Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Ἀρχιμανδρίτης Νεκτάριος Πατεράκης, Ὁ Γέροντας τῆς Καλυβιανῆς - Του Ἀρχιμ. Ἱερεμίου Γεωργαλῆ­

Ἀρχιμανδρίτης Νεκτάριος Πατεράκης 
Ὁ Γέροντας τῆς Καλυβιανῆς

Του Ἀρχιμ. Ἱερεμίου Γεωργαλῆ­

«Ἦρθα ν̉ ἀνάψω ἕνα κερὶ καὶ ὁ στεναγμὸς τὸ σβήνει, ἡ θύμησὴ σου Γέροντα μέχρι νὰ ζῶ θὰ μείνει». Ἕνα κερὶ βαθιᾶς εὐγνωμοσύνης καὶ καρδιακῆς εὐχαριστίας, ἕνα ἀειδίνητον ὄφλημα, εἶναι τοῦτος ὁ  ταπεινός λόγος γιὰ τὸν μακαριστὸ καὶ θρυλικὸ Γέροντα τῆς Καλυβιανῆς, τὸν π. Νεκτάριο Πατεράκη. Εὐχαριστία ὁλοκάρδια καὶ εὐγνωμοσύνη αἰώνια σοῦ καταθέτουμε Γέροντα γιὰ ὅσα μᾶς ἐδίδαξες μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή σου, γιὰ ὅσα μᾶς ἀπεκάλυψες μὲ τὴν εὔλαλη σιωπὴ σου, γιὰ ὅσα μᾶς ἐνουθέτησες μὲ τὴ πατρική στοργή σου, γιὰ ὅσα μᾶς ἐδώρισες μὲ τὴν πυρφόρα προσευχὴ σου, γιὰ ὅσα μᾶς ἐφανέρωσες μὲ τὴν γλυκολαλιὰ σου, γιὰ ὅσα μᾶς ἀπέκρυψες μὲ τὴν διάκρισὴ σου,  γιὰ ὅσα μᾶς παρέδωκες μέ τήν ἁγία βιοτή σου, γιὰ ὅσα μᾶς ἐχάρισες καὶ μὲ τὴν διδαχὴ σου. Πέρασαν,  γέροντα, οἱ χρόνοι γρήγορα καὶ οἱ μήνες σὰν ποτάμι, πέρασαν κί οἱ μέρες κί οἱ στιγμὲς καὶ ὁ νοῦς μας δὲν προφθάνει νὰ βυθιστεῖ ἀπ’ τὸ παρὸν στὸ παρελθὸν νὰ πάει, νὰ θυμηθεῖ, νὰ γράψει καὶ νὰ πεῖ γιὰ ὅσα σιμὰ σου ζήσαμε καὶ ἀκούσαμε καὶ εἴδαμε.

Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιμανδρίτης π. Νεκτάριος, κατὰ κόσμον Στυλιανὸς Πατεράκης, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Γιαννιοῦ τοῦ Δήμου Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Νομοῦ Ρεθύμνης τὸ ἔτος 1936. Ἀνδρώθηκε εἰσπνέοντας ἀνασασμοὺς αἰωνιότητας ἀπὸ τὴν ζωοδότρα ἑλληνορθόδοξη παράδοση τῆς ἁγιοτόκου Κρήτης.

Ὡραιώθησαν τὰ διαβήματὰ του πορευόμενος ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας εἰς τὰ αὐλὰς τοῦ Κυρίου μὲ Χάρη θεόσδοτη μὰ καὶ μὲ χαρὰ μεγάλη. Εὔστροφος καὶ εὐφυὴς καθὼς ἦταν ἀποφασίζει, κατόπιν ἐπιθυμίας τῶν γονέων του, νὰ σπουδάσει στὴν Παιδαγωγικὴ Ἀκαδημία τοῦ Ἡρακλείου. Μὰ τὴν νεανικὴ του καρδιὰ τὴν πυρπολεῖ ὁ ἔρως τοῦ Κυρίου. Ἡ ἄσκηση, ἡ προσευχή, ὁ τρόπος τῶν ὁσίων τὸν συγκινεῖ βαθύτατα, τοῦ φλέγει  τὴν ψυχὴ του. Ὁ λογισμὸς ἀπὸ τὴν καρδιὰ στὸν νοῦ του ἀνεβαίνει, τὸν πόθο κάνει προσευχή, δέηση καὶ ἱκεσία. Τὸν Κύριο παρακαλεῖ, προσεύχεται στὴν Παναγία, τὴν τεθλιμμένη τὴν ὁδό, τῶν μοναχῶν τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀκολουθήσει στὴ ζωὴ μὲ δύναμη, μὲ ὑπομονὴ καὶ μὲ χαρὰ καὶ θάρρος. Καὶ τότε μιὰ φωνὴ ἱεροειδὴ τοῦ σαγηνεύει τὴν ψυχὴ καὶ τὸν καλεῖ κοντὰ της. Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης Τιμοθέου, τοῦ στοργικοῦ καὶ ἡγιασμένου  Πατέρα τῆς Μεσσαρᾶς, ποὺ τὸν καλεῖ νὰ καταστεῖ συγκυρηναῖος του στὴν ἄρση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ γιά νὰ πορευθοῦν, ὁμοῦ, τὸν ἀνηφορικὸ Γολγοθᾶ τῆς κατὰ Θεὸν βιοτῆς καὶ τῆς θυσιαστικῆς προσφορᾶς πρὸς τὸν πλησίον στὰ πονεμένα μεταπολεμικὰ χρόνια τῆς φτώχειας καὶ τῆς δυστυχίας. Ὁ τότε Ἐπίσκοπος καὶ Μητροπολίτης Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας Τιμόθεος, ἐκεῖνος ὁ μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος Ἀρχιερέας, ὁ ταπεινός,  ὁ πτωχός, ὁ ἀσκητής, ὁ προσευχόμενος, ὁ φιλόθεος, ὁ φιλάνθρωπος, ὁ θεραπευτὴς τῶν δαιμονιζομένων, «ὁ ὁσίαθλος καὶ ἱεροθαλὴς Ἱεράρχης»  ὅπως τὸν χαρακτήρισε ὁ Παναγιώτατος  Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.  κ. Βαρθολομαῖος, ἦταν ὁ ἐμπνευστὴς καὶ δημιουργὸς τῆς ἐν Κρήτῃ Νέας Βασιλειάδας, τῆς ἐπιλεγομένης «Παναγία Καλυβιανή». Ἀνέστησε, Θεαρχίῳ νεύματι, τὸ μοναστήρι τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ ἀφουγκραζόμενος τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς περιστάσεις τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης δημιουργεῖ, στὸν τόπο ἐκεῖνο, τὰ ἱδρύματα ποὺ περιέθαλψαν καὶ προστατεῦσαν πολλά ὀρφανὰ  τοῦ πολέμου ἀλλὰ καὶ  ἡλικιωμένους ἀνθρώπους. Ἔτσι, ὁ πρωτογιὸς τοῦ Μητροπολίτου Τιμοθέου, ὁ π. Νεκτάριος,  τὸ 1957   προσέρχεται στὴν Παναγία τὴν Καλυβιανή, κείρεται μοναχὸς καὶ χειροτονεῖται διάκονος στὴν Μονή τῶν Ἀπεζανῶν. Τὸ 1959 χειροτονεῖται ἱερέας καὶ ἀναλαμβάνει διδάσκαλος καὶ διευθυντὴς στό πολυθέσιο  σχολεῖο τῆς Καλυβιανῆς. Ἔκτοτε καὶ μέχρι τὴν μακαρίᾳ κοίμησή του, στὶς 11 Ἀπριλίου 2022,  ὑπηρέτησε μὲ αὐταπάρνηση τὴν Κυρία Θεοτόκο τὴν Καλυβιανή, σιμὰ στὸν σεπτὸ Γέροντά του Μητροπολίτη Τιμόθεο καὶ ἐν συνεχείᾳ, ὅταν ἐκεῖνος ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος  Κρήτης, ἀνέλαβε, ὡς ὁ ἄμεσος διάδοχὸς του, τὴν διακονία τοῦ μοναστηριοῦ, τῆς γυναικείας κοινοβιακῆς Ἀδελφότητος καὶ τῶν πολλῶν ἱδρυμάτων. Ὁ π. Νεκτάριος ἦταν ἄνθρωπος εὔστροφος, διδάσκαλος ἔμπειρος, παιδαγωγὸς ἄριστος, θεολόγος θεοφώτιστος, μοναχὸς ὁσιότροπος, λειτουργὸς εὐλαβέστατος, κήρυκας διαπρύσιος, παρηγορία τῶν πενθούντων, ἀντιλήπτωρ τῶν χηρῶν, προστάτης τῶν ὀρφανῶν, πλουτισμὸς τῶν πτωχῶν, βοηθὸς τῶν ἀσθενούντων, τηρητὴς τῆς Παραδόσεως, ἐρευνητὴς τῶν παραδόσεων, διασώστης τῶν θρύλων, γνώστης τῆς ἱστορίας, ἔμπλεος Χάριτος, χαρᾶς πεπληρωμένος. Εἶχε ἦθος θυσιαστικό, φρόνημα παραδοσιακό, σύνεση ἐν πᾶσι. Βημάτιζε σεμνοπρεπῶς τήν ἀκανθηφόρο καὶ πυρακτωμένη γραμμὴ τοῦ ἱεροῦ χρέους τῆς διακονίας ποὺ ἡ  Ἐκκλησία τοῦ ἀνέθεσε καὶ ἃς ποθοῦσε τὴν ἀσκητικὴ ἡσυχία ἡ ἀγαθοποιὸς καρδία του. Διέθεται πηγαῖο χιοῦμορ μὰ  πάντα ὠφέλιμο καὶ εὐεργετικὸ γιὰ τοὺς ἀκροατὲς του. Στὶς μεγάλες ὧρες τῆς ζωῆς του ἐκκινοῦσε μὲ νεανικὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ βημάτιζε μὲ γεροντικὴ σύνεση. Στὶς ἀσέληνες νύχτες τῆς βιοτῆς του μὲ καρδιακὲς οἰμωγές καί μέ παννύχιες προσευχές τούς ὁρισμοὺς τοῦ Ἀφέντη Χριστοῦ ἀφουγκραζόταν καὶ τὴν κραταιά Ἀντίληψη τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Καλυβιανῆς ἐπικαλοῦνταν. Ὁ Γέροντας ἤλεγχε μὲ ἀγάπη καὶ παρηγοροῦσε μετὰ στοργῆς. Εἶχε μετρὸ ἀσκητικὸ ἡ  βιοτή του, εἶχε ἀσθένειες πολλές, πόνο καθαρτικό, ὑπομονὴ ἰώβειο καὶ ἀνομολόγητες πικρίες ἡ ζωὴ του. Ἵστατο φρυκτωρός ἀκοίμητος στὴν πάντοτε ἀνεωγμένη θύρα τῆς ἱερᾶς παρεμβολῆς τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Καλυβιανῆς. Παρέμεινε, ὁ γέρων καὶ διδάσκαλος π. Νεκτάριος, πιστὸς ἕως ἐσχάτων, νεανίας μαθητὴς καὶ ἀκριβὴς  τηρητὴς τῆς παρακαταθήκης τὴν ὁποῖα παρέλαβε παρὰ τοῦ ἀειμνήστου Γέροντός του, Ἀρχιεπισκόπου Τιμοθέου. Ὁ διάβολος τὸν ἐφθόνησε, οἱ ψευδάδελφοι τὸν ἐδίωξαν, οἱ ἐμπαθεῖς τὸν ὕβρισαν, οἱ πονηροὶ τὸν συκοφάντησαν ἕως καὶ τῆς ἐσχάτης ὥρας του. Καὶ ἐκεῖνος ὁ μακάριος, ἑπόμενος τῶν ἀπ’ αἰώνων ὁσίων καὶ μαρτύρων τῆς ἱερᾶς Μάνδρας τῆς Καλυβιανῆς, μὲ βαθιά ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔλεγε:«Ὅταν μὲ ἀπειλοῦν, μονίμως ἀπαντῶ: ʺἊν ἔχετε ἐξουσία ἀπὸ τὸν Θεό, τότε θὰ μὲ φάτε. Ἀλλιῶς ἄδικα μοῦ ποζάρετε τὰ ἀκονισμένα δόντια σαςʺ». Καὶ ὅταν θέριευαν οἱ πειρασμοὶ καὶ ὁ δαιμονικὸς βρυχισμὸς συντάρασαι τὴν ὕπαρξή του, ἐκεῖνος ὁ καρτερόψυχος, τελοῦσε ἐν θλίψεσιν ἀφώνητος καὶ ἐν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις προσευχόμενος:«Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Ἀκτινογράφος τῆς ψυχῆς ἀκριβέστατος μὲ ἐμπειρία μακρόχρονια καὶ μὲ φώτιση ἁγιοπνευματική, Χάριτι Θεοῦ, στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, ἀνέστησε ἀναρίθμητες ψυχὲς ἁμαρτωλῶν. Διακριτικὸς πνευματικὸς ἰατρὸς καὶ ἐξαίσιος παιδαγωγὸς τῆς ἐν Χριστῷ  ζωῆς καὶ πολιτείας ἐγνώσθη ὑπὸ πάντων καὶ πασῶν ὁ γέροντας Νεκτάριος. Μανιακὸς ἐραστὴς τῆς μυθολογίας, τῆς ἱστορίας, τῆς ἐξαίσιας κρητικῆς μουσικῆς καὶ τῶν εὐσεβῶν παραδόσεων τῆς ἡρωοτόκου καὶ ἁγιοτόκου Κρήτης ὑπῆρξε ὁ  ἀείμνηστος. Σιμὰ του ἀνακαλύψαμε τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγέρωχης Μεγαλονήσου. Μᾶς εἰσήγαγε στὰ ἄδυτα καὶ κεκρυμμένα τῆς κρητικῆς ἱστορίας ὀνομάζοντας τὰ μνημεῖα καὶ τοὺς λίθους τῶν ἀλλοτινῶν μεγαλείων ὁδοδεῖκτες ζωῆς καὶ μαθητείας. Μὲ λόγο χειμαρρώδη καὶ μεταδοτικότητα μοναδική μᾶς μίλησε γιὰ τὸν μυθικὸ Ἀστερίωνα, τὸν βασιλιὰ τὸν Μίνωα καὶ τὸν πολιτισμὸ του, γιὰ τὴν Φαιστὸ καὶ τὸν ἱερὸ ποταμὸ τῶν Μινωιτῶν, γιὰ τὸν Μέγα Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν συνοδίτη καὶ συνέκδημο αὐτοῦ Ἀπόστολο Τίτο, γιὰ τὸ Μάρτσαλο καὶ τοὺς ἀσκητὲς τοῦ Ἁγιοφαράγγου. Ὁ γέρων Νεκτάριος μὲ νεανικοὺς βηματισμούς μᾶς σεργιάνησε στό ἱερὸ ὅρος τῆς Κρήτης, τὰ Ἀστερούσια καὶ στὰ μοναστήρια τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου τόπου. Πορευθήκαμε, ἀγαλλομένῳ ποδί, μαζὶ του ἀπὸ τοὺς Καλοὺς Λιμένες, τὸν Λέντα καὶ τὴν Παναγία στὴν Βύθανο μέχρι τὰ Μυριοκέφαλα, τὸ Ἀκρωτήρι  Χανίων καὶ τὴν Χρυσοσκαλίτισσα, τὰ Σφακιὰ καὶ τὸ Φραγκοκάστελλο, τὸ Σπήλι καί τό ἐξάκουστο μοναστήρι τοῦ Πρέβελη, τὴν Ἱεράπετρα καὶ τὰ σεβάσματα τῆς ἀνατολικῆς Κρήτης.

 

Ὁ γέρων Νεκτάριος ἠγάπησε πολὺ τὸν Σωτήρα Χριστὸ καὶ ἠγαπήθη ὑπὸ τῶν Ἁγίων τοῦ Κυρίου. Οἱ ὅσιοι Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης καὶ Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ὑπῆρξαν βοηθοί,  ὁδηγοὶ καὶ ἀντιλήπτορες στὴν ἐπὶ γῆς πορεία του. Μάλιστα, ὁ  Ὅσιος Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, σὲ καιρὸ μεγάλου πειρασμοῦ, μεταξὺ τῶν πολλῶν ποὺ τοῦ ἀποκάλυψε γιὰ τὰ ἐπερχόμενα τοῦ εἶπε καὶ γιὰ τὴν διακονία του στὴν Καλυβιανὴ καὶ τούτο: «Θὰ χρειασθοῦν νὰ τοὺς κρατήσεις συντροφιὰ σὲ καιροὺς δύσκολους. Ὅπως, ὅλη ἡ Μεσσαρά, πεινασμένη κάποτε, θὰ πιασθεῖ ἀπὸ τὸ πετραχήλι σου καὶ τὰ λόγια σου». Ἔχαιρε,  ὁ γέροντας, σεβασμοῦ καὶ τιμῆς ἐν ἀπάση τῇ δεσποτεία Κυρίου. Ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς, μοναχοὶ καί μοναχές,  ἐπιστήμονες καὶ πολιτικοὶ μὰ ἐξόχως ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εὐλογημένος,  μὲ σεβασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη, προσέτρεχαν στον μακαριστὸ π. Νεκτάριο, τὸν Γέροντα τῆς Καλυβιανῆς,   γιὰ νὰ ἐνισχυθοῦν πνευματικὰ καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ πορευθοῦν εἰρηνικὰ στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας τους. Θυμόσοφος καθὼς ἦταν μὲ μαντινάδες κρητικὲς διήνθιζε τὸν λόγο του. Ὅταν τοῦ ζητοῦσες νὰ μιλήσει γιὰ τὰ παλιὰ τὰ περασμένα ἔλεγε: «Μὴ μοῦ ξυπνᾶς τὸ παρελθὸν ἅφης το νὰ κοιμᾶται γιατὶ πολὺ πονάει ἡ καρδιά ὅταν παλιὰ θυμᾶται». Ὅταν τοῦ κατέθετες  βιοτικὲς στενοχώριες ἀναφωνοῦσε:«Κάνε λιγάκι ὑπομονὴ κί ὅλα στὸν κόσμο ἀλλάζουν καὶ τὰ θολότερα νερὰ κί αὐτὰ κατασταλάζουν». Ὅταν ἤθελε νὰ σὲ ἐπαναφέρει στὴν πραγματικότητα πάλι ἔλεγε: «Πάψε νὰ ζεῖς μὲ ὄνειρα γιατὶ ἡ αὐγὴ χαράζει καὶ πλησιάζει τὸ πρωὶ ποὺ ὅλα τὰ τρομάζει». Καὶ ὅταν ἤθελε νὰ ἐπαινέσει τὸν ἱερὸ δεσμὸ τῆς φιλίας ἔλεγε: «Ἔχει ἀξία στὴ ζωὴ τὸ τελευταῖο δάκρυ ποὺ σταματᾶ καὶ κρυσταλλιά στῶν ἀμαθιῶν τὴν ἄκρη». Μὲ συγκίνηση καὶ ἱερὸ θαυμασμὸ μᾶς μιλοῦσε γιὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ γέροντὰ του Τιμόθεο, τὸν γέροντα Γεννάδιο ἀπὸ τὴν Ἀκουμιανή Γυαλιά, τὸν γέροντα Θεόδωρο ποὺ ζωντάνεψε τὸ Ἁγιοφάραγγο, τὸν γέροντα Ἀναστάσιο τοῦ Κουδουμᾶ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν γερόντισσα Γαλακτία ποὺ τὴν ὀνόμαζε θησαυρὸ κεκρυμμένο. Ὁ μακαριστὸς γέροντας π. Νεκτάριος πορεύθηκε μὲ ἔνδοξη ἀδοξία στὴν ἐπὶ γῆς ζωή του. Μὲ ἐμπειρία ἁγιοπνευματικὴ καὶ ἔχοντας μάθει ἀπὸ τὰ παθήματὰ του μᾶς ἔλεγε: «Ὅταν τυλιχθοῦμε τὸ ράσο χωρὶς νὰ ξετυλιχθοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας, τότε ἀντὶ νὰ οἰκοδομοῦμε, χαλοῦμε καὶ τὰ λίγα ποὺ μένουν ὄρθια…Τὸ πιὸ εὔκολο πράγμα στὸν κόσμο σήμερα, εἶναι νὰ χειροτονηθεῖ κάποιος παπᾶς. Καὶ τὸ πιὸ δύσκολο νὰ ζεῖ σὰν παπάς…Ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἔχει ἐθνικὲς συμφορές, τότε βγάζει ἥρωες. Καὶ ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἐκκοσμίκευση τότε ἐμφανίζει Ἁγίους. Πολλοὺς Ἁγίους…Τοὺς Ἁγίους τοὺς τιμᾶμε γιατὶ ἔζησαν σὲ διαφορετικὴ ἐποχὴ ἀπὸ ἐμᾶς. Ἂν ζοῦσαν σήμερα καὶ προέβαιναν στὰ ἴδια πνευματικὰ κατορθώματα, ποὺ ἔκαναν τότε, θὰ τοὺς κλείναμε στὸ φρενοκομεῖο.. .Πῆγα νὰ μαλώσω μὲ τὸν Χριστὸ ὅταν εἶδα τὶς σατανικότητες καὶ τοὺς ἐκφυλισμούς, ποὺ γίνονται στὸ ὄνομά Του. Ἀλλὰ μόλις γύρισα τὴν πλάτη μου στὸν ʺΧριστὸʺ τοῦ σαθροῦ συστήματος, τότε ἀκριβῶς, ἔπεσα στὴν ἀγκαλιά Του. Καὶ διαπίστωσα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀποστράφηκα δὲν ἦταν ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἦταν ἕνα παραμορφωτικὸ κάτοπτρο ποὺ ἀλλοίωνε τὴν εἰκόνα Του». Καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν εὔχου τιμιώτατε γέροντα γιὰ ἐμᾶς τούς περιλειπομένους.

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Ι. Μητροπόλεως Βεροίας “Παύλειος Λόγος”, τεύχος 159, Σεπτ.-Οκτ. 2022)

Φωτογραφία: Γιώργος Κοντοχριστοφής

Πηγή: e-mesara

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου