλιά έμοιαζε να ήταν ένα όμορφο εκκλησάκι... Οι τοίχοι είχαν ασβεστωθεί. Μπορεί να είχαν πίσω τους τοιχογραφίες... Είχαν ρίξει κάτω τις κολόνες και είχαν μείνει κάτι ελάχιστα σημάδια τους. Είχαν ισοπεδώσει και τον χώρο του ιερού... Κιλίμια παντού, αλλά ελάχιστα έπιπλα. Πάντως η τηλεόραση – δορυφορική – απαραίτητη... Μας κέρασε η μαντηλοφορούσα σύζυγος γλυκό του κουταλιού και νερό. Δεν είπαμε πολλά. Δεν μπορούσαμε κιόλας... Του δώσαμε ένα χαρτζιλίκι, που το πήρε ευχαρίστως. Φύγαμε απογοητευμένοι.

Καθώς περπατούσαμε ξαναείδαμε τον νέο που μας βοήθησε. Με χαμόγελο μας είπε πώς περάσαμε. Τον ευχαριστήσαμε και του ζητήσαμε μιαν ακόμη χάρη. Να δούμε ένα κανονικό σπίτι σε βράχο, που να συντηρείται. Μας έκαμε το χατίρι. Μας πήγε σε σπηλιά σκαλισμένη σε βράχο, που ήταν ένα εξαιρετικό σπίτι. Είχε ωραία επιπλωμένα δωμάτια, υψωνόταν σε τρεις ορόφους, είχε θέρμανση με σόμπες και με επενδυμένα μπουριά και μηχανικό εξαερισμό. Οι ηλικιωμένοι ιδιοκτήτες έδειξαν ευγένεια. Δεν μας ρώτησαν από πού είμαστε, μας κέρασαν και με τα λίγα αγγλικά τους μας εξήγησαν ότι το σπίτι ανήκε σε ελληνική οικογένεια που διώχθηκε από τον τόπο της... Ο νέος δεν ξαναφάνηκε...

          Συνεχίσαμε τις περιηγήσεις μας. Είπαμε να επισκεφθούμε το Ακσαράι και το Περίστρεμα, όπου υπάρχουν και πολύ όμορφες εκκλησιές, πάντα λαξευμένες στους βράχους και, οι περισσότερες, με κακοποιημένες τοιχογραφίες. Στο Προκόπι επισκεφθήκαμε το μοναστήρι των Αρχαγγέλων όπου ήταν η εντυπωσιακή πέτρινη τράπεζα των μοναχών, με γύρω στους τοίχους μαυρισμένες τοιχογραφίες, που πάντως έτσι σώθηκαν...

          Την άλλη ημέρα επισκεφθήκαμε τις υπόγειες πόλεις στο Καϊμακλί και στο Ντερινκούγιου, πενήντα περίπου χιλιόμετρα από το Προκόπι. Σε αυτές τις πόλεις είναι θαυμαστή η τεχνολογία που εφαρμόστηκε για να επιζούν οι Βυζαντινοί κάτοικοι από τις επιδρομές των βαρβάρων. Ο εξαερισμός, η τροφοδοσία με νερό, η ασφαλής φύλαξη και συντήρηση ζώων και τροφίμων, το αθέατο από την επιφάνεια, τα μέτρα υγιεινής στην αφόδευση, ο τρόπος αμύνης σε περίπτωση αποκαλύψεως της εισόδου, το δαιδαλώδες και το στενό των διαδρόμων και οι κάτω από τη γη οκτώ όροφοι (μπορεί να είναι και έντεκα), που εξασφάλιζαν να είναι ασφαλής η ζωή των κατοίκων (υπολογίζονται ότι κατέφευγαν σ’ αυτούς από 20.000 έως και 80.000) είναι μερικά από τα εντυπωσιακά των πόλεων αυτών.

          Είχαμε κουραστεί πολύ. Περπατούσαμε πολύ κάθε μέρα...

-         Αύριο να πάμε στην Καρβάλη, να προσκυνήσουμε στο Ναό του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και να δούμε την πόλη που γεννήθηκε, μου είπε ο π. Κύριλλος.

Φυσικά συμφώνησα. Στην Καρβάλη συναντήσαμε και ευγενείς  Τούρκους. Δυο – τρία παιδιά μας πήγαν έως το ναό του Αγίου Γρηγορίου. Τους δώσαμε ένα χαρτζιλίκι, που το πήραν και μετά άρχισαν να χοροπηδάνε. Χαρήκαμε κι εμείς.

-         Λες νάναι χριστιανόπουλα; Διερωτήθηκε φωναχτά ο π. Κύριλλος. Μου φάνηκαν καλά παιδιά και καλοί ήσαν και οι γονείς τους, που τα άφησαν να μας πάνε στο Ναό, που χρησιμοποιείται πια ως τζαμί...

-         Πάτερ μου ήσαν πτωχοί άνθρωποι και μπορεί απλά  να περίμεναν να βγάλουν κάτι από την καλοσύνη τους...

-         Λες; Μπορεί να είναι όπως το λες...Ας το ξεχάσουμε...

-         Πάτερ μου, είναι η τελευταία μας ημέρα στην Καππαδοκία. Αύριο πάμε Καισάρεια για να φύγουμε από εκεί αεροπορικώς προς Κωνσταντινούπολη. Στην Καισάρεια δεν υπάρχει τίποτε να δούμε, δυστυχώς. Εκεί θα παραδώσουμε και το αυτοκίνητο. Γυρίζοντας στο Προκόπι δεν περνάμε από τη Σινασό, που θυμίζει ακόμη Ελλάδα;

-         Συμφωνώ. Έχουμε ώρα. Απογευματάκι θα φτάσουμε... Θα πάρουμε εκεί καφέ...

