Α ύ γ ο
υ σ τ ο ς
Κάθε που φτάνει ο Αύγουστος μετρώ και λογαριάζω
πόσοι διαβήκαν Αύγουστοι και στους Παξούς δεν πήγα
για να περάσω να χαρώ τον πιο καλό μας μήνα,
όπου οι ψηλόκορμες ελιές κι ο δροσερός μαϊστρος
κι οι ξάστερες οι θάλασσες με κάνουν να ξεχνάω
την κάψα του καλοκαιριού, το πύρωμα του ήλιου,
την πλήξη των μεσημεριών, του ύπνου τον ιδρώτα.
Κι ήρθε και πάλι ο Αύγουστος και στους Παξούς δεν πήγα
μα απ’ του Νησιού μου τα καλά και τις πολλές τις χάρες
ένα καλό στερήθηκα κι ένα καλό μου λείπει,
που είναι Δεκαπενταύγουστος κι η Παναγιά γιορτάζει
κι εγώ δεν αξιώθηκα να τηνε προσκυνήσω
Να ερχόταν ένας Αύγουστος και στους Παξούς να πάω
κι ας μη με καρτερεί κανείς στου λιμανιού το μώλο
κι ας πάρω δίχως συντροφιά για το χωριό το δρόμο
κι άδειο ας βρω το σπίτι μας και σιωπηλό και μόνο,
φτάνει ν’ ακούσω να λαλούν του Αυγούστου τα τζιτζίκια
και ν’ αγναντέψω να πετούν του Αυγούστου τα τρυγόνια,
να με φωτίσει ολόλαμπρο του Αυγούστου το φεγγάρι
και ν’ ανασάνω αχόρταγα το μυρωμένο αγέρι,
που το μυρώνει η θάλασσα, η ρίγανη, το θρούμπι,
τα κυπαρίσσια κι οι μερτιές, οι ελιές και τα σχινάρια.
Να μπω σε βάρκα με κουπιά, να λάμνει ο βαρκάρης
και στο νησί της Παναγιάς, εκεί να πάω ν’ αράξω
κι ευθύς απ’ τα πλατύσκαλα στην
εκκλησιά να τρέξω
και στην εικόνα Της μπροστά τα γόνατα να κλίνω
κι όλο μου το παράπονο να πω και να τ’ ακούσει
που είναι Δεκαπενταύγουστος κι είναι γιορτή μεγάλη
κι εγώ δεν αξιώθηκα να ρθω να προσκυνήσω.
Ευτυχία Γ. Μάστορα
Γλυκές νοσταλγιες που μας βγάζουν από την ξηρότητα της ευκολίας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΒρετός