1. O Γιάννης Ρίτσος υπήρξε αναμφίβολα μια από τις σημαντικότερες ποιητικές φυσιογνωμίες της γενιάς του ΄30. Γεννημένος το 1909 στη Μονεμβασιά, διέμεινε το μεγαλύτερο διάστημα της οδυνηρής και πολυτάραχης ζωής του στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 1990. Με το μοναδικό σε όγκο, περιεχόμενο και αξία τρισυπόστατο, επικό, λυρικό και δραματικό του έργο, αναδείχθηκε στον πολυγραφότερο Νεοέλληνα ποιητή, ενώ με τις υψηλές πνευματικές, ψυχικές και ηθικές αξίες που έπλασε και περιέκλεισε σ’ αυτό, λάμπρυνε το ελληνικό και φώτισε το διεθνές πνευματικό στερέωμα. Η τεράστια ποιητική του παραγωγή μάλιστα, η οποία τον ενέγραψε ως τον πλέον γόνιμο από τους ποιητές της γενιάς του, διακρίνεται για τη «σπειροειδή της εξέλιξη», την οποία του υπαγορεύει η πολιτική του κοσμοθεωρία ως μαρξιστή διανοούμενου και στοχαστή, αλλά και η από την κοσμοθεωρία του εκπορευόμενη αντίληψη για τη διαρκή εξέλιξη της Ιστορίας, στο κάλεσμα της οποίας ανταποκρίθηκε πολλαπλά αποτυπώνοντάς την έμμετρα κυρίως στην εποχή του. Η ποίησή του, δηλαδή, αποτυπώνει κατά κύριο λόγο την καθημερινή πραγματικότητα στα μεγάλα και σημαντικά, όπως συμβαίνει στον «Επιτάφιο», αλλά και στα μικρά και ασήμαντα, όπως εύγλωττα αποτυπώνεται στην «Αναγκαία Εξήγηση», στην επιφάνειά της, όπως προβάλλει στα «Επικαιρικά», αλλά και στο βάθος της, όπως αναδύεται στις υπαρξιακές αναζητήσεις της «Τέταρτης Διάστασης», όπου εμπερικλείεται η πεμπτουσία της ποιητικής του αποστολής, αλλά και συνιστά λαμπρή σύνοψη της «ποιητικής του ιδεολογίας».
Η ποίηση του Ρίτσου, δηλαδή, θεωρούμε
πως είναι στο σύνολό της βαθιά υπαρξιακή στο μαρξιστικό της πλαίσιο, η οποία
ωστόσο δεν περιέχει ίχνος ουτοπίας, αλλά χαρακτηρίζεται από πρωτόγνωρο ρεαλισμό
και γι’ αυτό μιλά για την πραγματικότητα «ήσυχα
κι απλά», προκειμένου να απευθυνθεί με στιβαρότητα κυρίως σε ανθρώπους
κοινωνικά αποκλεισμένους από την τέχνη, αλλά και από τη ζωή, προκειμένου να
τους καλέσει σε απελευθερωτική ειρηνική επανάσταση κατά της κοινωνικής αδικίας
που επιβάλλουν οι ισχυροί της γης. Στην προσπάθειά του αυτή επιστρατεύει με ποιητική
μαεστρία όλα τα στοιχεία της Ελληνικότητας στη διαχρονία της και στο πλαίσιο
αυτό προσλαμβάνει και αξιοποιεί το χριστιανικό μήνυμα στην ορθόδοξή του έκφανση,
καθώς του παρείχε πλούσιο υλικό για να αντλήσει και να δομήσει διαλεκτικά το
πλήρες βαθύτατου ανθρωπισμού ποιητικό του σύμπαν, αλλά και να συγκροτήσει αξιακά
περαιτέρω την προσωπικότητα του.
Έτσι,
σε μια συνέντευξή της για τον μεγάλο ποιητή πατέρα της στις 28 Δεκεμβρίου του 2009,
η Έρη, η μοναχοκόρη του Ρίτσου, ανέφερε πως τον θαύμαζε γιατί ήταν «ένας πάρα πολύ καλός άνθρωπος». Τον
θαύμαζε, όπως τονίζει, όχι γιατί ήταν απλά «καλός
γενικά και αόριστα», αλλά διότι ήταν «κομμουνιστής,
αγαπούσε τον άνθρωπο και πάλευε για το καλό του», τονίζοντας ιδιαίτερα πως
«την αγάπη του την αποδείκνυε έμπρακτα»,
αλλά και πως «έβλεπε την ανθρωπιά του να
εκδηλώνεται στην καθημερινή του ζωή». Η απάντηση αυτή, ωστόσο, έδωσε την αφορμή
στον δημοσιογράφο να παρατηρήσει πως αυτή η στάση του ποιητή ήταν ουσιαστικά «μια χριστιανική αντίληψη της αγάπης»,
αλλά και να τη ρωτήσει ευθέως για το «Ποιά
ήταν η σχέση του πατέρα της με το Θεό» και «με τη θρησκεία». Η απάντησή της Έρης υπήρξε σαφής και αφοπλιστική.
«Δεν υπάρχει,» υπογράμμισε «ή τουλάχιστον δεν υπήρχε Έλληνας στις
γενιές μας, ο οποίος να μην έχει βαθιά μέσα του τη χριστιανική διδασκαλία. Είναι
βίωμα μας. Μεγαλώσαμε με την Εκκλησία, με τα πανηγύρια προς τιμή των Αγίων, με
τα τροπάρια, με τα τραγούδια, που παρέπεμπαν σε αυτή την πίστη. Εξάλλου,»
συνέχισε, προβάλλοντας ανεπαίσθητα την προφανή οργανική σύνδεση και διαλεκτική σχέση
Χριστιανισμού και Μαρξισμού στη σκέψη του πατέρα της, «η κομμουνιστική ιδεολογία προσεγγίζει απόλυτα στο σημείο αυτό τη
χριστιανική. Δηλαδή», συμπλήρωσε, «ο στόχος και των δύο είναι η μορφοποίηση
ενός ανθρωπίνου όντος, που από τη μια να προσεγγίζει το θείο και από την άλλη
να προσεγγίζει τον ιδανικό άνθρωπο, που δεν εκμεταλλεύεται τον συνάνθρωπό του
και συμπάσχει με αυτόν με τελικό στόχο τη δημιουργία μιας ιδανικής κοινωνίας. Έτσι,
το θρησκευτικό αίσθημα που ο Ρίτσος είχε βιώσει παιδί και η ιδεολογική του
τοποθέτηση αργότερα, νομίζω ότι αποτελούν ένα συνδυασμό πραγμάτων, που εκφράζεται
σε όλη την ποίηση του».
Με την τοποθέτησή
της αυτή η Έρη όμως, δεν αποτυπώνει, πιστεύουμε, με σαφήνεια μόνο την διαλεκτική
σχέση του Μαρξισμού και του Χριστιανισμού, αλλά και ιχνηλατεί με σαφήνεια τον
διαρκή τους ιδιότυπο διάλογο στο ποιητικό σύμπαν του πατέρα της. Έτσι, παρόλο
που υποστηρίζει αμέσως μετά, κατά τη σχεδόν πάγια τακτική των σύγχρονων Ελλήνων
μαρξιστών, ότι «ο ίδιος βέβαια ήταν άθεος», στη δημοσιογραφική ερωτηματική παρατήρηση
μήπως δεν ήταν αλλά «δήλωνε άθεος», η
απόκρισή της υπήρξε ουσιαστικά καταφατική. «Ναι»,
απάντησε, και μάλιστα συνέχισε λέγοντας πως «Για παράδειγμα ο ‘Επιτάφιος’, αν δεν είχε ως βάση τον Επιτάφιο Θρήνο
της Μεγάλης Παρασκευής, όλες τις θαυμάσιες βυζαντινές εικόνες στις εκκλησίες
της Μονεμβασιάς και του Μυστρά, τα μοιρολόγια, δεν θα μπορούσε να είχε γραφεί.
Εξάλλου,», καταλήγει, «δεν είναι
τυχαίο ότι κάθε φορά μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης ο Ρίτσος κατέφευγε στον
δεκαπεντασύλλαβο», δηλαδή στο εκκλησιαστικό ποιητικό μέτρο, που υιοθετήθηκε
κατόπιν και από το δημοτικό τραγούδι, προκειμένου να αποτυπώσει εναργέστερα την
υπαρξιακή του αγωνία για το μέλλον του ανθρώπου.
Είναι γεγονός, ότι η έρευνα του έργου
του μεγάλου ποιητή έχει καταλήξει στο συμπέρασμα, πως το χριστιανικό στοιχείο έχει
έντονη παρουσία στην ποίησή του, η ρίζα του οποίου εντοπίζεται στο βιωματικό
του υπόβαθρο, που οικοδομήθηκε στην παιδική του ηλικία. Έτσι, η σχέση του με τον
Χριστιανισμό κατά την ενηλικίωση του, όπως προκύπτει από την ποιητική του
ενσωμάτωση, κινούνταν ανάμεσα στην αποδοχή και την απόρριψη, με μεγαλύτερη ίσως
τάση προς την αποδοχή. Ωστόσο, ακόμη κι αυτή η τάση χαρακτηρίζεται από μία
επιλεκτικότητα, από μια εκλεκτικότητα, ώστε η σχέση του Ρίτσου με το
χριστιανικό στοιχείο γενικότερα να θεωρείται ότι υπήρξε στενή, αφού
αναστρέφεται μ’ αυτό πολύ συχνά, αλλά και ταυτόχρονα ανήσυχη και αντιφατική, όπως
ακριβώς συμβαίνει γενικότερα και με την ποιητική του ιδιοσυγκρασία, που αποθεώνει
τις αντιφάσεις ως εκφάνσεις της πολυπλοκότητας της ζωής. Έτσι ο ποιητής, καταφεύγει
κατά κανόνα στη χρήση της διαλεκτικής ως κύριας μεθόδου προκειμένου να εντάξει
επιμέρους πτυχές του χριστιανικού μηνύματος και των προσώπων που το κομίζουν στο
ποιητικό του έργο, κατανοώντας τα κυρίως με εγκόσμια, γήινα και ανθρώπινα,
χαρακτηριστικά, χωρίς ωστόσο να τα απογυμνώνει παντελώς από το μεταφυσικό τους
πλαίσιο, δηλαδή χωρίς να τα αποϊεροποιεί, χωρίς να τα αποφορτίζει από μια ιδιότυπη
«ιερότητα» και «αγιότητα», με την οποία προσπαθεί, επιστρατεύοντάς τα, να
περιβάλλει ουσιαστικά την «ιερότητα»
και την «αγιότητα» του πνευματικού
του αγώνα ως ποιητή, εμφορούμενου από την μαρξιστική κοσμοθεωρία, εναντίον της
κοινωνικής αδικίας για την επικράτηση της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων σε μια
αταξική κοινωνία.
2. Ο σκοπός της παρούσας ομιλίας,
ωστόσο, δεν είναι να ανιχνεύσει τη θρησκευτική ταυτότητα του Ρίτσου, αλλά να
σκιαγραφήσει τον τρόπο με τον οποίο διαλέγεται δημιουργικά με τη χριστιανική
παράδοση, προκειμένου να ενσωματώσει στο έργο του εκλεκτικά τα στοιχεία της
εκείνα που εξυπηρετούν τον σκοπό της ποιητικής του αποστολής, ώστε να χρησιμοποιήσει
το αυθεντικό χριστιανικό μήνυμα στην ορθόδοξή του έκφραση ως μοτίβο και
εκφραστικό μέσο για να οικοδομήσει τον νέο κόσμο που οραματιζόταν ως «προφήτης» μιας νέας επερχόμενης κοσμογονικής
αλλαγής, με στόχο την οικοδόμηση μιας ειρηνικής ανθρώπινης κοινωνίας χωρίς
διακρίσεις, που θα έχει την αφετηρία της σε μια μάλλον πνευματικού χαρακτήρα επανάσταση
του «προλεταριάτου», την οποία θα προετοιμάσει η ποίηση ως ύψιστη ανθρώπινη πνευματική
αναγεννητική λειτουργία, ώστε να μην περιέχει βία, αλλά να προϋποθέτει το
σεβασμό της ελευθερίας των ανθρώπων, για να επικρατήσει με φυσικό τρόπο η ομόνοια
και η ενότητα, η ειρήνη και η δικαιοσύνη, αλλά και η ισότητα μεταξύ των μελών
της.
Στην
πνευματική του αυτή προσπάθεια ο Ρίτσος, θεώρησε προφανώς ότι μπορεί να
συμβάλλει αποφασιστικά ως εκφραστικό μέσο και το χριστιανικό στοιχείο, το οποίο
έχει σαφώς αυτοβιογραφική βάση και είναι συνδεδεμένο πλήρως με το ορθόδοξο ήθος
της ζωής των απλών ανθρώπων στη φύση, καθώς είναι ριζωμένο στα βιώματα του
ποιητή στο γενέθλιο τόπο του, τη Μονεμβασιά. Η θρησκευτική αγωγή που έλαβε από
το οικογενειακό (κυρίως από τον κρητικής καταγωγής πατέρα του) και το
θρησκευτικό περιβάλλον της γενέτειράς του, περιλάμβανε, όπως ανέφερε και η Έρη
στη συνέντευξή της, στενές σχέσεις με την εκκλησιαστική τελετουργία στο πλαίσιο
της έντονης εκκλησιαστικής ζωής του τόπου του, πράγμα που σημαίνει πως από την
παιδική του ηλικία είχε εγγράψει έντονα θρησκευτικά βιώματα, τα οποία - όπως
συνέβη άλλωστε και με τα υπόλοιπα βιώματα των παιδικών του χρόνων - θα ήταν
παράδοξο να μην επανενεργοποιηθούν κατά την ενηλικίωση του, όταν μάλιστα η
εσωτερική του ευαισθησία αρθρώθηκε σε ποιητική παραγωγή. Για την ανάδυση και
αποτύπωση στο ποιητικό του έργο των χριστιανικών του βιωμάτων ως στοιχείων της
Ελληνικότητας μάλιστα, συνέβαλλαν τόσο οι υπαρξιακές του αναζητήσεις στη φάση
της κοσμοθεωρητικής του ωρίμανσης, όσο και η αντιθετική τους διαλεκτική ως θρησκευτικής
πίστης με τη φιλοσοφική - κοινωνικοπολιτική αντίληψη του διαλεκτικού υλισμού,
στον οποίο μυήθηκε από τη μετεφηβική του ηλικία.
Θεωρώντας λοιπόν ο Ρίτσος, σύμφωνα με
τον Κάρολο Marx, ότι τα
πάντα συνιστούν ύλη, με την έννοια ότι όλα είναι εγκόσμια και αισθητά, και
μάλιστα ότι βρίσκονται σε διαρκή συγκρουσιακή κίνηση και πάλη, χωρίς τη
μεταφυσική παρέμβαση κανενός υπερκόσμιου όντος, είναι απαραίτητο να
επιστρατευτεί η διαλεκτική για να κατανοηθούν και να αντιμετωπιστούν, δεδομένου
ότι τα πάντα ερμηνεύονται με βάση το σχήμα θέση - αντίθεση - σύνθεση, όχι όμως
όπως το ανέπτυξε ο Φρειδερίκος Hegel,
αλλά όπως το ανανοηματοδότησε και το ανέλυσε ο Κάρολος Marx, θεμελιώνοντας τον διαλεκτικό
υλισμό. Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, η διαρκής και αέναη κίνηση της ύλης
ακολουθεί την εξής διαλεκτική πορεία : η υπάρχουσα κατάσταση του κόσμου συνιστά τη «θέση», που δεν είναι άλλη από την κυριαρχία της άρχουσας τάξης η
οποία καταδυναστεύει το προλεταριάτο, δηλαδή τον απλό λαό με τον οποίο βρίσκεται
σε διαρκή πάλη και ο οποίος καλείται να αντιδράσει εμφορούμενος από τις ιδέες
του διαλεκτικού υλισμού με επανάσταση, γεγονός που συνιστά την «αντίθεση», προκειμένου να ανατρέψει την
άδικη αυτή κοινωνική κατάσταση. Από αυτή την πάλη των αντιθέτων προκύπτει ως
αποτέλεσμα μία τρίτη νέα κατάσταση, η «σύνθεση»,
που συνιστά την αταξική κοινωνία με την σοσιαλιστική οικοδόμηση και οργάνωσή
της. Η υλιστική διαλεκτική καθίσταται με
τον τρόπο αυτό η γενική μέθοδος παράστασης και κατανόησης της πραγματικότητας,
όχι όμως για να την ερμηνεύσει κοινωνιολογικά, αλλά για να την ανατρέψει και να
την αλλάξει, καθώς σύμφωνα με τον Marx : «Οι προηγούμενοι φιλόσοφοι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τον κόσμο. Για
μας δεν είναι αρκετό να τον ερμηνεύσουμε. Σκοπός μας είναι να τον αλλάξουμε».
Για να επιτευχθεί όμως η αλλαγή του κόσμου θα έπρεπε πρωτίστως κατά τον Ρίτσο να εμπεδωθεί η κοινωνική ειρήνη και η ενότητα της ανθρωπότητας μέσω της μεταμορφωτικής λειτουργίας της ποίησης. Γι’ αυτό και τονίζει με έμφαση :
Επειδή ακριβώς ο ποιητής επιδιώκει με το έργο του να σμίξει τους ανθρώπους και να ενώσει τον κόσμο απέναντι στην απάνθρωπη κοινωνική αδικία, διαλέγεται δημιουργικά και αξιοποιεί πυκνότατα, αλλά επιλεκτικά, και το χριστιανικό μήνυμα ως κατ’ εξοχήν φορέα των αξιών που πρεσβεύει. Γι’ αυτό και οι μαρξιστές μελετητές του, προκειμένου να εξηγήσουν και να αιτιολογήσουν την ασυνήθιστα ευρεία και καθολικώς σχεδόν διάχυτη παρουσία του χριστιανικού στοιχείου μέσα από τις ποικίλες και πολλές φορές αλληλοαναιρούμενες εκφάνσεις του στην ποίησή του, θεωρούν, όχι ορθά νομίζουμε, ότι αυτό οφείλεται σε μια ταλάντευση ανάμεσα στην υπαρξιακή - υπερβατική του πλευρά και την κοινωνικοπολιτική της διάσταση ως μια θεμελιώδη νοηματική σταθερά. Επειδή όμως ο Ρίτσος υπέτασσε κατά κύριο λόγο την ιδεολογία στην τέχνη του, θεωρούσε ότι το χριστιανικό στοιχείο, όπως και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της Ελληνικότητας στη διαχρονία της, θα μπορούσε να συμβάλλει στην οικοδόμηση του νέου κόσμου που οραματιζόταν με την υλοποίηση της κοσμοθεωρίας του, προσλαμβανόμενο και κατανοούμενο στο πλαίσιο της μαρξιστικής διαλεκτικής, ως θέσης, αντίθεσης και σύνθεσης. Για τον λόγο αυτό και διερωτούνταν εύλογα :
όπως κ’ οι αρχαίες ελληνικές Μοίρες
κι όπως η Αγία Τριάδα της Ορθοδοξίας (Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα)
κι όπως ο αριθμός 3 – διαλεκτική κίνηση (1=θέση, 2=αντίθεση, 3=σύνθεση,
που περιέχει θέση κι αντίθεση και συνεχίζεται επ’ άπειρον),
(πατέρας - μητέρα - παιδί ή γέννηση – έρωτας - θάνατος);
Στο τριπλό αυτό σχήμα (θέση - αντίθεση -
σύνθεση) κατά τον Ρίτσο, συνέχονται αρμονικά όλα τα στοιχεία της Ελληνικότητας
ως τρόπου ζωής, όπως οι αρχαίες Μοίρες, η ορθόδοξα κατανοούμενη Αγία Τριάδα ως
κοινωνία προσώπων, αλλά και η πορεία της ζωής του κάθε απλού ανθρώπου του λαού σε
μια αέναη διαλεκτική κίνηση, η οποία συντίθεται για να προσεγγίσει τελικά το βάθος
της ανθρώπινης ιστορίας αλλά και της ανθρώπινης ιδιοσυστασίας. Έτσι, εφαρμόζοντας
την διαλεκτική του μέθοδο στην ένταξη του χριστιανικού μηνύματος και των
προσώπων που το εκφράζουν αυθεντικά στο ποιητικό του έργο, θεωρούσε, νομίζουμε ως
θέση τη νοσηρή και άδικη κοινωνική
και πολιτική κατάσταση της εποχής του, η οποία προσέκρουε απολύτως στο
χριστιανικό ιδανικό της αγάπης, της ισότητας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης ως
αντίθεση, τα οποία με την δημιουργική
τους ενσωμάτωση στην ποίησή του ως γήινα και κοσμικά ιδανικά κυρίως, θα συνδράμουν,
μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία της Ελληνικότητας, στη νέα σύνθεση, δηλαδή στην πνευματική ενδυνάμωση της ενότητας και στην
ενίσχυση της ιδέας της ειρηνικής επανάστασης με σκοπό την εδραίωση της προσπάθειας
για εγκαθίδρυση μιας αταξικής κοινωνίας, με ισότητα, ειρήνη και δικαιοσύνη
ανάμεσα στους ανθρώπους. Κινούμενος με τον τρόπο αυτό και στο πλαίσιο των
μαρξιστικών κοινωνικοπολιτικών του αρχών ο ποιητής, προσπαθεί να δομήσει έναν
ιδιότυπο ποιητικό «ιερό» κόσμο, όπου
παρατηρείται μια τριπλή ενότητα, αυτή του ανθρώπου, της φύσης και του θείου
στοιχείου. Σκοπός του είναι να επιτύχει τη βαθιά ριζωμένη στην ψυχή του σταθερή
κοσμοθεωριακή θέση για την κοινωνική ισότητα και την κοινωνική ειρήνη, δηλαδή
όχι την επιβολή, αλλά τον ελεύθερο μετασχηματισμό της κοινωνίας σε αταξική,
χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς για κάθε άνθρωπο.
Επειδή ακριβώς επιχειρεί διαλεκτικά
την ενσωμάτωση του χριστιανικού στοιχείου στην υπηρεσία της μαρξιστικής θέσμισης
της κοινωνίας μέσω της ποίησης, προσπαθεί ενσυνείδητα να το αποσυμφορήσει από
τον έντονα θρησκευτικό του μανδύα και να το καταστήσει περισσότερο ανθρώπινο, γήινο
και κοσμικό, χωρίς όμως να το αποϊεροποιήσει παντελώς. Γι’ αυτό και η στάση του
απέναντι στην προσπάθεια κατάχρησης ή νόθευσής του, αλλά και εργαλειοποίησής
του, δηλαδή στην πλήρη θρησκειοποίηση και εκκοσμίκευσή του με σκοπό την
επιστράτευσή του στη διατήρηση και ενίσχυση των προνομίων της άρχουσας τάξης
είναι πολύ συχνά επικριτική έως και αποδομητική. Η κριτική του εστιάζεται
κυρίως στην προσπάθεια μετατροπής της χριστιανικής πίστης σε μέσο ηθικής
νομιμοποίησης και θεσμοθέτησης της αδικίας, αλλά και στο πλαίσιο της λειτουργίας
της πολιτικής του ιδεολογίας, στην αντίληψη για τη θρησκεία ως μέσο
χειραγώγησης του λαού ακόμη και κατά την περίοδο της προχωρημένης του
ωριμότητας, καθώς διαπιστώνει και πάλι ότι το χριστιανικό μήνυμα επιχειρείται
να μετατραπεί σε μέσο ελέγχου του ανθρώπου, ώστε να προβαίνει σε σκληρή και
αδυσώπητη κριτική, όπως συμβαίνει σε ποιήματα της εποχής της δικτατορίας κατά
την περίοδο 1967 -1974.
Διαμαρτυρόμενος κατά τη νεότητά του για έναν
Χριστιανισμό που έχει νοθευθεί και παραποιηθεί για να καταστεί ιδεολογικό
στήριγμα της άρχουσας τάξης, οραματίζεται μια νέα ζωή μέσα στη χαρά της υγιούς
κοινωνίας, πιστεύοντας ακράδαντα ότι ο Χριστός είναι τελικά το θύμα αυτής της
μεταχείρισης, με το να του τραγουδά :
Από τους δύο τελευταίους στίχους εξάγεται νομίζουμε σαφώς, πως ο ποιητής, παρά την προσπάθεια νόθευσης του κηρύγματος του Χριστού από τους ισχυρούς της εποχής του, δεν εμποδίζεται να το αξιοποιήσει ποιητικά, εφόσον πιστεύει ότι αντανακλά τις δικές του αρχές, γι’ αυτό και δεν διστάζει να θέτει διαρκώς τα πρόσωπα και τα σύμβολα του Χριστιανισμού στην υπηρεσία της κοινωνικής επανάστασης, αλλά και δεν θα διστάσει να «ιεροποιήσει» και να «αγιοποιήσει» την ελληνική παράδοση, στη γνήσια έκφραση της όμως, από τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, που φυσικά βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τους σφετεριστές της εξουσίας. Έτσι, ο καθένας απ’ αυτούς
Για να το επιτύχει όμως αυτό ως υπέρμαχος της επικράτησης της αταξικής κοινωνίας και της ισότητας των ανθρώπων μεταξύ τους, αναπτύσσει μια διαλεκτική προσέγγιση με τον Χριστιανισμό τόσο σε επίπεδο προσώπων, όσο και σε επίπεδο ιδεών, θεωρώντας ότι τα θεία ή ιερά πρόσωπα και το περιεχόμενο του χριστιανικού μηνύματος μπορούν κατ’ εξοχήν να υποστηρίξουν το ιδεολογικό του όραμα για μια ιδανική ανθρώπινη κοινωνία, στην οικοδόμηση της οποίας θα συμβάλλει ουσιαστικά η ποίηση, η οποία οφείλει να χρησιμοποιήσει δαψιλώς και μεταμορφωτικώς για τον σκοπό αυτό το χριστιανικό στοιχείο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας διαλεκτικής προσέγγισης αποτελεί ο «Επιτάφιος», όπου ο Ρίτσος αξιοποιεί χωρία από τον Επιτάφιο Θρήνο της Μ. Παρασκευής, ενώ προς το τέλος του ποιήματος η χαροκαμένη μάνα οραματίζεται την ανάσταση του γιού της, ως αποκορύφωμα και νίκη της επανάστασης για ελευθερία, μέσα στο πλήθος των επίσης επαναστατημένων συντρόφων του:
Στον
«Επιτάφιο» δηλαδή, πραγματοποιείται η
ποιητική ενσωμάτωση στοιχείων της χριστιανικής υμνογραφίας και κοσμοαντίληψης,
για να λειτουργήσουν όχι τόσο σε επίπεδο μεταφυσικής, όσο σε επίπεδο κατάφασης
στην κοινωνική επανάσταση, αλλά και απόδοσης της ψυχολογίας μιας γυναίκας του
λαού που θα ήθελε να δει το παιδί της να ξαναζήσει αναστημένο. Πέραν της
θεματικής σύγκλισης των δύο κειμένων, όμως, σε αρκετές περιπτώσεις, όπως στα μοτίβα του θρήνου της
μάνας, η οποία δηλώνει τον πόνο της μέσα από την σωματική του έκφραση, καθώς
και στα μοτίβα της αναφοράς στα μέλη του γιου, υπάρχουν επίσης ομοιότητες και
στο λεκτικό επίπεδο, καθώς υπηρετούν έναν κοινό σκοπό, δηλαδή μέσω της θυσίας του
νέου να προβάλλει η ανάσταση ως κοινωνική επανάσταση και απελευθέρωση από τα
δεσμά της κοινωνικής αδικίας.
3.
Το χριστιανικό στοιχείο και μοτίβο ως μέσο διαλεκτικής με την πολιτική στάση
του Ρίτσου αποκαλύπτεται πλούσιο επίσης εκτός από τον «Επιτάφιο» και στην «Ώρα των
Ποιμένων», ενώ η λειτουργία του ως στοιχείου της ελληνικής παράδοσης,
συνδεδεμένου κυρίως με την επαναστατική κατάφαση, είναι προφανής επίσης, εφόσον
ερμηνεύεται, αν συνδεθεί οργανικά με το κοινωνικό κήρυγμα του Χριστού, ώστε να
συναντάται έντονα ακόμη στη «Ρωμιοσύνη»,
την «Κυρά των Αμπελιών», αλλά και σε
διάφορα από τα «Χορικά» του, όπως και
σε ορισμένα από τα «Επικαιρικά».
Έτσι, στο ιδιότυπο «ιερό» ποιητικό σύμπαν του Ρίτσου είναι πρωτίστως
παρόν, ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της διαλεκτικής, το μορφοείδωλο του καλού Θεού με σαφή ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά
ως οικείου και προσιτού στον άνθρωπο πατέρα, αφού στα ποιήματά του προβάλλεται
η αναζήτηση του Θεού ως παγκόσμια ανάγκη, καθώς η αίσθηση της ευγνωμοσύνης,
κυρίως όμως η πίστη στον Θεό, δρα κατευναστικά για την ψυχή όλων των ανθρώπων,
αλλά και των λοιπών όντων. Ο Θεός, σύμφωνα με τον μεγάλο ποιητή, δεν είναι μόνο
Θεός των ανθρώπων, αλλά και Θεός «των
σπουργιτιών και των παιδιών». Είναι εκείνος που κοιτάζει γλυκά τα παιδιά με
τα γαλανά του μάτια, «μέσα απ’ τα φύλλα
της κληματαριάς», αλλά και αυτός που γαληνεύει την ψυχή της μητέρας που
προσεύχεται και τον ευγνωμονεί για το βλαστάρι της. Το παιδί, ωστόσο, όπως και
οι γονείς του, πρέπει να μυηθεί μέσω της πίστης στον καλό Θεό στην κοινωνική
δικαιοσύνη, πρέπει να γαλουχηθεί στις νέες ιδέες της επερχόμενης αλλαγής του
κόσμου. Γι’ αυτό και ο πατέρας του, έχοντας εμπεδώσει το μήνυμα της ισότητας μεταξύ
των ανθρώπων, προτρέπει το παιδί του να γράψει ένα γράμμα στο Θεό, παρακαλώντας
τον για ευμάρεια και κοινωνική δικαιοσύνη για όλα τα παιδιά του κόσμου: «Γράψε του: ‘Καλέ θεούλη, Εμείς είμαστε καλά. Κάνε εσύ, καλέ θεούλη, να ’χουν όλα
τα παιδάκια ένα ποταμάκι γάλα, μπόλικα αστεράκια, μπόλικα τραγούδια. Κάνε εσύ,
καλέ θεούλη, να ’ναι όλοι καλά έτσι που κι εμείς να μη νιώθουμε πολύ ντροπή για
την τόση μας χαρά’».
4. Η λειτουργία του χριστιανικού
στοιχείου όμως ως ποιητικού μοτίβου και διαλεκτικού μέσου με τη μαρξιστική
θεωρία ως ιδεολογική βάση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ποίηση του Ρίτσου,
εντοπίζεται έντονα επίσης στην πυκνή παρουσία και δράση του Χριστού ως συμβόλου
του πάθους και ανδρικού αρχετύπου των αγωνιζόμενων ανθρώπων, περιβεβλημένων με
την ιερότητα του θρησκευτικού μυστηρίου. Ο Χριστός στο ποιητικό σύμπαν του
Ρίτσου κατέχει εξέχουσα θέση, καθώς είναι ο «Χριστός του Ευαγγελίου, ο σταυρωθείς και αναστάς» κατά τον Πρεβελάκη,
αλλά και εκείνος, που, με βάση τις ιστορικές συνθήκες της εποχής, κατανοείται
ανθρωπομορφικά και παρουσιάζεται με μια νέα προοπτική ως προϊόν της διαλεκτικής
του στάσης, δηλαδή ως «έμβλημα της
ανθρωπότητας που εξιλεώνεται μέσα από τον πόνο», κάτι που υπάγεται προφανώς
στις ιδεολογικές ορίζουσες του ποιητή και στις επιρροές του από τους Βάρναλη,
Καζαντζάκη και Σικελιανό, σύμφωνα με τον Μario Vitti. Με τον ανθρωπομορφισμό αυτό του Χριστού στον οποίο
οδηγεί τον ποιητή η λειτουργία της διαλεκτικής, το θείο στοιχείο τοποθετείται
στο γήινο επίπεδο και δεν αναδύεται ως μια αφηρημένη, μακρινή και απρόσιτη ιδέα,
ώστε να προβάλλεται ο τύπος τού Χριστού ως επαναστάτη, ως κήρυκα της ελευθερίας,
αλλά και ως μάρτυρα, εφόσον για τον Ρίτσο ο Χριστός είναι ο σύμμαχος των
καταπιεσμένων, του οποίου τη διδασκαλία εν τέλει αλλοιώνουν οι ισχυροί. Για τον
λόγο αυτό μάλιστα και ο «εκλκόμενος
Χριστός» της γενέτειράς του Μονεμβασιάς, μπορεί να ταυτιστεί με τον κάθε
βασανισμένο από την εκμετάλλευση της αστικής εξουσίας «προλετάριο», ο οποίος
σύρεται καθημερινά στο μαρτύριο. Με τον τρόπο αυτό η αίσθηση του «ελκομένου» ανθρώπου ως άλλου «χριστού» διαπερνά
έντονα το έργο του, καθώς έχουν εντοπιστεί συνάφειες ανάμεσα στην εικόνα του «Χριστού Ελκομένου» της Μονεμβασιάς και τη συλλογή «Μικρή Είσοδος», οι οποίες αφορούν στον τρόπο που παρουσιάζεται ο
Χριστός στην εν λόγω εικόνα, ως σύμβολο του άδικα βασανισμένου από τους
ισχυρούς ανθρώπου, ο οποίος παραμένει ωστόσο αμετακίνητος στις ιδέες του.
Τα
ποικίλα στοιχεία και μοτίβα του Χριστού στην ποίηση του Ρίτσου, δηλαδή, αποσκοπούν,
με την οικειοποίηση της μορφής και του κηρύγματός Του, στην αρμονική τους
ένταξη στο ποιητικό του πρόγραμμα, που υπηρετεί σαφώς την καθιέρωση, την
εμπέδωση και την επικράτηση της ιδεολογικής του στάσης ζωής. Έτσι, οι
αντιστοιχίες που προκύπτουν με το χριστιανικό στοιχείο στο ποίημα «Άρης Βελουχιώτης» αφορούν στον τρόπο που
εμφανίζονται οι Άγγελοι στο πλευρό του Άρη, οι οποίοι μετέχουν μιας υλικής
πνευματικότητας ως στρατιώτες του ηγέτη της επανάστασης. Στον «Αποχαιρετισμό» επίσης, η παρουσία των αποσπασμάτων
που δηλώνουν τη σύσταση της θείας Ευχαριστίας ως αναίμακτης θυσίας από τον
Χριστό, δηλώνουν την κορυφαία θυσιαστική πράξη του ήρωα αγωνιστή που είναι η προσφορά
της ζωής του για την απελευθέρωση. Η ενσωμάτωση επιπλέον του λόγου των
ευαγγελικών περικοπών στο ποιητικό του έργο, προσφέρει στον Ρίτσο έναν τρόπο
για να λειτουργήσει η παρουσίαση των γεγονότων της Γέννησης του Χριστού ως
απαρχή της αρμονίας και της ενότητας ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, γεγονός που
ενώ υπηρετεί τη γιορτή της πνευματικής Ελευθερίας της ανθρωπότητας από τον
δυνάστη διάβολο στο γεγονός της θείας Γέννησης, συνιστά παράλληλα και το
σύμβολο της ελευθερίας του ανθρώπου από τους πάσης φύσεως δυνάστες στον
ιδεολογικό κόσμο του ποιητή. Έτσι, το αγαθό της ελευθερίας παράγεται διαλεκτικώς
μέσα από στοιχεία του μοτίβου της Γέννησης του Χριστού, όπως παράγεται και η ειρήνη,
την οποία φέρουν ως δικό τους σχήμα οι «Γερόντισσες»,
οι οποίες «εν είδει περιστεράς»
σφραγίζουν το πρόσφορο της Ειρήνης. Αλλά και το στοιχείο της θείας Κοινωνίας εισάγει
επίσης το θέμα της θυσίας, και μάλιστα της θυσίας με «σώμα και αίμα», η οποία υπηρετεί έναν σκοπό, που στην περίπτωση της
ποίησης του Ρίτσου είναι η ελευθερία, η οποία καταγράφεται ως η υπέρτατη στιγμή
του ανθρώπου, ήρωα και «αγίου», που
θυσιάζεται για τα ιδανικά της ανθρωπότητας. Με τον τρόπο αυτό το χριστιανικό μήνυμα
υπηρετεί διαλεκτικά σαφώς το ιδανικό της ελευθερίας, την οποία συναρτά με την
κεντρική λειτουργική πράξη στο Μυστικό Δείπνο, η οποία θεωρείται ως ιδρυτική
πράξη της χριστιανικής λατρείας, προσδίδοντάς της ένα ύψος δυσθεώρητο και μια
ουσία ακατάλυτη ως ιδανικού της ιδεολογικής του ταυτότητας.
Για να υπηρετήσει το ιδεολογικό όραμα
του ποιητή στο διαλεκτικό του πλαίσιο επίσης, χρησιμοποιείται και η μορφή του
απ. Πέτρου ως μαθητή του Χριστού, κυρίως ως προς την σχέση που αναπτύσσει με
τον δάσκαλο ως οδηγητή και καθοδηγητή του ενάντια στην κοινωνική αδικία του
καιρού τους, γεγονός που περιγράφει στη «Φρυκτωρία»
και συμβολίζεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος αφορά τη σύνδεση του Πέτρου με την
πέτρα, η οποία μαρτυρείται και στο ευαγγελικό κείμενο μέσα από τον λόγο του
Χριστού και ο δεύτερος τη φράση «και τω
Πέτρω», η οποία υπογραμμίζει τη θέση του αποστόλου μεταξύ των Δώδεκα. Ο Πέτρος
δηλαδή, σύμφωνα με τον Ρίτσο, δεν αποκαλείται Πέτρος γιατί θεωρείται ως ο βράχος
της χριστιανικής πίστης, αλλά, στο πλαίσιο της λειτουργίας της διαλεκτικής του,
επειδή θεωρείται ο αμετακίνητος βράχος της μαρξιστικής ιδεολογίας με δάσκαλο το
Χριστό. Έτσι, τα προερχόμενα από την χριστιανική παράδοση στοιχεία που
εντάσσονται στο ποιητικό κείμενο, διαφοροποιούνται από το περιβάλλον στο οποίο
ανήκουν, ώστε η έντονη θεματοποίηση του διαλεκτικού υλισμού, να συμβαίνει μέσα
από τον τρόπο που η «Φρυκτωρία»
καθορίζει, πράγμα το οποίο έχει ως αποτέλεσμα να φορτίζεται η διαλεκτική με
λειτουργίες οι οποίες ανήκουν και ανιχνεύονται στο χριστιανικό μοτίβο.
Εκτός
όμως από τον ανθρωπομορφισμό του Χριστού, είναι βέβαιο επίσης πώς στην ποίηση
του Ρίτσου αποτελεί κορύφωση της διαλεκτικής σύνδεσης του χριστιανικού στοιχείου
στην παραδοσιακή του εκδοχή με την μαρξιστική κοσμοθεωρία και ο χριστομορφισμός των προσώπων της επανάστασης
ως αντίδρασης σε κάθε είδους δυνάστη, δηλαδή η απόπειρα «ιεροποίησης» και «αγιοποίησης»
κορυφαίων ηρωικών μορφών του ελληνικού και του διεθνούς επαναστατικού κινήματος,
των οποίων η θυσία αποτελεί κοινό σημείο με το μαρτύριο του Χριστού. Η χριστοποίηση
αυτή των επαναστατών στον πολιτικό χώρο του ποιητή ανιχνεύεται στα πρόσωπα του
Άρη Βελουχιώτη, αλλά και του Νίκου Ζαχαριάδη[2]. Ο
Ρίτσος όμως, δεν χριστοποιεί μόνο επαναστατικές μορφές από τον ιδεολογικό του χώρο,
δηλαδή τους ad hoc θιασώτες της εφαρμογής της μαρξιστικής θεωρίας, αλλά και
άλλους που αντιστέκονται στους κατακτητές της πατρίδας τους, όπως ο ηρωικός Κύπριος
αγωνιστής Γρηγόρης Αυξεντίου, αλλά και ο αφρικανός επαναστάτης Πατρίς
Λουμούμπα, ο «Μαύρος Άγιος»[3].
Η ταύτιση μάλιστα του «Μαύρου Άγιου» με
το Χριστό πραγματοποιείται μέσα από την κοινότητα του μαρτυρίου για έναν
καλύτερο κόσμο. Τα όργανα βασανισμού είναι τα ίδια, οι πληγές είναι όμοιες και
φυσικά το αίμα και των δυο είναι κόκκινο, χωρίς να επηρεάζεται από το χρώμα του
δέρματος.
Ο ποιητής, ωστόσο, δεν χριστοποιεί διαλεκτικώς
επίσης μόνο γνωστούς αγωνιστές, αλλά και τον κάθε ανώνυμο εργάτη, τον
προλετάριο, επάνω στον οποίο θα βασιστεί η παγκόσμια επανάσταση, ώστε να
τονίζει :
Η τραγιάσκα του Χριστού // στη μασκάλη του εργάτη,
διατυπώνοντας επιγραμματικά αυτή του την αντίληψη, δηλαδή πως ο κάθε τίμια αγωνιζόμενος άνθρωπος για τα ιδανικά της ισότητας, της ειρήνης, και της δικαιοσύνης είναι στην ουσία ένας «χριστός». Στα πλαίσιο αυτό μάλιστα δεν διστάζει ούτε ο ίδιος ο Ρίτσος να «χριστοποιηθεί», δηλαδή να προσωποποιηθεί στον Χριστό, καθώς είναι κι εκείνος, όπως και ο Ναζωραίος, ένας βασανισμένος «χριστός» από τα δεινά της ζωής, αλλά και τις διώξεις που έχει υποστεί ως προλετάριος για την επικράτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτό τον οδηγεί στο να παραλληλίζει τα τραυματικά του βιώματα στη νεότητά του με τα βάσανα του Χριστού, ως εξής :
και πάνω του καρφώσανε τη ζωή μου Ναζωραίο
σε ανάξιους εμοιράστηκε ο δικός μου θησαυρός
κ' έχω το φτύσμα ταπεινών στο πρόσωπο τ' ωραίο.
Αξιοποιώντας ποιητικά επιπλέον και
όσον αφορά στα δεινά της ζωής του, την είσοδο του Ιησού στο Ναό για τον
εορτασμό του Πάσχα στα δώδεκα του χρόνια, δηλαδή σε μια ηλικία βιωματικής
συμμετοχής στα τεκταινόμενα της ζωής, τον παραλληλίζει και πάλι με τον εαυτό
του, αφού και ο ποιητής στα δώδεκά του χρόνια έζησε το θάνατο του αδερφού του
Μίμη και της μητέρας του, αλλά και οπωσδήποτε όλα εκείνα τα τραυματικά βιώματα
που λειτούργησαν βίαια για την πρώιμη μάλλον ωρίμανσή του. Έτσι, πίσω από το
δωδεκαετή Χριστό κρύβεται ο δωδεκαετής, τραυματισμένος ψυχικά Ρίτσος, ο οποίος
ως φορέας της ιδέας της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας καθίσταται στην
ενήλικη ζωή του από τους διώκτες του ένας νέος «εκλόμενος» χριστός, όπως αυτόν της περίφημης εικόνας στη γενέτειρά
του.
5. Αλλά και το μοτίβο της Παναγίας, ως το γυναικείο αρχέτυπο της αγωνιζόμενης γυναίκας μάνας, αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της διαλεκτικής σχέσης Χριστιανισμού και Μαρξισμού στην ποίηση του Ρίτσου. Έτσι, η Παναγία δεν παρουσιάζεται ως Θεομήτωρ, όπως έχει επικρατήσει στην κοινή αντίληψη, αλλά με δύο διαφορετικές εκδοχές. Στην πρώτη, συνδέεται με την προστασία τού νεογέννητου παιδιού και παραπέμπει στη μορφή της μητέρας που «ιεροποιείται», ενώ στη δεύτερη παρουσιάζεται μέσα στο αγροτικό τοπίο, γεγονός που παραπέμπει στην «Κυρά των Αμπελιών», όπου αποτυπώνει την εργάτρια, την αγωνίστρια γυναίκα, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται και ως προστάτιδα του ανθρώπου, ο οποίος μοχθεί για τα αγαθά του και συνάμα πιστεύει ακράδαντα στη δύναμή της και την πανταχού παρουσία της. H «Κυρά των Αμπελιών» αποτελεί ένα εγκώμιο από είκοσι τέσσερα άσματα που συνθέτουν την ιδανική προσωπογραφία της Ελλάδας. O Πρεβελάκης γράφει μάλιστα, πως στην «Κυρά των Αμπελιών», «ο Ρίτσος κράζει την Πατρίδα με όχι λιγότερα ονόματα απ’ όσα σκαρφίστηκε ο πιστός για να υμνήσει την Παναγιά». O ποιητής πραγματικά «ιεροποιεί» και «εξαγιάζει» την πολύπαθη Ελλάδα που βρισκόταν για άλλη μια φορά πολιορκημένη, αλλά ακατάβλητη και ελεύθερη. Στην «Κυρά των Αμπελιών» παρουσιάζονται όλες οι γωνιές της Ελλάδας μαζί με την ιστορία τους. Η Κυρά διασχίζει τον τόπο και τον χρόνο, καθώς είναι μια Παναγιά, μια Μπουμπουλίνα, μια Περσεφόνη, και τέλος, μια μάνα, οπωσδήποτε όμως μια περήφανη Ελληνίδα αγωνίστρια:
Η ειδικότερη εξέταση των χριστιανικών στοιχείων
και μοτίβων που σχετίζονται με την Παναγία και στον εντοπισμό της ιδιαίτερης
διαλεκτικής λειτουργίας που αυτά αναπτύσσουν στην ποίηση του Ρίτσου,
συνοψίζονται σε αναφορές των επιθέτων όπως «Παντάνασσα»
και «Πλατυτέρα», τα οποία χρησιμοποιούνται
όχι για να χαρακτηρίσουν την ιδιότητα της Παναγίας, αλλά κυρίως για να τονίσουν
το γεγονός ότι η Παντάνασσα ως Πλατυτέρα δεν είναι ως βασίλισσα το σύμβολο της υποδούλωσης
και της εκμετάλλευσης των αδυνάτων, αλλά ως πλατυτέρα μάννα με απέραντη καρδιά το
πρότυπο της παρηγορήτρας όσων υποφέρουν από την καταπίεση των ισχυρών. Στο «Χορικό των σφουγγαράδων» επίσης, η
Παναγία τοποθετείται ανάμεσα στους δύο κόσμους, του δικού της παραδείσιου και του
κόσμου της ύλης των ανθρώπων, καθώς αποτελεί συνδετικό στοιχείο, κλίμακα
ανάμεσά τους, και συνεπώς ένα στοιχείο αρμονίας. Είναι αυτή η μορφή η οποία
υπογραμμίζει τη απολεσθείσα αρμονία, την οποία αποκαθιστά στον μαρτυρικά
βιωμένο τόπο των στρατοπέδων των πολιτικών εξορίστων. Αποτελεί το αντίπαλον
δέος της ασχήμιας και συνεπώς μια όψη, ένα κομμάτι αυτού που η ποίηση του
Ρίτσου ορίζει ως ομορφιά.
Εκείνο που μπορεί δηλαδή να θεωρηθεί ως
το ιδιάζον χαρακτηριστικό των μοτίβων της Παναγίας όπως παρουσιάζονται στην
ποίηση του Ρίτσου, είναι, λόγω της διαλεκτικής τους κατανόησης, η κατά κύριο
λόγο αντίθετη κατεύθυνσή τους σε σχέση με την κατεύθυνση των εκκλησιαστικών
ύμνων και τη χριστιανική παράδοση εν γένει. Τούτο σημαίνει πως, ενώ η
υμνογραφία ανάγει τον άνθρωπο σε μια σφαίρα πνευματική, αυτήν της ουράνιας
δόξας, στο ποιητικό σύμπαν του Ρίτσου, ακόμη και οι μορφές οι οποίες
προέρχονται από το υπερκόσμιο περιβάλλον, χωρίς να αποδομούνται, καθηλώνονται συνήθως
στην επίγεια πραγματικότητα του υλικού κόσμου, στο καθημερινό και ενίοτε
μαρτυρικό παρόν. Έτσι και η Παναγία σκέφτεται όπως η θεία Τριανταφυλλίτσα, είναι
παρούσα στους αγώνες του Έθνους με τα άρματά της, αλλά και γίνεται κομμάτι του
υλικού κόσμου, ενώ δεν παύει να έχει και λίμνες στον Παράδεισο, δηλαδή δεν
παύει να διατηρεί την «ιερότητα» και
την «αγιότητα» το πρόσωπό της.
6.
Παρόλο, συνεπώς, που τόσο η μορφή του Χριστού, όσο και αυτή της Παναγίας αποτυπώνονται
κατά κύριο λόγο με εγκόσμιους και υλικούς όρους από τον Ρίτσο, εν τούτοις δεν
αποσυνδέονται παντελώς από την ουσία τους που είναι η πνευματικότητά τους ως
θείων ή ιερών χριστιανικών προσώπων, έστω κι αν εντάσσονται σε ένα εντελώς νέο,
βάσει της παράδοσης που κουβαλούν, περιβάλλον. Οι πνευματικές διαστάσεις του
Χριστού, της Παναγίας και των αγίων είναι αυτές που δίνουν ένα υπαρξιακό νόημα
και ένα ιδιαίτερο μεγαλείο στον υλικό κόσμο, είναι εκείνες που προσφέρουν μια
διάσταση αγιότητας, η οποία ωστόσο υπηρετεί απολύτως, με την εφαρμογή της διαλεκτικής,
το όραμα του ποιητή για τη δημιουργία μιας εγκόσμιας και κατά τα μαρξιστικά
πρότυπα αταξικής κοινωνίας ειρήνης και δικαιοσύνης. Ο Ρίτσος δηλαδή, διαλέγεται
με τη χριστιανική παράδοση και αξιοποιεί δημιουργικά τα στοιχεία της, τα οποία
ενσωματώνει στην ποίησή του για να επιτύχει την υλοποίηση του κοινωνικού του
οράματος. Έτσι, οι έννοιες οι οποίες κατέχουν κεντρική θέση στο ποιητικό του σύμπαν
αρδεύουν το ειδικό ποιητικό τους βάρος και από την πηγή της εκκλησιαστικής
υμνογραφίας, αγιογραφίας και παράδοσης γενικότερα, ώστε το χριστιανικό στοιχείο
να εμφανίζεται μέσα από μια ποικιλία ως προς τους τρόπους ένταξης και
ενσωμάτωσής του στο ποιητικό κείμενο, με τις περισσότερες φορές να προσαρμόζεται
στα νέα κειμενικά, αξιακά και ιστορικά δεδομένα του ιδεολόγου ποιητή. Επειδή,
όμως ο Ρίτσος υποτάσσει τις περισσότερες φορές την πολιτική του ιδεολογία στην
ποιητική του τέχνη, το χριστιανικό στοιχείο, και εν γένει η χριστιανική
παράδοση καταφέρνουν να μεταγγίσουν στην ποίησή του στοιχεία αθανασίας,
καθιστώντας την ύλη της ποίησης, ως ουσία, ακατάλυτη, η οποία λειτουργεί έξω
από τον καιρό της και συνθέτει υπαρξιακά την ομορφιά αυτού του κόσμου, που έχει
τη δύναμη να υπερβαίνει με την ανάσταση ως επανάσταση, όχι μόνο τις κοινωνικές
ανισότητες, αλλά ακόμη και τον ίδιο το θάνατο, ώστε ο μεγάλος ποιητής, πιασμένος
χέρι χέρι με τον Θεό να ξεκινήσει για το μεγάλο ταξίδι στις 11 Νοεμβρίου του
1990, αφού, όπως ψάλλει πρωτύτερα σε δεύτερο πρόσωπο, :
να σκεπάσει με πράσινο φύλλο τα βήματα σου.
Τότε θα κλείσεις την πόρτα με χαμόγελο
και θα φανείς να χάνεσαι στο φως,
πιασμένος απ’ το χέρι Του σα να πηγαίνεις στη γιορτή του θερισμού,
Μια εξαιρετική καλή προσέγγιση του ποιητή από μια διαφορετική μεριά του έργου του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜέρες βαρύτατου πένθους, και πώς να μιλήσει κανείς για άλλα, όχι λίγο σοβαρά, όπως όσα και σ’ αυτό το εξαίρετο, συγκροτημένο, πλην και εκτενές γραπτό. Που, αν είχε γραφτεί πριν το 1917, το καίριο ερώτημα, δεν ξέρω αν στο συντάκτη, οπωσδήποτε όμως στον όχι τυχαίο ποιητή θα ήταν, ποιο πνεύμα, αλήθεια, ποια ατμόσφαιρα ζωής μπορεί να αναδυθεί, να προκύψει από έναν υλισμό, διαλεκτικό ή ιστορικό, ως ο μαρξικός, ο και επαναστατικός ! Αρκετά χρόνια μετά όμως, το καίριο ερώτημα είναι, αν ή πώς μπορεί ένας όχι τυχαίος ποιητής να ιερό-άγιο-ποιεί ποιητικά έναν Στάλιν. Και κύρια και πιο πολύ, μια μονοδιάστατη-ολοκληρωτική … «αταξική» Σοβιετία μαρξική ! Που, εβδομήντα χρόνια μετά, ωσάν κανένα δεινό να την αφορά, μεταλλάσσεται σε υποδόρια μαρξική, μονοδιάστατη-ολοκληρωτική οικονομική ολιγαρχία … «αταξική», συν για ουρά και αχταρμά … «Ορθοδοξίας» !
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλά ! Να τι πει κανείς; Όταν αιώνες κι αιώνες ο ιστορικός Χριστιανισμός-Εκκλησία-εξαερώνεται από Ιησού Χριστό ως κύρια και βασικά Αγάπης Γολγοθά, και ερωτοτροπεί μανικά με μεγαλοστομίες υπερβατικές και λαϊκά εντυπωσιακά τελετουργικά … Είναι από δύσκολο ως αδύνατο να καταλάβει τι και ποια η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο : «Πάρτε τα, να έχουν “όλοι”» ! Και στο : «Δώστε τα να έχουν όλοι» ! Και άλλα τινά, ως τα δυο βασικά. «Αληθεύοντες δε εν αγάπη»-Εφ.4,15. Πιο καθαρά. «Νυνί δε μένει πίστις ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα. Μείζων δε τούτων η αγάπη»-1Κορ.13.13. Όπου καταλαβαίνει και ο πιο απλός πού το βάρος και η ουσία του πράγματος ! Όποτε, «Κύριος μόνο οίδε», δεν ξέρω, και αν «παραχωρεί», τι άλλα ξυλοκέρατα … «ταξικά» ή «αταξικά» να ετοιμάζει για το άμεσο ή απώτερο μέλλον των ανθρώπων «το γαρ μυστήριον της ανομίας που ενεργείται ήδη»-2Θεσ.2,7. Αθανάσιος Κοτταδάκης