Έτσι και κάναμε. Επισκεφθήκαμε στην πλατεία του χωριού την χιλιοβασανισμένη, αλλά πάντα όρθια αρχοντική εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Σε μικρή απόσταση ήταν ερειπωμένα ελληνικά σπίτια, που τα καταλάβαμε γιατί ό, τι σωζόταν από ζωγραφιές σε τοίχους και οροφές, είχε ελληνικό θέμα...

Για καφέ πήγαμε σε  ένα μπαρ, που πριν ήταν ελληνικό αρχοντόσπιτο. Είχε ωραία πλακόστρωτη βεράντα με πολλές γλάστρες και ωραία λουλούδια. Εκεί καθίσαμε... Μόνο κάτι νέοι κάθονταν εκεί, που μας κοίταξαν με περιέργεια. Φυσιολογικό. Ήρθε ο μπάρμαν, νέο παλληκάρι,  και με φιλικό χαμόγελο μας ρώτησε στα αγγλικά τι θα πάρουμε. Πήρε την παραγγελία και πήγε στο εσωτερικό της οικίας – μαγαζιού. Σε λίγο ήρθε χωρίς τον δίσκο με τους καφέδες.

-         Μπορείτε να έρθετε μέσα να πιείτε τον καφέ; Μας είπε, δείχνοντας ότι περιμένει θετική απάντηση...

-         Συνεννοήθηκα με τα μάτια με τον π. Κύριλλο και εκείνος του είπε  ΟΚ και τον ακολουθήσαμε.

-         Η αίθουσα – σαλόνι  ήταν ημιυπόγεια από καλά φτιαγμένη πέτρα και παχειά ξύλινη πόρτα. Θύμιζε καταφύγιο σε εχθρικές επιδρομές. Ο νέος μας έφερε τον καφέ και χωρίς να μας ρωτήσει κάθισε στο τραπέζι μας και η ευχάριστη έκπληξη για μας ήταν ότι άρχισε να μας μιλάει ελληνικά...

-         Κατάλαβα πως είσθε Έλληνες, και ότι εσύ είσαι παπάς, μας είπε. Σας παρακολούθησα που πήγατε στην εκκλησιά και στα ρωμέϊκα σπίτια. Μου μίλησε για σας και ο φίλος μου, που συναντήσατε στη Ματιανή. Πάτερ μου θα σου εξομολογηθώ κάτι. Ήρθα από την Ελλάδα και είμαι βέρος Έλληνας, από εδώ η καταγωγή μου. Ο παππούς και η γιαγιά όσο ζούσαν όλο μου μιλούσαν για τη Σινασό. Αποφάσισα να έρθω να μείνω εδώ. Δεν ήθελα να είναι η πριν την Καταστροφή Ελληνική πόλη  χωρίς έναν Έλληνα... Αισθανόμουν απόλυτα ενωμένος με τον τόπο. Σχεδόν κάθε χρόνο  ερχόμουν εδώ. Σε μία από τις επισκέψεις μου γνώρισα μια τουρκάλα, την παντρεύτηκα, έγινα μουσουλμάνος και πήρα την τουρκική υπηκοότητα και πλέον μένω στην κωμόπολη των προγόνων μου.  Ξεκουράζεται η ψυχή μου, που η γυναίκα μου είναι καλή κοπέλα, ξέρει ποιος είμαι και γιατί είμαι εδώ, με αγαπά και με στηρίζει σε ό, τι κάνω και στη δουλειά, που πάει καλά. Προσεύχομαι μυστικά και πιστεύω ότι ο Θεός με έχει συγχωρήσει, αφού από αγάπη έκαμα ό, τι έκαμα και όποτε μπορώ, συνήθως νύχτα, με διάφορες δικαιολογίες περνώ από το Ναό και κάνω το Σταυρό μου.

-         Το πιστεύω κι εγώ, του απάντησε ο π. Κύριλλος ότι ο Χριστός είναι κοντά σου. Ό, τι έκανες είναι επειδή Τον αγαπάς πολύ... Αγαπάς και την Πατρίδα μας...

Η συγκίνηση και στους τρεις μας ήταν φανερή. Συνεχίσαμε τη συζήτηση για πολλή ώρα, σα να ήμασταν χρόνια καλοί φίλοι.... Είχαμε ξεχάσει το φαγητό. Νύχτωσε κι εμείς ήμασταν ακόμη στη Σινασό.... Σα να μη θέλαμε να αποχωριστούμε από τον Μάριο – Ιμπραήμ. Η γυναίκα του μας έφερε να φάμε ωραία φαγητά. Ήρθε η ώρα να φύγουμε. Ο Μάριος – Ιμπραήμ έπεσε στην αγκαλιά του π. Κυρίλλου και ξέσπασε σε λυγμό. Δεν έλεγε να τον αφήσει. Μετά γονάτισε, και του φιλούσε συνεχώς το χέρι. Ο π. Κύριλλος τράβηξε το χέρι του και ευλόγησε τον γονατισμένο νέο. Αγκαλιάστηκαν πάλι. Αγκάλιασε κι εμένα. Στον αποχαιρετισμό παρούσα και η σύζυγος του Μάριου – Ιμπραήμ, που και αυτή ήταν συγκινημένη....

Την επομένη ημέρα το πρωί φύγαμε αεροπορικώς, από την Καισάρεια, για την Κωνσταντινούπολη. Όμως τα όσα ζήσαμε στην Καππαδοκία και ειδικότερα στη Σινασό μας μένουν βαθιά χαραγμένα στην ψυχή μας.-   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου