Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Ἀνάγκη μετανοίας - Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ Ζακχαίου (Λουκ. 19,1-10)

Ἀνάγκη μετανοίας

Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Ἰδού τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν» (Λουκ. 19,8)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 19,1-10) διηγεῖται ἕνα θαῦμα.
–Θαῦμα; Λάθος κάνεις, θὰ πῆτε. Ἐμεῖς δὲν ἀκούσαμε διήγησι κάποιου θαύματος.
Καὶ ὅμως ἐπιμένω, ὅτι σήμερα τὸ εὐαγγέλιο διηγεῖται ἕνα θαῦμα. Θαῦμα ὄχι ἀπὸ ᾿κεῖ­να ποὺ μὲ τόση περιέργεια ζητοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ θαῦμα, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθῇ σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε χρόνο· θαῦμα, ποὺ κ᾿ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ τὸ ἀπολαύσουμε.
–Καὶ ποιό εἶνε τὸ θαῦμα αὐτό; Ποῦ ἔγινε;
Ἔγινε στὴν Ἰεριχώ, πόλι τῆς Ἰουδαίας. Ἦ­ταν ἡ δευτέρα πόλις μετὰ τὰ Ἰεροσόλυμα, πό­λις ἱερατική. Ἐκεῖ ὑποδέχονται σήμερα τὸ Χριστό.

* * *

Στὸ ἄκρο τῆς πόλεως αὐτῆς ὁ Χριστὸς εἶ­χε θεραπεύσει ἕνα τυφλό. Καὶ καθὼς προχωροῦσε πρὸς τὰ μέσα, ἔγινε μεγάλος συναγερ­μός. Μεγαλειώδης ὑποδοχὴ τὸν περίμενε. Ποιός δὲν ἤθελε νὰ δῇ αὐτὸν ποὺ ἔκανε τὰ θαύματα καὶ ν᾿ ἀκούσῃ τὴ γλυκειὰ φωνή του; Ποιός δὲν ἤθελε ν᾿ ἀνοίξῃ τὸ σπίτι του νὰ τὸν δεχτῇ;
Ὑπῆρχαν ἐκεῖ σπίτια μικρὰ καὶ μεγάλα. Ὑπῆρχαν καλύβες, ὑπῆρχαν καὶ σπίτια ποὺ κα­τοικοῦσαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευΐτες. Σὲ ποιό σπίτι ἆραγε θὰ πάῃ ὁ Χριστός;


Ὁ Χριστὸς τελικὰ προτιμᾷ τὸ σπίτι τοῦ πιὸ ἁμαρτωλοῦ, τοῦ ἀρχιτελώνη Ζακχαίου, ποὺ οἱ φανατικοὶ Ἰουδαῖοι δὲν τοῦ ᾿λεγαν οὔτε καλημέρα. Διότι τελώνης, καὶ μάλιστα ἀρχιτελώνης, ἦταν τότε συνώνυμο τοῦ ἐκμεταλλευτοῦ, τοῦ κλέφτη, ἐκείνου ποὺ ἀπομυζᾷ τὶς λαϊκὲς μᾶζες, τοῦ δωσίλογου. Καὶ ὅμως αὐτόν προτιμᾷ ὁ Χριστός.
Ὅταν ἀκούστηκε αὐτό, ὅλοι «διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι» (Λουκ. 19,7). Ἀλλ᾿ ὅ,τι ἔκανε ὁ Χριστός, τὸ ζύγιζε καλά. Αὐτός, ποὺ εἶνε ὁ «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς» (Ψαλμ. 7,10), ζύγισε ὅλους· καὶ εἶδε, ὅτι αὐτὸς ὁ τελώνης ἦταν ὁ ἄξιος τῆς ἐπισκέψεώς του. Γιατί ἆραγε;
Πρῶτα – πρῶτα, ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὴν πόλι, ἔκλεισε τὸ γραφεῖο του. Βγῆκε ἔξω καὶ τί νὰ δῇ· ἕνας κόσμος ὁλόκλη­ρος, ἄντρες γυναῖκες, σπρώχνονταν γιὰ νὰ ὑ­ποδεχτοῦν τὸ Χριστό. Βελόνα νά ᾿ρριχνες, δὲν ἔπεφτε κάτω. Αὐτὸς ἦταν κοντοῦ ἀναστή­ματος καὶ δὲν ἔβλεπε. Ἄναψε τότε μέσα του μιὰ ἐπιθυμία νὰ δῇ τὸ Χριστό. Ὑπελόγισε ἀ­­πὸ ποῦ θὰ περάσῃ, κ᾿ ἔτρεξε μπροστὰ σὰν νὰ ἦταν παιδί. Βρῆκε ἕνα δένδρο καὶ –ἀξιωμα­τοῦχος αὐτὸς καὶ μὲ κοινωνικὴ θέσι–, σκαρφάλωσε σ᾿ αὐτὸ σὰν τὸ γατί. Ἔκανε τὸ δέντρο παρατηρητήριο καὶ περίμενε τὸ Χριστό. Ὅταν ὁ Χριστὸς πλησίασε, σήκωσε τὰ μά­τια καὶ τοῦ ἔρριξε μιὰ ματιά.
Ὤ, φτάνει αὐτὴ ἡ ματιά! Πάνω ἀπ᾿ ὅλες τὶς ματιὲς καὶ τὰ βλέμματα, τῆς μάνας τῆς γυναίκας τοῦ παιδιοῦ…, τὸ ἀνώτερο εἶνε ν᾿ ἀ­ξι­ωθοῦμε νὰ δεχτοῦμε μιὰ ματιὰ τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως λέει κάπου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅ­ταν ἔρθῃ ἡ ἡμέρα ἐκείνη στὴ μέλλουσα κρίσι, μιὰ ματιὰ τοῦ Χριστοῦ φτάνει· ἀρκεῖ ἐ­κεῖνος νὰ ῥίξῃ πάνω μας μιὰ ματιά, γιὰ νὰ γί­νῃ ἡ καρδιά μας παράδεισος. Διαφορετικά, ἡ ψυχὴ βυθίζεται σὲ θλῖψι. «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι» (Ψαλμ. 68,18).
Μαζὶ μὲ τὴ γλυκειὰ καὶ στοργικὴ ματιά του στὸ Ζακχαῖο ὁ Χριστὸς εἶπε· «Ζακχαῖε…».
Ἤξερε τὸ ὄνομά του, ὅπως ξέρει καὶ τὰ ὀ­νόματά μας. Ἂς μὴ γνωρίζουν τὰ ὀνόματά μας οἱ μεγάλοι καὶ οἱ ἰσχυροί, ἂς εἴμαστε μικροὶ καὶ ἄσημοι, ἂς μὴ γράφωνται τὰ ὀνόματά μας σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά, ἂς μὴν τὰ φωνάζουν τὰ ῥαδιόφωνα. Ὅταν εἶσαι κον­­τὰ στὸ Χριστό, τὸ ὄνομά σου εἶνε γραμμένο σὲ βίβλο ζωῆς, στὴν καρδιὰ τοῦ Χριστοῦ.
«Ζακχαῖε», τοῦ λέει, «σπεύσας, κατάβηθι», κατέβα γρήγορα κάτω, γιατὶ σήμερα θὰ μείνω στὸ σπίτι σου (ἔ.ἀ. 19,5). Καὶ ὁ Ζακχαῖος ἔσπευσε, κατέβηκε, καὶ ὡδήγησε τὸ Χριστὸ στὸ σπίτι του.
Ὅταν ἔφτασαν, σταμάτησε στὸ κατώφλι. Μέσα στὴν καρδιά του ἔγινε μιὰ ἐπανάστασι. Γκρεμίστηκε τὸ κάστρο τῆς ἁμαρτίας, κ᾿ ἕνας νέος κόσμος «ὄμορφος, ἀγγελικὰ πλασμένος» ποὺ λέει ὁ ποιητής, ἄρχισε νὰ γεννιέται. Τὸν ἀκούσατε τί εἶπε; Πῆρε δυὸ ἀποφάσεις, ποὺ ἂν τὶς ἔπαιρνε κι ὁ ὑπόλοιπος κόσμος, ἡ γῆ θὰ γινόταν οὐρανός. Ἡ πρώτη ἀπόφασι· • Ἄν, Κύριε, ἀδίκησα ἄνθρωπο, εἶμαι ἕτοιμος νὰ τὸν ἀποζημιώσω. Ἂν ἔκλεψα ἕνα πρόβατο, θὰ δώσω τέσσερα. Ἂν ἔκλεψα μία δραχμή, θὰ δώσω τέσσερις. Ἂν ἔκλεψα δέκα δραχμές, θὰ δώσω σαράντα. • Κ᾿ ἐκεῖνο τὸ ὑπόλοιπο, ποὺ θὰ μείνῃ, δὲν θὰ τὸ κρατήσω μόνο γιὰ τὴν οἰκογένειά μου. Θὰ τὸ μοιράσω. Τὸ μισὸ θὰ κρατήσω ἐγώ, τὸ ὑπόλοιπο θὰ τὸ μοιράσω σ᾿ αὐτοὺς πού ᾿χουν ἀνάγκη.
Ἔτσι, μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔκανε ὁ Ζακχαῖος (τὴ σφοδρὴ ἐπιθυμία νὰ δῇ τὸ Χριστό, τὶς μεγάλες ἀποφάσεις ποὺ πῆρε, ἀποφάσεις δικαιοσύνης φιλανθρωπίας καὶ ἐλέους) ἀπέδειξε, ὅτι ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ ὁ Χριστός.

* * *

Τὸ εὐαγγέλιο αὐτό, ἀγαπητοί μου, διαβάζεται ὅταν πλησιάζουμε στὸ Τριῴδιο. Παρουσιάζεται ὁ Ζακχαῖος, γιὰ νὰ μᾶς θυμίσῃ τὴν ἀνάγκη τῆς μετανοίας, ποὺ θὰ προβάλῃ σὲ λίγο ἐνώπιόν μας ἡ Ἐκκλησία.
Καὶ εἶνε τὸ κήρυγμα αὐτὸ πάντοτε ἐπίκαιρο. Ποιός δὲν ἔχει ἀνάγκη μετανοίας; Κι αὐτὸς ποὺ κάθεται στὰ ἀνάκτορα κι αὐτὸς ποὺ κάθεται στὴν καλύβα, κι ἀρχιεπίσκοπος ἢ πατρι­άρχης κι ὁ καλόγερος, κι ὁ ἐργάτης κι ὁ κεφα­λαιοκράτης, ὅλοι, ἀδέρφια μου, στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας.
Ἀνοῖξτε τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς καὶ ῥῖξτε μιὰ μα­τιά. Θὰ δῆτε νὰ παρελαύνουν ὅλα σὰν στρατιῶτες μπρὸς στὸ βασιλιᾶ. Σᾶς ἐρωτῶ· Δὲν ντρέπεστε γιὰ πολλά; Δὲν ὑπάρχουν πράξεις, λόγια, σκέψεις ποὺ θρηνεῖ ἡ ψυχή σας; Γι᾿ αὐ­τὰ λοιπὸν εἶνε ἀνάγκη νὰ μετανοήσουμε.
Ὑπάρχουν δυὸ εἰδῶν μετάνοιες· μετάνοια εἰλικρινὴς καὶ μετάνοια ψεύτικη. Διαβάστε τὰ εὐαγγέλια· ἁμάρτησε ὁ Πέτρος, ἁμάρτησε κι ὁ Ἰούδας. Ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε, ὁ Ἰούδας πρό­δωσε τὸ Χριστό. Ἀλλ᾿ ὁ μὲν Πέτρος μετανόησε καὶ «ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. 26,75), ἐνῷ ὁ Ἰούδας «μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια… καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (ἔ.ἀ. 27,3-5), αὐ­τοκτόνησε. Γι᾿ αὐτὸ λέω· ὑπάρχουν δυὸ μετάνοιες· ἡ μετάνοια τοῦ Ζακχαίου, τοῦ ἀσώτου, τῆς πόρνης, τοῦ λῃστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ μετάνοια τοῦ φαραὼ καὶ τοῦ Ἰούδα.
Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, ὄχι μετάνοια Ἰούδα, ἀλλὰ εἰλικρινῆ μετάνοια, σὰν τὴ μεγάλη μετά­νοια τοῦ Ζακχαίου. Δὲν εἶνε ἁπλῶς νὰ λέμε Με­τανοῶ. Μετάνοια θὰ πῇ, νὰ ἀλλάξῃς πιὰ δρομολόγιο ζωῆς, νὰ κάνῃς τὰ ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι ἔκανες. Νὰ γίνῃ ὁ φιλάργυρος ἐλεήμων, ὁ φιλόδοξος ταπεινός, ὁ ἀκόλαστος ἐγκρατής. Γι᾿ αὐτὸ εἶπα, ὅτι σήμερα στὸ εὐαγγέλιο ὑ­πάρχει τὸ μεγαλύτερο θαῦμα, τὸ θαῦμα τῆς ἐσωτερικῆς μεταβολῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τί ἦταν πρῶτα ὁ Ζακχαῖος καὶ τί ἔγινε; Ἦταν ἕ­νας λύκος κ᾿ ἔγινε ἀρνί, ἦταν ἕνα κάρβουνο κ᾿ ἔγινε διαμάντι τοῦ Χριστοῦ. Πῶς; Διὰ τῆς μετανοίας.
Στὴ μετάνοια μᾶς καλεῖ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο μὲ τὴ σάλπιγγα τοῦ Ζακχαίου. Ἀλλὰ στὴ μετάνοια μᾶς καλεῖ καὶ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος (ἑορτάζει 28 Ἰανουαρίου). Εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ κατανυκτικοὺς πατέρας καὶ διδασκά­λους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅλη ἡ ζωή του ἦταν ἕνα δάκρυ κ᾿ ἕνα πένθος γιὰ τὴν ἁμαρτία. Κέντρο τοῦ ἀνθρώπου, λέει, εἶνε τὸ μυαλό. Μολύνθηκε αὐτό; ὅλα εἶνε μολυσμένα. Γι᾿ αὐτὸ σὲ κάποια ὁμιλία του περὶ μετανοίας, στρέφεται πρὸς τὸν διάβολο καὶ λέει·
Τί μεγάλο κακὸ κάνεις στὸν κόσμο μὲ τὴν ἁμαρτία, διάβολε! Μᾶς μόλυνες τὸ μυαλό· κ᾿ ἐνῷ ἡ σκέψι μας πρέπει νὰ εἶνε κρύσταλλο, ἔ­γινε βρωμερὴ καὶ ἀκάθαρτη. Μᾶς ἔκανες τὴν καρδιὰ κρύα· καὶ ἐνῷ πρέπει νὰ φλέγεται ἀπὸ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ἔγινε πάγος. Μᾶς ἔκλεισες τὰ μάτια νὰ μὴ βλέπουμε τὰ ὡ­ραῖα τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἔκλεισες τ᾿ αὐτιὰ νὰ μὴν ἀκοῦμε τὰ λόγια του. Μᾶς ἔκανες, διάβολε, παράλυτους καὶ νεκρούς. Ἕως πότε θὰ σὲ ὑ­πηρετοῦμε, ἕως πότε θὰ εἴμαστε γκαρσόνια σου; λέει ὁ ὅσιος Ἐφραίμ.
Ἀπὸ σήμερα, ὄχι ἀπὸ αὔριο, διακόπτουμε σχέσεις μὲ τὸν διάβολο. Παίρνουμε διαζύγιο ἀπ᾿ αὐτόν. Μπρός, μπρός, κοντὰ στὸ Χριστό! Κοντὰ στὸ Χριστό! μᾶς φωνάζουν τὰ πάντα.
Εἴθε ὁ Χριστός, μὲ τὸ δάκρυ καὶ τὸν πόνο, νὰ δεχτῇ τὴ μετάνοιά μας. Καὶ «τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν» ἂς τὸν διανύσουμε «ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ» (θ. Λειτ.), ἕως ὅτου φθάσουμε ἐπάνω στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ δοξάζουμε ἐκεῖ Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἀμήν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου