«Μα, τι σόι αποστολή είναι αυτή,
να φυλάμε το λιμάνι της Πάτρας;». Με δίκαιη αγανάκτηση απάντησε ένας
υπαξιωματικός στον κυβερνήτη, όταν εκείνος τους ανακοίνωσε τη διαταγή του
Υπουργείου. «Πρέπει να αποκλείσουμε ενδεχόμενη είσοδο του ιταλικού στόλου μέχρι
να ολοκληρωθεί η επιστράτευση» του απάντησε ο κυβερνήτης ήρεμα. Στο άκουσμα της
φράσης «ιταλικού στόλου» όλοι κούνησαν το κεφάλι με νόημα. Και όχι άδικα…
Ο ιταλικός στόλος είχε 119 υποβρύχια κι ο δικός τους μόλις 6! Και δεν ήταν μόνο αυτό! Ο «Παπανικολής» τους ήταν ήδη παλιό σκαρί -καθελκύστηκε το 1926, πριν από 14 ολόκληρα χρόνια, τη στιγμή που ο προσδόκιμος βίος ήταν 15!- και η τεχνολογία του ήταν ξεπερασμένη προ πολλού. δεν διέθετε ραντάρ, αλλά και τα υδρόφωνα -που χωρίς αυτά δεν θα μπορούσαν να ακούσουν τον εχθρό- είχαν τοποθετηθεί λίγες μέρες πριν από την κήρυξη του πολέμου. Πώς θα απέκρουαν το μέχρι τότε αήττητο ιταλικό ναυτικό που ούτε οι Άγγλοι δεν τόλμησαν να αντιπαρατεθούν μαζί τους και που η mare nostrum[1], το όνειρο του Ιταλού δικτάτορα, κόντευε να γίνει πραγματικότητα;
«Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και
ναύτες του “Παπανικολή” είμαι στην ευτυχή θέση να σας αναγγείλω ότι επιτέλους
θα πολεμήσουμε» αναφέρει στην ημερήσια διαταγή του ο κυβερνήτης Μίλτων
Ιατρίδης. «… Απαγορεύω τον φόβο… Μόνο εγώ θα φοβάμαι για σας, μα αν
κανένας νομίζει ότι ψυχικώς δεν ισορρόπησε ακόμα με την ιδέα της θυσίας, ας το
πει από τώρα…» συνεχίζει ο κυβερνήτης.
Φοβάται στ’ αλήθεια; Είναι έτοιμος όπως δηλώνει, να θυσιαστεί; Στο νου του έρχονται τα ανέμελα παιδικά του χρόνια στον Πύργο της Ηλείας.
Μαζί με τον πατέρα του, τον
γνωστό σε όλους και αγαπητό επιθεωρητή εκπαιδεύσεως Βασίλη Ιατρίδη, με καταγωγή
από το Αϊβαλί, την αρχόντισσα μητέρα του Ελένη, απόφοιτο της περίφημης
σχολής Hill της
Αθήνας και τα δύο αδέλφια του, τη μεγαλύτερη Τέτα και τον μικρότερο Ανδρέα.
Τότε που μικρό παιδάκι ακόμα, δήλωνε σε όλους με σοβαρότητα πως θα γίνει
ναυτικός. Γι’ αυτό και 15 χρονών σχολιαρούδι γράφτηκε στη Σχολή Ναυτικών
Δοκίμων κι από κει στη Σχολή Υποβρυχίων. Μια ζωή θυμάται τον εαυτό του στη
θάλασσα.
Είναι όμως, έτοιμος τώρα να
δεχθεί πως η ζωή του θα τελειώσει σ’ έναν υγρό τάφο; Μόλις χθες δήλωσε σε
υπαξιωματικούς και ναύτες πως «απαγορεύεται ο φόβος». Σήμερα ταχυδρόμησε στον
Ανδρέα, τον αδελφό του την ιδιόχειρη διαθήκη του και σε αυτήν άφησε να φανεί
όλη η αγάπη του για την Ελλάδα: «… Αν δεν γυρίσω … η θυσία μου θα είναι
καρπερή. Θα είναι για την Πατρίδα μας που ήταν και θα μείνει ο μόνος θεσμός
αληθινού πολιτισμού».
***
«Κυβερνήτα, ένα πλοίο πλέει δίπλα
μας!» Η φωνή του ναύτη έσκισε τη σιωπή εκείνο το βράδυ της 22ης Δεκεμβρίου
του 1940 και έκανε όλους να μείνουν ακίνητοι.
«Πού είναι ο Βίκτωρας ο
ηλεκτρολόγος;» ρωτά ψύχραιμα ο Ιατρίδης και το μυαλό του καταστρώνει ένα
εξαιρετικά τολμηρό σχέδιο. «Αναδυόμαστε στον αφρό» φωνάζει στους έκπληκτους
υπαξιωματικούς και ναύτες. «Βίκτωρα, ξέρεις καλά ιταλικά, σωστά;» ρωτά τον
Κερκυραίο που στέκεται μπρος του. «Πάρε τον τηλεβόα και φώναξέ τους στα ιταλικά
ότι τάχα κάνουμε έλεγχο».
«Attenzione! Porta con te tutti i documenti di
spedizione e presentati al controllo (=Προσοχή! Πάρτε μαζί σας όλα τα ναυτιλιακά
έγγραφα και παρουσιαστείτε στο κοντρόλ)» φωνάζει ο Σπύρος και ένας, δυο, τρεις,
τέσσερεις, πέντε Ιταλοί μαζί με τον Purso Leopolito τον καπετάνιο του πλοίου «Antonietta», κατεβαίνουν από
το πλοίο στη βάρκα και πλησιάζουν στο υποβρύχιο. «Siete prigionieri di guerra
(=Είστε αιχμάλωτοι πολέμου)» τους λέει ο κελευστής και κείνοι παγώνουν.
Η ανάκριση είναι πανεύκολη, μιας
και οι φοβισμένοι Ιταλοί λένε ό,τι ξέρουν για τις αποστολές ανεφοδιασμού των
Ιταλών στην Αλβανία μέσω της θάλασσας. Η έρευνα στο πλοίο θα αποκαλύψει κι άλλα
μυστικά από χάρτες και έγγραφα. Τώρα ξέρουν! Περιμένουν μια μεγάλη νηοπομπή που
θα ξεκινήσει από το Οτράντο και θα φέρει δεκάδες χιλιάδες τόνους πολεμικό υλικό
στην Αυλώνα για ανεφοδιασμό του ιταλικού στρατού.
24 Δεκεμβρίου, παραμονές
Χριστουγέννων του 1940, ώρα 11:45 πμ. Τα υδρόφωνα του υποβρυχίου συλλαμβάνουν
παράξενους ήχους. Ο Παπανικολής είναι σε κατάσταση πολεμικής
ετοιμότητας.
Η ώρα είναι 11:54 πμ. Δώδεκα
μεγάλα φορτηγά φορτωμένα με πολεμικό υλικό και τουλάχιστον έξι αντιτορπιλικά
σχίζουν τα νερά της Αδριατικής. Από πάνω τους πετούν 15-20 βομβαρδιστικά και
μερικά αναγνωριστικά.
Ο Παπανικολής έχει
μόνο τέσσερεις τορπίλες. Τι μπορεί να κάνει με μόνο τέσσερεις τορπίλες; Μα δεν
είναι μόνο αυτό. Μετά την επίθεση η θέση του υποβρυχίου θα είναι πλέον γνωστή
στους Ιταλούς που θα απαντήσουν με εκατοντάδες βόμβες βυθού. Η επιχείρηση είναι
σκέτη αυτοκτονία! Οι ναύτες κάνουν το σταυρό τους και κρέμονται από τα χείλη
του.
Ο κυβερνήτης υπολογίζει αποστάσεις,
ταχύτητα στόχων και …
«Τορπιλοσωλήνες, προσοχή!»
φωνάζει.
«Πρώτος σωλήν»
Τα δευτερόλεπτα κυλούν δραματικά.
«Πυρ!»
Ξανά, η δραματική, η φριχτή σιωπή
των επτά δευτερολέπτων.
«Δεύτερος σωλήν … πυρ!»
Όταν φεύγει και η τέταρτη
τορπίλη, τα μάτια μένουν ακίνητα στα υδρόφωνα και τα αυτιά είναι τεντωμένα για
να ακούσουν αν κάποια από αυτές βρήκε το στόχο. Δεν περνούν πολλά δευτερόλεπτα
και ένας εκκωφαντικός ήχος έκρηξης κάνει όλους να σαστίσουν. Κι ύστερα δεύτερος
και μετά τρίτος. Τρεις από τις τέσσερεις τορπίλες έχουν βρει το στόχο τους κι
έχουν παρασύρει στον υγρό τάφο πλοία και υλικό. Το πλήρωμα του Παπανικολή ζητωκραυγάζει,
κλαίει από χαρά, γελάει. Όχι όμως, για πολύ. Τώρα αρχίζουν τα πιο δύσκολα. Μέσα
στο σκοτάδι ο Κυβερνήτης ακούει τις μηχανές των αντιτορπιλικών να πλησιάζουν.
Και αμέσως μετά η θάλασσα τραντάζεται από δεκάδες βόμβες βυθού. Άλλοτε μακριά
τους κι άλλοτε δίπλα τους. «Σβήστε τις μηχανές!». Ο Παπανικολής βυθίζεται
αργά-αργά μέχρι το κατώτατο επιτρεπτό όριο, τα 79 μ. Στέκεται εκεί και
περιμένει για να αναδυθεί ύστερα από ώρα, κοντά στην επιφάνεια, σε μόλις 14 μ.
βάθος. Κι από κει, με τη βοήθεια του περισκόπιου παρατηρεί. Όχι για πολύ.
Πρέπει πάλι να καταδυθεί στο βυθό. Και μετά να αναδυθεί…
Η ώρα περνά. Είναι πλέον 9:26 μμ. Έχουν περάσει εννιάμιση ώρες, με όλο και λιγότερο αέρα στο υποβρύχιο και με 26 άνδρες σε υπερένταση, σε αγωνία, σε ορθοστασία. Έχουν πέσει πάνω από 200 βόμβες βυθού, χωρίς καμία να βρει στόχο. «Οὔτε φῶτα ἐθραύσθησαν οὔτε ἄλλαι ζημίαι ἢ τρανταγμοί» γράφει στην αναφορά του ο Κυβερνήτης. Είναι πλέον ολοφάνερο πως ο Παπανικολής ξεγέλασε τον εχθρό. Από τα πλοία της νηοπομπής, άλλα επέστρεψαν στην Ιταλία κι άλλα άλλαξαν προορισμό.
24 Δεκεμβρίου 1940, ώρα 11:45 μμ.
Σε λίγο ξημερώνουν Χριστούγεννα. Χριστούγεννα στον βυθό της θάλασσας! «Ήταν
η απάντηση της Παναγίας για τoν
άδικο τορπιλισμό της ‘Έλλης’ μας!» λέει αυθόρμητα ο
υποπλοίαρχος Ασλάνογλου. «Ήταν η ξεκάθαρη απάντηση του αγίου Νικολάου» λέει ο
ναύτης Κατσικογιάννης. «Πήγαινε, φέρε το εικόνισμα», τού λέει με σοβαρότητα ο
Κυβερνήτης κι όλοι θυμούνται το περιστατικό με τον ναύτη λίγο πριν από την
έναρξη της περιπολίας: είχε αποθέσει τρία νικελένια πενηνταράκια στην εικόνα
του αγίου Νικολάου που κρεμόταν στο πρωραίο τμήμα του υποβρυχίου. Κι αυτά
κόλλησαν πάνω στην εικόνα, έτσι που κι αν ακόμα την έβαζες ανάποδα, να μην
πέφτουν. Στην αρχή το πήραν για τυχαίο γεγονός, έπλυναν την εικόνα και τα
επανατοποθέτησαν. Κι αυτά κόλλησαν όπως πριν. «Τρία πλοία θα βυθίσουμε» είχε
πει τότε ο Κατσικογιάννης. Κανείς δεν τον πήρε στα σοβαρά. Μόνο τώρα θυμούνται
τα λόγια του. «Η Παναγία της Τήνου κι ο άγιος Νικόλαος μάς βοήθησαν» είπε
σοβαρά ο Κυβερνήτης κι έσκυψε να φιλήσει την εικόνα.
Οι εύθυμες στιγμές διαδέχονται
τις σοβαρές καθώς όλοι, αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, δίοποι[3] και ναύτες
ψάλλουν τα κάλαντα στον Κυβερνήτη. Και γελούν με την καρδιά τους και εύχονται
«ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει».
Ο νοικοκύρης του υποβρυχίου -που
το νιώθουν σαν σπίτι τους- στέκει βουβός και σοβαρός. Ο πόλεμος δεν έχει
τελειώσει συλλογάται. Τίποτα δεν έχει τελειώσει…
Δυο μέρες μετά έφτασαν στο Ναύσταθμο. Μα, τι είναι τούτο που βλέπουν τα μάτια τους; Η μπάντα του ναυτικού τους υποδέχεται με εμβατήρια. Οι ναύτες ξεσπούν σε χειροκροτήματα. Σηκώνουν τον Κυβερνήτη και τους αξιωματικούς στα χέρια κι έτσι τους πάνε στη βάση των υποβρυχίων. Εκεί τους περιμένει ο Διοικητής δακρυσμένος μαζί με τους ανώτερους αξιωματικούς του στόλου. Εκεί μαθαίνουν πως έχει διαταχθεί σημαιοστολισμός σε όλες τις ναυτικές δυνάμεις της Ελλάδας.
Κι όχι μόνο στην Ελλάδα! Ο επικεφαλής του αγγλικού στόλου της Μεσογείου Α. Β. Cunningham έχει διατάξει σημαιοστολισμό όλων των καραβιών που πλέουν εκεί.
Τρεις μέρες αργότερα με Βασιλικό Διάταγμα ο Ιατρίδης προάγεται «επ’ ανδραγαθία» σε αντιπλοίαρχο και του απονέμεται το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας. Σε όλο το υπόλοιπο πλήρωμα απονέμεται ο Πολεμικός Σταυρός.
Στις 22 Απριλίου 1941, λίγο πριν μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα, ο Ιατρίδης οδηγεί τον Παπανικολή στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου κι από κει συνεχίζει τον αγώνα. Εκεί, στην Αλεξάνδρεια γεννιέται και η κόρη του. Όταν επιστρέφουν στην ελεύθερη πια Ελλάδα, ζητά να την βαπτίσει ο ανώτατος άρχοντας της χώρας, ο βασιλιάς Παύλος. Όταν ο ιερέας ρωτά το νονό τι όνομα θα δώσει στο παιδί, εκείνος στρέφεται στον Μίλτωνα Ιατρίδη και ρωτά με τη σειρά του: «Σε ποια θάλασσα έγινε το ηρωικό κατόρθωμα;» «Στην Αδριατική, μεγαλειότατε» απαντά ο πατέρας. «Αδριατική, θα είναι το όνομα του παιδιού» λέει στον ιερέα ο βασιλιάς νονός.
Το 1947 κι ενώ ο πόλεμος είναι πια παρελθόν, το γέρικο σκάφος διαλύεται στη βάση υποβρυχίων. Μόνο ο πυργίσκος του έμεινε για να τοποθετηθεί στην είσοδο του Ναυτικού Μουσείου Πειραιά.
Στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Πύργο, έγινε δρόμος και πλατεί
Υπ.
__________
[1] «Το καισαρικού τύπου καθεστώς
του Μουσολίνι φιλοδοξούσε να καταστήσει εκ νέου την Ιταλία μεγάλη δύναμη, να
δημιουργήσει μια νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αυτό εξέφραζε το δόγμα «mare
nostrum», στο οποίο ο ιταλός δικτάτορας περιλάμβανε και τη χώρα μας. «Μare
nostrum» οι Ρωμαίοι ονόμαζαν τη Μεσόγειο θάλασσα. Αλλά ως όρος χρησιμοποιήθηκε
από τους ιταλούς εθνικιστές, μετά τη δημιουργία του νεότερου ιταλικού κράτους,
το 1861, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι η Ιταλία ήταν η διάδοχος της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Μουσολίνι τον επανέφερε, ισχυριζόμενος ότι η
Ιταλία θα είναι η μεγαλύτερη δύναμη στη Μεσόγειο και μετά τη “νίκη” του Αξονα
θα προεκτεινόταν ως την Αίγυπτο και ως τις ακτές της Σομαλίας στον Ινδικό
Ωκεανό. Για αυτό, όσες φορές αναφερόταν στη Μεσόγειο, ο Ιταλός δικτάτορας την
αποκαλούσε “ιταλική λίμνη”.» Βλ. Αναστάσης Βιστωνίτης, Το στολίδι του
μουσολινικού «mare nostrum», εφ. Το Βήμα, 28/10/2009.
[2] Βλ. Σπύρου Μελά, Φλογισμένα
πέλαγα, εκδ. Μπίρης, 1972, σ. 121.
[3] Στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό
δίοπος ονομάζεται ο χαμηλότερου βαθμού υπαξιωματικός.
[4] «Ὁ Ἰατρίδης καὶ οἱ
συναγωνισταί του παρέλαβαν μὲ χεῖρα ἀξίαν τὸν δαυλὸν τῶν πυρπολητῶν ὡς σκυτάλη
… Ὁ Κανάρης, ὁ Παπανικολῆς, οἱ παλαιοὶ πυρποληταὶ τοὺς κάνουν τόπον νὰ διαβοῦν»
(ἐφ. Ἀκρόπολις, 30/12/1940).
«Ξαναζοῦν οἱ μπουρλοτιέρηδες τοῦ
1821» (ἐφ. Ἀσύρματος, 29/12/1940).
«Εἴχομεν ὑποσχεθῆ ὅτι θὰ τοὺς ἀνεύρισκεν
ὁ δαυλὸς τοῦ Κανάρη, ἐκδικητὴς τοῦ ἀδικοπνιγμοῦ τῶν ναυτῶν τῆς “Ἕλλης”» (ἐφ. Ἑλληνικὸ
μέλλον, 30/12/1940).
Πολλά μας είναι άγνωστα ή συγκεχυμένα από τις ηρωικές στιγμές της πατρίδας μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπ. έροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίκαιρο και όπως πάντα άρτια παρουσίαση επιμελημένη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνδοξες σελίδες της πρόσφατης ιστορίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολυ ομορφο κειμενο που αποδιδει λογοτεχνικα ιστορικα γεγονοτα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνας πραγματικός άθλος των ναυτικών μας που διαχρονικά προστατεύουν τα θαλάσσια σύνορά μας και όσους μας επιβουλεύονται. Στις ημέρες μας πρέπει η μνήμη να θυμάται.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠειραιάς, και δέκα χρονών, 1945. Ανέβηκα στο θωρηκτό «Αβέρωφ», που ένδοξο είχε γυρίσει και από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Είχε δέσει στον προλιμένα, λίγο πιο κει από το «Βασιλικό Περίπτερο», όχι πολύ μακριά από το πατρικό μου. Την ίδια περίοδο είδα τον τραυματισμένο-«Αδρία»-κομμένη η πλώρη του-να πλέει αγέρωχος προς Ναύσταθμο-Σαλαμίνα. Για παιδική συγκίνηση, πραγματικό ρίγος δε γράφω. Είναι τόσο ζωντανή και ζεστή η και ad hoc καταγραφή του Υπ. που περιττεύει. Σημειώνω όμως ότι μου έκανε αγαθή αίσθηση το παρεκκλήσι στην πρύμνη του «Αβέρωφ, και η καταγραφόμενη από Υπ. απλή πλην πηγαία ευλάβεια κυβερνήτη και πληρώματος του ιστορικού Υποβρύχιου «Παπανικολής». Και λέω να κάνουμε ευχή η σήμερα διάδοχη ηγετική γενιά του Πολεμικού Ναυτικού στην ίδια παράδοση και πηγή δύναμης να ακουμπάει. Και πιο πολύ νέα ελληνική γενιά να βρει το δρόμο του γυρισμού της. Κάποιοι τους τελευταία, μέρες άγιες μάλιστα, κατέβηκαν ως εκεί που δεν πάει άλλο. Και πίκραναν το Πανελλήνιο όχι λιγότερο από τους δικούς τους. Κι εδώ ιδιαίτερα κατεπείγει ο χώρος της Εκκλησίας και ο Θεολογικός ν’ αρχίσει να πατάει εδώ στη γη, και να πιάσει ιδιαίτερα για τη νέα γενιά άλλη ρότα. Χαθήκαμε αν χάσουμε τους νέους. Μακάρι να ξυπνήσουν όλους μας τα τελευταία κατάπικρα γεγονότα. Αθανάσιος Κοτταδάκης
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε μπορώ να Υπ.οψιασθώ πόσο ωραιότερη θα ήταν η ώρα της Ιστορίας διανθισμένη με τέτοια κείμενα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΙστορία και λογοτεχνία, δύο σε ένα.
Υπ., δεν Υπ.άρχεις!!!