Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

Γυμνοί στην Παρέλασι; - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Γυμνοί στην Παρέλασι;

«Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾽ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (῾Ρωμ. 13,13-14)

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Τί κάνει, ἀγαπητοί μου, ἡ μητέρα ὅταν βλέ­πῃ τὸ παιδί της νὰ κινδυνεύῃ νὰ πνιγῇ; Βάζει τὶς φωνὲς καὶ καλεῖ νὰ τὴν βοηθήσουν γιὰ νὰ σώσῃ τὸ παιδί της. Τί κάνει ὁ καπετάνιος ὅταν στὴν πορεία τοῦ πλοίου διακρίνῃ βράχο μέσα στὴ θάλασσα; Δίνει ἀμέσως διαταγὴ στοὺς ναῦτες καὶ τοὺς μηχανικοὺς νὰ στρέψουν τὸ καράβι, ὥστε νὰ μὴν πέσῃ πάνω στὸ βράχο καὶ ν᾽ ἀποφύγῃ τὸ ναυάγιο.
Ἔ, αὐτὸ κάνει τώρα καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα, τῆς Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου (βλ. ῾Ρωμ. 13,11 – 14,4). Σὰν τὴ μάνα μας, ποὺ μᾶς ἀ­γαπᾷ καὶ πονάει γιὰ μᾶς, καὶ σὰν κα­λὸς καπετάνιος, ποὺ θέλει νὰ σώσῃ τὴ ζωή μας ἀπὸ φοβερὸ ναυάγιο, μᾶς φωνάζει. Βλέπει πὼς τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡ­μέρες, ἀντὶ νὰ γινώ­μαστε πιὸ συνετοί, πιὸ σώφρονες, ἐμεῖς κοντεύουμε ὄ­χι μόνο νὰ χάσουμε τὴν ἀνθρωπιά, τὰ ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά μας, νὰ γίνουμε κτήνη καὶ χειρότεροι ἀπὸ τὰ κτήνη, ἀλλὰ κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε καὶ αὐτὴ τὴ ζωή μας.

