Να βγούμε, να βγούμε, για να προσφέρουμε σε όλους τη ζωή του Ιησού Χριστού. Επαναλαμβάνω εδώ προς όλη την Εκκλησία αυτό που, πολλές φορές, είπα στους ιερείς και λαϊκούς του Μπουένος Άιρες: προτιμώ μια Εκκλησία καταπονημένη, πληγωμένη και λερωμένη, επειδή βγήκε στους δρόμους, παρά μια Εκκλησία άρρωστη από την κλεισούρα και την άνεση να στηρίζεται στις ασφάλειές της. Δεν θέλω μια Εκκλησία που αγωνιά για να βρίσκεται στο κέντρο και η οποία καταλήγει να είναι εγκλωβισμένη μέσα σε μια σύγχυση από ιδεοληψίες και διαδικασίες. Αν κάτι πρέπει, πολύ σωστά, να μας ανησυχεί και να απασχολεί τη συνείδησή μας, είναι ότι πολλοί αδελφοί μας ζουν χωρίς τη δύναμη, το φως και την παρηγοριά της φιλίας με τον Ιησού Χριστό, χωρίς μια κοινότητα πίστεως για να τους υποδέχεται, χωρίς έναν ορίζοντα νοήματος και ζωής.
Περισσότερο από το φόβο μην κάνουμε λάθος, ελπίζω να μας παρακινεί ο φόβος μην εγκλωβιστούμε στις δομές που μας δίνουν μια ψεύτικη προστασία, στους κανόνες που μας μεταμορφώνουν σε αμείλικτους δικαστές, στις συνήθειες μέσα στις οποίες αισθανόμαστε ήσυχοι, ενώ έξω υπάρχει ένα πλήθος πεινασμένων και ο Ιησούς μας επαναλαμβάνει ακατάπαυστα: «Εσείς δώστε τους να φάνε» (Μκ. 6,37).Πάπας Φραγκίσκος
Απορώ αξιοτ κ Αναστασιε, για τις συνεχείς αναφορές σας σε εναν προκαθήμενο μιας αιρέσεως και μάλιστα όταν αυτός προέρχεται από τις τάξεις των Ιησουητών. Τι αλήθεια μπορεί να κομίζει;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ Ανώνυμε, πρέπει να σταματήσει αυτό το πιπίλισμα περί ‘αιρετικού’ Πάπα. Ως γνωστόν δεν υπάρχει καμία Οικουμενική Σύνοδος που να έχει καταδικάσει την Εκκλησία της Ρώμης ως αιρετική. Από όσα γνωρίζω επίσης η ΡΚ Εκκλησία δεν κηρύττει ούτε Μονοφυσιτισμό, ούτε Νεστοριανισμό, ούτε Μονοθελητισμό ούτε κάποια από τις αιρέσεις που έχουν καταδικαστεί από τις Οικουμενικές Συνόδους. Ο διάλογος μεταξύ των δύο Εκκλησιών διεξάγεται στα πλαίσια της κατανόησης της μίας από την άλλη ως αδελφής εκκλησίας και όχι ως αίρεσης. Ίσως να διαφωνείτε με αυτό αλλά αυτή είναι η επίσημη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και επί της ουσίας πείτε σε τι διαφωνείτε με την παραίνεση του Πάπα που σας οδήγησε στο σχόλιό σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήἩ Μία Ἁγία Καθολικὴ (Ὀρθόδοξος) καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία κατέκρινε τὸν Παπισμὸν ὡς αἵρεσιν, καὶ τοὺς ὀπαδοὺς ταύτης παπικοὺς ὡς αἱρετικούς...
ΑπάντησηΔιαγραφήἘγκυκλίου Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν 1848, Μ. 385
*****
Τελικά οι Άγιοι όλων των αιώνων έκαναν λάθος, και Ιεράρχες και Πατριάρχες κλπ. και το σωστό το βρήκαν μερικοί ανάσκητοι και αβίωτοι στοχαστές και φιλοσοφούντες, δίχως καμία γνώση κυκλικώς περιστρεφόμενης ενέργειας στήν καρδιά. (τι είναι αυτό; θα κοιτάζουν με απορία, και αποστροφή..)
Αξιότιμε Ανώνυμε 21 Φεβρουαρίου 2024 στις 8:11 π.μ. ειδικά αυτός ο Ρ/Κ Πάπας, όσα κι΄αν μας χωρίζουν, λέει και γράφει πολλές Χριστιανικές αλήθειες. Υπάρχουν και κάποιοι δικοί μας που θέλουν να γυρίσουμε στην εποχή του ξυσίματος των εικόνων για φάρμακο .
ΑπάντησηΔιαγραφή"Οι Λατίνοι δέν είναι μόνον σχισματικοί, αλλά καί αιρετικοί....Εμείς λοιπόν αποσχιστήκαμε από αυτούς, όχι για κάτι άλλο παρά για το ότι είναι αιρετικοί. Γι αυτό δέν πρέπει καθόλου να ενωθούμε με αυτούς, αν δέν βγάλουν την προσθήκη από το Σύμβολο καί δέν ομολογήσουν το Σύμβολο όπως εμείς."
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγιος Μαρκος Ευγενικός, Επίσκοπος Εφέσου (Mansi 31A, 885DE)
Από τον καιρό του Αγίου Μάρκου έχουν αλλάξει πολλά. Πήγαινε σε οποιανδήποτε ναό Ρ/Κ στην Ελλάδα και θα ακούσης το ίδιο Πιστεύω όπως το δικό μας των Ορθοδόξων. Γράψε κάτι σημαντικότερο και άσε τις ανοησίες.
ΑπάντησηΔιαγραφή«Στῶμεν καλῶς• στῶμεν μετά φόβου…».
ΑπάντησηΔιαγραφήἈπό τήν κατωτέρω διεύθυνση καί ἀπό ἄρθρο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου μεταφέρω ἀποσπασματικά:
http://aktines.blogspot.com/2009/08/blog-post_3861.html
«Η πρόσφατη έλευση του Πάπα στην Ελλάδα συνετέλεσε και στην ανάδειξη μιας τραγικής πραγματικότητος στο ότι, δηλαδή, μερικοί εκκλησιαστικοί άρχοντες διακρίνονται από τον τραγικό αυτό διαχριστιανικό και διαθρησκειολογικό συγκρητισμό. Αυτή είναι η μεγαλύτερη πλάνη της εποχής μας, ο μεγαλύτερος και ισχυρότερος πειρασμός. Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να μελετούμε τα έργα των αγίων Πατέρων και να δεχόμαστε πνευματική καθοδήγηση από τους αγίους, ώστε να αποκτήσουμε ορθόδοξη θεολογική εκκλησιαστική συνείδηση για να ορθοτομούμε τον λόγο της αληθείας, ιδιαιτέρως εμείς οι Κληρικοί και μάλιστα οι Επίσκοποι, διότι με τον τρόπο αυτό θα ξεχωρίσουμε την αλήθεια από την πλάνη.
«Εκκλησιαστική Παρέμβαση», Δεκέμβριος 2002»
Γιά δέ τίς βασικές δογματικές κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ, οἱ ὁποῖες πέραν ἀπό τό πρωτεῖον, τό Filioque καί τό ἀλάθητον, εἶναι καί ἡ διδασκαλία περί κτιστῆς Θείας Χάρις, ἀντιγράφω ἀπό τήν κατωτέρω διεύθυνση:
https://www.impantokratoros.gr/papismos-kakodoxies.el.aspx
«Γράφει σχετικά ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης: «Μέχρι σήμερα οι Δυτικοί θεωρούν κτιστή την θεία Χάρι, την ενέργεια του Θεού. Είναι δυστυχώς και τούτο μία από τις πολλές διαφορές μας, που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρώς υπ' όψιν στο θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Δεν είναι μόνο το filioque, το πρωτείο εξουσίας και το «αλάθητο» του πάπα, από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Παπικών. Είναι και τα ανωτέρω. Αν δεν δεχθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί ότι η Χάρις του Θεού είναι άκτιστος, δεν μπορούμε να ενωθούμε μαζί τους, έστω κι' αν, δεχθούν όλα τα άλλα. Διότι ποιος θα ενεργήση την θέωσι, αν η θεία Χάρις είναι κτίσμα κι' όχι άκτιστος ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος;».
Ὅσο γιά τούς φίλους σχολιαστές σχετικά μέ τό ἄν ἔχει καταδικαστεῖ ὁ Παπισμός, μεταφέρω ἀποσπασματικά ἀπό τήν κατωτέρω διεύθυνση:
https://www.impantokratoros.gr/22D168D7.el.aspx
«Ο Παπισμός έχει καταδικαστεί κατά καιρούς από διάφορες Συνόδους για τις αιρετικές του διδασκαλίες.
● Η Γ’ και Δ’ Οικουμενικές Σύνοδοι (431, 451) καταδικάζουν ως αιρετικό όποιον προκαλέσει αλλαγή στο Σύμβολο της Πίστεως. Οι Παπικοί πρόσθεσαν, όπως είπαμε, το Filioque.
● Η Σύνοδος που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη επί Μ. Φωτίου το 879-880 καταδίκασε την αίρεση του Filioque.
● Η Σύνοδος που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη επί αγ. Γρηγορίου Παλαμά το 1351 καταδίκασε την αίρεση για τη «κτιστή χάρη».
● Στα νεώτερα χρόνια οι Πατριάρχες της Ανατολής καταδίκασαν επανειλημμένως τον Παπισμό σε Συνόδους που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη (1722, 1727, 1755, 1838, 1848, 1895).
Αλλά και όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας, χωρίς καμμιά εξαίρεση, όπως ο Μέγας Φώτιος, ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Νεκτάριος Πενταπόλεως κ.ά., καταδικάζουν τους Παπικούς ως αιρετικούς. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τα λόγια του αγ. Μάρκου του Ευγενικού: «Τους αποστραφήκαμε ως αιρετικούς και γι’ αυτό χωριστήκαμε απ’ αυτούς… είναι αιρετικοί και ως αιρετικούς τους αποκόψαμε».»
Μέ ἐκτίμηση
Θεόδωρος Σ.
Θα ήθελα να σχολιάσω κάποια σημεία του μακροσκελούς σχολίου του Ανώνυμου.
ΑπάντησηΔιαγραφή1) Το απόσπασμα από το άρθρο του Μητροπολίτη Ναύπακτου εκφράζει την προσωπική του άποψη και όχι την επίσημη θέση της Ιεραρχίας αλλιώς η Εκκλησία της Ελλάδος δεν θα συμμετείχε στους θεολογικούς διαλόγους.
2) Το να βάζεις τις Γ και Δ Οικουμενικές Συνόδους να καταδικάζουν αναδρομικά τη Δυτική Εκκλησία για την εισαγωγή του Filioque στο Σύμβολο της Νικαίας είναι αν μη τι άλλο σοφιστεία. Σύμφωνα με το αναρτημένο άρθρο Η Σύνοδος του 879/880 στον ιστότοπο http://www.fhw.gr/projects/agiasofia/aksonas4.php η Σύνοδος δεν ασχολήθηκε καθόλου με το δογματικό ζήτημα του Filioque. Σε ότι αφορά το δογματικό ζήτημα καθαυτό πράγματι η ΡΚΕ εισήγαγε τη φράση και «εκ του Υιού» αυθαίρετα , ωστόσο, από καθολική άποψη, η προσθήκη αυτή αποσκοπεί στην αποσαφήνιση της στενής σχέσης εντός της Αγίας Τριάδας και όχι στην υπονόμευση του μοναδικού ρόλου του Πατέρα ως πηγή εντός της Θεότητας. Η ΡΚΕ ερμηνεύει αυτό το στοιχείο με τρόπο που αποσκοπεί στην επιβεβαίωση της συνθετικής ενότητας του Πατέρα και του Υιού και όχι στην υπόδειξη μιας διπλής πορείας με τρόπο που να διαιρεί την ουσία της Τριάδας. Εξάλλου έχει επιχειρηματολογήθει επαρκώς ότι υπάρχει σημασιολογική διαφορά μεταξύ του λατινικού ρήματος procedere που χρησιμοποιείται στο λατινικό κείμενο και στο εκπορεύεσθαι που χρησιμοποιείται στο πρωτότυπο. Το πρώτο χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα για να μεταφράσει έναν αριθμό όρων που δηλώνουν καταγωγή, κανένας από τους οποίους όμως δεν έχει τη σημασιολογική βαρύτητα της εκπήγασης που προσδίδει ο ελληνικός όρος. Εξάλλου και ο Μάξιμος ο Ομολογητής στην επιστολή του Προς Μαρίνον (PG 91:136) υποστηρίζει αυτή τη θέση και συμπεραίνει ότι οι Λατίνοι με την έκφραση filioque εννοούν «διά του Υιού» ἵνα τό δι᾿ αὐτοῦ προϊέναι δηλώσωσι· καί ταύτῃ τό συναφές τῆς οὐσίας καί ἀπαράλλακτον παραστήσωσι» Ενώ παρακάτω στην επιστολή γράφει ότι οι Ρωμαίοι έχουν κατηγορηθεί για πράγματά που είναι λάθος να κατηγορούνται ενώ οι Βυζαντινοί έχουν δικαίως κατηγορηθεί (εννοεί για Μονοθελητισμό).
3) Το παπικό αλάθητο περιορίζεται σε συγκεκριμένες, σπάνιες συνθήκες, όταν ο πάπας ορίζει ένα δόγμα σχετικά με την πίστη ή την ηθική που πρέπει να τηρείται από ολόκληρη την Εκκλησία, ριζωμένο στην πεποίθηση ότι το Άγιο Πνεύμα προστατεύει την Εκκλησία από την πλάνη σε αυτά τα θέματα. Με άλλα λόγια ο πάπας δεν είναι αλάθητος όταν εκφέρει προσωπική άποψη για θέματα της Εκκλησίας ή και της κοινωνίας. Εξάλλου, μόνο σε 2-3 περιπτώσεις έχει γίνει χρήση του αλάθητου από τότε που θεσπίστηκε ως δόγμα. Για να μην παρεξηγηθώ δεν υπερασπίζομαι το Αλάθητο απλώς το εξηγώ. Η εκκλησιολογία της ΡΚΕ για ιστορικούς λόγους έχει συγκεντρωτικό χαρακτήρα αλλά αυτό δεν την καθιστά αιρετική.
4) Άκτιστη/κτιστή χάρη: Η ΡΚΕ δεν διδάσκει ότι η ίδια η θεία χάρη είναι μια δημιουργημένη οντότητα με τον ίδιο τρόπο που δημιουργούνται τα απτά αντικείμενα ή ακόμη και τα πνευματικά πλάσματα (όπως οι άγγελοι). Αντίθετα, η καθολική θεολογία κάνει διάκριση μεταξύ "κτιστής χάρης" και "άκτιστης χάρης" σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για να διατυπώσει πτυχές του τρόπου με τον οποίο η χάρη του Θεού λειτουργεί στην ψυχή του πιστού και στον κόσμο. O ‘όρος Κτιστή Χάρηαυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα αποτελέσματα ή τις εκδηλώσεις της χάρης του Θεού στην ψυχή, όπως η αγιαστική χάρη ή οι θεολογικές αρετές (πίστη, ελπίδα και φιλανθρωπία). Αυτές ονομάζονται "κτιστές" όχι επειδή η ίδια η χάρη είναι κτίσμα, αλλά επειδή η πρόσληψή της επιφέρει μια νέα δημιουργία μέσα στον πιστό, μεταμορφώνοντας και ανυψώνοντας την ανθρώπινη φύση ώστε να συμμετέχει στη θεία ζωή. Η ορθόδοξη κριτική της ρωμαιοκαθολικής κατανόησης της χάρης, ιδιαίτερα ο ισχυρισμός ότι η ΡΚΕ διδάσκει ότι η θεία χάρη "δημιουργείται", αγγίζει βαθιές θεολογικές αποχρώσεις και διαφορές στην έκφραση ενός κοινού μυστηρίου της πίστης. Είναι σημαντικό να προσεγγίσουμε αυτές τις διακρίσεις με εκτίμηση της πολυπλοκότητας της θεολογικής γλώσσας και της ιστορικής εξέλιξης του δόγματος μέσα σε κάθε παράδοση.
Τα εσωτερικά των εκκλησιων δεν τα γνωρίζω και δεν με αφορούν. Με βάπτισαν ορθόδοξο και όλα καλά. σε αυτά που λέει ο Φραγκίσκος έχει δίκιο ας τα ακούσουν οι ηγέτες της εκκλησίας μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή««ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ»
ΑπάντησηΔιαγραφή(Β΄ Τιμ. β΄5).
Ἐπειδή δέν ζοῦμε σέ κοινωνία ἀγγέλων καί ὁ ἀρχέκακος ὄφις, ὁ Σατανᾶς, δέν ἔπαψε, οὔτε πρόκειται νά πάψει ποτέ νά πολεμᾶ καί νά διαβάλλει (ἐξ οὗ καί διάβολος) τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ παντοίους τρόπους, ἔτσι καί σήμερα προσβάλλει καί μάχεται τήν στενή σχέση δόγματος καί ζωῆς πού διέπει καί ἐκφράζει τόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς καί λατρείας.
Γοητευόμαστε ἀπό ὡραία λόγια καί πρᾶξεις καί παραβλέπουμε τήν ὀρθή πίστη.
Ὅμως κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ πρέπει νά στηρίζεται καί νά θεμελιώνεται ἐπί τῶν ὀρθῶν δογμάτων τῆς Πίστεως:
«Οὐδέν γάρ ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων· ὥσπερ οὖν οὐδέ τοὐναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐάν βίος ᾖ διεφθαρμένος».
Εἶναι ἀπαραίτητο δηλαδή νά συνυπάρχουν τό ὑγιές, τό ὀρθό δόγμα, ἡ ὀρθοδοξία, μέ τόν καθαρό, τόν ἅγιο βίο, τήν ὀρθοπραξία, γιά νά ἐπιτύχουμε τή σωτηρία μας.
Στήν αἵρεση καί τό σχίσμα δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ δυνατότητα σωτηρίας διότι στεροῦνται τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς ἀποκομμένοι ἐκ τῆς Ἀληθείας.
Ἀντίθετα, στό χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἡ παρουσία τῆς Θείας Χάριτος ταυτοποιεῖται ἀπό τό πλῆθος τῶν ἁγίων της.
Ἡ ἁγία βιοτή τους, σέ συνάρτηση μέ τή σταθερἠ καί ἀταλάντευτη προσήλωσή τους στά δόγματα τῆς Πίστεως, τούς ἀνέδειξαν σέ δοχεῖα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Κάτω ἀπό αὐτή τήν προοπτική καταγράφονται οἱ κατωτέρω γνῶμες ἁγίων σχετικά μέ τίς δογματικές παρεκλίσεις καί κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ λαμβάνοντας αὐτές ὡς ἐλλάμψεις ἁγιοπνευματικές.
Σχετικά μέ τό Filioque ὁ Μέγας Φώτιος:
«Διά τί δέ καί ἐκπορευθείη τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα; Εἰ γάρ ἡ ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπόρευσις τελεία (τελεία δέ, ὅτι Θεός τέλειος ἐκ Θεοῦ τελείου), τίς ἡ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπόρευσις; καί διά τί; περιττόν γάρ ἄν εἴη τοῦτο καί μάταιον.» καί μέ ἀτράνταχτα θεολογικά ἐπιχειρήματα καταδεικνύει τήν διδασκαλία αὐτή ὡς αἱρετική.
Ἔκτοτε ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐμμένει στήν κακοδοξία της καί «ἐπί τῆς ἁγίας Τριάδος δύο εἰσάγειν αἴτια, Υἱοῦ μέν καί Πνεύματος τόν Πατέρα, τοῦ Πνεύματος δέ πάλιν τόν Υἱόν, καί εἰς διθεῒαν τήν μοναρχίαν λύειν, ...... καί τῆς ὑπερουσίου καί μοναρχικῆς Τριάδος ἐξυβρίζειν τό ἀξίωμα;».(Μ.Φωτίου Ἑπιστολή Δ΄, θ΄).
Γιά τό ἀλάθητο ὁ Ἅγιος Νεκτάριος:
«Διὰ τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπώλεσε τὴν πνευματικήν της ἐλευθερίαν, ἀπώλεσε τὸν στολισμὸν αὐτῆς, ἐκλονίσθη ἐκ βάθρων, ἐστερήθη τοῦ πλούτου τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ· ἀπὸ πνεύματος δὲ καὶ ψυχῆς κατέστη ἄναυδον σῶμα».
Γιά τά περί κτιστῆς καί ἄκτιστης Θείας Χάρις ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς:
«Ημείς εκ μέν των ενεργειών γνωρίζειν λέγομεν τον Θεόν ημών, τη δε ουσία Αυτού προσεγγίζειν ουχ υπισχνούμεθα. Αι μεν γαρ ενέργειαι Αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία Αυτού απρόσιτος μένει»
Καί ὑποστηρίζει πώς ἡ ὕπαρξη διάκρισις μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ χαρίζει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα νά θεωθεῖ ὡς μετέχων στίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του.
«ακατάληπτος και απερινόητος κατά την ουσίαν Θεός καθίσταται προσιτός εις τους ανθρώπους δια των ενεργειών του. Ο άνθρωπος μετέχων των θείων ενεργειών ή της θείας χάριτος λαμβάνει κατά χάριν ό,τι ο Θεός κατέχει κατ’ ουσίαν».
Καί φέρνει τό παράδειγμα τοῦ ἡλίου γιά τήν κατανόηση τῶν ὅσων ἁγιοπνευματικῶς ἰσχυρίζεται.
«Η μεν θεία υπερουσιότης ουδέποτε πληθυντικώς καλείται∙ η δε του Θεού θεία και άκτιστος χάρις και ενέργεια μεριζομένη αμερίστως, κατ’ εικόνα της ηλιακής ακτίνος, ή και θερμαίνει και φωτίζει και ζωοποιεί και αύξει, τοις τε λαμπομένοις την οικείαν ενίησι λαμπρότητα, και τοις οφθαλμοίς των ορώντων επιφαίνεται, κατά ταύτην γουν ως κατ’ αμυδράν εικόνα, και η θεία του Θεού ενέργεια, ου μία μόνον, αλλά και πολλαί καλούνται…».
Ἕνεκα τούτων ἀναπέμπομεν:
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Μέ ἐκτίμηση,
Θεόδωρος Σ.
Αγαπητέ Θεόδωρε,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπανέρχομαι με ένα τελευταίο σχόλιο μόνο για διασαφήνιση κάποιων πραγμάτων γιατί εμείς οι ορθόδοξοι θωρούμε ότι παίζουμε στα δάχτυλα τόσο την ορθόδοξη θεολογία όσο και την καθολική και η συνήθης πρακτική της ορθόδοξης απολογητικής έναντι του ρωμαιοκαθολικισμού είναι η αναπαραγωγή των ίδιων σχημάτων και των ίδιων τσιτάτων πολλές φορές χρησιμοποιούμενα εκτός της ιστορικής στους συνάφειας και με την έπαρση ότι εμείς ξέρουμε τι εννοούν εκείνοι καλύτερα από εκείνους. Ένα δε συνηθισμένο λάθος που κάνουμε είναι να ασκούμε κριτική στη ΡΚΕ με όρους του 11ου αιώνα αγνοώντας ότι η καθολική θεολογία έχει προχωρήσει πολύ από τότε (δεν ξέρω για την ορθόδοξη) και σε αρκετά πράγματα που υπήρχε διαφοροποίηση μεταξύ των δύο έχει δείξει δείγματα σύγκλισης. Θα σταθώ σε ένα θέμα για να καταδείξω τη σύγχυση και πολλές φορές ηθελημένη ταύτιση πραγμάτων που δεν έπρεπε να ταυτίζονται. Επειδή το έθιξες στο σχόλιο σου αναφέρομαι στη διαμάχη Παλαμά Βαρλαάμ. Οι θέσεις του Βαρλαάμ δεν υιοθετήθηκαν από τη ΡΚΕ στη μορφή που τις παρουσίασε. Ο λόγος που σκοπίμως γίνεται αυτή η ταύτιση είναι ότι μετά την καταδίκη των θέσεων του από την Ορθόδοξη Εκκλησία επέστρεψε στην Ιταλία και ευθυγραμμίζοντας τον εαυτό του με την ΡΚΕ έγινε επίσκοπος της Γκεράτσε. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες θεολογικές αποχρώσεις του επιχειρήματός του κατά του ησυχασμού δεν έγιναν μέρος της καθολικής διδασκαλίας. Η διάκριση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού, που αποτελεί κεντρικό σημείο της παλαμικής θεολογίας, παραμένει σημείο θεολογικής διαφοράς μεταξύ της Ορθόδοξης και της ΡΚΕ με την τελευταία να μην υιοθετεί επίσημα ούτε τις διακρίσεις του Παλαμά ούτε τις επικρίσεις του Βαρλαάμ.
Στην Ανατολική Ορθόδοξη θεολογία, αυτή η διάκριση είναι κεντρική για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να βιώσουν τον Θεό. Ο Γρηγόριος Παλαμάς, υποστήριξε ότι ενώ η ουσία του Θεού είναι ακατανόητη και απρόσιτη στα ανθρώπινα όντα, οι ενέργειές Του, οι οποίες είναι άκτιστες μας επιτρέπουν να βιώσουμε τον Θεό άμεσα. Η δυτική χριστιανική σκέψη, ιδιαίτερα μετά το Μεγάλο Σχίσμα, τείνει να απορρίπτει αυτή την πραγματική διάκριση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού, θεωρώντας ότι μια τέτοια διάκριση ενδεχομένως εισάγει διαίρεση εντός της Τριάδας ή υποδηλώνει μια μορφή πολυθεϊσμού. Η καθολική θεολογία έχει παραδοσιακά τονίσει την απλότητα του Θεού, χωρίς να κάνει μια τυπική διάκριση μεταξύ της ουσίας του Θεού και των ενεργειών ή των ενεργειών Του, όπως τις βιώνει η δημιουργία. Ενώ αναγνωρίζει το μυστήριο του Θεού και την πραγματικότητα της χάρης, η καθολική θεολογία δεν υιοθετεί επίσημα τη διάκριση ουσίας-ενεργειών, όπως διατυπώθηκε από τον Παλαμά. Σύμφωνα με τον Meyendorff (Gregory Palamas – The Triads, 1983) , στα τέλη του εικοστού αιώνα παρατηρήθηκε μια αλλαγή στη στάση των Ρωμαιοκαθολικών θεολόγων απέναντι στον Παλαμά, μια "αποκατάστασή" του που οδήγησε σε αυξανόμενα τμήματα της Δυτικής Εκκλησίας να τον θεωρούν άγιο, έστω και αν δεν έχει αγιοκαταταχθεί. Σύμφωνα δε με τους Christensen and Wittung (Partakers of the Divine Nature, 2007) oρισμένοι δυτικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ της διδασκαλίας του Παλαμά και της καθολικής σκέψης σχετικά με τη διάκριση.
Φυσικά όλα αυτά για τον μέσο πιστό είναι ψιλά και δυσνόητα γράμματα και εν τέλει δεν τον αφορούν αφού η προσπάθεια ο Χριστιανός να ζει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο είτε είναι ορθόδοξος είτε καθολικός είτε διαμαρτυρόμενος δεν εξαρτάται από αν μπορεί διαχωρίσει τις άκτιστές ή τις κτιστές ενέργειες αλλά από την πιστότητα του στο λόγο του Χριστού. Το δε Σχίσμα γνωρίζουμε όλοι ότι έγινε λόγω πολιτικών διαμαχών, πολιτιστική αποξένωση και προσωπικών φιλοδοξιών. Η απλώς θεολογία εργαλιοποιήθηκε στην υπηρεσία αυτών των σκοπιμοτήτων.
Με εκτίμηση
Αλέξαδρος Ν.
Αγαπητέ Θεόδωρε,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπανέρχομαι με ένα τελευταίο σχόλιο μόνο για διασαφήνιση κάποιων πραγμάτων γιατί εμείς οι ορθόδοξοι θωρούμε ότι παίζουμε στα δάχτυλα τόσο την ορθόδοξη θεολογία όσο και την καθολική και η συνήθης πρακτική της ορθόδοξης απολογητικής έναντι του ρωμαιοκαθολικισμού είναι η αναπαραγωγή των ίδιων σχημάτων και των ίδιων τσιτάτων πολλές φορές χρησιμοποιούμενα εκτός της ιστορικής στους συνάφειας και με την έπαρση ότι εμείς ξέρουμε τι εννοούν εκείνοι καλύτερα από εκείνους. Ένα δε συνηθισμένο λάθος που κάνουμε είναι να ασκούμε κριτική στη ΡΚΕ με όρους του 11ου αιώνα αγνοώντας ότι η καθολική θεολογία έχει προχωρήσει πολύ από τότε (δεν ξέρω για την ορθόδοξη) και σε αρκετά πράγματα που υπήρχε διαφοροποίηση μεταξύ των δύο έχει δείξει δείγματα σύγκλισης. Θα σταθώ σε ένα θέμα για να καταδείξω τη σύγχυση και πολλές φορές ηθελημένη ταύτιση πραγμάτων που δεν έπρεπε να ταυτίζονται. Επειδή το έθιξες στο σχόλιο σου αναφέρομαι στη διαμάχη Παλαμά Βαρλαάμ. Οι θέσεις του Βαρλαάμ δεν υιοθετήθηκαν από τη ΡΚΕ στη μορφή που τις παρουσίασε. Ο λόγος που σκοπίμως γίνεται αυτή η ταύτιση είναι ότι μετά την καταδίκη των θέσεων του από την Ορθόδοξη Εκκλησία επέστρεψε στην Ιταλία και ευθυγραμμίζοντας τον εαυτό του με την ΡΚΕ έγινε επίσκοπος της Γκεράτσε. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες θεολογικές αποχρώσεις του επιχειρήματός του κατά του ησυχασμού δεν έγιναν μέρος της καθολικής διδασκαλίας. Η διάκριση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού, που αποτελεί κεντρικό σημείο της παλαμικής θεολογίας, παραμένει σημείο θεολογικής διαφοράς μεταξύ της Ορθόδοξης και της ΡΚΕ με την τελευταία να μην υιοθετεί επίσημα ούτε τις διακρίσεις του Παλαμά ούτε τις επικρίσεις του Βαρλαάμ.
Στην Ανατολική Ορθόδοξη θεολογία, αυτή η διάκριση είναι κεντρική για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να βιώσουν τον Θεό. Ο Γρηγόριος Παλαμάς, υποστήριξε ότι ενώ η ουσία του Θεού είναι ακατανόητη και απρόσιτη στα ανθρώπινα όντα, οι ενέργειές Του, οι οποίες είναι άκτιστες μας επιτρέπουν να βιώσουμε τον Θεό άμεσα. Η δυτική χριστιανική σκέψη, ιδιαίτερα μετά το Μεγάλο Σχίσμα, τείνει να απορρίπτει αυτή την πραγματική διάκριση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού, θεωρώντας ότι μια τέτοια διάκριση ενδεχομένως εισάγει διαίρεση εντός της Τριάδας ή υποδηλώνει μια μορφή πολυθεϊσμού. Η καθολική θεολογία έχει παραδοσιακά τονίσει την απλότητα του Θεού, χωρίς να κάνει μια τυπική διάκριση μεταξύ της ουσίας του Θεού και των ενεργειών ή των ενεργειών Του, όπως τις βιώνει η δημιουργία. Ενώ αναγνωρίζει το μυστήριο του Θεού και την πραγματικότητα της χάρης, η καθολική θεολογία δεν υιοθετεί επίσημα τη διάκριση ουσίας-ενεργειών, όπως διατυπώθηκε από τον Παλαμά. Σύμφωνα με τον Meyendorff (Gregory Palamas – The Triads, 1983) , στα τέλη του εικοστού αιώνα παρατηρήθηκε μια αλλαγή στη στάση των Ρωμαιοκαθολικών θεολόγων απέναντι στον Παλαμά, μια "αποκατάστασή" του που οδήγησε σε αυξανόμενα τμήματα της Δυτικής Εκκλησίας να τον θεωρούν άγιο, έστω και αν δεν έχει αγιοκαταταχθεί. Σύμφωνα δε με τους Christensen and Wittung (Partakers of the Divine Nature, 2007) oρισμένοι δυτικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ της διδασκαλίας του Παλαμά και της καθολικής σκέψης σχετικά με τη διάκριση.
Φυσικά όλα αυτά για τον μέσο πιστό είναι ψιλά και δυσνόητα γράμματα και εν τέλει δεν τον αφορούν αφού η προσπάθεια ο Χριστιανός να ζει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο είτε είναι ορθόδοξος είτε καθολικός είτε διαμαρτυρόμενος δεν εξαρτάται από αν μπορεί διαχωρίσει τις άκτιστές ή τις κτιστές ενέργειες αλλά από την πιστότητα του στο λόγο του Χριστού. Το δε Σχίσμα γνωρίζουμε όλοι ότι έγινε λόγω πολιτικών διαμαχών, πολιτιστική αποξένωση και προσωπικών φιλοδοξιών. Η απλώς θεολογία εργαλιοποιήθηκε στην υπηρεσία αυτών των σκοπιμοτήτων.
Με εκτίμηση
Αλέξαδρος Ν.
«ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ.»
ΑπάντησηΔιαγραφή(Ματθ. ιβ΄37)
Ἀγαπητἐ Ἀλέξανδρε Ν.,
ἡ περιχάραξη καί ὁριοθέτηση τῆς Πίστεώς μας, «ἐξ ἄκρας συλλήψεώς της», ὑπῆρξε ἕνα ἀπό τά πρωταρχικά καί βασικά μελήματα τοῦ ἰδίου τοῦ Ἀρχηγοῦ καί θεμελιωτή της, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέ συνεχεῖς νουθεσίες, παραινέσεις καί συμβουλές ὅπως:«προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες» (Ματθ. ζ΄15), «βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ» (Ματθ. κδ΄4) κ.α.
Στή συνέχεια ἐπακολούθησαν οἱ ὑποδείξεις, παρακινήσεις καί προτροπές τῶν μαθητῶν Του καί Ἀποστόλων γιά τήν διαφύλαξη καί περιφρούρηση αὐτῆς ὅπως «Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν.» (Β΄ Θεσ. β΄15), «Βλέπετε ἑαυτοὺς͵ ἵνα μὴ ἀπολέσητε ἃ εἰργάσασθε͵ ὅτι πολλοὶ πλάνοι ἐξῆλθον εἰς τὸν κόσμον» (Β΄ Ἰωάν. α΄8), «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾿ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω.» (Γαλ. α΄8-9), «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ. γ΄10) κ.α.
Ἀκολούθως οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὀρθοτόμησαν καί διατύπωσαν τά δόγματά της πού διέπουν καί ὁριοθετοῦν τήν «ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις» πίστη καί μᾶς παρέχουν τά ἐχέγγυα τοῦ ὀρθοῦ προσανατολισμοῦ μας σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μᾶς ὁδηγοῦν μετά βεβαιότητος διά τῶν ἁγιαστικῶν Μυστηρίων στήν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ σωτηρία μας.
Ἀγαπητέ Ἀλέξανδρε Ν.,
ὅλα τά παραπάνω τά ἀναφέρω καθόσον ἐν τῆ ρύμη τοῦ λόγου σας χαρακτηρίσατε ὡς «σοφιστεία» τήν ἐπίκληση τῶν Γ΄καί Δ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπαξιώνοντας ἔτσι τήν διαχρονική ἰσχύ τῆς καταδίκης ὅσων προβοῦν σέ προσθαφαίρεση ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Ὁ ἀφυπνιστικός λόγος τοῦ Χριστοῦ, οἱ παραινέσεις τῶν μαθητῶν Του καί οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων σκοπόν ἔχουν τόσο τόν προσδιορισμό τῶν ὁρίων (δόγματα) τῆς Πίστεως ἐντός τῶν ὁποίων «κινούμεθα καὶ ἐσμέν» ὅσο καί τήν ἐπισήμανση τῶν εὐθυνῶν πού μᾶς βαραίνουν γιά τήν ὑπεράσπιση, φροντίδα καί φύλαξη τῆς Πίστεως ἀπό κάθε διαστρέβλωση, ἀπόκλιση, συμβιβασμό καί ὑποκειμενικές ἀντιλήψεις περί αὐτῆς μέ χρονικό ὁρίζοντα ισχύος ἕως συντελείας τῶν αἰώνων.
Ἀκόμη, ἡ παράθεση τῶν ἀνωτέρω ἀφορᾶ καί τό ὁμολογουμένως περίεργο ἄν ὄχι ἀκατανόητο σκεπτικό σας γιά ὀρθόδοξο χριστιανό ὅτι:
«όλα αυτά για τον μέσο πιστό είναι ψιλά και δυσνόητα γράμματα και εν τέλει δεν τον αφορούν αφού η προσπάθεια ο Χριστιανός να ζει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο είτε είναι ορθόδοξος είτε καθολικός είτε διαμαρτυρόμενος δεν εξαρτάται από αν μπορεί διαχωρίσει τις άκτιστές ή τις κτιστές ενέργειες αλλά από την πιστότητα του στο λόγο του Χριστού.»
Ἐπιτρέψτε μου τήν ἐπισήμανση γιά τό συλλογισμό αὐτό, πώς δέν θά ἦταν καθόλου ὑπερβολικό ἄν τόν χαρακτηρίζαμε ὡς σοφιστεία.
Διότι τί εἶναι σοφιστεία, παρά μιά σκέψη, ἕνα σόφισμα, πού φαινομενικά μέν εἶναι σωστό, ὡστόσο, οὐσιαστικά εἶναι παραπλανητικό καί ἔχει τή δυναμική νά ὁδηγήσει τόν συνομιλητή σέ ἀναληθῆ συμπεράσματα.
Καί στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι ἕνα σόφισμα, πού ἀπαξιώνει τήν Ὁρθόδοξη Πίστη καί τήν ἐξισώνει μέ τίς αἱρέσεις.
Εἶναι ἕνα σόφισμα, πού ἀπομειώνει τούς ὑπέρ πίστεως μαρτυρικούς ἀγῶνες τῶν ἁγίων μας.
Εἶναι ἕνα σόφισμα στήν κυριολεξία ἰσοπεδωτικό πού συγχέει τήν ἀλήθεια μέ τό ψέμα.
Ἀγαπητέ Ἀλέξανδρε Ν.,
μέ συγχωρεῖτε γιά τά ἐκτεθέντα, ἀλλά ὁ τρόπος σκέψης σας μέ ὀδήγησε σέ αὐτά τά συμπεράσματα.
Μέ ἐκτίμηση,
Θεόδωρος Σ.