Πατρότητα και Κληρικαλισμός
Aupetit Michel
Επιλογικό κεφάλαιο του πρόσφατου βιβλίου του Μισέλ Ωπτί
Όταν ένας κληρικός επιλέγεται από
τον Επίσκοπο ή τη Σύνοδο για μία συγκεκριμένη διακονία, πρέπει να έχει πάντοτε
την αίσθηση πως αυτό αφορά σε μία αποστολή που του ανατίθεται και πως δεν είναι
αυτός ο ίδιος που επιλέγει το υπούργημά του μέσα στην Εκκλησία, ούτε τους
ανθρώπους στους οποίους αποστέλλεται ως ποιμένας. Εξάλλου, στις ημέρες μας η
πρακτική είναι πως, καλώς ή κακώς, δεν επιλέγουν οι ίδιοι οι πιστοί τους
ποιμένες τους. Αλλά, ακόμη και στις εποχές που το έκαναν, υπήρχε ανέκαθεν η αντίληψη
πως είναι η Εκκλησία που προσφέρει σε κάθε κοινότητα τον ποιμένα της.
Αυτό ίσως φαντάζει κάπως παράταιρο για τις μοντέρνες, δημοκρατικές μας συνειδήσεις, όπου έχουμε την απαίτηση (που είναι μάλλον ψευδαίσθηση) πως οι κυβερνώμενοι επιλέγουμε με δημοκρατικό τρόπο τους κυβερνώντες. Ωστόσο, η βαθύτερη σημασία αυτής της εκκλησιαστικής πρακτικής είναι πως δεν αποτελεί προσωπική επιλογή και φιλοδοξία του ποιμένα να καταστεί ποιμένας. Αντίθετα, ο μελλοντικός ποιμένας πρέπει να είναι ικανός να δεχθεί αυτή την κλήση ως μία δωρεά του Θεού (πέρα από την ανθρώπινη αδυναμία και τις ατέλειες εκείνων που έχουν την ευθύνη να του αναθέσουν αυτή την αποστολή) και πρέπει να μάθει να αγαπά κάθε μέλος του ποιμνίου που τού ανατίθεται. Να μάθει να βλέπει, σε κάθε ποιμαινόμενο, το πρόσωπο του Χριστού.
Εκείνος που αναθέτει σε έναν
κληρικό τη διαποίμανση κάποιων ανθρώπων, πάντοτε τον προτρέπει, κατά τα πρώτα
του βήματα, να κοιτάξει με προσοχή και ταπείνωση το πώς είναι οργανωμένη η
εκκλησιαστική ζωή αυτών των ανθρώπων, να μελετήσει σε βάθος την ιστορία και τα
δεδομένα της κοινότητας που αναλαμβάνει, να μάθει να σέβεται και να θαυμάζει τα
όποια θετικά στοιχεία έχει να επιδείξει η κοινότητα αυτή (ωθώντας τον στην
κατανόηση πως οπωσδήποτε τα επιτεύγματα αυτά δεν είναι δικά του, αλλά κάποιων
άλλων). Πρωτίστως, πρέπει ο νέος ποιμένας να το πράξει αυτό ως δείγμα σεβασμού,
τόσο των προκατόχων του στο ποιμαντικό έργο, όσο και του ίδιου του ποιμνίου,
που πολύ συχνά προσφέρει σιωπηλά και ανεπίγνωστα τεράστιο έργο στη διακονία του
Χριστού και των αδελφών.
Αφού λοιπόν ο νέος ποιμένας
περάσει ένα ικανό χρονικό διάστημα μελετώντας και γνωρίζοντας τη νέα κοινότητα
(τουλάχιστον ένα έτος), μπορεί πλέον να προσδώσει μία νέα δυναμική στο
ποιμαντικό έργο, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τους προϋπάρχοντες καλούς καρπούς,
χωρίς να απορρίπτει ή να ακυρώνει εκείνους που κοπίασαν γι’ αυτούς τους καρπούς
ενσυνείδητα, ανταποκρινόμενοι με σοβαρότητα στις «υποχρεώσεις» του βαπτίσματός
τους. Πόσο κακό έχει γίνει στη σύνολη ζωή της Εκκλησίας από εκείνους
που καταφθάνουν σίγουροι και ακλόνητοι ως προς τις ποιμαντικές τους πεποιθήσεις
και προσπαθούν να τις επιβάλουν στανικώς χωρίς να τους απασχολεί αν η τάδε ή
δείνα πρακτική είναι θεμιτή για το χώρο και τις συνθήκες που τώρα βρίσκονται! Επομένως
αν μία αρετή πρέπει να προεδρεύει απόλυτα και οριστικά στην εκτέλεση του
ποιμαντικού έργου, αυτή είναι η αρετή της αγάπης.
