Πολλές φορές Ἀρχιερεῖς ἀλλά καί πνευματικοί καλούμαστε νά δώσουμε ἄδεια
ἤ εὐλογία γιά τήν τέλεση τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου μεταξύ δευτεροεξαδέλφων. Παρά
τή σαφή θέση τῆς Ἱ. Συνόδου ὅτι δέν ὑφίσταται κώλυμα οὔτε κατά ἀκρίβεια γιά τόν
γάμο αὐτό[1], πολλοί
πιστοί ἐκφράζουν τίς ἀντιρρήσεις τους ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική
παράδοση δέν τόν ἐπιτρέπει. Μάλιστα στηρίζουν τήν ἂποψή τους αὐτή στό Ἱ. Πηδάλιο,
τό ὁποῖο στήν «σύντομον ὁμοῦ καί ἀκριβῆ διδασκαλία περί συνοικεσίων»[2]
χαρακτηρίζει ὡς «ἐμποδισμένον» τόν Γάμο μεταξύ δευτεροεξαδέλφων.
Πῶς, ὅμως, εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία νά ἐπιτρέπει τόν γάμο, τόν ὁποῖο
τό Πηδάλιο θεωρεῖ ἀπαγορευμένο;
Α. Γιά τά κωλύματα τοῦ γάμου λόγῳ συγγενείας ἐξ αἵματος ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀποφανθεῖ σέ Ἱερούς Κανόνες Οἰκουμενικῶν Συνόδων (συνοπτικός ὁ Στ-54), σέ ἀποφάσεις Τοπικῶν Συνόδων καί ἀποφάσεις πατριαρχῶν καί ἐπισκόπων. Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμόζει τό κατά καιρούς κοσμικό (αὐτοκρατορικό ἤ κοινοβουλευτικό) δίκαιο, ὅπως αὐτό τροποποιεῖται καί ἰσχύει σέ κάθε ἐποχή[3].
Γιά τόν γάμο μεταξύ δευτεροεξαδέλφων ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ἤ ΚΑΝΟΝΑΣ
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ πού νά τόν ἀπαγορεύει!
Ἡ Ἐκκλησία ἀπεφάνθη ἐν Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ ὅτι ὁ γάμος λόγῳ συγγενείας ἐξ
αἵματος ἀπαγορεύεται μέχρι τά πρωτοεξάδελφα (4ος βαθμός συγγενείας ἐξ
αἵματος). Μετά τόν 4ο βαθμό δέν ὑφίσταται κώλυμα λόγῳ συγγενείας! Μέχρι
τήν ἐποχή τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (τέλος 8ου αἰ. ) ἡ Ἐκκλησία οὔτε
σέ Οἰκουμενική οὔτε σέ Τοπική Σύνοδο ἤ ἀπόφαση πατριάρχου νομοθέτησε ὅτι ἀπαγορεύεται
ὁ γάμος πέραν τοῦ 4ου βαθμοῦ[4].
Ὅμως ὑπῆρχαν αὐτοκρατορικές διατάξεις –ὄχι ἐκκλησιαστικές ἀποφάσεις– πού ἐπέκτειναν τά κωλύματα καί πέραν τοῦ 4ου
βαθμοῦ[5]. Ἡ ἐπέκταση
ἀπαγορεύσεως γάμου μεταξύ δευτεροεξαδέλφων (6ος βαθμός) ἔγινε ἀπό
τούς εἰκονομάχους αὐτοκράτορες Λέοντα καί Κωνσταντίνο τό 740 μ.Χ. στήν Ἐκλογή
καί στή συνέχεια στόν Πρόχειρο[6], τήν Ἐπαναγωγή
καί τά Βασιλικά[7],
πού εἶναι νόμοι τοῦ βυζαντινοῦ κράτους.
Ἀργότερα, μετά τόν 8ο αἰ., στή βυζαντινή καί μεταβυζαντινή ἐποχή,
ἔχουμε καί ἀποφάσεις Τοπικῶν Συνόδων καί Πατριαρχῶν (πού δέν ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό
Οἰκουμενική Σύνοδο) οἱ ὁποῖες ἀκολουθώντας τούς βυζαντινούς–αὐτοκρατορικούς
νόμους ἀπαγόρευαν τό γάμο μεταξύ δευτεροεξαδέλφων ἐπεκτείνοντας τά κωλύματα
στόν 5ο, 6ο, 7ο ἀκόμα καί 8ο βαθμό[8].
Παράλληλα ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἐκδώσει καί πολλές ἄδειες γιά κατ’ οἰκονομία
τέλεση γάμων μετά τόν 4ο βαθμό[9].
Στίς σλαβικές καί ρουμανικές Ἐκκλησίες ἀπαγορεύεται μέχρι 4ου βαθμοῦ
ὁ γάμος (πρωτοεξάδελφα)[10].
Σήμερα τί ἰσχύει τελικά;
Ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία μέ κανόνα Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Στ-54)[11], καθώς καί
ἡ τοπική Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔχει ἀποφανθεῖ ὅτι κωλύματα τοῦ
γάμου ὑφίστανται μέχρι 4ου βαθμοῦ συγγενείας ἐξ αἵματος
(πρωτοξάδελφα)[12],
Ἐπειδή καί τό κοσμικό δίκαιο (ἄρθρο 1356 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα) δέν ἀπαγορεύει
τό γάμο μετά τόν 4ο βαθμό συγγενείας ἐξ αἵματος,
Ἐπειδή καί ἡ θεωρία τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου σχεδόν ὁμόφωνα δέχεται ὡς
κώλυμα μόνο μέχρι τόν 4ο
βαθμό συγγενείας ἐξ αἵματος (πρωτοεξάδελφα)[13],
δέν ὑπάρχει πρόβλημα ἀπό ἐκκλησιαστικῆς–πνευματικῆς ἀπόψεως γιά τήν
τέλεση γάμου μεταξύ δευτεροεξαδέλφων.
B. Γιατί τό
Πηδάλιο ἀπαγορεύει τό γάμο μεταξύ δευτεροεξαδέλφων στήν ἑνότητα «περί
συνοικεσίων»[14]; Δέν εἴμαστε
ὑποχρεωμένοι ὡς Ὀρθόδοξοι πιστοί νά σεβαστοῦμε τήν ἀπαγόρευση αὐτή τοῦ
Πηδαλίου;
i. Στήν εἰσαγωγή τοῦ Πηδαλίου (σ. λστ) οἱ συγγραφείς του
σημειώνουν: «Ἐν τῶ τέλει δέ τῶν ἱερῶν Κανόνων ἐπροσθέσαμεν καί τήν περί
συνοικεσίων διδασκαλίαν ὡς ἀναγκαίαν». Συνεπῶς ἡ διδασκαλία αὐτή δέν εἶναι τμῆμα τῶν ἱερῶν κανόνων.
Ἄλλωστε, στό Πηδάλιο ὑπάρχουν πολλά κείμενα, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Ἃγ.
Νικόδημος γράφει στήν εἰσαγωγή τοῦ Πηδαλίου (σ. λδ), τά ὁποῖα ἄν καί ἀναφέρονται
σ’ αὐτό δέν ἔχουν «οἰκουμενική ἰσχύ» οὔτε ἔχουν συνταχθεῖ «τῇ ἐπιστασίᾳ
τοῦ Ἁγ. Πνεύματος»: κανόνες Πατέρων πού δέν ἐπικυρώθηκαν ἀπό Οἰκουμενική
Σύνοδο (Ἁγ. Νικηφόρου, Νικολάου Κων/πόλεως, Ἰωάννου Κίτρους, Νικήτα καί Πέτρου
διακόνου, Ἰωάννου Νηστευτοῦ) «ἀλλά καί τά θεσπίσματα καί νόμους βασιλέων,
μάλιστα δέ Ἰουστινιανοῦ, καί Διγγέστα καί Κώδικάς τε καί Ἰνστιτοῦτα καί Νεαρᾶς
καί ἁπλῶς εἰπεῖν τούς πολιτικούς νόμους φιλοκαλήσαντες, ἐρρανίσθημεν ἐξ αὐτῶν».
Εἶναι προφανές ὅτι ὅλα τά ἀνωτέρῳ δέν εἶναι θεόπνευστα καί δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι
νά τά ἐφαρμόσουμε ὅπως τούς ἱερούς Κανόνες «μόνους τούς ὑπό τῆς οἰκουμενικῆς
Στ’ Συνόδου βεβαιωθέντας καί ἀκολούθως οἰκουμενικήν ἰσχύν ἔχοντας καί παρά τῶν ἑρμηνευτῶν
καί τῆς Ἐκκλησίας, ὡς καθολικούς κανόνας ἀποδεχθέντας τε καί ἑρμηνευθέντας»[15]. Ὁ Ἃγ.
Νικόδημος εἶναι σαφής: μόνο οἱ κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἔχουν οἰκουμενική
ἰσχύ καί μόνο αὐτούς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά τηροῦμε!
ii. Ἄν προσέξουμε τά εἰσαγωγικά πού ἀναφέρουν οἱ συγγραφείς τοῦ
Πηδαλίου στό κεφάλαιο «περί συνοικεσίων» θά καταλάβουμε τό λόγο καί τή
βαρύτητα τῆς ἀπαγορεύσεως γιά τό γάμο τῶν δευτεροεξαδέλφων: «ἐπειδή καί οἱ ἱεροί
Κανόνες, Ἀποστολικοί, Συνοδικοί τε καί Πατρικοί, εἰς διάφορα μέρη ἀναφέροντες
περί νομίμων καί παρανόμων γάμων (σ.σ. ἀναφέρουν τούς ἱερούς κανόνες)…
διά τοῦτο καί ἡμεῖς εὔλογον ἐκρίναμεν μετά τήν ἑρμηνείαν τῶν ἱερῶν κανόνων νά
καταστρώσωμεν εἰς χωριστόν τόπον πρός σαφεστέραν τῶν ἁπλουστέρων κατάληψιν,
μίαν σύντομον ἐν ταυτῷ καί ἀκριβῆ διδασκαλία, τόσον τῶν συγκεχωρημένων γάμων
ἀπό τούς νόμους, ὅσον καί τῶν ἐμποδισμένων, μέ τό νά εἶναι αὐτή ἀναγκαία
καί εἰς ὅλους μέν ἁπλῶς, μάλιστα δέ εἰς τούς ἁγίους Ἀρχιερεῖς καί Πνευματικούς
καί Ἱερεῖς, οἳτινες ἔχουν χρέος νά ἐξετάζουν ἀκριβῶς περί τούτων»[16]. Δηλαδή, ὅταν
τό Πηδάλιο χαρακτηρίζει ὡς «ἐμποδισμένον» τόν γάμο μεταξύ
δευτεροεξαδέλφων δέν εἶναι λόγῳ ἐκκλησιαστικῆς ἀποφάσεως ἀλλά λόγῳ τῆς ἀπαγορεύσεως
τοῦ -τότε κρατικοῦ- νόμου.
Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι ὁ γάμος ἐκτός ἀπό
Μυστήριο μέ πνευματικές διαστάσεις εἶναι καί νομική πράξη –ἀστικοῦ δικαίου– ἡ ὁποία
ἔχει σοβαρές ἔννομες συνέπειες (π.χ. οἰκογενειακό, κληρονομικό δίκαιο). Αὐτό
σημαίνει ὅτι ὁ ἐπίσκοπος πού ἐκδίδει τήν ἄδεια καί ὁ ἱερέας πού τελεῖ τό γάμο εἶναι
ὑπόλογος ὄχι μόνο ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας ἄν παραβεῖ διάταξη τῶν ἱερῶν κανόνων ἀλλά
καί ἐνώπιον τῆς ἁρμόδιας κρατικῆς ἐξουσίας ἄν παραβεῖ διάταξη νόμου πού
σχετίζεται μέ τό δίκαιο τοῦ γάμου. Δηλαδή, οἱ κληρικοί ὑποχρεοῦνται νά ἐφαρμόσουν
καί τούς ἱερούς κανόνες καί τό κοσμικό δίκαιο γιά τό γάμο. Αὐτό ἴσχυε καί στήν ἐποχή
τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου. Ὁ Ἃγιος, ὅπως ὁ ἴδιος γράφει[17],
θέλοντας νά διευκολύνει τούς κληρικούς καί νά καταστήσει προσιτό σέ ὅλους τό τί
ἴσχυε στήν ἐποχή του ἐντάσσει στό Πηδάλιο τίς ἰσχύουσες τότε διατάξεις πού ἦταν
ὑποχρεωμένοι οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἱερεῖς καί ὡς πιστοί ἀλλά καί ὡς πολίτες τοῦ
κράτους νά τηροῦν: καί τούς ἱερούς κανόνες καί τούς κοσμικούς νόμους (Jus
Graecoromanum).
Μέ ἄλλα λόγια, πολύ ὀρθῶς ὁ Ἃγ. Νικόδημος συμπεριέλαβε στό Πηδάλιο τίς
διατάξεις τοῦ ἰσχύοντος τότε Jus Graecoromani καί ἔγραψε ὅτι τά δευτεροεξάδελφα
δέν μποροῦν νά ἔλθουν σέ γάμου κοινωνία γιατί τό τότε ἰσχῦον (κοσμικό) δίκαιο
δέν ἐπέτρεπε αὐτό τό γάμο βάσει τῶν βυζαντινῶν-αὐτοκρατορικῶν διατάξεων. Θά ἦταν
πολύ ἐπικίνδυνο καί παραπλανητικό ὁ Ἅγιος νά δημοσίευε ἔργο πρός ἐξυπηρέτηση τῶν
κληρικῶν καί νά ἔγραφε ὅτι ὁ γάμος αὐτός ἐπιτρέπεται, τή στιγμή πού τό τότε ἰσχῦον
δίκαιο τόν ἀπαγόρευε. Προφανῶς ἄν σήμερα ὁ Ἃγ. Νικόδημος δημοσίευε τό Πηδάλιο
θά ἐνέτασσε σέ αὐτό μαζί μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί τίς σημερινές ἀποφάσεις τῆς
τοπικῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τίς διατάξεις τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα (ἄρθρο 1356), ὅπως σήμερα ἰσχύουν, δηλαδή θά ἐπέτρεπε
τό γάμο τῶν δευτεροεξαδέλφων.
iii. Τά ἀνωτέρω ἐπιβεβαιώνονται ἀπό τήν ὑποσημείωση 1 τῆς σελ.
739 (βλ. καί ὑποσ. 1 σελ. λστ), ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Ἃγ. Νικόδημος γράφει ὅτι τό «περί
συνοικεσίων» κεφάλαιο τοῦ Πηδαλίου δέν εἶναι προσωπική του ἐργασία ἐπί τῶν ἱερῶν
κανόνων, ἀλλά «συνερανίσθη ἐκ τῆς βίβλου τῆς καλουμένης Γιούρις, ἤγουν
νομίμου Γραικορωμαϊκοῦ». Στά λατινικά «Γιούρις» σημαίνει δίκαιο, νόμος.
Τό «Γιούρις, ἤγουν νόμιμον Γραικορωμαϊκόν» εἶναι ἔργο τοῦ
προτεστάντη Johannnes Leunclavius (1541-1594) πού ἐκδόθηκε στή Φρανκφούρτη τό
1596 ἀπό τόν Marquardus Freherus[18]. Δέν εἶναι
ἐκκλησιαστικό ἔργο ἀλλά πρωτίστως νομικό. Εἶναι συλλογή κανόνων καί κυρίως
βυζαντινῶν νόμων. Ὁ πρῶτος τόμος περιλαμβάνει (σ. 1-77) μεταξύ ἄλλων καί τήν «Ἐπιτομή
τῶν ἱερῶν Κανόνων» τοῦ Βυζαντινοῦ δικαστικοῦ ἀξιωματούχου καί νομικοῦ
συγγραφέα Κων. Ἀρμενοπούλου μεταφρασμένη στά λατινικά, ἐνῶ ὁ δεύτερος ἀποκλειστικά
νομικά κείμενα. Στό «Γιούρις, ἤγουν νόμιμον Γραικορωμαϊκόν» ἄν καί εἶναι
ἔργο προτεσταντῶν (τῶν Leunclavius καί Marquardus) παραπέμπει πολλές φορές ὁ Ἅγ.
Νικόδημος στό Πηδάλιο, διότι δέν ὑπῆρχαν τότε ἄλλες ἀξιόπιστες συλλογές κανόνων
καί βυζαντινῶν νόμων.
Μέ ἄλλα λόγια, ἡ «περί συνοικεσίων» διδασκαλία τοῦ Πηδαλίου βασίζεται
καί στό «Γιούρις» καί ἀποτυπώνει τί ἴσχυε ἀπό νομικῆς ἀπόψεως τήν ἐποχή ἐκείνη γιά τά κωλύματα γάμου. Ἀσφαλῶς, ἐπειδή σήμερα
δέν ἰσχύουν οἱ βυζαντινοί νόμοι, ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἐφαρμόζουμε
μόνο τούς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ὄχι τίς λοιπές πολιτικές
διατάξεις πού περιλαμβάνονται στό «νόμιμον Γραικορωμαϊκόν»!
Συμπερασματικά: ἐπειδή σήμερα τόσο ὁ νόμος (Ἀστικός Κώδικας), ὅσο καί ἡ
ἁρμόδια ἐκκλησιαστική ἀρχή (Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) δέν ἀπαγορεύουν
τό γάμο μετά τόν 4ο βαθμό (πρωτοεξάδελφα), δέν ὑφίσταται ἀπό ἐκκλησιαστικῆς–πνευματικῆς
ἀπόψεως πρόβλημα γιά τήν τέλεση γάμου μεταξύ δευτεροεξαδέλφων. Ἴσως ἀπό
κοινωνικῆς πλευρᾶς ἤ ἀπό ἀνθρώπους πού δέν γνωρίζουν καί δέν μελετοῦν τά
ζητήματα αὐτά νά ὑπάρχουν κάποιες ἐνστάσεις καί ἀντιρρήσεις. Νομίζω ὅμως ὅτι ὅποιος
προσεγγίζει τό ζήτημα μέ μοναδικό κριτήριο τί λέει ἡ αὐθεντική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
θά καταλήξει στό συμπέρασμα τῆς παρούσης μελέτης.
Δυστυχῶς σέ πολλά πράγματα στήν ζωή μας, ἀκόμα καί στήν ἐκκλησιαστική
μας ζωή, ἰσχύει ὁ Κυριακός λόγος ὅτι παραβαίνουμε τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου (π.χ. ἱερό
κανόνα Στ-54) χάριν τῆς ἐξωεκκλησιαστικῆς–νομικῆς παραδόσεως (βυζαντινό δίκαιο)
ἤ χάριν τῆς περιρρέουσας κοινωνικῆς ἀντιλήψεως καί νοοτροπίας. Καί ἐπιπλέον: εἶναι
φοβερός ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πού μπορεῖ νά ἰσχύει καί σέ μᾶς ὅταν ἀπό ζῆλο γιά
τήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ σκεπτόμαστε καί ἐνεργοῦμε ὡσάν τούς
Γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι «δεσμεύουσι γάρ φορτία βαρέα καί
δυσβάστακτα καί ἐπιτιθέασιν ἐπί τούς ὤμους τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. 23, 4).
* Τό παρόν ἂρθρο δημοσιεύθηκε στό περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τ. 73 (2024), σελ. 43-46.
[2] Ἀγαπίου ἱερομονάχου καί Νικοδήμου μοναχοῦ, Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησίας, ἀκριβής ἀνατύπωση τῆς γ΄ ἐκδόσεως τοῦ 1864, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 741.
[3] Ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται καί διοικεῖται:
i. Μέσῳ τῶν ἱερῶν Κανόνων πού ἔχουν οἰκουμενικό κῦρος (κανόνες Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ὅσοι κανόνες τοπικῶν Συνόδων ἤ Ἁγ. Πατέρων ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους). Εἶναι ὑποχρεωτικοί γιά τούς πιστούς καί δέν μποροῦν νά τροποποιηθοῦν παρά μόνο μέ ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
ii. Μέσῳ κανόνων καί ἀποφάσεων τοπικῶν Συνόδων (Πατριαρχική Σύνοδος γιά τά Πατριαρχεῖα, Σύνοδος Ἱεραρχίας ἤ ΔΙΣ γιά τίς τοπικές Ἐκκλησίες). Ἒχουν ἰσχύ ἐφόσον δέν εἶναι ἀντίθετες σέ ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί μόνο μέσα στά ὅρια δικαιοδοσίας τῶν Συνόδων καί ἀλλάζουν, τροποποιοῦνται ἤ καί καταργοῦνται ἀπό ἑπόμενη τοπική ἤ Οἰκουμενική Σύνοδο.
iii. Μέσῳ ἀποφάσεων πατριαρχῶν ἤ κατά τόπους ἐπισκόπων. Οἱ ἀποφάσεις αὐτές ἰσχύουν ἐφόσον δέν εἶναι ἀντίθετες σέ ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν ἤ τοπικῶν Συνόδων καί μόνο στά ὅρια δικαιοδοσίας τοῦ πατριάρχου ἤ τοῦ ἐπισκόπου καί ἀλλάζουν, τροποποιοῦνται ἤ καί καταργοῦνται ἀπό τόν ἴδιο τόν πατριάρχη ἤ τόν ἐπίσκοπο πού τίς ἐξέδωσε ἤ διάδοχό του ἤ ἀπό τήν τοπική Σύνοδο στήν ὁποία ὑπάγεται ὁ πατριάρχης ἤ ὁ ἐπίσκοπος ἤ ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο.
iv. Σέ ἐποχές καί περιοχές πού ἰσχύει κάποιο σύστημα (στενῆς ἤ χαλαρῆς) συνεργασίας μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας (π.χ. Βυζάντιο, Ἑλληνικό κράτος) ἡ Ἐκκλησία διοικεῖται καί ἐφαρμόζει καί κρατικές ἀποφάσεις (αὐτοκρατορικές ἀποφάσεις στό Βυζάντιο, νόμους καί ὑπουργικές ἀποφάσεις ἤ ἀποφάσεις δικαστηρίων κοκ).
[4] Χριστοδούλου, Μητροπολίτου Μαρωνείας (Μελισσηνοῦ), Τά κωλύματα τοῦ Γάμου ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ἐν Ἀθήναις 1938, ἐγκρίσει τῆς τοῦ Χριστοῦ Μ. Ἐκκλησίας καί τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σ.124-125.
[5] Κων. Πιτσάκης, Τό κώλυμα Γάμου λόγῳ συγγένειας ἑβδόμου βαθμοῦ ἐξ αἵματος στό Βυζαντινό Δίκαιο, ἐκδ. Ἀ. Σάκκουλα, Ἀθήνα-Κομοτηνή 1985, σσ. 539.
[6] Ἰ. Ζέπου-Π. Ζέπου, Jus Graecoromanum, τ. Ζ, σ. 5, 9, 61, 66, 68, 80.
[7] Χριστοδούλου, Μητροπολίτου Μαρωνείας (Μελισσηνοῦ), Τά κωλύματα τοῦ Γάμου ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ἐν Ἀθήναις 1938, ἐγκρίσει τῆς τοῦ Χριστοῦ Μ. Ἐκκλησίας καί τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σελ. 100.
[8] Χριστοδούλου, Μητροπολίτου Μαρωνείας (Μελισσηνοῦ), ὃ.π., σελ. 101-111, 116 κ.ἑξ.
[10] Χριστοδούλου, Μητροπολίτου Μαρωνείας (Μελισσηνού), ὃ.π., σελ. 112.
[11] Χριστοδούλου, Μητροπολίτου Μαρωνείας (Μελισσηνοῦ), ὃ.π., σελ. 112, 114, 117, 124.
[12] Βλ. τήν ἀπό 14.8.2002 ἀπάντηση (ἀρ. πρωτ. 2530, διεκπ. 1436/14.8.02) τῆς Ἱ. Συνόδου. Ἐπίσης, Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Εὑρετήριον Νομοκανονικῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2007, σ. 71.
[13] Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε μελέτες Κανονικοῦ Δικαίου ἀπό ἐγκρίτους κανονολόγους καί νομικούς:
i. Χριστοδούλου Μητροπολίτου Μαρωνείας (Μελισσηνοῦ), ὃ.π., σελ. 112-114, 116.
ii. Κων. Μουρατίδης, Κανονικό Δίκαιο, πανεπ. παραδόσεις, Ἀθῆναι 19753, σ. 238.
iii. Παν. Μπούμη, Κανονικό Δίκαιο Α’, Ἀθήνα 1989, σ. 152.
iv. Παν. Μπούμη, Ὁ κανονικός Γάμος, Ἀθῆναι 1994, σ. 102.
v. Παν. Χριστινάκη, Οἰκογενειακό Δίκαιο καί ἰσότητα δύο φύλλων (πανεπιστημιακές παραδόσεις), Ἀθήνα 2005, σ. 15.
vi. Στ. Παπαδάτου, Ἡ ἐπισκοπική ἄδεια Γάμου, Ἀθῆναι 1973, σ. 164.
vii. Σπ. Τρωιάνου, Παραδόσεις Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Ἀθήνα-Κομοτηνή 19852 σ. 355.
[14] Πηδάλιο, σ. 741.
[15] Ὃ.π., σελ. λδ.
[16] Ὃ.π., σ. 739
[17] Αὐτόθι.
[18] Παύλου, Μητροπολίτου Σουηδίας (Μενεβίσογλου), Αἱ ἐκδόσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων κατά τόν 16o καί 17o αἰῶνα (1531-1672), ἐκδ. Ἐπέκταση, 2007, σ. 42-43.
Λύθηκαν απορίες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιατυπώθηκε η εκκλησιαστική θέση.