Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Ἀσπλαχνία, ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία - Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ἀσπλαχνία, ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία

«Μνήσθητι, ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁ­­μοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι…» (Λουκ. 16,25)

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, εἴτε πλούσι­ος εἴτε φτωχός, εἶνε ἁμαρτωλός. Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του κολυμπάει στὴν ἁμαρτία· ἁμαρτάνει ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Ὅ­ποιος πῇ, Ἐγὼ δὲν ἔχω ἁμαρτία, εἶνε ψεύτης· δὲν γνώ­­ρισε τὸν ἑ­αυτό του (βλ. ῾Ρωμ. 3,4=Ψαλμ. 115,2· πρβλ. Α΄ Ἰω. 1,8,10). Ποιός μπορεῖ νὰ μετρήσῃ τὶς ἁμαρτί­ες του! Τὴ Μεγάλη Τρίτη στὸ τροπάριο τῆς Κασσια­νῆς ἀκοῦμε· «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυ­χοσῶ­στα Σωτήρ μου;»· ποιός θὰ μπορέσῃ, λέει, νὰ με­τρήσῃ τὶς ἁμαρτίες μου; Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴν κη­δεία μας θὰ ποῦν ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ δυσ­τυ­χῶς δὲν τὰ προσέχουμε, ὅτι «…οὐκ ἔστιν ἄν­θρω­πος, ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει», δὲν ὑ­πάρχει ἄνθρωπος ποὺ θὰ ζήσῃ καὶ δὲν θ᾽ ἁ­μαρτή­σῃ (Εὐχολόγιον, Γ΄ Ἐξοδιαστικόν, ἔκδ. ἱ. μ. Σίμωνος Πέτρας, Ἁγ. Ὄρος 2002, σ. 4).
Διαπράττει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος πλῆθος ἁ­μαρτίες, μικρὲς καὶ μεγάλες. Ἐὰν τώρα ῥωτή­σετε, ποιά ἁμαρτία εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη; θὰ σᾶς πῶ· Καὶ ἡ κλοπή, καὶ ὁ φόνος, καὶ ἡ μοιχεία, καὶ ἡ πορνεία, καὶ τὸ διαζύγιο, καὶ ἡ ψευ­δορκία, καὶ ἡ βλασφημία, ὅλα εἶνε μεγάλα ἁμαρτή­ματα, καὶ ἀλλοίμονο σὲ ὅποιον τὰ διαπράττει καὶ δὲν μετανοεῖ. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη ἁ­μαρτία ποὺ συχνὰ μᾶς διαφεύγει· καὶ γι᾽ αὐ­­τὴν μᾶς μιλάει τὸ σημερινὸ εὐ­αγγέλιο (βλ. Λουκ. 16,19-31).

* * *

Τί λέει; Μᾶς παρουσιάζει δύο ἀνθρώπους, ἕνα φτωχό, τὸ Λάζαρο, καὶ ἕνα πλούσιο, ποὺ τὸ ὄνομά του δὲν ἀναφέρεται· μᾶς λέει πῶς ἔ­ζησαν καὶ πῶς τελείωσαν τὴ ζωή τους.
Ὅταν πέθανε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν οἱ ἄγ­γελοι, τὸν πῆ­ραν στὰ φτερά τους, τὸν ἀνέβα­­σαν στὸν οὐ­­ρα­νὸ καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸν πα­ρά­δεισο. –Μὰ τί ἀξι­ό­λογο ἔ­­κανε αὐτὸς ὁ φτω­χός; βγαίνει μήπως ἀπ᾽ ἐ­δῶ συμ­πέρασμα, ὅτι κάθε φτω­­χὸς πηγαίνει στὸν παρά­δεισο;… Ὄχι, λάθος κάνε­­τε· γιατὶ ὑπάρχουν καὶ φτω­χοὶ κακεντρεχεῖς, δόλιοι, ψεῦ­τες, ἀπατεῶ­νες, πλα­στογράφοι, γογγυσταί, βλάστημοι. Αὐτοὶ δὲν θὰ πᾶνε στὸν παράδεισο, κι ἂς εἶνε φτωχοί. Ὁ φτω­χὸς τῆς ση­μερινῆς παραβο­λῆς ἦ­ταν ἅγιος. Γιατί;
Διότι ἐκτὸς ἀπὸ φτωχὸς ἦ­ταν καὶ ἄρρωστος, ἀνίκανος νὰ δουλέ­ψῃ. Κ᾽ ἐσὺ εἶσαι φτω­χός, ἀλ­λὰ ἔ­χεις τὴν ὑ­γειά σου· κι ὅ­ταν ἔχῃς ὑ­γεία, εἶσαι πλού­σιος. Ἕνας ἑκατομ­μυριοῦχος στὸ Σικάγο ἀρρώστη­σε (εἶχε καρκίνο στὸ λάρυγγα), καὶ στὸ νοσοκομεῖο ποὺ πῆγε εἶπε· Γιατρέ, κάνε με καλὰ καὶ σοῦ δίνω ὅλη τὴν περι­­ουσία μου!… Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ λεφτὰ ὅταν εἶσαι ἄρ­ρωστος μὲ πάθησι ἀνίατη; Ὁ Λάζα­ρος ὅμως, ἐ­κτὸς ἀπὸ φτω­χὸς καὶ ἄρρωστος, ἦταν καὶ ὁ­λομό­ναχος, ἔρημος κ᾽ ἐγκαταλελειμμένος. Καν­είς δὲν τὸν κοίταζε. Μόνο κάτι σκυλιὰ εἶ­χε συν­τρο­φιά· πήγαιναν κοντά του κ᾽ ἔ­γλειφαν τὶς πληγές του· αὐτὰ ἦταν οἱ νοσοκόμοι του. Σὲ ὅ­λα αὐτὰ προσθέστε καὶ τοῦτο· ζοῦσε ὄχι σὲ ἐρημιά, μακριὰ ἀπὸ κόσμο, ἀλλὰ μέσα στὴν κοινωνία, σὲ πόλι ποὺ μποροῦσε νὰ θρέ­ψῃ ὄ­χι ἕναν ἀλλὰ πολλοὺς φτωχούς· κι αὐτὸ τοῦ κόστιζε. Τὸ νά ᾽σαι στὴν ἐ­ρημιὰ καὶ νὰ πεθά­νῃς ἀπὸ δίψα τὸ καταλαβαίνω, νὰ εἶσαι ὅ­μως κοντὰ σὲ μιὰ πηγὴ καὶ νὰ μὴ σ᾽ ἀφήνουν νὰ πιῇς ἕνα ποτήρι νερὸ εἶνε ἀνυπόφορο.
Φτώχεια, ἀρρώστια, ἐρημιά, στέρησι, ὑπομο­­­νή· νά ὁ βαρὺς σταυρός του. Ἦταν ὁ πιὸ δυσ­τυχισμένος. Καὶ ὅ­μως, ἐπὶ χρόνια, δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα νὰ πῇ λόγο κακό, νὰ καταρα­στῇ τὴ μέρα ποὺ ἦρ­θε στὴ ζωὴ ἢ τὴ μάνα ποὺ τὸν γέννησε, νὰ γογγύσῃ στὸ Θεὸ ἢ νὰ βλαστη­μή­σῃ. Τίποτα ἀπ᾽ αὐτά· στὸ στόμα εἶχε πάντα τὸ «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Νά γιατί πῆγε στὸν παράδεισο.
–Μᾶς λές, λοιπὸν μὲ ἄλλα λόγια, νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς ἔ­τσι, βασανισμένοι στὸν κόσμο αὐτόν, ἐνῷ οἱ ἄλ­λοι θὰ τρῶνε, θὰ πίνουν, θὰ γλεντᾶνε; δὲν εἶ­νε αὐτὸ ἄδικο, παράλογο, ἄσκοπο;…
Πῆγε, εἴπαμε, στὸν παράδεισο. Μὰ αὐτὸ δὲν εἶ­­νε ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας; Ὦ κόσμε, ντουνιᾶ ψεύτη! ἀπορεῖς, διότι δὲν πιστεύεις. Πόσο ἄλ­λα­­ξαν οἱ ἄνθρωποι! Πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια εὔ­­­χον­ταν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο «Καλὸν παράδεισο!». Τ᾽ ἀ­κοῦτε αὐτὸ τώρα; Ὄχι. Γι᾽ αὐτὸ ἔρχε­ται ἡ καταστροφή. Δὲν πιστεύεις σὲ κόλασι; θὰ γί­νῃ λοιπὸν ἐδῶ ἡ ζωή μας κόλασι, γιὰ νὰ πιστέψῃς ὅτι ὑπάρχει κόλασι καὶ παράδεισος.