Η φιλεύσπλαχνη αγάπη είναι
μεταδοτική και γι’ αυτό το λόγο είναι ιεραποστολική και έξοχο εργαλείο
ποιμαντικού έργου. Ο Πάπας Φραγκίσκος το υπογραμμίζει αυτό στην
εγκύκλιό του Evangelii Gaudium (η Χαρά του Ευαγγελίου) αλλά και σε πλήθος
ομιλιών και παρεμβάσεών του: Η Εκκλησία δε μεγαλώνει με τον
προσηλυτισμό αλλά με το παράδειγμα! Ο Εφημέριος της Αρς, ο Άγιος
Ιωάννης-Μαρί Βιανέ διδάσκει με το παράδειγμά του στους ενορίτες του να δίνουν
στους φτωχούς και να προστατεύουν τους αναγκεμένους. Όπως σημειώνει ο π. Νοντέ
στο έργο του για τον Άγιο Εφημέριο της Αρς:
«Να! Ο Ζαν-Μπενουά Σινιέ, που
μένει απέναντι από την εκκλησία, έδωσε άσυλο σε ένα παράλυτο! Να και ο άλλος γείτονας,
ο Αντουάν Ρουσέ, έδωσε εργασία σε έναν φτωχό άνεργο νέο! Ιδού και ο Μισέλ
Μαντύ, ο μάστορας που μένει λίγο παρακάτω, υιοθέτησε ένα απροστάτευτο ορφανό
παιδί...»
Το παράδειγμα που δίνει ο Άγιος
Εφημέριος της Αρς για την πνευματική πατρότητα αντικατοπτρίζει απόλυτα την
Αγάπη και Πρόνοια του Θεού Πατέρα για την ανθρωπότητά μας: τη φύση μας, ως
ανδρών και γυναικών, που είναι πλασμένη κατά την εικόνα του Τριαδικού Θεού. Ο
ίδιος ο Κύριός μας είναι ο Καλός Ποιμένας που φροντίζει προσωπικά και αποκλειστικά
για κάθε ένα μέλος της ποίμνης Του. Μάλιστα, αυτή η φροντίδα και
πρόνοια δε δίνεται αφ’ υψηλού, εκπορευόμενη από κάποιον επουράνιο και
απροσπέλαστο θεϊκό θρόνο, αλλά μάς προσφέρεται άμεσα, αφού «ο Λόγος
Σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Και όχι μόνο εσκήνωσε, αλλά μας αποκάλεσε
φίλους και έδωσε τη Ζωή Του για μας. Όποιος λοιπόν λαμβάνει την ιερατική κλήση,
καλείται να δώσει τη ζωή του όπως ο Χριστός. Καλείται να γίνει τύπος της
αληθινής πατρότητας του Κυρίου: «Κύριος ο Θεός, οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος
και πολυέλεος και αληθινός και δικαιοσύνην διατηρών και έλεος εις χιλιάδας»
(Έξοδος 34, 6-7).
Ένας ποιμένας πρέπει πάντοτε,
πάλι και πάλι, να επανέρχεται στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη. Σε αυτή την
παραβολή, ο Καλός Σαμαρείτης (δηλαδή ο Χριστός) λέει στον πανδοχέα (δηλαδή στον
ποιμένα-κληρικό): «επιμελήθητι αυτού, και ό,τι αν προσδαπανήσεις, εγώ εν τω
επανέρχεσθαί με, αποδώσω σοι» (Λκ 10, 35).
Στο σημείο αυτό, υπάρχουν πολλοί
κίνδυνοι. Ο πρώτος είναι η στάση του ιερέα της παραβολής: να μείνουμε προσκολλημένοι
στην επιταγή του νόμου ή των γενικών (αλλά απρόσωπων) κανόνων της Εκκλησίας.
Έτσι ο ιερέας, βλέπει τον τραυματισμένο άνθρωπο και προσπερνά. Γιατί; Διότι,
κατά τον Μωσαϊκό Νόμο, ένας ιερέας που επέστρεφε από την Ιερουσαλήμ, αφού είχε
επιτελέσει τα ιερατικά του καθήκοντα, δεν έπρεπε να αγγίξει αίμα για να μη
μιανθεί. Το δίδαγμα για μας βέβαια είναι πως η τελετουργία δε μπορεί να
γίνει σπουδαιότερη της αγάπης, αλλά πως ο απόλυτος νόμος που ξεκλειδώνει κάθε
θεϊκή εντολή είναι ακριβώς η Αγάπη. Ο ίδιος ο Χριστός σε άλλο σημείο
το υπογραμμίζει: «ουχί ο άνθρωπος δια το σάββατον, αλλά το σάββατον διά τον
άνθρωπον γέγονεν».
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να
πιστέψουμε πως μπορούμε να επιλέξουμε αυτόνομα αυτούς στους οποίους θα
προσφέρουμε την ποιμαντική μας φροντίδα. Ο λευίτης της παραβολής, γνωρίζει
άριστα το Νόμο, αυτό είναι άλλωστε η δουλειά του: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως
εαυτόν». Ποιος όμως είναι ο πλησίον; Ο Χριστός μάς το λέει: «Αυτός που θα
βρεθεί δίπλα μας ανά πάσα στιγμή». Δεν επιλέγουμε τους ποιμαινομένους,
όπως άλλωστε και ένας γιατρός δεν επιλέγει τους ασθενείς του. Αλλά, ως
προς τους ποιμαινομένους, καλούμαστε να τους υποδεχθούμε και να τους
φροντίσουμε όπως ακριβώς είναι, χωρίς εξαίρεση. Ο Καλός Σαμαρείτης είναι
δυνητικά ο καθένας από μας όταν μπορεί να διακρίνει το Χριστό στο πρόσωπο του
κάθε συνανθρώπου.
Ποιος όμως είναι ο Αληθινός Καλός
Σαμαρείτης; Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός! Μόνο Αυτός είναι που σταματά, που
σκύβει και επουλώνει τις πληγές, που παίρνει στους ώμους Του τον τραυματισμένο
άνθρωπο, που πληρώνει για τη θεραπεία του, που τέλος, αναθέτει προσωρινά τη
φροντίδα του πληγωμένου στον πανδοχέα. Ναι, είναι Αυτός ο Χριστός, που περπατά
στα δικά μας μονοπάτια, που έρχεται να θεραπεύσει τα τραύματα, να καλύψει τη
δαπάνη της θεραπείας και αφού τα κάνει όλα αυτά να μας ζητήσει να
επιμεληθούμε ο ένας τον άλλον μέχρι να ξαναγυρίσει. Όντως, η πίστη των
Χριστιανών είναι πως ο Χριστός θα ξαναγυρίσει, θα ξαναγυρίσει εν δόξη για να
ανακεφαλαιώσει τα πάντα μέσα στην Αγάπη του Θεού Πατέρα.
Για να αρχίσει κάποιος να μοιάζει
προς τον Καλό Σαμαρείτη πρέπει να κατανοήσει πρωτίστως πως ο Κύριος Ιησούς
είναι Αυτός που μας ανορθώνει και μας θεραπεύει. Αυτός ο Χριστός είναι που μας
προσφέρει το Πνεύμα Του ώστε να πραγματώσουμε αυτό που μας ζητά: «δεν ήλθα για
να με διακονήσουν αλλά για να διακονήσω και να δώσω την ψυχή μου λύτρο για
πολλούς». Υπό αυτό το πρίσμα, η ανάληψη της ποιμαντικής ευθύνης από ένα κληρικό
μπορεί να καταστεί πηγή αστείρευτης και αναφαίρετης χαράς, όπως το υποσχέθηκε
και ο ίδιος ο Κύριος. Ακολουθώντας το Χριστό, αρμόζοντας τη ζωή του στη Ζωή του
Χριστού, ο ποιμένας καθίσταται φορέας της αυθεντικής πατρότητας Εκείνου που
είναι η μόνη πηγή της Ζωής και της Αγάπης.
Στον αντίποδα όλων αυτών, ο
κληρικαλισμός είναι μία τραγική διαστρέβλωση της πνευματικής πατρότητας, της
πατρότητας που είναι η φυσιολογική θέση και αποστολή κάθε κληρικού. Η
διαστρέβλωση του κληρικαλισμού συνίσταται στο να μετατραπεί η ποιμαντική
ευθύνη, από τόπος διακονίας και προσφοράς, σε τόπο εξουσίας και ισχύος.
Η πνευματική πατρότητα, που είναι
ό,τι πρέπει φυσιολογικά και αυτονόητα να αντανακλά κάθε ιερέας (εξ ου και η
προσφώνηση «Πάτερ») πρέπει κυρίως να λειτουργεί ως υπόμνηση για τους πιστούς
της μόνης και αποκλειστικής Πατρότητας, από την οποία τα πάντα προέρχονται. Της
Πατρότητας, δηλαδή, του Θεού και Πάτερα, όπως μας την αποκάλυψε εν Αγίω
Πνεύματι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Στο σημείο αυτό, πρέπει να είμαστε
ιδιαίτερα προσεκτικοί, όλοι όσοι είμαστε χειροτονημένοι, δηλαδή προσδεδεμένοι
στον Ιησού Χριστό, που είναι ο μόνος Καλός Ποιμήν: στο πώς δηλαδή θα μπορούμε
ως πνευματικοί πατέρες να αντανακλούμε τη μοναδική και αποκλειστική Πατρότητα
του Θεού Πατέρα. Όμως αυτό ακριβώς μας το διδάσκει ο Χριστός: «Θεόν ουδείς
εώρακε πώποτε. Ο μονογενής Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος
εξηγήσατο».
Ο Χριστός είναι Αυτός που μάς τα
εξηγεί όλα αυτά, που μάς διδάσκει τι θα πει αδελφοσύνη, αφού είμαστε όλοι
παιδιά του ίδιου Πάτερα. Ο Χριστός είναι, τέλος, Αυτός που μάς μαθαίνει πώς να
προσευχόμαστε. Και η προσευχή που μάς αφήνει ως παρακαταθήκη ξεκινά με αυτές
τις δύο λέξεις: Πατέρα Μας...
Πηγή: enoriako info
Ο αρθρογράφος είναι ρωμαιοκαθολικός κληρικός, πρώην αρχιεπίσκοπος του Παρισιού.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατά συνέπειαν, η φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο θα έπρεπε να δείχνει ρωμαιοκαθολικούς κληρικούς, όχι Ορθοδόξους, για νά μήν γίνεται σύγχυση.
Εξαιρετικό!
ΑπάντησηΔιαγραφήw
Το ζει και ο Ορθόδοξος αυτό το σύμπτωμα ο ιερέας από πατέρας να καταντάει σε πηγή εξουσίας, καταπίεσης και ισχύος. Το ζήσαμε στην πανδημία. Το ζούμε στην προσωπική και οικογενειακή ζωή με τις επεμβάσεις τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟρθότατη η επισήμανση στο πρώτο σχόλιο. Στην Γαλλία η Εκκλησία η Ρωμαιοκαθολική όπως και οι άλλες δεν έχει καμία εξουσία δεν της παρέχουν προνόμια οι επίσκοποι είναι όπως όλος ο λαός δεν απολαμβάνουνε κρατικών εξουσιών ούτε πρωτοκαθεδρίες σε παρελάσεις. Ας γίνει τώρα σύγκριση με τα δεδομένα στην Ελλάδα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην Γαλλία καί στις άλλες Δυτικές χώρες οι Κληρικοί δέν έχουν προνόμια σήμερα, διότι καταργήθηκαν τον 19ο αιώνα, μετά τη Γαλλική Επανάσταση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤούς προηγούμενους αιώνες όμως οι Λατίνοι κληρικοί είχαν τεράστια εξουσία, τίτλους ευγενίας, πύργους, κτήματα καί καταλάμβαναν καί Πολιτικές θέσεις.
Πιό γνωστό παράδειγμα είναι ο Καρδινάλιος Ρισελιέ, ο οποίος ήταν Πρωθυπουργός του Λουδοβίκου ΙΓ', από το 1624 έως τον θάνατο του, το 1642.
Μετά τον θάνατο του, Πρωθυπουργός της Γαλλίας έγινε πάλι Καρδινάλιος, ο Μαζαρέν, ο οποίος ήταν επίσης Συλλέκτης έργων τέχνης καί διαμαντιών.
Καμμία σχέση δέν έχει ο κλήρος της Δυτικής Ευρώπης καί οι Εξουσίες του, με τούς πτωχούς καί ταπεινούς Ελληνες Ορθόδοξους παπάδες.
Γι αυτό καί το άρθρο αναφέρεται καθαρά στους δικούς τους παπάδες, όχι στούς δικούς μας.
Ε! το παρατραβάς 12,41 ‘’με τούς πτωχούς και ταπεινούς Έλληνες Ορθόδοξους παπάδες’’ τίποτα από αυτά δεν είναι. Είναι στην άρχουσα τάξη ειδικά οι άγαμοι με τις κουρσάρες, τα διαμερίσματα και όχι τα μοναχικά κελιά, τις βαρύτιμες στολές με τα πλουμιστά κεντίδια των χιλιάδων ευρώ, με τους σταυρούς που τους αλλάζουνε ανάλογα με τις στολές, με τις διακοπές τους, με τις παρέες τους στις καφετέριες και στα πολυτελή φαγάδικα. . Τα ίδια και οι έγγαμοι δεν πάνε πίσω. Δεν γνωρίζω στα χωριά τι κάνουν αλλά εδώ στην Αθήνα λύνουν και δένουν. Σταματώ γιατί είναι και σαρακοστή!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή