Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

ΟΛΟΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Κυριακὴ ΙΒ΄ Ματθαίου (Ματθ. 19,16-26)

ΟΛΟΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ

Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός» (Ματθ. 19,17)

Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα (βλ. Ματθ. 19,16-26) λέει, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἦρθε στὸ Χριστὸ καὶ τὸν παρακαλοῦσε. Ποιός νὰ ἦταν αὐ­τός; μήπως καν­ένας ἄρρωστος ποὺ ζητοῦ­σε θεραπεία ἢ φτωχὸς ποὺ ζητοῦσε βο­ή­θεια; Δὲν ἦταν φτωχός, πλούσιος ἦταν· δὲν ἦταν ἄρ­­­ρωστος, ἦταν ὑγιὴς καὶ νέος, στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας του· ἦταν ἀκόμα καὶ ἔνδοξος, ὅπως πληροφορεῖ ὁ ἄλ­λος εὐαγγελιστής· εἶχε ἀξίωμα, ἦταν «ἄρ­χων» (Λουκ. 18,18), εἶχε ἐξουσία. Τρία πρά­γματα εἶχε ὁ ἄν­θρωπος αὐτός· νιᾶτα, λεφτά, δόξα. Αὐ­τὰ δὲν ζητᾶνε σήμερα οἱ πολλοί; Καὶ ὅποιον ἔχει λεφτά, ἐξουσία, νιᾶτα, ὑγεία, τὸν θεωροῦν εὐ­­τυχισμένο. Αὐ­τὸς τὰ εἶχε ὅλα αὐτά· ἦταν λοιπὸν εὐτυχισμένος; Θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε. Καὶ ὅμως δὲν φαίνεται εὐχαριστημένος. Μπορεῖ κανεὶς νὰ μὴν ἔχῃ φράγκο στὴν τσέπη, νὰ κατοικῇ σὲ μιὰ καλύβα, νά ᾽νε ἀ­­κόμα καὶ μέσ᾽ στὴ φυλακή, ὅπως ἦταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ τὸν ἀκοῦμε σήμερα (βλ. Α΄ Κορ. 15,1-11), μπορεῖ ἀκόμα νὰ τὸν ὁδηγοῦν στὸ ἐκ­τελεστι­κὸ ἀπόσπασμα, καὶ ὅμως νὰ εἶνε εὐτυ­χισμένος – τί μυστήριο εἶνε ὁ ἄνθρωπος! Καὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχῃ ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ τ᾽ ἀ­­γαθὰ τῆς ζωῆς, νὰ κάθεται σὲ μέγαρα καὶ πα­λάτια, νὰ ἔχῃ λεφτὰ καὶ μεγαλεῖα καὶ δόξες, καὶ ὅ­μως νά ᾽νε δυστυχισμένος. Ἡ εὐτυχία τοῦ ἀν­θρώπου –τὸ δείχνει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα– δὲν βρίσκεται στὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά· ἐλάχιστα συμ­βάλλουν αὐτά· κατ᾽ ἐξοχὴν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἐσωτερικὸ πλοῦτο, τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς.

Αὐτὸς λοιπόν, ὁ πλούσιος καὶ ἔνδοξος νερός, ἔρχεται ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Τί ζητάει, τί τὸν ἀπασχολεῖ; τί τοῦ λείπει; Ἂν ἦταν ζῷο, μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε θά ᾽μενε ἱκανοποιημένος. Μὰ δὲν εἶνε ζῷο ὁ ἄνθρωπος! Κάποια σο­βαρὴ σκέψι τὸν ἐνοχλεῖ κι αὐτὸν ὅπως καὶ ὅ­λους μας· –Καλά, θὰ ζήσω εἴκοσι, τριάντα, ἑ­κα­τὸ ἔστω χρόνια· καὶ μετά; ποῦ πᾶνε τὰ μέγαρα, τὰ λεφτά, οἱ δόξες καὶ οἱ τιμές; τί θὰ γί­νῃ μετά; ὑπάρχει ἄλλος κόσμος; παράδεισος – κόλασι; τί θὰ γίνω ἐγώ, θὰ σωθῶ;… Αὐτὲς οἱ σκέψεις δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχο. ῾Ρώτησε δασκά­­λους καὶ γραμματεῖς, φτωχοὺς καὶ πλουσίους, μὰ δὲν πῆρε ἀπάντησι. Καὶ ἔτσι καταφεύγει στὸ Χριστό, τὸ ἀληθινὸ Διδάσκαλο.
–Τί νὰ κάνω, λέει, «διδάσκαλε ἀγαθέ»;…
Διαφέρει, βλέπετε, ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Οἱ πολλοὶ λένε· τί νὰ κάνω γιὰ νὰ πλουτήσω, πῶς νὰ γλεντήσω καλύτερα, νὰ φάω καὶ νὰ πιῶ…; Τὸ μικρόβιο τῆς ἀνησυχίας ὑπάρχει σὲ ὅλους, ἀλλὰ τὸ δικό του «μικρόβιο» εἶνε εὐγενές. Σήμερα, μέσ᾽ στοὺς χίλιους – δυὸ χιλιάδες ἀν­­θρώπους, εἶνε ζήτημα ἂν θὰ βρῇς ἕναν ποὺ νὰ λέῃ· Τί ὑπάρχει ἐκεῖ πάνω; πῶς θὰ πάω, τί θὰ βρῶ στὸν ἄλλο κόσμο!… Δὲν πιστεύουν δυστυχῶς σὲ ἄλλο κόσμο. Αὐτὸς πίστευε. Παρ᾽ ὅλη τὴν κοσμικὴ ἄνεσί του, ῥωτοῦσε· Τί πρέπει νὰ κάνω, γιὰ νὰ σώσω τὴν ψυχή μου;
Καὶ ὁ Χριστός; Δὲν ἀπήντησε ἀμέσως στὸ ἐ­ρώτημά του, ἀλ­λὰ στάθηκε πρῶτα στὴν προσ­­φώνη­σί του· –«Τί με λέγεις ἀγαθόν;», λέει, «οὐ­­δεὶς ἀ­γαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός» (Ματθ. 19,16-17). Γνωρίζουμε ὅτι στὴν πρα­γματικότητα ὁ Χριστός, ὡς Θεός, εἶ­νε «ἀγαθὸς» καὶ πανάγαθος, κατὰ πάν­τα ἅ­γιος. Γιατί λοιπὸν ἀπήντησε ἔτσι; Ὁ Χριστὸς ἐδῶ ὁμιλεῖ ὄχι κα­τὰ τὴν πραγματικότητα ἀλλὰ κατὰ τὴν ἰδέα ποὺ ἔχει ὁ ἄλλος γι᾽ αὐτόν. Ὁ νε­­­αρὸς ἄρχον­τας, ποὺ ῥωτοῦσε, θεωροῦσε τὸ Χριστὸ ἄνθρω­πο, σπουδαῖο διδάσκαλο βέβαια, ἀλλὰ δὲν πίστευε ἀκόμα ὅτι εἶνε Θεός. Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾷ κατὰ τὴν ἰδέα ποὺ εἶχε· –Ἂν μὲ θεω­ρῇς ἄνθρωπο, μὴ μὲ λὲς «ἀ­γαθόν», διότι «ἀγαθός» ἑκατὸ τοῖς ἑκα­τὸ εἶνε μόνο ὁ Θεός. Ἂς σταθοῦμε ὅμως ἐμεῖς σήμερα σ᾽ αὐ­­τὴ τὴν ἀπάντησι τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔχει σπου­δαῖο νόημα νὰ μᾶς διδάξῃ.

* * *
Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεάνθρωπος, ἀναμάρτητος, καὶ γι᾽ αὐτὸ σὲ ἄλλη ὥρα εἶπε «Τίς ἐξ ὑ­μῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46). Ἐκτὸς ἀ­πὸ τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ δὲν ὑπάρχει ἄν­θρωπος ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ ἁμαρτίες. Καὶ μία ἀ­κόμα ἡμέρα νὰ ζήσουμε πάνω στὴ γῆ, εἶνε ἀ­δύνατο ν᾽ ἀποφύγουμε τὴν ἁμαρτία (βλ. Ἰὼβ 14,4-5 καὶ Παροιμ. 20,9). Ὅποιος πῇ ὅτι δὲν ἔχει ἁμαρτίες, εἶ­νε στὴν πλάνη. Ὅταν ὡς ἀρχιμανδρίτης ἐξωμολογοῦσα, ταραζόμουν –πιστέψτε με– ὅταν ἔρ­­χονταν καὶ μοῦ ἔλεγαν· Ἐγὼ εἶμαι καλὸς ἄν­­θρωπος, δὲν ἔκανα τίποτα!… Ὅλοι νόμιζαν πὼς εἶνε ἅ­γιοι, ἔρχονταν στὸ ἐξομολογητήριο ζητών­τας νὰ πάρουν τὴν εὐχὴ γιὰ νὰ κοινωνήσουν. Καὶ μόνο κάπου – κάπου, μέσα σὲ τόσους Χριστιανούς, νά ᾽ρθῃ μιὰ γυναίκα ἢ ἕ­νας ἄν­τρας νὰ κλάψῃ καὶ νὰ πῇ «Ἥμαρτον» (Λουκ. 15,18,21). Αὐτὸ λοιπόν εἶνε τὸ κατηραμένο ῥῆ­μα· Ἐγὼ εἶμαι καλός!… Γέμισε ὁ κόσμος ἀ­πὸ «καλούς». Ἀλλὰ θὰ γεμίσῃ καὶ ἡ κόλασις ἀπὸ «καλούς». Μὰ ἐδῶ ὁ Χριστὸς μᾶς τὸ λέει· Ἕ­νας εἶνε ὁ καλὸς καὶ ἅγιος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὅλοι οἱ ἄλλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, μετέχουμε τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.
Καὶ ποιός δὲν ἁμαρτάνει; Ἁμαρτάνουμε μὲ τὸ κορμί· μάτια, αὐτιά, χέρια, πόδια, γλῶσσα – ἄχ αὐτὴ ἡ γλῶσσα! «κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει»· ἁμαρτάνουμε μὲ τὴ σκέψι· ἁ­μαρ­τάνουμε τὴν ἡμέρα – τὴ νύχτα, στὸ δρόμο, στὰ καφφενεῖα, στὰ νυχτερινὰ κέν­τρα, στ᾽ αὐτο­κίνητα, στὰ τραῖνα· ἁμαρτάνουμε τὸ πρωί – τὸ βράδυ· ἁμαρτάνουν οἱ μικροὶ καὶ οἱ μεγάλοι, οἱ πλού­σι­οι καὶ οἱ φτωχοί· οἱ γυναῖκες καὶ οἱ ἄν­τρες· οἱ ἀ­γράμματοι καὶ οἱ ἐγγράμματοι καὶ ἐπιστήμονες· ἁμαρτάνουν οἱ ἄσημοι καὶ οἱ ἐπίσημοι. Ἁμαρτία παντοῦ ὅπου νὰ πᾷς, στὸν Βόρειο ἢ στὸ Νότιο Πόλο, σὲ ὁ­ποιαδήποτε γωνία τοῦ κό­σμου. Ἦ­ταν κάποτε ἡ γῆ καθαρή, ὁ ἀέρας καθαρὸς ἀπὸ μικρόβια· τώρα δὲν ὑπάρχει γωνία ἀ­μόλυντη. Ἀμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος· ἀμέτρητη ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, ἀμέτρητα καὶ τ᾽ ἁμαρτήματά μας.

* * *

Λοιπὸν ν᾽ ἀπελπιστοῦμε; Ὅταν ἤμουν στὴν Ἀθήνα, ἦρθε ἕνας νέος καὶ μοῦ λέει μὲ κλάμα· –Θ᾽ αὐτοκτονήσω, θὰ πάω νὰ πέσω ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κρόπολι. –Τί ἔχεις; ἄρρωστος εἶσαι, καρ­κίνο ἔ­χεις; –Κάτι χειρότερο· ἦρθα ἀπ᾽ τὸ χωριό μου καθαρός, ἀμόλυντος, καὶ μ᾽ ἔφαγε ἡ Ἀθήνα, μ᾽ ἔρριξε στὴν ἁμαρτία· ἔπεσα σ᾽ αὐτὰ κι αὐτά… – μαῦρο κομπολόι. Ἀπελπίστηκα, δὲν μοῦ μένει παρὰ ν᾽ αὐτοκτονήσω… Ὁ διάβολος, ἀφοῦ τὸν ἔβαλε νὰ φάῃ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν κουτάλα, τὸν ἔσπρωχνε στὸ τέλος τοῦ Ἰούδα.
Ἀλλ᾽ ὄχι! Εἴμαστε ὅλοι ἁμαρτωλοὶ ἀλλὰ καὶ ὅλοι μέσα στὸ σωτήριο δίχτυ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἕνας ἅπλωσε τὸ βρωμερό του χέρι στὸ Εὐαγγέλιο κ᾽ ἔδωσε ὅρκο ψεύτικο μάλιστα, ἄλλος βρώμισε τὴ γλῶσσα του μὲ τὴ βλαστήμια, ἄλ­λος μπῆκε σὰν τὸ φίδι νύχτα στὸ ξένο σπίτι καὶ ἀτίμασε τὴ γυναῖκα τοῦ φίλου του, ἄλλος ἀ­δίκησε, ἄλλος ἔκλεψε… Λοιπόν, μὴ μοῦ λές, ὅτι εἶσαι καλός. Ἕνας εἶνε ὁ καλὸς καὶ ἅγιος, «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Τί πρέπει λοιπὸν νὰ κάνουμε, ἀδελφοί μου; Νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε. Νὰ πιστέψουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς, ὅπως λένε κάποιοι, δάσκαλος, κοινωνιολόγος, σοφός, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄντρες τῆς Ἱστορίας· ὁ Χριστὸς εἶ­νε ὁ Θεός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ κατέβηκε ἀ­πὸ τὰ οὐράνια ἐδῶ στὴ γῆ καὶ ἔλαβε σάρκα ἀνθρώπινη, γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ· νὰ πιστέψουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει δύναμι καὶ ἐξουσία «ἀφιέναι ἁμαρτίας» (Ματθ. 9,6. Μᾶρκ. 2,10. Λουκ. 5,24)· νὰ πιστέψου­με, ὅτι ὅποιος ἁμαρτωλὸς ἐξομολογεῖται μὲ μετάνοια, αὐτὸς ἀνοίγει λάκκο καὶ θάβει τ᾽ ἁ­μαρτήματά του, ὅσο μεγάλα κι ἂν εἶνε.
Νὰ ζήσουμε λοιπὸν κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Καὶ ἂν πέσουμε μία ἢ πολλὲς φορές, πάντα νὰ σηκωνώ­μαστε. Καλὸ εἶνε νὰ μὴν πέσῃς στὸ δρόμο· ἀλ­λὰ ὅσες φορὲς κι ἂν πέσῃς, καὶ ἑκατὸ καὶ διακόσες, νὰ σηκωθῇς καὶ νὰ πῇς· Δόξα σοι ὁ Θεός, «Πάτερ, ἥμαρτον», καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅ­ταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 15,18,21· 23,42). Ἔτσι μᾶς διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο.
«Στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδός» (Ματθ. 7,13-15. Λουκ. 13,24) τοῦ Εὐαγγελίου, δύσκολη ἡ σωτηρία. Πῶς νὰ παιδαγωγήσῃς σήμερα τὸ παιδί, ποὺ μόλις ἀνοίξῃ τὸ ῥαδιόφωνο ἢ τὴν τηλεόρασι βλέπει κι ἀκούει πράγματα ἀκατονόμαστα; πῶς νὰ κατηχηθῇ ὁ νέος ποὺ ζῇ μέσ᾽ στὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως; πῶς νὰ συνετίσῃς τὸν ἄντρα ποὺ περπατάει ἀνάμεσα στὶς παγίδες τῆς ἀκολασίας καὶ διαφθορᾶς, πῶς νὰ σωφρονίσῃς τὴ γυναῖκα ποὺ ξελογιάζεται ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ μόδα; πῶς νὰ κατηχηθῇ αὐτὸς ὁ λαός; Πῶς; μόνο διὰ τῆς χάριτος καὶ βοηθείας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος πιστεύει, τὸν ἐπικαλεῖται καὶ ζῇ κατὰ τὸ θέλημά του, νικᾷ τὸν διάβολο καὶ τὴν ἁμαρτία.
Καὶ ἀκριβῶς γι᾽ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία του, ποὺ εἶνε τὸ ἰατρεῖο τῶν ψυχῶν. Γιατρὸς μοναδικὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστός. Κάθε πονεμένος, θλιμμέ­νος, διωγμένος, συκοφαντημένος, κάθε χή­­ρα καὶ ὀρφανό, ἐλᾶτε στὴν Ἐκκλησία! Τὰ φάρ­μακα τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὰ λόγια του, τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ ἁγία Γραφή, ἐξομολόγησις, ἡ θεία κοι­νωνία, τὸ εὐχέλαιο, ὁ ἁγιασμός, ἡ παράκλησις· καὶ ὅλα αὐτὰ δωρεάν. Ποιός ἦρθε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ δὲν θεραπεύθηκε, ποιός ἀπελπισμένος δὲν βρῆκε παρηγορία, ποιά χήρα καὶ ὀρφανὸ δὲν βρῆκε προστασία; ποιός ἁμαρτω­λὸς δὲν βρῆκε σωτηρία; Δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀ­λήθεια. Στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ κατα­φεύγουμε. Καμμιὰ δύναμι δὲν θὰ μπορέσῃ πο­τὲ νὰ τὴ γκρεμίσῃ. Καὶ ἂν ἐχθροὶ τινάξουν στὸν ἀέρα τοὺς ναούς μας, ἡ Ἐκ­κλησία δὲν εἶνε τὰ κτήρια, εἶνε οἱ ψυχές. Δὲν φοβόμαστε· ἐκκλη­σιὰ ἔχουμε τὸν οὐρανό. Καὶ τελικῶς θὰ νική­σῃ ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ φῶς, πρὸς δόξαν τῆς ἁ­γίας Τριάδος· ἀμήν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου