«ακούετε αυτού» (Μάρκ. 9: 7) ή η μεταμόρφωση της καθημερινότητας
του Δρος Βασίλη Αδραχτά
Οι εκκλησιαστικές ακολουθίες αρχίζουν… όταν
τελειώνουν· όταν φεύγουμε από τον ναό. Και τελειώνουν… όταν ξαναρχίζουν· όταν,
δηλονότι, επιστρέφουμε στον ναό… κι αυτό, πάλιν και πολλάκις… και, κυρίως και
πρωτίστως, στη Θεία Λειτουργία. Προσπαθώ, κάπως αινιγματικά ίσως, να αποδώσω
μία όψη του λεγόμενου «λειτουργικού χρόνου», ο οποίος μοιάζει με κύκλο που τον
σχηματίζει η πνευματική ζωή του κάθε πιστού. Η επιστροφή, όμως, δεν γίνεται
ποτέ στο ίδιο και το αυτό σημείο· ανάλογα με τον πιστό, δηλαδή ανάλογα με την
πίστη, συμβαίνει πάντοτε μία μετατόπιση, όχι απλά στον χώρο και τον χρόνο, αλλά
εξεχόντως στον υπαρξιακό χωρόχρονο της εν Χριστώ, κατά Χριστόν και διά Χριστόν
βιοτής μας. Η δε απόσταση που αντιστοιχεί στη μετατόπιση αυτή είναι η κίνησή
μας εκτός του ναού… η κίνησή μας μέσα στην καθημερινότητα: την εργασία, την
οικογένεια, τις κοινωνικές σχέσεις, τα προβλήματα και τις προκλήσεις. Πέρα,
λοιπόν, από τον λατρευτικό κύκλο που επαναλαμβάνεται, υφίσταται – ή, καλύτερα,
οφείλει να υφίσταται – μία σειρά από γραμμές που σχηματίζουν την τεθλασμένη της
ελευθερίας μας, της απρόβλεπτης μεταμόρφωσης της καθημερινότητας που
απεργάζεται μεθ’ ημών και μέσω ημών η άκτιστη χάρη του Τριαδικού Θεού. Και για
να γίνω πιο εποπτικός, αυτά που σας γράφω τα φαντάζομαι κάπως έτσι:
Βάλθηκα να γράψω λίγες σκέψεις για την μεταμόρφωση της καθημερινότητας, ορμώμενος κατά βάση από την πανίερη εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Άλλωστε, αν έχει νόημα η ρηχή, βαρετή ή ακόμα και ανούσια καθημερινότητα, αυτό ισχύει στον βαθμό που την μεταμορφώνουμε. Εδώ που τα λέμε, όλοι μας, άλλος έτσι κι άλλος αλλιώς, μια κάποια μεταμόρφωση αποζητούμε· μια μεταμόρφωση που πιστεύω ακράδαντα ότι μπορεί να συμβεί – με τρόπο αληθινό και παραμόνιμο – μονάχα όταν το φως της Μεταμόρφωσης του Υιού του Ανθρώπου ξετυφλώσει την τύφλωσή μας.
Διότι στην καθημερινότητά μας νομίζουμε ότι βλέπουμε, αλλά στην πραγματικότητα δεν βλέπουμε… δεν βλέπουμε τις ανάγκες της οικογένειας, τις παρενέργειες της εργασίας, την παθογένεια των κοινωνικών σχέσεων, τις περιπέτειες της πολιτικής, τα ποικίλα «σημεία των καιρών» (Ματθ. 16: 3)… Ή, για να μην μένω στα αρνητικά, δεν βλέπουμε μήτε κι αυτά τα θετικά, όταν και όπου υπάρχουν… Αλλά ας μη θεωρήσει κανείς ότι η τύφλωση και η ξετύφλωση στις οποίες αναφέρομαι αφορούν σε απλές βιολογικές διαδικασίες. Μιλώ για πράγματα πνευματικά, τα οποία δεν είναι παρά τα βιολογικά άλλως πως. Πρόκειται, συνεπώς, για πνευματική τύφλωση και πνευματική όραση, οι οποίες συνιστούν συγκεκριμένες καταστάσεις ή συνθήκες της ύπαρξης και άρα καταστάσεις και συνθήκες συνολικής πράξης και συνολικής συμπεριφοράς.Υπό το πρίσμα αυτό, μεταμορφώνω την καθημερινότητά μου σημαίνει
μεταμορφώνω τη συμπεριφορά μου, μεταμορφώνω αυτό που είμαι συνολικά ως πράξη,
εξωτερική και εσωτερική. Η δική μου πράξη, όμως, εν τέλει… εγώ ως πράξη…
τελώ σε πολλαπλή και αξεδιάλυτη συνάφεια με τις πράξεις γύρω μου – κοντολογίς,
συνυφαίνομαι με αυτές και γίνομαι ένα μαζί τους. Ως εκ τούτου, όταν δεν βλέπω,
αλλά και όταν βλέπω – εννοείται, πνευματικώς – πράττω, τουτέστιν, επιτελώ την
ύπαρξη μου, αποτυχημένα ή επιτυχημένα, αντίστοιχα, εφάμαρτα ή ενάρετα ή, για να
το πω με τους όρους που επέλεξα εξαρχής, καθημερινά ή μεταμορφωμένα. Όταν,
μάλιστα, επιτελούμε την ύπαρξή μας επιτυχώς, εν αρεταίς και με τρόπο
μεταμορφωμένο, δηλαδή, όταν είμαστε άνθρωποι αληθινοί χάρη στην κοινωνία μας με
τον Τέλειο Άνθρωπο Ιησού, τότε ζούμε το «περισσόν» της ζωής (πρβλ. Ιωάν. 10:
10) και ανήκουμε σε εκείνους «οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσιν την
βασιλείαν του θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει» (Μάρκ. 9: 1), όπως διαβεβαίωσε ο
Κύριος Ιησούς λίγο πριν ανέβη στο όρος Θαβώρ, εννοώντας ότι η Μεταμόρφωσή του σηματοδοτεί
το υπερφαές πέρασμα των πιστών στην παραμόνιμη ζωή – κι αυτό πριν ακόμα φτάσει
η ώρα για τον ερχομό της Βασιλείας του! «Ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη
ζήσεται και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωάν.
11: 25-26).
Καλούμαστε, λοιπόν, όσο είμαστε ακόμα εν ζωή να περάσουμε από αυτήν
εδώ τη θνητή ζωή στην αιώνια ζωή ή, αλλιώς, να μεταβούμε «εκ του θανάτου εις
την ζωήν» (Ιωάν. 5: 24), «ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου
κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμε[νοι] από δόξης εις δόξαν» (Β΄
Κορ. 3: 18). Όλα ετούτα οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας τα περιέκλεισαν στον
όρο «θέωση» και αναλύοντας ερμηνευτικά την ευαγγελική αφήγηση της Μεταμορφώσεως
του Σωτήρος τα απέδωσαν εμφατικώς τονίζοντας τα στοιχεία του φωτός, της λάμψης,
του ηλίου, της δόξας και εν γένει της αλλόκοσμης κατάστασης και συνθήκης που
επέρχεται με την εν Χριστώ μεταμόρφωση του ανθρώπου. Μα όσο αλλόκοσμο κι αν
θεωρηθεί αυτό που συνέβη στους τρεις μαθητές του Κυρίου – και σε όλους έκτοτε
τους αληθινούς πιστούς – άλλο τόσο εγκόσμιο πρέπει να εκλαμβάνεται. Διότι,
τελικώς, ο Κύριος δεν ζητά από εμάς να στήσουμε κάπου απόμερα σκηνές και να
απέλθουμε, αλλά να γίνουμε – εδώ και τώρα – η δική του σκηνή… «εσκήνωσεν εν
ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης
χάριτος και αληθείας» (Ιωάν. 1: 14). Αυτόν ακριβώς τον Μονογενή, τον Υιό τον
Αγαπητό, είναι που διακηρύσσει η Πατρική Φωνή «εκ της νεφέλης» (Μάρκ. 9: 7),
μόνο και μόνο για να καταλήξουν όλα τα υπερφυή και θαυμαστά σ’ ένα απλό, μα
τόσο απλό, «ακούετε αυτού».
Δυστυχώς, στην καθημερινότητά μας πολλά και πολλούς καλούμαστε να
ακούσουμε: τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, τις αρχές και τις
εξουσίες του κόσμου τούτου, τους πάσης φύσεως ειδικούς, τη φωνή της εποχής, κοκ.
Όλα ετούτα τα ακούσματα, όμως, δεν είναι παρά βουητό και μέριμνα βιοτική,
πράγματα που η αληθινή μας κλήση μάς ζητά να τα αποθέσουμε παντελώς και να
αποκτήσουμε «ώτα ακούειν» (Μάρκ. 4: 23), έτσι ώστε να ενωτιζόμαστε «ρήματα ζωής
αιωνίου» (Ιωάν. 6: 68). Όλα τα άλλα ακούσματα ενδεχομένως να έχουν κάποια
σημασία και κάποιο ρόλο να παίξουν στην καθημερινότητα της ζωής μας, γι’ αυτό
και θα πρέπει όταν χρειάζεται να υποτασσόμαστε ή να πειθαρχούμε σε αυτά, να τα
προσλαμβάνουμε και να τα εσωτερικεύουμε, αλλά επ’ ουδενί δεν θα πρέπει να τους
εκχωρήσουμε την καρδιά μας. Το τελευταίο ανήκει και αρμόζει μονάχα στον λόγο
του Ιησού, ακόμα κι αν αυτός φαντάζει κι ακούγεται σκληρός (πρβλ. Ιωάν. 6: 60)
– ιδίως τότε! Σαν τον Πέτρο κι εμείς, σαν γυρίσει προς τη μεριά μας ο Κύριος –
τη μεριά της καθημερινότητας – και μας πει «βρε, μήπως θέλετε κι εσείς να
φύγετε;», θα πρέπει μ’ έναν κόμπο στον λαιμπό και δάκρυα στα μάτια να του
φωνάξουμε με λυγμούς: «πού να πάμε, Κύριε, πού να πάμε; πού αλλού μπορούμε να
βρούμε λόγια σαν τα δικά σου, λόγια αιώνιας ζωής, λόγια για τη μεταμόρφωσή
μας;» (πρβλ. Ιωάν. 6: 67-68).
Φωτοχυσίες και ελλάμψεις, φωνές μυστικές και νεφέλες δόξης… όλα καλά
και άγια… μα στο τέλος δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα μετράει και όλα
γίνονται μόνο και μόνο γι’ αυτό το ένα: «ακούετε αυτού»! Στην κορυφή του Θαβώρ
το Πνεύμα αγκαλιάζει, σφιχταγκαλιάζει τον Υιό και ο Πατέρας μαρτυρεί με τη
σειρά του την αγάπη του για τον Υιό· και οι δύο της Τριάδας αναδεικνύουν
κενωτικά τον ένα της Τριάδας. «Αν είναι να ακούτε κάποιον, τότε αυτός ο κάποιος
είναι ο Ιησούς», ακούγεται η φωνή τους από τα βάθη των αιώνων. «Ακούστε τον,
ακούστε τον Αγαπημένο, ακούστε αυτόν που στη δική μας κένωση απαντάει με την
κένωση του Σταυρού». Τι θα κάνουμε άραγε εμείς; Αν ο Θεός Πατέρας και ο Θεός
Πνεύμα σιωπούν μυστικά μπροστά στα όσα λέγει ο Θεός Υιός, εμείς άραγε τι θα
κάνουμε; Θα συνεχίσουμε να ακούμε «εντάλματα ανθρώπων και διδασκαλίας» (Ησ. 29:
13) ή θα στρέψουμε τα αυτιά της ύπαρξής μας και θα ακούσουμε τον αγαπημένο
ραββουνί; Και ακούω τον Ιησού σημαίνει αγαπώ τα λόγια του, υπακούω τις εντολές
του, διαβάζω το θέλημά του. Με αυτό το τρίπτυχο κερδίζουμε την αιωνιότητα της
ζωής, μεταμορφώνουμε την καθημερινότητά μας. Χρειαζόμαστε μήπως κάτι άλλο;
Πηγή: greek.vema
Από τις πρώτες γραμμές φαίνεται άριστα το πνεύμα σου-η Λειτουργία συνεχίζεται με πέρασμα αυτού που αποκομίσαμε, αν αποκομίσαμε, στην καθημερινή ζωή- και είναι ίσως το πιο σπουδαίο, και με βρίσκει σύμφωνο. Παραπέρα φίλε γίνεσαι κι εσύ πολύπλοκος-φταίει ίσως ο ιός του ναρκισσισμού που ακουμπάει όλους μας. Σε φιλώ οικογενειακώς. Στείλε το γραπτό έντυπα στον πεθερό σου, που τον ενημέρωσα, αλλά δεν έχει πώς να το βρει. Την αγάπη μου σε όλο τον Ελληνισμό της Αυστραλίας, ιδιαίτερα το θεολογικό, με ράσο ή "αρ ... άσωτο"-το δεύτερο παλιά Μητροπολιτική εξυπνάδα. Εσύ όμως στάσου και στήσου στη σκιά του Ιησού Χριστού στέρεος. Αθανάσιος Κοτταδάκης
ΑπάντησηΔιαγραφή