–Καὶ ποιός εἶδε τὸν παράδεισο;…
Δὲν ντρέπεσαι νὰ ῥωτᾷς; Τὸν εἶδε ὁ Χριστός, ἡ Παναγία, οἱ ἄγγελοι· τὸν εἶδε ὁ λῃ­στὴς στὸ Γολγο­θᾶ. –«Μνήσθητί μου, Κύριε», εἶπε, «ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπήν­τησε· –«Ἀ­μὴν λέγω σοι, σήμε­ρον μετ᾽ ἐ­μοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδεί­­σῳ» (Λουκ. 23, 42-43). Ὁ πρῶ­τος ποὺ πῆγε στὸν παράδεισο εἶνε ὁ λῃ­στής. Λέγε­σαι Χριστιανός, καὶ ἀμφιβάλλεις; Δὲν πι­στεύεις στὸν ἄλλο κόσμο, καὶ γε­λᾷς· θὰ κλάψῃς ὅ­μως, θὰ κλάψῃς πολύ, μὰ θά ᾽νε ἀργά.
Πῆγε λοιπὸν ὁ Λάζαρος στὸν παράδεισο. Ἀ­πὸ ᾽κεῖ βλέπει μακριὰ τὸν πλούσιο στὴν κόλασι.
–Τί κακὸ ἔκανε ὁ πλούσιος καὶ πῆγε ἐκεῖ; ἔ­κλεψε; σκότωσε; μαχαίρωσε; ἐγκλημάτησε;…
Ἔκανε τὴν πιὸ μεγάλη ἁμαρτία· γλεντοῦ­σε.
–Καὶ εἶνε κακὸ νὰ γλεντάῃ κανείς;…
Ὅταν ἔρχεται ἑ­ορ­τή, θὰ χαρῇς σεμνά, θὰ πιῇς ἕνα ποτήρι κρασί, θὰ φᾷς ἕνα καλὸ φαγη­τὸ μὲ τὴ γυναῖ­κα καὶ τὰ παιδιά σου, θὰ τραγου­δήσῃς καὶ θὰ χορέψῃς μὲ μέτρο. Μὰ ἐκεῖ­νος εἶ­χε κάθε μέρα γλέντι, μὲ ὄργανα, γυναῖ­κες, μέθη· ξώδευε γιὰ φαῒ καὶ πιοτό, ντυνό­ταν στὸ μετάξι, μὲ κάθε πολυτέ­λεια. Καὶ κάτω ἀπ᾽ τὸ μέγαρό του καθόταν πεινασμένο τὸ φτω­χαδάκι ὁ Λάζαρος. Ποτέ ὁ ἄσπλαχνος δὲν τοῦ ᾽δωσε ἕνα πιάτο φαΐ. Μόνο ὅταν οἱ ὑπηρέτες τίναζαν τὰ τρα­πεζομάντηλα, περίμενε νὰ πέσουν ψίχουλα καὶ μ᾽ αὐτὰ νὰ χορτάσῃ!
Αὐτὸ ποὺ λέει τὸ εὐαγγέλιο, τὸ εἶδα ἀδέρφια μὲ τὰ μάτια μου τὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς στὴν Κοζάνη. Μικρὰ παιδάκια, πρωὶ – πρωὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἑ­στία συσσιτίου, σάλιωναν τὸ δάχτυλο καὶ σκύβον­­τας μάζευαν ἀπὸ κάτω ψίχουλα. Τὰ κοίταζα ἐπὶ ὥ­ρα· ποὺ νά ᾽χα μιὰ μηχανὴ νὰ τὰ φω­τογραφίσω! Ἦταν σὰν τὰ σπουργιτάκια ποὺ ἔρχονται ἔξω ἀπ᾽ τὸ τζάμι καὶ τσιμ­πᾶνε. Ἀκοῦτε, παιδιά, ποὺ πετᾶ­τε ψωμιά; Θὰ πεινάσε­τε, γιατὶ τρῶτε τ᾽ ἀγαθὰ καὶ σταυ­ρὸ δὲν κάνετε, «Δόξα σοι, ὁ Θεός» δὲν λέτε. Θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ πῆτε τὸ ψωμὶ – ψωμάκι.
Ὁ πλούσιος ἦταν ἄσπλαχνος· ἀντὶ καρδιὰ εἶ­χε μέσα του μιὰ πέτρα. Καὶ πῆγε στὴν κόλασι.
–Στὴν κόλασι; Μὰ ὑπάρχει κόλασι; καὶ τί εἶνε ἡ κόλασι; φίδια, φωτιές, τηγάνια;…
Ἀσφαλῶς ὑπάρχει, καὶ μακάρι νὰ ἦταν τέτοια πράγματα· μὰ εἶνε κάτι χειρότερο. Φωτιὰ εἶνε, μὰ φωτιὰ ποὺ δὲν σβή­νει! Δίκαζαν στὴν Ἀ­­θήνα ἕναν ποὺ σκότωσε τὴ γυναῖκα του, τὴν ἔ­κανε κιμᾶ. Ἡ συνεί­δησι τοῦ φώναζε «Φονιᾶ, κα­κοῦργε!». Ἀ­πολογού­μενος στὸν εἰσ­αγγελέα εἶπε· Τί τιμωρία νὰ μοῦ βάλετε τώρα ἐ­μένα; ἐγὼ μόνος μου καίγο­μαι! φωτιὰ ἔχω μέσα μου…
Αὐτὰ λέει τὸ εὐαγγέλιο· ὁ φτωχὸς πῆγε στὸν παράδεισο κι ὁ πλούσιος στὴν κόλασι.
–Ὅλοι οἱ πλούσιοι πηγαίνουν στὴν κόλασι;…
Ὄχι. Νά κι ὁ Ἀβραάμ· πλούσιος ἦταν, ἀλλὰ πῆ­γε στὸν παράδεισο. Γιατί; Διότι εἶχε εὐ­σπλα­­χνία. Πλούσιοι, ποὺ τοὺς ἐλέγχω, μοῦ εἶπαν·
–Συνεχῶς τὰ βάζεις μ᾽ ἐμᾶς. Γιατί ὅ­μως; μή­πως δὲν κοπιάσαμε; δικά μας δὲν εἶ­ν᾽ τὰ πλού­τη; δὲν τὰ κάνουμε ἐμεῖς ὅ,τι θέλουμε;…
Ὄχι, δὲν εἶνε δικά σας. Τὰ λεφτὰ ποὺ μαζέ­­ψα­­τε τὰ κάνατε ζώντας μέσα σὲ κοινωνία· κάποιο ὄρ­γανο τάξεως φύλαγε τὰ μαγαζιά σας, κάποιοι στρα­τιῶτες φύλαγαν τὰ σύνορα τοῦ κράτους, κάποιοι δάσκαλοι δίδαξαν τὰ παιδιά σας… Ἂν δὲν ὑ­πῆρχε κοινωνία, δὲν μποροῦ­σες νὰ πλουτήσῃς ἐ­σύ. Τὰ λεφτὰ λοιπὸν ποὺ ἀπέκτησες δὲν ἀ­νήκουν μόνο σ᾽ ἐσένα· ὀφείλεις, ἀπ᾽ αὐτὰ νὰ δίνῃς καὶ στὸ φτωχὸ τὸ δυστυχισμένο.
–Δὲν ὑπάρχουν φτωχοὶ σήμερα, θὰ μοῦ πῇς.
Ἄλλο παραμύθι αὐτό. Θέλετε νὰ σᾶς πῶ περιπτώσεις; Σ᾽ ἕνα χωριό, ποὺ ἔλεγαν πὼς δὲν ὑ­πάρ­χουν φτωχοί, βρήκαμε σὲ ἀχυρῶνα ἕνα γέρο ξεχασμένο, μέσα σὲ βρώμα καὶ δυσ­ω­δία, καὶ τὸν πήραμε στὸ γηροκομεῖο. Ἀλλοῦ ἕ­ναν ἄλλο, ποὺ τὸν ἔδιωξαν οἱ γυιοί του γιατὶ οἱ νυφάδες δὲν τὸν ἤ­θελαν, τὸν βρήκαμε ἑτοι­μοθάνατο· τὸν πήραμε κι αὐ­τόν. Ἂν σᾶς πῶ ὅ­τι μέσ᾽ στὴν πόλι κάποιος φωτί­ζεται τὴ νύχτα μὲ δᾳδιά, θὰ τὸ πιστέψετε; Γλέντα λοιπὸν ἐσὺ ὁ κύριος καὶ λέγε ὡραῖα παραμύθια. Δὲν δυσ­τυχοῦμε βέβαια ὅπως κάποτε· ὑπάρχει ὅμως φτώχεια καὶ δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε ἄσπλαχνοι. Ἅμα δὲν δίνῃς, ὁ Χριστὸς θὰ σὲ τιμωρήσῃ.
Παρατηρῆστε στὸν κόσμο τὰ κράτη – δὲν ἀ­νήκω σὲ κανένα, εἶμαι Ἕλληνας καὶ πρὸ παν­τὸς Χριστιανός. Ὅποιο κράτος σκορπάει τ᾽ ἀ­γαθά του καὶ ἐλεεῖ, ὁ Θεὸς τὸ εὐλογεῖ· ὅποιο δὲν ἐλεεῖ, δυσ­τυχεῖ καὶ πεινάει ὅσους κάμ­πους κι ἂν διαθέτῃ. Χρειαζόμαστε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὅπου ὑπάρχει ἡ εὐλογία, ἕνας σβῶ­λος γῆς φτάνει νὰ θρέψῃ ἕνα χωριό· ἂν δὲν ὑπάρχῃ ἡ εὐλογία, κάμπος ὁλόκληρος δὲν μπο­ρεῖ νὰ θρέψῃ οὔτε ἕναν ἄνθρωπο.

* * *

Πιστέψτε, ἀδέρφια μου Ἔχουμε θρησκεία μεγά­λη, ἀληθινή. Κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας στὴν ἀπιστία. Κον­τὰ στὸ Θεό, κοντὰ στὴν Ἐκκλησία, κοντὰ στὴν πατρίδα· μόνο ἔτσι θὰ προχωρήσουμε.
Ἐσεῖς δὲν εἶστε πλούσιοι καὶ Ὠνάσηδες, εἶ­στε φτωχαδάκια εὐλογημένα. Μιμηθῆτε τὸ Λά­ζαρο. Ξέρετε τί σημαίνει «Λάζαρος»; Εἶνε ὄνομα ἑβραίϊκο. «Λάζαρος» σημαίνει «ἔχει ὁ Θεός». Καὶ τελειώνω μὲ κάποιο παράδειγμα.
Γύρω στὸ 1942 περπατοῦσα στὴ Θεσσαλονίκη, σὲ χρόνια δυστυχισμένα, ποὺ στὰ καλντερίμια ἀ­κούγονταν οἱ μπότες οἱ γερμανικές. Καθὼς κατέβαινα ἀπὸ τὸ Ἑπταπύργιο, βλέ­πω ἕνα μανάβη. Τραβοῦσε ἕνα καρροτσάκι φορτωμένο καρῶτα, πατάτες, λαχανικά, καὶ πάνω στὸ καρροτσάκι ἦ­ταν γραμμένο «Ἔχει ὁ Θεός»! Μοῦ ᾽κανε ἐντύπω­­σι. Τὸν σταμάτησα, κάτι νὰ πάρω καὶ νὰ πιάσω κου­βέντα. –Τί εἶν᾽ αὐτὸ ποὺ ἔχεις γράψει ἐδῶ; –Ἐγὼ πιστεύω, μοῦ εἶπε· εἶδα τὸ Θεὸ ἐγώ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου