Ὁ Μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β΄ (1941-2022)
Τὴ Δευτέρα, 7 Νοεμβρίου 2022, κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ ὀ Ἀρχιεπίσκοπος
Κύπρου Χρυσόστομος Β΄.
Παρακάτω μπορεῖτε νὰ διαβάσετε ἕνα ἀφιέρωμα στὴ μνήμη τοῦ μακαριστοῦ
Ἀρχιεπισκόπου, μὲ τὴν εὐκαιρία συμπλήρωσης 16 ἐτῶν ἀρχιεπισκοπείας.
********************************************
Τὸ 2022 ὁλοκληρώθηκαν 16 καρποφόρα ἔτη Πρωθιεραρχίας τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Κύπρου κυροῦ Χρυσοστόμου Β’. Μία ἀπὸ τὶς πιὸ παραγωγικὲς περιόδους τῆς Ἐκκλησίας
καὶ τῆς Κύπρου γενικότερα. Στὶς 5 Νοεμβρίου 2006 ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος καὶ στὶς
12 Νοεμβρίου 2006 πραγματοποιήθηκε ἡ ἐνθρόνισή του στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ Ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Θεολόγου στὴ Λευκωσία.
Ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β΄ ἀναδείχθηκε, ἀναμφίβολα, μία ἐξέχουσα προσωπικότητα τοῦ σύγχρονου κυπριακοῦ γίγνεσθαι, ὁ ὁποῖος μὲ τὸν ἀγῶνα καὶ τὰ ἔργα του ἀπέκτησε κῦρος σὲ ὁλόκληρο τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο. Ἀνεβαίνοντας στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς παλαίφατης Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, πρὶν ἀπὸ 16 χρόνια (12 Νοεμβρίου 2006), ὁ Χρυσόστομος Β΄ εἶχε συνείδηση ὅτι «οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς Πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ» (Β΄ Τιμ. α΄ 7). Ἔχοντας ἐπίγνωση ὅτι ὁ ἀρχιεπισκοπικὸς θρόνος τῆς Κύπρου εἶναι ἔπαλξη ἀγώνων καὶ θυσίας, καθημερινὸ μέλημά του εἶναι ἡ φροντίδα τοῦ κυπριακοῦ λαοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Μὴ θέλοντας νὰ ἀναπαυθεῖ στοὺς κόπους τῶν προκατόχων του, ἤδη ἔβαλε τὴ σφραγῖδα του σὲ πλείστους τομεῖς τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τῆς κοινωνίας.
Γεννήθηκε στὶς 10 Ἀπριλίου 1941 στὴν Τάλα τῆς Πάφου, ὄντας τὸ δεύτερο ἀπὸ
τὰ τέσσερα παιδιὰ τῆς οἰκογένειας τοῦ Ἀντωνίου καὶ τῆς Θέκλης. Ἀπὸ μικρὸς ἔζησε
μέσα σὲ γεωργικὸ περιβάλλον, γι΄ αὐτὸ καὶ ἀπόκτησε φρόνημα καὶ βιώματα ὀρθά. Σὲ
ἡλικία 12 ἐτῶν προσῆλθε δόκιμος στὴν Ἱερὰ Βασιλικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου
Νεοφύτου, ὅπου λίγο καιρὸ προηγουμένως ἔχασε τὸν πατέρα του σὲ ἐργατικὸ ἀτύχημα.
Φοίτησε στὸ Γυμνάσιο Πάφου. Στὶς 3 Νοεμβρίου 1963 χειροτονήθηκε Διάκονος στὸν Ἱερὸ
Ναὸ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ Τρυπιώτου ἀπὸ τὸν τότε Χωρεπίσκοπο Τριμυθοῦντος καὶ
μετέπειτα Μητροπολίτη Νικαίας Γεώργιο. Γιὰ πέντε χρόνια διετέλεσε Ἔφορος τῆς
Μονῆς.
Τὸ 1968 μετέβη στὴν Ἀθήνα, ὅπου σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀπὸ ὅπου ἀπεφοίτησε τὸ 1972. Τὸ ἴδιο ἔτος ἐξελέγη ὁμοφώνως
Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου. Στὶς 12 Νοεμβρίου χειροτονήθηκε
Πρεσβύτερος, χειροθετήθηκε Ἀρχιµανδρίτης καὶ ἐγκαθιδρύθηκε Ἡγούµενος ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο
Ἀρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄.
Ἤδη ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς ἡγουμενίας του, ἡ ὁποία συνέπεσε μὲ πολὺ
δύσκολους καιροὺς γιὰ τὴν Κύπρο, ἀπέδειξε τὴ διορατική του ἱκανότητα, ἀκολουθώντας
ἔμπρακτα τὶς παύλειες συμβουλές: «σπούδασον σεαυτὸν δόκιμον παραστῆσαι
τῷ Θεῷ, ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Τὰς δὲ βεβήλους
κενοφωνίας περιίστασο· ἐπὶ πλεῖον γὰρ προκόψουσιν ἀσεβείας» (Β΄ Τιμ.
β΄ 15-16). Κατὰ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ κρίση ποὺ προκάλεσαν στὴν Κύπρο οἱ ἐνέργειες
τῶν τριῶν τότε Μητροπολιτῶν (1972-1974), ὁ Ἡγούμενος Χρυσόστομος, μαζὶ μὲ τὸν
τότε Χωρεπίσκοπο Κωνσταντίας, μετέπειτα Μητροπολίτη Πάφου καὶ Ἀρχιεπίσκοπο
Κύπρου Χρυσόστομο Α’, καὶ τοὺς ἡγούμενους τῶν ἄλλων Σταυροπηγιακῶν Μονῶν,
στάθηκε στὸ πλευρὸ τοῦ Ἐθνάρχου Μακαρίου Γ΄, καλώντας τον νὰ πάρει τὰ ἀπαραίτητα
μέτρα γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς τάξης στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἐνέργειά τους αὐτὴ ὁδήγησε
στὴ σύγκληση τῆς Μείζονος Συνόδου, ἡ ὁποία ἀντιμετώπισε ἀποτελεσματικὰ τὴν
κρίση.
Μετὰ τὰ θλιβερὰ γεγονότα τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Μακαρίου στὴν Κύπρο, ὑπῆρξε ἡ ἀνάγκη ἀνόρθωσης τῆς οἰκονομίας τῆς χώρας. Πρὸς τὸν
σκοπὸ αὐτόν, ὁ Ἡγούμενος Χρυσόστομος συνέβαλε τὰ μέγιστα, συνεργαζόμενος μὲ ἐκτοπισθέντες
ἐπιχειρηματίες, στοὺς ὁποίους παραχώρησε ἐκτάσεις τῆς Μονῆς σὲ προσιτὲς τιμές,
γιὰ ἀξιοποίηση. Ἐπίσης, ὑποστήριξε τὴν κατασκευὴ ἀεροδρομίου στὴν Πάφο,
προβλέποντας τὸ μεγάλο ὄφελος τῆς ἐνέργειας αὐτῆς. Ἡ γρήγορη οἰκονομικὴ καὶ
τουριστικὴ ἀνάπτυξη τῆς Πάφου ὀφείλεται σὲ ἀρκετὰ μεγάλο βαθμὸ στὸν τότε Ἡγούμενο
Χρυσόστομο καὶ μετέπειτα Μητροπολίτη Πάφου.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου καὶ τὴν ἄνοδο στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ
Θρόνο τοῦ τότε Μητροπολίτου Πάφου Χρυσοστόμου, ἐξελέγη, διὰ βοῆς, στὶς 25
Φεβρουαρίου 1978, νέος Μητροπολίτης Πάφου. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, στὸν Ἱερὸ Ναὸ
Παναγίας Εὐαγγελίστριας Παλλουριώτισσας, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο
Χρυσόστομο Α’ καὶ ἐνθρονίσθηκε αὐθημερὸν στὴν ἕδρα του, ὡς Μητροπολίτης Πάφου
Χρυσόστομος Β´.
Ὄντας ἄνθρωπος τῶν ἔργων, μὲ ρεαλισμὸ κατανοοῦσε πὼς χωρὶς οἰκονομικὰ
μέσα ὅλες οἱ προσπάθειες γιὰ προσφορὰ σὲ ὁποιονδήποτε τομέα θὰ ἦταν ἀνθρωπίνως ἄκαρπες.
Γι´αὐτὸ καὶ πρῶτο μέλημα ἦταν ἡ οἰκονομικὴ ἀνόρθωση τῆς Μητροπόλεως Πάφου, ἔργο
τὸ ὁποῖο πέτυχε μετὰ ἀπὸ σκληροὺς ἀγῶνες καὶ
θυσίες.
Θέλοντας νὰ ἀφήσει πίσω του τομές, ὅπως ὁ ἴδιος ἀνέφερε ὅτι «εἶχα τὴν
αἴσθηση ὅτι κουβαλοῦσα στοὺς ὤμους μου ὅλη τὴν κληρονομιὰ τῶν προκατόχων μου …
γι´ αὐτὸ καὶ ἀγωνιοῦσα στὴ σκέψη μήπως φύγω ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο χωρὶς νὰ ἀφήσω ἄλλα
ἴχνη στὸ πέρασμά μου»[1], ἀνέπτυξε σπουδαῖο οἰκοδομικὸ ἔργο.
Παράδειγμα εἶναι ἡ ἀνακαίνιση, ἐκ βάθρων, τοῦ Μητροπολιτικοῦ Μεγάρου.
Χαρακτηριστικὸ κόσμημα τοῦ Συνοδικοῦ εἶναι τὸ ἐξαιρετικὸ ψηφιδωτὸ ποὺ
παρουσιάζει τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων Παύλου καὶ Βαρνάβα στὴν Πάφο, στὴν
κατοικία τοῦ Ρωμαίου ἀνθύπατου Σέργιου Παύλου τὸ 46 μ.Χ. Μετέτρεψε τὴ Λεόντειο
Βιβλιοθήκη σὲ Βυζαντινὸ Μουσεῖο τῆς Μητροπόλεως καὶ ἔκτισε νέα βιβλιοθήκη ἐντὸς
τῆς Μητρόπολης.
Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ προσφορά του σὲ αὐτὴ φαίνεται καὶ ἀπὸ
τὸν μεγάλο ἀριθμὸ ναῶν ποὺ ἐπισκεύασε, ἀναστήλωσε, ἀνήγειρε καὶ ἐγκαινίασε ὡς
Μητροπολίτης Πάφου. 26 νέοι ναοὶ καὶ ἀρκετὰ ἐξωκκλήσια κοσμοῦν τὴ Μητροπολιτικὴ
περιφέρεια Πάφου.
Ὡς ὁ πρῶτος τῆ τάξει Μητροπολίτης, ὑπῆρξε ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας
Κύπρου στὶς Πανορθοδόξους Διασκέψεις.
Λόγω τῶν ἐκκλησιαστικῶν κρίσεων ποὺ ταλαιπώρησαν τὴν Ἐκκλησία τῆς
Κύπρου κατὰ τὸν 20ὸ αἰώνα, ἔκρινε ὅτι ἡ ἀντιμετώπισή τους θὰ ἦταν πιὸ ἀποτελεσματικὴ
καὶ μὲ μικρότερες συνέπειες, ἂν ὑπῆρχε μιὰ διευρυμένη Ἱερὰ Σύνοδος. Ὅπως εἶναι
γνωστό, ἀπὸ τὸν 13ο αἰώνα, οἱ Λατῖνοι κατακτητὲς περιόρισαν τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐπισκοπῶν
ἀπὸ 14 σὲ 4. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, περιορίστηκε ἡ ἱκανότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Κύπρου νὰ ἐπιλύει ἄμεσα καὶ ἀποτελεσματικὰ διάφορα ἐσωτερικὰ προβλήματα. Ἔτσι, ὑπῆρχε
ἡ ἀνάγκη προσφυγῆς σὲ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, γιὰ νὰ συνδράμουν στὴν ἐπίλυσή
τους. Γι´ αὐτὸ καὶ ὁ τότε Πάφου Χρυσόστομος Β´ ἔθεσε ὡς μακροπρόθεσμο στόχο τὴν
αὔξηση τῶν Ἐπισκοπικῶν περιφερειῶν σὲ τοὐλάχιστον 13, ὥστε ἡ παλαίφατος Ἀποστολικὴ
Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, νὰ λειτουργεῖ ἀπρόσκοπτα καὶ νὰ μὴν δημιουργοῦνται ἀδιέξοδες
καταστάσεις.
Προοίμιον αὐτοῦ τοῦ ὁράματος ἀποτέλεσε ἡ ἀνασύσταση τῆς Ἐπισκοπῆς
Αρσινόης. Στὶς 24 Ἀπριλίου 1996 πρότεινε στὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ ψηφίστηκε ἡ
ἐκλογὴ Χωρεπισκόπου Ἀρσινόης. Μὲ τὴ χειροτονία τοῦ Χωρεπισκόπου Ἀρσινόης
Γεωργίου στὶς 26 Μαΐου 1996, γινόταν καὶ ἡ ἀνασύσταση τῆς Ἐπισκοπῆς. Ἡ ἐκπλήρωση
τοῦ ὁράματος τοῦ Μητροπολίτου Πάφου Χρυσοστόμου Β’ γιὰ διεύρυνση τῆς Συνόδου, θὰ
γινόταν πραγματικότητα μετὰ ἀπὸ μιὰ δεκαετία, μὲ τὴν ἄνοδό του στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ
θρόνο.
Στὶς 5 Νοεμβρίου 2006 ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος καὶ στὶς 12 Νοεμβρίου 2006
πραγματοποιήθηκε ἡ ἐνθρόνισή του στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου
στὴ Λευκωσία.
Ὑπὸ τὴν προεδρία καὶ μὲ πρόταση τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κυροῦ
Χρυσοστόμου Β´, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος κατὰ τὶς συνεδρίες της στὶς 12 Φεβρουαρίου 2007
καὶ 22 Μαΐου 2007 ἀποφάσισε τὴν ἐπανασύσταση τῶν ἱστορικῶν Μητροπόλεων καὶ Ἐπισκοπῶν
ἀλλὰ καὶ τὴ δημιουργία νέων. Πρόκειται γιὰ τὶς Μητροπόλεις α) Κωνσταντίας-Ἀμμοχώστου,
β) Κύκκου καὶ Τηλλυρίας, γ) Ταμασοῦ καὶ Ὀρεινῆς καὶ δ) Τριμυθοῦντος, καθὼς καὶ
τὶς Ἐπισκοπὲς α) Καρπασίας καὶ β) Ἀμαθοῦντος. Ἀκόμη, οἱ Ἡγούμενοι δύο
Σταυροπηγιακῶν Μονῶν ἐξελέγησαν ὡς Ἐπίσκοποι: τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μαχαιρᾶ ὡς Ἐπίσκοπος
Λήδρας καὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου ὡς Ἐπίσκοπος Χύτρων. Ἐπίσης, κατὰ τὶς
συνεδρίες τῆς 5ης Ὀκτωβρίου 2007 καὶ 21ης Μαρτίου 2008 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀποφάσισε
τὴ δημιουργία δύο ἀκόμη Ἐπισκοπῶν: Νεαπόλεως καὶ Μεσαορίας. Μὲ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες,
ὁ Ἀρχιεπίσκοπος πέτυχε τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς διεύρυνσης τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἡ ὁποία
σήμερα ἀποτελεῖται ἀπὸ 17 ἱεράρχες. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, κατέστη δυνατὴ ἡ
δημιουργία διευρυμένης Συνόδου, γιὰ τὴν καλύτερη διαποίμανση τοῦ λαοῦ.
Ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν Μητροπολίτης Πάφου, ὁ Χρυσόστομος Β´ εἶχε καθημερινὸ
μέλημα τὴν ἐξασφάλιση τῶν ἀπολαβῶν τῶν κληρικῶν, ἀφοῦ πολλὲς κοινότητες, ὄντας
μικρές, ἀδυνατοῦσαν νὰ καλύψουν τὸν μισθὸ τῶν ἱερέων. Γι´ αὐτό, ἤδη ἀπὸ τότε ἔθεσε
στόχο τὴ δημιουργία ἑνὸς κεντρικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ταμείου μισθοδοσίας τοῦ
Κλήρου. Πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση, θέλοντας διαχρονικὰ νὰ ἀνυψώσει τὸν κλῆρο, γιὰ
νὰ ἐπιτελεῖ ἀπρόσκοπτα τὸ ποιμαντικὸ ἔργο, μὲ τὴν ἐγκατάστασή του στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ
θρόνο, ἵδρυσε τὸν Ἑνιαῖο Φορέα Μισθοδοσίας Ἐνοριακοῦ Κλήρου καὶ φρόντισε ὥστε νὰ
εἶναι ἀνεξάρτητος οἰκονομικά, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου
καὶ τῶν συνεργατῶν του, οἱ ὁποῖοι «νυκτὸς γὰρ καὶ ἡμέρας ἐργαζόμενοι πρὸς
τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν» (Α´ Θεσ. β´ 9).
Ἕνας ἄλλος στόχος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἦταν ἡ ἀνύψωση τοῦ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου
καθὼς καὶ τοῦ ἤθους τῶν κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ προσφορὰ τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς
«Ἀπόστολος Βαρνάβας» πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν κοινωνία τῆς Κύπρου ὑπῆρξε
μεγάλη ἀπὸ τὸ 1949 μέχρι σήμερα, καταρτίζοντας τρεῖς γενεὲς κληρικῶν. Ὅμως,
λόγω τῆς μὴ προσφορᾶς ἀπὸ αὐτὴ μόρφωσης Πανεπιστημιακοῦ ἐπιπέδου, οἱ νεαροὶ
Κύπριοι φοιτητὲς σπούδαζαν στὶς Θεολογικὲς Σχολὲς τοῦ ἐξωτερικοῦ καὶ ἰδιαίτερα
στὴν Ἑλλάδα. Τὸ 2015 προχώρησε στὴν ἵδρυση τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Ἐκκλησίας
Κύπρου, ἡ ὁποία, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑψηλοῦ ἐπιπέδου θεολογικὴ μόρφωση ποὺ προσφέρει,
προετοιμάζει τὶς ἑπόμενες γενεὲς θεολόγων νὰ ἀνταπεξέλθουν στὶς προκλήσεις ποὺ ἀντιμετωπίζει
ἡ κυπριακὴ κοινωνία. Ἤδη ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ ἔχει προσφέρει τρεῖς σειρὲς θεολόγων
ἀποφοίτων.
Δὲν μπορεῖ νὰ παραβλεφθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος
Χρυσόστομος Β´ μερίμνησε ὄχι μόνο γιὰ τὸ θεολογικὸ ἐπίπεδο τῶν κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας
μας, ἀλλὰ γενικὰ γιὰ τὴ μόρφωση καὶ τὸ ἦθος τῶν νέων τῆς ἡμικατεχόμενης
πατρίδας μας. Πολλοὶ τελειόφοιτοι τοῦ Λυκείου ἢ φοιτητὲς σὲ διάφορα
Πανεπιστήμια τῆς Κύπρου καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἄριστοι στὴ μάθηση ἀλλὰ μὲ οἰκονομικὲς
δυσκολίες, ἔχουν πάρει ὑποτροφίες ἢ βοηθήματα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Κύπρου,
ἀκόμη καὶ ὅταν ἡ οἰκονομικὴ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Κράτους δέχτηκε ἰσχυρὸ
πλῆγμα. Ἐπίσης, ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε καὶ τὰ νηπιαγωγεῖα, ποὺ λειτουργοῦν ὑπὸ τὴν
ἐπίβλεψη τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς, ἔτσι ὥστε τὰ παιδιὰ «νὰ ἀναπτύξουν
προσωπικότητες ἐλεύθερες, δυνατές, αἰσιόδοξες, καλλιεργημένες μὲ πίστη στὸν Θεὸ
καὶ ἀγάπη στὴν πατρίδα»[2], ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἀνέφερε σὲ
Χαιρετισμό του. Γνωρίζοντας τοὺς κινδύνους καὶ τὶς ἐπιθέσεις ποὺ δέχονται οἱ
ψυχὲς τῶν παιδιῶν καὶ τῶν νέων μας ἀπὸ διάφορες καταστάσεις, ἔθεσε στόχο νὰ τοὺς
προσφέρει τὰ ἀναγκαῖα ἐφόδια, ὥστε νὰ καταστοῦν μέλη τίμια καὶ ἄξια τῆς
κοινωνίας. Ἤδη ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν Μητροπολίτης Πάφου, τὸ 1997, ἵδρυσε καὶ ἔθεσε
σὲ λειτουργία τὸ Νεανικὸ Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πάφου.
Ἕνα ὄνειρο ζωῆς τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’, τὸν ὁποῖο
ὁ Θεὸς ἀξίωσε νὰ τὸ βιώσει, εἶναι ἡ ἀνέγερση τοῦ νέου Ἱεροῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ Ἀποστόλου
Βαρνάβα, δίπλα ἀπὸ τὸ Ἀρχιεπισκοπικὸ Μέγαρο. Ἡ ἀνάγκη ἵδρυσης ἑνὸς νέου
μεγαλοπρεποῦς Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Λευκωσίας ἦταν εὔκολο νὰ τὴ διακρίνει κανείς,
ἀφοῦ ὁ ἱστορικὸς παλαιὸς Καθεδρικὸς Ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου,
κτισμένος τὸν 17ο αἰώνα, δὲν πληροῦσε πλέον τὶς σημερινὲς πρακτικὲς ἀνάγκες. Ἐπίσης,
μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Καθεδρικὸς Ναὸς εἶναι ἀντιπροσωπευτικὸς γιὰ τὴν κάθε
τοπικὴ Ἐκκλησία. Ὅπως κάθε μεγάλο καὶ θεάρεστο ἔργο χρειάζεται ἀγῶνες καὶ
θυσίες γιὰ νὰ ἔρθει εἰς πέρας, ἔτσι καὶ ἡ ἀνέγερση τοῦ νέου Καθεδρικοῦ Ναοῦ δὲν
ἦταν χωρὶς δυσκολίες καὶ ἐμπόδια. Παρόλα αὐτά, ὁ Μακαριώτατος, ὡς πνευματικὸς
πατέρας καὶ ἀκούραστος ἐργάτης τοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου, μὲ τὴ σθεναρὴ πίστη καὶ
ἐμπιστοσύνη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, κατάφερε νὰ πάρει τὶς σχετικὲς ἄδειες καὶ ἀξιώθηκε
τῆς ἀνέγερσης καὶ τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ ἐντὸς πέντε ἐτῶν. Στὶς 11 Ἰουνίου
2016, τέλεσε Ἁγιασμὸ στὸ χῶρο ποὺ σήμερα «βασιλεύει» περήφανα ὁ Καθεδρικὸς Ναὸς
τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, δηλώνοντας ὅτι ὁ χῶρος τοῦ Παλαιοῦ καὶ τοῦ Νέου Ἀρχιεπισκοπικοῦ
Μεγάρου, τοῦ Παλαιοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀγίου Ἀντωνίου,
τοῦ Ἀρχοντικοῦ τοῦ Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, τοῦ Ἱδρύματος Ἀρχιεπισκόπου
Μακαρίου, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καὶ τοῦ Παγκυπρίου Γυμνασίου, θὰ ζωντανέψει καὶ
θὰ ἀποτελεῖ ἕνα ἱστορικὸ κομμάτι τῆς πρωτεύουσας, ποὺ θὰ εἶναι ἐπισκέψιμο ἀπὸ ὅλους
τοὺς Κύπριους πολῖτες καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς τουρίστες ποὺ θὰ κυκλοφοροῦν στὴν ἐντὸς
τῶν τειχῶν ἡμικατεχόμενη πόλη τῆς Λευκωσίας.
Στὸ σχέδιο ἀνέγερσης τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ ἔχει προβλεφθεῖ κάτω ἀπὸ τὸ Ἱερὸ
Βῆμα του νὰ ὑπάρχουν οἱ τάφοι τῶν Ἀρχιεπισκόπων Κύπρου. Κάθε φορὰ ποὺ ἐγκαινιάζεται
ἕνας νέος ναός, τοποθετοῦνται στὸ κέντρο τῆς Ἁγίας Τράπεζας λείψανα μαρτύρων,
δηλώνοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅτι ἡ Ἁγία Τράπεζα -καὶ κατ΄ ἐπέκταση ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας-
εἶναι τόπος μαρτυρίου﮲ ζεῖ μέσα στοὺς αἰῶνες διὰ τοῦ μαρτυρίου, εἴτε τῆς
συνειδήσεως εἴτε καὶ τοῦ αἵματος. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς στοργικὴ μάνα ποὺ θέλει νὰ
μαζεύει τὰ τέκνα της «ὃν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς
πτέρυγας» (Μτ. κγ΄ 37) κράτησε καὶ θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ κρατᾶ τὸν λαὸ τοῦ
Θεοῦ ἑνωμένο «ἶνα πάντες ἐν ὦσιν» (Ιω. ιζ΄ 21). Ἔτσι λοιπόν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι
ὁ νέος Καθεδρικὸς Ναὸς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, ἐκτὸς ἀπὸ «οἶκος τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»,
ἀναδεικνύεται καὶ κορωνίδα καὶ ἐθνικὸ σύμβολο ὅλων τῶν ἀγώνων καὶ τῶν θυσιῶν γιὰ
τὴ διατήρηση τῆς ταυτότητάς μας μέσα στοὺς αἰῶνες.
Ὁ νέος Καθεδρικὸς Ναὸς τῆς Λευκωσίας ἀποτελεῖ ἕνα ἀρχιτεκτονικὸ καὶ
καλλιτεχνικὸ κομψοτέχνημα, τοῦ τύπου τοῦ ἐγγεγραμμένου σταυροειδοῦς ναοῦ μὲ τροῦλο.
Στὴν ἀνέγερση καὶ τὸν καλλωπισμὸ τοῦ ναοῦ συνδέονται τεχνοτροπίες ἀπὸ πολλὰ
χριστιανικὰ μέρη τοῦ κόσμου. Ἔτσι λοιπόν, τὸ τέμπλο, οἱ εἰκόνες καὶ τὰ καντήλια
φιλοτεχνήθηκαν στὴν Κύπρο, οἱ πολυέλεοι στὴν Τσεχία, οἱ καμπάνες στὴν Πολωνία,
οἱ μαρμάρινες διακοσμήσεις καὶ τὰ πατώματα στὴν Ἑλλάδα καὶ τὰ ψηφιδωτὰ ποὺ ἀπεικονίζουν
τὸν Παντοκράτορα καὶ τὴν Πλατυτέρα καθὼς καὶ τὰ βιτρὸ στὴ Ρουμανία. Ἡ σκαλιστὴ Ἁγία
Τράπεζα, κατασκευάστηκε ἀπὸ τὰ τρία εἴδη ξύλων πού, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση,
χρησιμοποιήθηκαν στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου: πεῦκο, κυπάρισσο καὶ
κέδρο.
Τὰ θυρανοίξια τελέστηκαν ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου
Χρυσόστομο Β’ τὸ ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου, 24 Ἀπριλίου 2021. Τὴν ἑπομένη,
Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τέλεσε τὴν πρώτη Θεία Λειτουργία,
συμπαραστατούμενος ἀπὸ τοὺς τρεῖς Ἐπισκόπους τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς.
Ἀκριβῶς πέντε χρόνια μετὰ τὸν πρῶτο Ἁγιασμὸ στὸν χῶρο ἀνέγερσης τοῦ
Καθεδρικοῦ Ναοῦ, τελέστηκαν μὲ κάθε λαμπρότητα τὰ ἐγκαίνιά του, παρουσία ὑψηλῶν
φιλοξενουμένων μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος
κ.κ. Ἱερώνυμο. Οἱ ἑορτασμοὶ τῶν ἐγκαινίων ξεκίνησαν τὴν Πέμπτη, 10 Ἰουνίου
2021, στὴν παρουσία τοῦ Ἐξοχωτάτου Προέδρου τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας κ. Νίκου Ἀναστασιάδη,
μὲ τιμητικὴ ἐκδήλωση πρὸς ὅλους τοὺς εὐεργέτες καὶ δωρητὲς αὐτοῦ τοῦ σπουδαίου ἔργου,
μὲ τὴν ἀπονομὴ σ’ αὐτοὺς τοῦ παρασήμου τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς
Κύπρου. Ἀκολούθως, τελέστηκε ὁ Ἑσπερινὸς τῶν Ἐγκαινίων καὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἀποστόλου
Βαρνάβα, στὸν ὁποῖο χοροστάτησε ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος
Β’. Στὶς 11 Ἰουνίου 2021, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἱδρυτοῦ καὶ Προστάτου τῆς Ἁγιωτάτης
Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τελέστηκαν τὰ ἐγκαίνια ἀπὸ τοὺς Μακαριωτάτους
Ἀρχιεπισκόπους Ἀθηνῶν κ.κ. Ιερώνυμο Β’ καὶ Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομο Β’, οἱ ὁποῖοι
προέστησαν καὶ τοῦ Συλλείτουργου.
[1] Ὁμιλία τῆς Α.Μ. τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου, μὲ θέμα «Τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον» στὴν
Κληρικολαϊκὴ Συνέλευση γιὰ τὰ 40χρονα τῆς Ἀρχιερατείας του, Λευκωσία, 25
Φεβρουαρίου 2018.
[2] Χαιρετισμὸς τῆς Α.Μ. τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου στὰ ἐγκαίνια τοῦ νηπιαγωγείου «Ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία» στὸν
Στρόβολο, 22 Ὀκτωβρίου 2020.
Αρχιεπίσκοπος ΜΕΓΑΣ επί των ημερών του η Εκκλησίας γνώρισε μέρες δόξας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣοβαρός, ηθικός, σεμνός και αληθινός.
Ειλικρινής που τολμούσε να πάρει θέση ως πραγματικός ΗΓΕΤΗΣ που ήταν.
Αιωνία η μνήμη του.