Πόσο καλὸ θὰ ἦταν, τὶς ἡμέρες αὐτὲς τοῦ Τριῳδίου οἱ Χριστι­ανοὶ νὰ ἔτρεχαν ὅλοι στοὺς ναούς, νὰ ἦταν ὅλοι κοντὰ στὴν Ἐκκλησία! Θὰ ζοῦσαν μὲ τὴν προσευχή τους τὴν ἐπικοι­νωνία μὲ τὸν οὐρανό, θὰ ἀπολάμβαναν τὴν ἀ­σύγκριτη ὀρθόδοξη ὑμνῳδία καὶ λα­τρεία, θὰ φωτιζόταν ὁ νοῦς τους ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ δυνάμωνε ἡ ψυχή τους μὲ τὴν πνοὴ τῆς θείας χάριτος. Καὶ ὄχι μόνο αὐτά· ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο.
Βλέπουμε ὅλοι τί λέει καὶ τί κάνει ὁ κόσμος τὶς ἡ­μέρες αὐ­τὲς τῆς ἀποκριᾶς· ζῇ καὶ κινεῖ­ται μ᾽ ἕνα τρόπο παράλογο, ἀλλόφρονα, ξέφρενο, ἀλ­λὰ καὶ ἄκρως ἐ­πικίνδυνο ἀπὸ κάθε πλευρά. Ἐπιδίδεται σὲ ζω­ηρότητες, παρεκ­τροπὲς καὶ τρέλλες, ποὺ κοστίζουν ὄχι μό­νο σὲ χρῆμα καὶ σὲ χρόνο καὶ σὲ ὑγεία σωματική, ἀλλὰ καὶ συχνὰ στοιχίζουν τὴν ἀρτιμέλεια ἢ καὶ αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη ζωή. Δελτία εἰ­δή­σεων, ἀστυνομικὰ δελτία, περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες, ἡ κίνησι σὲ σταθμοὺς πρώτων βοηθειῶν καὶ στὰ νοσοκομεῖα ἀλλὰ καὶ σὲ γρα­φεῖα κηδειῶν, μαρτυροῦν τὴ θραῦσι καὶ τὶς ἀπώλειες ποὺ προκαλοῦνται σὲ ἡμέρες –ὑ­πο­τίθεται– ψυχαγωγίας καὶ χαρᾶς…
Ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ καὶ πολλὰ ἄλλα –ἀ­φήνω, δὲν ἀναφέρω ἐδῶ τὴν καθαρῶς ψυχι­κὴ καὶ πνευματικὴ φθορὰ καὶ βλάβη, τὴν ὁ­ποία λίγοι δυστυχῶς ἀντιλαμβάνονται καὶ ὑ­πολογίζουν– θὰ ἦταν προστατευμένοι καὶ ἀ­πηλλαγμένοι οἱ Χριστι­ανοί, ἐὰν τὶς ἡμέρες τοῦ κατανυκτκοῦ Τριῳδίου ἔτρεχαν στοὺς ναούς, σύχναζαν στὴν Ἐκ­κλησία, καὶ ὄχι σὲ ψυχοφθόρα κέντρα διασκεδάσεως.
Δυστυχῶς τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες οἱ πολλοὶ δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ φαγοπό­τια μέχρι σκασμοῦ, κραιπάλη, μέθη, μεταμ­φιέ­σεις, χορούς, σπατάλη… Μὲ τὴ λατρεία αὐ­­τὴ τῶν αἰσθήσεων δὲν κάνουν ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἐξ­αχρειώνουν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πλάστηκε «κατ᾽ εἰ­κόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ, γιὰ νά ᾽νε ἡ κορω­νίδα τῆς θείας δημιουργίας, μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ «ἄρχῃ» ἐπὶ τῶν κτισμάτων (Γέν. 1,26,28).
Ἀλλὰ αὐτοί, ποὺ ἀπουσιάζουν καὶ σήμερα ἀ­­­πὸ τὸ ναό, ἀφοῦ χθὲς ἔδωσαν καὶ πῆραν ὅ­λα ὅσα ζητάει καὶ δίνει ὁ διάβολος στοὺς ἀ­κολούθους του, τώρα κοιμοῦνται. Ἔκαναν τὴν ἡ­μέρα νύχτα καὶ τὴ νύχτα ἡμέρα. Δὲν φτάνει δυστυχῶς ἡ φωνή μας σ᾽ αὐτούς. Τί εἶπα, «ἡ φωνή μας»; Λάθος ἔκανα· ἡ φωνὴ τοῦ ἀποστό­λου Παύλου ἤθελα νὰ πῶ. Αὐτὸς ν᾽ ἀκουστῇ, καὶ ὁ λόγος του ἂς φτάσῃ καὶ σ᾽ αὐτούς.
Τὸν ἀκοῦμε σήμερα τὸν ἀπόστολο. Περνᾶ­νε, λέει, γρήγορα οἱ μέρες μας. Ἀδειάζει τὸ σακκούλι τῆς ζω­ῆς. Πλησι­άζει τὸ τέλος τοῦ βίου μας. Κοντεύουμε νὰ φτάσουμε στὸ λιμάνι. Λοιπόν, «μὴ κώμοις καὶ μέθαις (=ὄχι μὲ ἄσεμνα τραγού­­δια πάνω στὸ μεθύσι), μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις (=ὄχι μὲ πορνεῖες καὶ ἀσέλγειες), μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ (=ὄχι μὲ φιλονικίες καὶ ζηλοφθονίες), ἀλλ᾽ ἐν­δύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας (=ἀλλὰ ντυ­θῆτε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καὶ μὴν κοιτᾶ­τε πῶς θὰ ἱκανοποιήσετε τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες)» (ἔ.ἀ. 13,13-14).
Λόγια χρυσᾶ, θεόπνευστα. Ἂς τὰ τηρήσουμε.
Χριστιανέ, λέει, μὴν τὸ ῥίξῃς στὸ γλέντι καὶ στὸ ἄσεμνο τραγούδι, μὴν πιῇς καὶ μεθύσῃς καὶ με­τὰ κατρακυλίσῃς σὲ χειρότερα κακά. Γιατὶ τὸ πιοτὸ θὰ φέρῃ τὸ μεθύσι, τὸ μεθύσι θὰ φέ­ρῃ τὴν πορνεία, ἡ πορνεία θὰ φέρῃ τὸν καυ­γᾶ, καὶ ὁ καυγᾶς μπορεῖ νὰ φέ­ρῃ καὶ τὸ φόνο. Ἔτσι γίνεται, ἔτσι σχηματίζεται ἡ ἁ­λυσί­δα τοῦ κακοῦ, τὸ κομπολόι τῶν ἐγκλημάτων.
Ἐσὺ ὅμως, ἂν θέλῃς νὰ λέγεσαι Χριστιανός, νὰ τ᾽ ἀποφεύγῃς ὅλα αὐτά.

* * *

Σύ, ἀγαπητέ μου, ἔχεις ἄλλο προορισμό! Ὄχι νὰ κυλιέ­σαι σὰν χοῖρος στὸ βοῦρκο, ἀλ­λὰ νὰ ὑψωθῇς ἐπάνω ἀπὸ τὰ χαμαίζηλα καὶ ἀπατηλά. Ζήλεψε τοὺς ἀγγέλους. Ζῆσε σ᾽ αὐ­τὸ τὸν κόσμο σὰν μία ἀγγελικὴ ὕπαρξι. Ὄχι σὰν κτῆνος, σὰν ζῷο, ἀλλὰ σὰν ἄνθρωπος· ὄ­χι σὰν δαίμονας, ἀλλὰ σὰν ἄγγελος λευκοντυμένος μὲ τὴ φωτεινὴ στολὴ τοῦ Χριστοῦ! Ναί, ἔτσι λέει ὁ Παῦλος· «ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (ἔ.ἀ.).
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ὅτι πρέπει νὰ πετάξῃς ἀπὸ πάνω σου τὰ κουρέλια, τὰ ῥάκη τῆς ἁμαρτίας· καὶ προσπάθησε νὰ ντυθῇς τὴ λαμπρὴ φορεσιά, τὴ στολὴ τῆς ἀρετῆς. Καὶ πρόσεξε, ἐπείγει· βιάσου, πρέπει αὐτὰ νὰ γίνουν γρήγορα, γιατὶ «ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡ­μέρα ἤγ­γικεν», ἡ νύχτα προχώρησε, κον­τεύει νὰ ξημερώσῃ ἡ καινούργια ἡμέρα (ἔ.ἀ. 13,12).
Ποιά εἶνε ἡ νύχτα; Νύχτα ἐννοεῖ τὴν παροῦ­­σα ζωή. Τὴ λέει νύχτα, γιατὶ κατ᾽ αὐτὴν δὲν βλέπουμε καὶ δὲν γνωρίζουμε, τί κρύβει καθέ­νας στὴν ψυ­χὴ καὶ στὴ ζωή του· δὲν ξέρου­με «τὰ ἔργα τοῦ σκότους» (ἔ.ἀ.), τί μηχανεύ­ον­ται οἱ κακοὶ καὶ ῥαδιοῦρ­γοι ἄνθρωποι, τί πα­γίδες στή­νουν ὁ διάβολος καὶ οἱ δαίμονες· συμβαίνουν τώρα ὅλα τὰ δόλια, σκοτεινά, μυστη­ρι­ώδη. Εἴ­μαστε ὅπως τὸ ἔμβρυο στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας, ποὺ ζῇ σὲ σκοτάδι· ἔτσι τώρα κ᾽ ἐ­μεῖς ζοῦμε σὰν σὲ σκοτεινὸ θάλαμο. Ὅλα εἶνε μαῦ­ρα, για­τὶ τὰ μαυρίζει ἡ κακία καὶ ἡ ἁμαρτία.
Ἀλλά, Χριστιανοί, ἔχετε θάρρος. Τὸ βασίλειο τῆς νύχτας θὰ λήξῃ. Μιὰ ἄλλη ζωὴ θ᾽ ἀ­νατείλῃ, ποὺ ἐμ­πρός της ὅλες οἱ ζωὲς τοῦ κόσμου τούτου εἶνε ἕνα σκοτάδι. Ἐκείνη ἡ μέλλουσα ζωὴ λέγεται ἐδῶ «ἡμέρα» (ἔ.ἀ. 13,12). Καὶ ἡ ἡμέρα ἐκείνη θὰ εἶνε λαμπρή, ὁλόφωτη.
Ὅπως ὅμως τώρα, ὅταν ξημερώνῃ ἡ ἡμέρα δὲν σὲ βρίσκει μὲ τὰ ῥοῦχα τὰ νυκτικά, δὲν βγαίνεις ἔξω νὰ πᾷς στὶς δουλειές σου μὲ τὴν πυτζάμα, ἔτσι καὶ τότε, ἡ μεγάλη ἐκείνη ἡμέρα, ποὺ πλησιάζει ν᾽ ἀνατείλῃ, δὲν πρέ­πει νὰ σὲ βρῇ μὲ ῥοῦχα τῆς νύχτας, δηλαδὴ μέσα σὲ «ἔργα τοῦ σκότους» (ἔ.ἀ.).
Φρόντισε, τώρα ποὺ εἶσαι στὴν παροῦσα ζωή, ν᾽ ἀποκτήσῃς καὶ νὰ ντυθῇς μὲ ῥοῦχα τῆς ἡμέρας, μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἀρετῆς σου, ὥστε κατὰ «τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐ­πιφανῆ» (Ἰωὴλ 2,11=Πράξ. 2,20) νὰ μὴ βρεθῇς γυμνός.

* * *

Δὲν ξέρω, ἀγαπητοί μου, ἄν ποτε σᾶς συν­­έβη τὸ ἀτύχημα, ἐνῷ βαδίζατε ἔξω στὸ δρόμο, νὰ πλησιάσατε κάποιο αἰχμηρὸ ἀντικείμενο, καρφὶ ἢ ἀγκάθι, κι αὐτὸ ἔσχισε τὸ ροῦχο σας. Ἐὰν σᾶς συνέβη, θὰ θυμᾶστε βέβαια ὅτι νιώσατε ντροπὴ καὶ τρέχατε νὰ κρυφτῆτε· νὰ πᾶ­τε στὸ σπίτι γιὰ νὰ ῥάψετε τὸ σχισμένο· γιατὶ κανένας λογικὸς ἄνθρωπος δὲν περπατάει ἔξω μὲ ῥοῦχο σχισμένο ἢ γυμνός.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐδῶ ντρεπόμαστε νὰ ἐμφανιστοῦμε γυμνοὶ στὰ μάτια τοῦ κόσμου, ἂς φοβηθοῦμε μήπως τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὴν φοβεράν, τοῦ θανάτου καὶ τῆς κρίσεως, βρεθοῦ­με γυμνοὶ ἐνώπιον ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων.
Γιὰ νὰ μὴν πάθουμε αὐτὴ τὴ μεγάλη καταισχύνη, ἂς ἀκούσουμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Παύλου· «Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (ἔ.ἀ.).
Πετάξτε, ἀδελφοί μου, μακριά σας τὰ βρωμερὰ κουρέλια τῶν παθῶν καὶ ἁμαρτιῶν· τὴν ἀλόγιστη ἐπιθυμία, τὴν εἰδωλικὴ πλεονεξία, τὴν ἄπληστη φιλαργυρία, τὸ ἄμετρο φαγοπότι, τὴν ἀθεόφοβη διασκέδασι, τὴν κτηνώδη κραι­πάλη, τὴν ἐξευτελιστικὴ μέθη, τὴν ἐπαίσχυν­τη πορνεία, τὴν ἄτιμη μοιχεία, τὴν ταραχώδη ὀργή, τὸν θηριώδη θυμό, τὴν ἀνόητη φιλονικία… Καὶ ντυθῆτε τὴ λαμπρὴ στολὴ τῶν ἀρε­τῶν τοῦ Χριστοῦ. Ντυμένοι μὲ τὴν ἀγγελικὴ αὐτὴ στολή, θὰ κάνετε τὴν πιὸ ὡραία παρέλα­σι ποὺ θὰ γίνῃ στὸν κόσμο. Διότι τὴν ἡ­μέρα ἐ­κείνη θὰ παρελάσετε ὄχι ἐνώπιον ἐπισήμων τῆς γῆς καὶ βασιλιάδων τοῦ κόσμου τού­του, ἀλλὰ ἐμπρὸς στὸν βασιλέα Χριστὸ καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου