Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Ποιος ἀγγιζει το Χριστο; Ἐλαχιστοι! - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ποιος ἀγγιζει το Χριστο; Ἐλαχιστοι!

Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου;» (Λουκ. 8,45)

Μία ἀπὸ τὶς πέντε αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου, ἀγαπητοί μου, εἶνε καὶ ἡ ἀκοή. Τὸ αὐτὶ εἶνε ἕ­να θαυμαστὸ ὄρ­γα­νο ποὺ προκαλεῖ κατάπληξι. Ὅταν κάποιου μειωθῇ ἡ ἀκοὴ καὶ τρέχῃ στοὺς για­τρούς, τότε ἐκτιμᾷ τὴν ἀξία της. Ῥαντὰρ εἶνε τὸ αὐτί· τίποτα δὲν εἶνε τὸ τεχνητὸ ῥαντὰρ μπροστὰ στὴν ἀκοὴ μὲ τὴν ὁ­ποία εἴμαστε ἐφωδιασμένοι.
Μὲ τὴν ἀκοὴ ἀκοῦμε τὴν πνοὴ τοῦ ἀνέμου ποὺ σείει τὰ φύλλα, τὸ φλοῖσβο τῆς ἀκρογιαλιᾶς, τὸ κελάδημα τῶν πουλιῶν, τὶς κιθά­ρες – τὰ ὄρ­γα­να ποὺ παίζουν μουσική· ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τῆς μά­νας, τοῦ δασκάλου καὶ καθηγητοῦ. Μὲ τὴν ἀκοὴ ὁ ἄν­θρω­πος λαμβάνει γνῶ­σι ἑνὸς μεγάλου μέρους τῆς ἐπιστήμης.
Ἀκοῦμε τόσα ὡραῖα. Καὶ πάνω ἀπ᾽ ὅλα – ποιό· «Καὶ ὑπὲρ τοῦ καταξιωθῆ­ναι ἡμᾶς τῆς ἀ­κρο­άσεως τοῦ ἁ­γίου Εὐαγγελίου» (ὄρθρ.)· μᾶς ἀ­ξιώνει ὁ Θεὸς στὴν ἐκκλησιὰ ν᾽ ἀκοῦμε τὸ ἱε­ρὸ καὶ ἅγιο Εὐ­αγγέλιο! Ἡ ὥρα ἐκείνη εἶνε μεγάλη.
Ἔχουμε συναίσθησι;

Οἱ Σλάβοι, παρ᾽ ὅλη τὴν ἀθεΐα ποὺ πέρασαν, τὴν ὥ­ρα τοῦ εὐαγγε­λίου γονατίζουν, καὶ μὲ τὴ στάσι αὐτὴ τί λένε· Σ᾽ εὐχαριστοῦ­με, Κύριε, ποὺ μᾶς ἔδωσες αὐ­τιὰ καὶ μᾶς ἀ­ξιώνεις ν᾽ ἀκοῦμε τὸ Εὐαγγέλιό σου.


Ἐμεῖς τί κάνουμε ἆραγε; Ὁ Κύριος εἶπε ἐν­τόνως· «Ὁ ἔχων ὦ­­τα ἀ­κού­ειν ἀκουέτω», ὅποιος ἔχει αὐτιὰ ἂς ἀκούῃ (Ματθ. 11,15· 13,9,43. Μᾶρκ. 4,9, βλ. & 23· βλ. & 7,16 Λουκ. 8,8· 14,35. βλ. Ἀπ. 2,7) καὶ «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λό­γον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αύτόν», εὐτυχι­σμένοι ὅσοι ἀκοῦνε μὲ προθυμία τὸν θεῖο λόγο ἀλλὰ καὶ τὸν τηροῦν μὲ συνέπεια (Λουκ. 11,28). Αὐτιὰ σωματικὰ ἔχουμε· αὐτιὰ πνευματικά;
Μ᾽ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ἂς δοῦμε τώρα τὸ σημερι­νὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 8,41-56), ποὺ δι­ηγεῖ­ται δύο θαύματα, ἀπὸ τὰ ἄπειρα ποὺ ἔκανε καὶ κάνει ὁ Κύ­ριός μας. Τὸ ἕ­να εἶνε ἀπ᾽ τὰ πιὸ μεγά­λα, ἀνάστασι νε­κροῦ· ἀνέστησε τὴν κόρη τοῦ ἀρχισυναγώ­γου Ἰαείρου. Τὸ ἄλλο εἶνε θεραπεία μιᾶς χρονίας μεγάλης ἀσθενείας. Ὑ­πὸ ποῖες συνθῆκες ἔγιναν;

* * *

Ὁ Χριστὸς περιοδεύοντας πέρασε ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Γαδαρηνῶν, ὅπου τοῦ ἔδειξαν ἀ­­γένεια καὶ τὸν ἔδιωξαν. Φεύγει καὶ γυρίζει στὴ Γαλιλαία. Ἐδῶ τὸν ὑ­ποδέχεται πλῆθος λαοῦ· ὅλοι αὐτοὶ θέλουν νὰ τὸν δοῦν, νὰ τὸν ἀκούσουν. Τὸν κυκλώνουν καὶ συνωστίζονται γύρω του.
Σὲ μιὰ στιγμὴ σταματάει καὶ στρέφοντας τὸ βλέμμα γύρω ῥωτάει· –Ποιός μὲ ἄγγιξε; Οἱ μα­θηταί του ἀποροῦν τί ἐννοεῖ, γιατὶ ὄχι ἕ­νας ἀλ­λὰ πλῆθος ἄνθρωποι, μικροὶ – μεγάλοι, τὸν ἀγ­­γίζουν· ὅλοι σπρώχνουν νὰ πᾶνε κοντά του. Μὲ τὸ στόμα τοῦ Πέτρου ἀποκρίνονται· –Μά, Κύριε, ἐ­δῶ τόσος κόσμος σὲ πιέζει, πάει νὰ σὲ λειώ­σῃ, καὶ λὲς «Ποιός μὲ ἄγγιξε;»; Ὁ Χριστὸς ὅμως ἐ­πιμένει· –Κάποιος μὲ ἄγγιξε· γιατὶ ἐγὼ ἔνιωσα κάποια δύναμι νὰ βγαίνῃ ἀπὸ ­μένα. Τότε παρουσιάζεται μπροστά του μιὰ γυναίκα· πέφτει τὸν προσκυνᾷ κ᾽ ἐκεῖ μπροστὰ σὲ ὅλους ἀποκαλύπτει· –Κύριε, λέει, ἐγὼ εἶμαι ποὺ σὲ ἄγγιξα· συχώρεσέ με ποὺ ἔκανα αὐτὸ τὸ τόλμη­μα. Ἤμουν μιὰ δυστυχισμένη ἄρρωστη· 12 χρόνια ἔπασχα ἀπὸ γυναικεία πάθησι, αἱμορραγία, στράγγισα πιά. Πῆγα σὲ γιατρούς, πῆ­ρα φάρμακα, ξώδεψα μιὰ περιουσία. Ἀποτέλεσμα; Τίποτα· καὶ κινδύνευα νὰ πεθά­νω. Μὰ ὅταν ἄκουσα ὅτι ἔρχεσαι, εἶπα μέσα μου· Ὁ Χριστὸς θὰ μὲ κάνῃ καλά! Πλησίασα πίσω σου μὲ τὴν πίστι, πὼς ἂν ἀγγίξω τὴν ἄκρη ἔστω τοῦ ῥούχου σου θὰ γειάνω. Καὶ μόλις σὲ ἄγγιξα θεραπεύτηκα. Χίλιες δόξες νά ᾿χῃς!…
Στὴν αἱμορροοῦσα θὰ ἐπανέλθουμε.
Ἐν συνεχείᾳ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου. Βρῆκε νεκρὸ πλέον τὸ κορίτσι του κι ὅλους νὰ κλαῖνε. –Μὴν κλαῖτε, τοὺς λέει· δὲν πέθανε, κοι­μᾶται. Ἐκεῖνοι, ἄκου, διέκοψαν τὸ κλάμα νὰ τὸν πε­ρι­γελάσουν – τόσο σίγουροι ὅτι ἡ κόρη πέθανε.
Ἔχει σημασία ἡ λέξι ποὺ εἶπε, «κοιμᾶται». Οἱ πιστοὶ ἔτσι βλέπουν τὸ θάνατο. Σύγκρινε τώρα τὴ δική μας ἀπιστία. Πῶς λέμε τὸ μέρος ποὺ θάβονται οἱ νεκροί; Νεκροταφεῖο. Μὰ τὸ νεκροταφεῖο εἶνε γιὰ τοὺς ἀπίστους, ἐνῷ γιὰ τοὺς πιστοὺς λέγεται κοιμητήριο, κ᾽ ἐπάνω στὸ σταυρὸ τοῦ τάφου γράφουν «ἐκοιμήθη». Ὁ θά­νατος, ὅπως δίδασκε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, εἶνε ἕνας μεγάλος ὕπνος· κι ὁ ὕ­πνος ἕ­νας μικρὸς θάνατος (Δ΄ 176). Κάθε φορὰ ποὺ κοιμόμαστε, γιὰ λίγο πεθαίνουμε· ἀλλ᾽ ὅ­σο εἶσαι βέβαιος ὅτι μετὰ ἀπὸ ἕναν ὕπνο θὰ ξυπνή­σῃς, τόσο βέβαιος νά ᾽σαι κι ὅτι μετὰ τὸ θάνα­το θ᾽ ἀ­ναστηθῇς. Ἡ μάνα ποὺ βλέπει τὸ παιδὶ νὰ κοιμᾶται στὴν κούνια δὲν κλαίει, χαίρεται· κ᾽ ἐμεῖς μὴν κλαῖμε ἀπαρηγόρητα τοὺς νεκρούς μας, γιατὶ δὲν χάθηκαν, θ᾽ ἀναστηθοῦν.
Αὐτὸ μᾶς δίδαξε σήμερα ὁ Χριστός. Τοὺς βγάζει ὅλους ἔξω, πιάνει τὸ χέρι τῆς κόρης καὶ φωνάζει· «Ἡ παῖς, ἐγείρου»· κόρη, σήκω. Κ᾽ ἐ­πέ­­­στρεψε στὸ σῶμα ἡ ψυχή· τὴν ἀνέστησε! Τὴν ξύπνησε ἀπ᾽ τὸ θάνατο τόσο εὔκολα, ὅ­πως τὴν ξυπνοῦσε ἡ μητέρα της ἀπὸ τὸν ὕπνο.
Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς σ᾿ αὐτὴ τὴν κόρη, θὰ ἀκουστῇ στὸ τέλος σὲ ὅλο τὸν κόσμο· Νεκροί, ἀναστηθῆτε! Ὁ Χριστιανὸς τί ὁμολογεῖ· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» (Σύμβ. πίστ. 11). Ὅ­ποιος ἀρ­νεῖται τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, δὲν εἶνε Χριστι­ανός. Πιστεύ­ουμε. Ὅσο εἶνε βέβαιο ὅτι αὔριο εἶ­νε Δευτέρα, τόσο βέβαιοι νὰ εἴμαστε ὅτι θὰ ἔρ­θῃ καὶ ἡ Δευτέρα Παρουσία, κα­τὰ τὴν ὁ­ποία θ᾽ ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ νεκροί.

* * *

Ἀλλ᾽ ἂς ἐπιστρέψουμε στὴν αἱμορροοῦσα. Πλήθη λαοῦ πλησιάζουν κι ἀγγίζουν τὸ Χριστό, ἐκεῖνος ὅμως μόνο γιὰ μιά γυναῖκα λέει, ὅτι ἀ­πέσπασε δύναμι ἀπὸ αὐτόν. Δὲν εἶνε περί­ερ­γο; Ἔ, αὐτὸ ποὺ ἔγινε ἐκεῖ τότε, συμβαίνει καὶ σή­μερα. Πλήθη ἐκκλησιάζονται, μετέχουν σὲ πα­νη­γύρια, ἀ­κοῦ­νε, ἀνάβουν κεριά· ποιός ὅμως ἀγγίζει τὸ Χριστό; ποιά εἶνε ἡ οὐ­σιαστικὴ ἐπαφή, ἡ ζω­ο­ποιὸς μετάγγισι χάριτος, ἡ ἀληθινὴ ὠφέλεια;
Ἀμφιβάλλω ἂν μέσ᾿ στοὺς 100, μέσ᾿ στοὺς 1.000, μέσ᾿ στοὺς 10.000 ὑπάρχῃ ἕνας σὰν τὴν αἱ­μορροοῦσα, ἕνας ποὺ νὰ βγαίνῃ ἀλλοιωμένος, λυτρωμένος καὶ θεραπευμένος ἀπὸ τὴ θεία λειτουργία καὶ τὴ λατρεία γενικά.
Πῶς πλησιάζουν; πῶς μετέχουν, τί αἰσθάνον­ται, τί ζοῦν μέσα τους; Μπαίνουν στὴν ἐκ­κλησία; Τίποτα· οὔτε τὸ σταυρό τους καλὰ – καλὰ δὲν ξέρουν νὰ κάνουν. Ἀκοῦνε «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…»; Τίποτα· οὔτε λίγο τὴν κεφαλή τους δὲν σκύβουν. Προχωρεῖ ἡ λειτουργία, ἀ­κούγεται ὁ ἀ­πόστολος, τὸ εὐαγγέλιο; Μένουν σὰν τὸ ξύλο καὶ τὸ μάρμαρο, ἀδιάφοροι, δὲν συγκρατοῦν τίποτα· παρόν­τες τῷ σώ­ματι, ἀπόντες τῷ πνεύματι. Παρακολουθοῦν μόνο ὅ,τι βλέπουν τὰ ὑλικὰ μάτια, χαζεύουν· τίποτ᾽ ἄλλο πέρα ἀπ᾽ αὐτά. Ἀκοῦνε μόνο μὲ τ᾽ αὐτιὰ τοῦ σώματος, ἡ ψυχὴ δὲν ἀ­κούει τίποτα. Πολὺ σπανίως θὰ δῇς μιὰ ψυχή, ποὺ νὰ βρίσκεται μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ παρακολου­θῇ μὲ πίστι, νὰ ζῇ μὲ συναίσθησι τὴ θεία λει­τουργία, νὰ προσεύχεται μὲ τὴν καρδιά. Ἐντε­λῶς τυπικὴ εἶνε ἡ παρουσία στὸ ναό.
Ἡ κατάστασι αὐτὴ θυμίζει ἕνα ἀνέκδοτο. Κάποιος ἀσκητὴς μὲ διορατικὸ χάρισμα στάθηκε τὴν Κυριακὴ ἔξω ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς ἐνορί­ας. Ἀφοῦ χτύπησε ἡ καμπάνα κι ἄρχισαν νά ᾽ρ­χωνται οἱ Χριστιανοί, αὐ­τὸς τοὺς παρατηροῦσε καὶ καταλάβαινε τὴν πνευματικὴ κατά­στασι τοῦ καθενός. Γυναῖ­κες, ἄντρες, παι­διὰ καὶ νέοι ἔμπαιναν· γέμισε ἡ ἐκκλησία. Μὲ τὸ χάρισμα ποὺ εἶχε εἶδε ὅτι, μπαίνον­τας, ὅλοι ἦ­ταν μαῦροι. Ὅταν ὁ πα­­πᾶς εἶπε τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…», ὁ ἀσκητὴς βγῆκε, στάθηκε πάλι ἐ­κεῖ καὶ παρατηροῦ­σε. Οἱ Χριστι­ανοὶ πῆραν ἀντίδωρο κ᾽ ἔ­βγαιναν. Πάλι ὅμως ἦταν μαῦροι. Μαῦροι μπῆ­­καν, μαῦροι ἔβγαιναν. Πολὺ λυπήθηκε κ᾽ ἔ­κλα­ψε ὁ ἀσκητής. Μόνο κάποιον ἀπὸ τοὺς τελευ­­ταίους εἶδε νὰ βγαίνῃ ἄσπρος σὰν τὸ χιόνι. Θαύ­μασε ὁ γέροντας καὶ δόξασε τὸ Θεό. Τὸν πλη­σιάζει, τοῦ πιάνει κουβέντα, κ᾽ ἐκεῖνος τοῦ εἶ­πε· Ἐ­γὼ εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός, ἔκανα τοῦ κό­­σμου τὶς ἀδικίες· μὰ σήμερα, ἀκούγον­τας τὴν καμ­πάνα, δὲν ξέρω τί μ᾽ ἔκανε καὶ ἦρ­θα. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μπῆ­κα δὲν ἔπαψα νὰ κλαίω λέγοντας· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… Νάτος λοιπόν· αὐ­τὸς μαῦρος μπῆκε – ἄ­σπρος βγῆ­κε, ἕνας μέσ᾿ στοὺς χίλιους. Αὐτὸ εἶνε.
Διαφορετικά, τί νὰ τὸν κάνῃς τὸν ἐκκλησι­α­σμό; Εἶδες ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς λέει «Τὰς θύ­ρας, τὰς θύρας· ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν»; (θ. Λειτ.). Τί σημαίνει αὐτό; Παλαιὰ ὑπῆρχε τάξι. Στεκόταν στὴν πόρτα κάποιος καὶ δὲν ἐπέτρεπε νὰ μπῇ ὁ καθένας. Ἔμ­παιναν λίγοι, ἐλάχιστοι. «Ὅ­σοι πιστοί» (θ. Λειτ.). Τώρα μπαί­­νουν ὅλοι στὸ ναό, κι ὁ ἕνας βγάζει τὸ ῥολόι του νὰ δῇ τί ὥρα εἶ­νε, κ᾽ οἱ ἄλλοι παραπονοῦνται «Ἀργεῖ ὁ πα­πᾶς», «ἀρ­γεῖ ὁ ψάλτης», «ἀργεῖ ὁ κήρυκας». Ὁ νοῦς εἶ­νε ἀλλοῦ. Κ᾽ ἔτσι καμμιά ὠφέλεια δὲν ἀποκομίζουμε.
Ἂν θέλουμε νὰ μποῦμε στὸ κλῖμα τῆς θείας χάρι­τος καὶ νὰ πάρουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νὰ μοιά­­σουμε στὴ γυναῖκα τοῦ σημερινοῦ εὐ­αγγελίου· Ὅποιος ἀπέκτησε μάτια καὶ αὐτιὰ πνευ­ματικά, καρδιὰ εὐαίσθητη, αὐτὸς ἀγγίζει ἀληθινὰ τὸ Χριστό. Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶνε παρὼν στὰ τροπάρια τοῦ ψάλτη, στὶς εὐχὲς τοῦ ἱερέως, στὶς αἰτήσεις τοῦ διάκου, στὰ ἀ­ναγνώσματα τοῦ ἀποστόλου καὶ τοῦ εὐαγγελίου, καὶ ἐξαιρέτως στὴν θεία κοινωνία. Μιὰ εὐ­χὴ τῆς θείας Μεταλήψεως λέει καὶ γιὰ τὴν αἱμορροοῦσα· «Ἡ μὲν τοῦ κρασπέδου σου ἁ­ψα­μένη εὐχερῶς τὴν ἴασιν ἔλαβεν, …ἐγὼ δὲ ὁ ἐλεεινὸς (= ἀξιολύπητος) ὅλον σου τὸ σῶ­μα τολμῶν δέξασθαι μὴ καταφλεχθείην» (εὐχ. Θ΄). Ἡ γυναίκα αὐτή, λέει, τὴν ἄκρη τοῦ ἐν­δύματός σου ἄγγιξε κι ἀμέσως θεραπεύτηκε, …κ᾽ ἐγὼ ὁ ἄθλι­ος, ποὺ δὲν ἀγγίζω τὸ ἔνδυμά σου ἀλλὰ τολμῶ καὶ δέχομαι ὅλο τὸ σῶμα σου, σὲ παίρνω ὁλόκληρον μέσα μου, μὴν κατακαῶ.

* * *

Νὰ ἐξετάζουμε, ἀδελφοί μου, προσεκτικὰ τὸν ἑ­αυτό μας. Νὰ μετέχουμε μὲ πίστι στὴ λατρεία, ὄχι ἀπὸ συνήθεια. Ἂν ἐρχώμαστε τυπι­κά, φοβᾶ­­μαι μήπως κάποτε στερηθοῦμε τὴν ἐκκλησία, ὅπως ἔγινε στὴν Ἀλ­βανία. Νὰ συναισθανώμαστε βα­θειὰ τὴν ἀ­θλι­ότητά μας καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔτσι νὰ μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ λαμβάνουμε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ· ἀμήν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου