Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Ἡ ἐξομολογησις - Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ἡ ἐξομολογησις

Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ἡ ἱερὰ ἐξομολόγησις, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε μία διάταξις ἀνθρώπινη. Δὲν εἶνε κά­τι ποὺ τὸ φτειάξαμε ἐμεῖς οἱ παπᾶδες γιὰ νὰ κυ­ριαρχήσουμε ἐπάνω στὶς ψυχές, γιὰ νὰ μάθουμε τὰ μυστικὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ γίνου­με τρόπον τινὰ ἡ μυστικὴ ἀστυνομία τῶν ψυ­χῶν, ὅπως μᾶς κατηγοροῦν οἱ ἄθεοι. Δὲν ἔ­χου­με ἀνάγκη νὰ μάθουμε τὰ μυστικὰ τῶν ἀν­θρώπων. Ὅποιος γνωρίζει τὰ μυστικὰ τῆς καρ­διᾶς του, γνωρίζει τὰ μυστικὰ ὅλου τοῦ κόσμου· δι­ότι ὅ,τι ἔχει ἡ καρδιὰ ἑνὸς ἀνθρώπου, ἔχει ὁ­λόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, ὅπως μία σταγόνα τοῦ ὠκεανοῦ περιέχει ἐν μικρογραφίᾳ ὅ,τι πε­ριέχει ὁ ἀπέραντος ὠκεανός. Δὲν θεσπίσθηκε λοιπὸν γι᾿ αὐτὸ ἡ ἐξομολόγησις. Κι ἂν σημει­ώθηκαν παρεκτροπὲς γύρω ἀπὸ αὐτήν, αὐ­τὲς σημειώθηκαν στὸν παπισμὸ καὶ ὄχι στὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ διακρίνεται πάντοτε γιὰ τὸν σεβασμὸ τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος. Στὴν Ἐκκλησία μας ὁ πνευματικὸς ἀπὸ θείους καὶ ἀνθρώπινους νόμους εἶνε ἐντεταλμένος νὰ θάψῃ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του τὰ μυστικὰ τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν.


Δὲν εἶνε ἡ ἐξομολόγησις κάτι ἀνθρώπινο. Εἶνε μυστήριο, ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ μυστήρια, τὰ ὁποῖα συνέστησε αὐτὸς ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλη­σίας μας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Πότε συνέστησε τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως; Μετὰ τὴν ἔνδοξο ἀνάστασί του, στὸ διάστημα μεταξὺ Ἀναστάσεως καὶ Ἀναλήψεως. Τότε ὁ Κύριος, μεταξὺ τῶν πολυτίμων δωρεῶν ποὺ ἔδωσε στοὺς μαθητάς του, ἔδωσε καὶ αὐτήν· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰω. 20,23).

* * *

Ὡς θεοσύσταστο τὸ μυστήριο αὐτὸ εἶνε ἀ­ναγκαιότατο. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε, ὅτι εἶνε ἡ θύρα τοῦ παραδείσου. Ὑπάρχει σπί­τι χωρὶς πόρτα; Ἀπὸ τὴν πόρτα μπαίνετε μὲ τὸ κλειδὶ ποὺ ἔχετε. Ὅπως λοιπὸν τὸ σπίτι καὶ ἡ ἐκκλησία ἔχουν κεντρικὴ θύρα εἰσόδου, ἔτσι καὶ ὁ παράδεισος ἔχει μία καὶ μόνο πύλη, μία καὶ μόνο θύρα. Εἶνε ἀκόμα ἀνοιχτὴ ἡ θύρα αὐτή· θὰ κλείσῃ ὅμως· σύντομα θὰ κλεί­σῃ. Ἕως ὅτου εἶνε ἀνοικτή, ἂς σπεύσουμε νὰ εἰσέλθουμε δι᾿ αὐτῆς στὴ γαλάζια πατρίδα μας, στὴν αἰωνία βασιλεία καὶ μακαριότητα.
Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, ποιοί θὰ ἦταν στὸν παράδεισο; Μόνο ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, καὶ κοντὰ σ᾿ αὐτοὺς ὅσοι πέθαναν νήπια. Μὴν τὰ κλαῖτε αὐτὰ τὰ νήπια· μακάρι νὰ μᾶς ἀξίωνε ὁ Θεὸς νὰ πεθαίναμε κ᾿ ἐμεῖς μικρὰ παιδιά, γιὰ νὰ πετάξουμε σὰν ἀγγελούδια στὸν κόσμο τοῦ οὐρανοῦ. Ἕνα μόνο νὰ προσέξετε· νὰ βαπτίζωνται. Γιατὶ ἡ εὐθύνη τῶν γονέων εἶ­­νε μεγάλη ἂν ἀφήσουν παιδὶ νὰ πεθάνῃ ἀ­βάπτιστο. Τὰ βαπτισμένα παιδιὰ πετοῦν σὰν περιστέρια στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων.
Χωρὶς μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι στὸν παράδεισο θὰ ἦταν μόνο οἱ ἄγγελοι καὶ τὰ βρέφη. Ἀπὸ τοὺς ἄλλους κανείς. Σᾶς ἐρωτῶ· ὕ­στερα ἀπὸ τὸ Χριστὸ ποιός ἔρχεται μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος· αὐτὸς «ἡρ­πάγη» μέχρι «τρίτου οὐρανοῦ» καὶ «ἤκου­σεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λα­λῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,2,4). Οὔτε ὅμως αὐτὸς θὰ ἦταν στὸν παράδεισο χωρὶς τὸ μυστήριο τῆς ἐξομο­λογήσεως. Οὔτε Παῦλος, οὔτε Βασίλειος, οὔτε Χρυσόστομος, οὔτε Μέγας Ἀντώνιος, οὔτε κανεὶς ἄλλος ἀνεξαιρέτως.
Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ποὺ θέσπισε τὸ θεῖο τοῦ­­το μυστήριο. Αὐτὸς ἄνοιξε αὐτὴ τὴν πόρτα. Ἔκ­τοτε χιλιάδες καὶ μυριάδες ἁμαρτωλοὶ πλέ­νονται στὰ ῥεῖθρα τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ Ἰ­ορδάνου. Καθαρίζονται, ἁγνίζονται, ἐξαϋλώνονται, καὶ εἰσέρχονται στὸν παράδεισο διὰ τῆς πύλης τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως.
Ἀφοῦ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομο­λογήσεως εἶνε θεοσύστατο καὶ τόσο ἀναγ­καῖο, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε καὶ τὸ πιὸ ἀγαπητό. Θὰ ἔπρεπε «πατεῖς με πατῶ σε» νὰ τρέχουμε σ᾿ αὐτὸ ὅλοι, ἀπὸ τὸν πατριάρχη μέχρι τὸ διᾶ­κο κι ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ μέχρι τὸν τελευταῖο ὑπήκοο καὶ ἀπὸ τὸν ἁγιώτερο μέχρι τὸν ἁμαρτωλότερο ἄνθρωπο. Ἂν κάποιος ἔλεγε ὅτι ἐπάνω στὰ ὕψη τοῦ Ὀλύμπου ὑπάρχει μιὰ βρύσι, ποὺ ὅποιος πάῃ καὶ πλυθῇ στὰ νερά της καὶ μὲ μιὰ χούφτα νερὸ βρέξῃ τὸ πρόσωπό του, ἂν εἶνε ἄσχημος, ἄντρας ἢ γυναίκα, θὰ γίνῃ ὁ ὡραιότερος ἄνθρωπος τῆς γῆς, καὶ ἂν εἶνε γέρος θὰ γίνῃ νέος, καὶ ἂν εἶνε φτωχὸς θὰ γί­νῃ πλούσιος· ἐὰν ὑπῆρχε μιὰ τέτοια πηγὴ καὶ στὰ πιὸ ἀπόκρημνα ὕψη, ὅπου ὅποιος θὰ λουζόταν θ᾿ ἀνακαινιζόταν ἐξ ὁλοκλήρου, ποιός δὲν θὰ πήγαινε; Ὅλοι ἀσφαλῶς θὰ ἔτρεχαν σ᾿ αὐτήν. Ἀλλὰ τέτοια βρύσι, βρύσι ποὺ ῥέει ἀπὸ τὶς πληγὲς τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀπὸ τὰ καρφιὰ τοῦ σταυροῦ του, εἶνε ἡ μετάνοια. Διότι ἡ μετάνοια, ὅπως καὶ ὅλα τὰ μυστήρια, ἔχουν δύναμι, ἀντλοῦν δύναμι, ἀπὸ κάπου. Ἡ πηγὴ ὅλων τῶν μυστηρίων –ἂς μὴ τὸ λησμονοῦμε αὐτό– ποῦ βρίσκεται; Ὅπως ἕνας ποταμὸς ἔχει τὶς πηγές του, ἔτσι καὶ τὰ ἑπτὰ αὐ­τὰ μεγάλα ποτάμια, τὰ ἑπτὰ μυστήρια ἐννοῶ, ἔχουν τὶς πηγές τους. Καὶ οἱ πηγές, ἀπὸ τὶς ὁ­ποῖες ῥέουν διὰ μέσου τῶν αἰώνων τὰ ἑπτὰ αὐ­τὰ μυστήρια, οἱ μεγάλοι καὶ ἀνεξάντλητοι αὐ­τοὶ ποταμοὶ τῆς χάριτος, ποῦ εἶνε; Οἱ πηγὲς τοῦ Ἁλιάκμονος εἶνε πάνω στὴν Πίνδο· καὶ οἱ πηγὲς τοῦ καθενὸς ἀπὸ τὰ ἑπτὰ μυστήρια εἶ­νε τὸ ὄρος Γολγοθᾶ, τὸ φρικτὸ ὄρος Γολγο­θᾶ. Ἀ­πὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε καὶ πά­νω στὴ γῆ ἔπεσαν οἱ ῥανίδες τοῦ αἵματός του, ἀπὸ τότε οἱ ῥανίδες αὐτὲς ἔγιναν ἑπτὰ πο­τάμια, μέσα στὰ ὁποῖα λούζονται οἱ ἄνθρωποι.
Ἕνα λοιπὸν ἀπὸ τὰ ποτάμια αὐτὰ εἶνε καὶ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσε­ως. Καὶ θὰ ἔπρεπε τὸ μυστήριο αὐτὸ νὰ εἶνε πολὺ ἀγαπητό. Καὶ ὅμως τί συμβαίνει; Ἔγινε τὸ πιὸ δυσάρεστο. Εὔκολα τρέχει κανεὶς στὸ γάμο, εὔκολα τρέχει στὴ βάπτισι, εὔκολα στὰ ἄλλα μυστήρια· τοῦτο εἶνε τὸ πιὸ δυσάρεστο μυστήριο. Γιατί; Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ ἀνθρώπους ἕνας ἐξομολογεῖται· αὐτὴ εἶνε ἡ ἀναλογία στὴν Ἑλλάδα. Σὲ πολλὰ μάλιστα ἄλλα μέρη ἀπὸ τοὺς χίλιους ἕνας ἐξομολογεῖται. Κι αὐ­τὸς ὁ ἕνας δὲν μετανοεῖ καὶ δὲν ἐξομολογεῖ­ται ὅπως πρέπει. Ποιά ἡ αἰτία;
Πολλὲς φορὲς ἐρεύνησα τὸ ζήτημα αὐτό. Καὶ τὸ ἐξέτασα ὄχι μόνο ἐγὼ ἀλλ᾿ ἐν συμφωνίᾳ καὶ μὲ ἄλλους πνευματικοὺς πατέρες θεολόγους. Καὶ λέω, ὅτι τὰ αἴτια εἶνε τὰ ἑξῆς. Πρῶτον ἄγνοια τοῦ μυστηρίου. Δεύτερον συκοφαντία καὶ παρεξήγησις. Τρίτον σκάνδαλα πνευματικῶν πατέρων. Τέταρτον ἔλλειψις πνευ­ματικῶν. Πέμπτον… Ἕκτον… Ἕβδομον…
Πέστε ὅσα θέλετε· τὰ παραδέχομαι. Τὸ κυριώτερο ποιό εἶνε; Τὸ κυριώτερο ἐμπόδιο, ἕ­νεκα τοῦ ὁποίου οἱ ἄνθρωποι δὲν προσέρχον­ται στὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, εἶ­νε ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρ­χει ἄλλο μυστήριο ποὺ νὰ θίγῃ τὸ ἐγὼ ὅπως ἡ ἐξομολόγησις. Τὸ μυστήριο τοῦτο χτυπάει τὴν ὑπερηφάνεια κατακέφαλα. Καὶ μόνο ὅσοι εἶνε ταπεινὲς ψυχές, αὐτοὶ πᾶνε καὶ ἐξομολογοῦν­ται. Ὅσοι εἶνε ὑπερήφανες ψυχές, δὲν κάμ­πτονται καὶ δὲν προσέρχονται στὸ μυστήριο. Διότι τί εἴπαμε· ὅτι ἡ μετάνοια εἶνε πόρτα τοῦ οὐρανοῦ. Ναί, εἶνε πόρτα, ἀλλὰ μιὰ πόρτα ὄχι εὐρύχωρη. Εἶνε μιὰ πόρτα χαμηλὴ καὶ στενή, εἶνε ἡ «στενὴ πύλη», ὅπως εἶπε ὁ Χριστός (Ματθ. 7,13-14). Καὶ πρέπει ἐσύ, ποὺ κάνεις τὸν ὑψηλὸ καὶ τὸ μεγάλο, νὰ σκύψῃς. Ἔχετε μπῇ ποτὲ μέ­σα σὲ σπήλαια, τὰ ὁποῖα ἔχουν μιὰ μικρὴ ὀπή; Πόσο δυσκολεύεται ὁ ἄνθρωπος νὰ μπῇ, καὶ πόσο στενοχωριέται! Ἀλλ᾿ ἐὰν μπῇ μέσα στὸ σπήλαιο, θὰ δῇ κρυστάλλους, θέαμα ὡ­ραι­ότατο, μαγευτικό.

* * *

Ταπεινώσου λοιπόν, ἄνθρωπε. Χαμήλωσε τὸ ἀνάστημά σου. Γίνε μικρὸς καὶ ταπεινός, καὶ σκύψε μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ πέρασε ἀπὸ τὴν στενὴ πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Ὅπως τὸ φίδι τὸ καλοκαίρι στρυμώχνεται μέσα στοὺς τοίχους κι ἀφήνει τὸ πουκάμισό του γιὰ νὰ πάρῃ καινούργιο πουκάμισο, ἔτσι ἀκρι­βῶς κ᾿ ἐσὺ νὰ στρυμωχτῇς μέσα στὶς ὀπὲς τοῦ Ἐσταυρωμένου, μέσα στὴν πύλη αὐτή, γιὰ νὰ βγῇς κατόπιν ἀφήνοντας τὸ πουκάμισο τῆς ἁ­μαρτίας καὶ νὰ ντυθῇς τὸ νέο χιτῶνα, τὴ λαμ­πρὴ στολὴ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως.
Νά λοιπὸν ποιά εἶνε ἡ κυριώτερη αἰτία τῆς ἀ­ποχῆς ἀπὸ τὸ μυστήριο αὐτό. Αἰτία εἶνε ὁ ἐ­γωισμὸς τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ταπεινοὶ καὶ κα­­τα­φρονεμένοι, ὅπως λέει ὁ Ῥῶσος Ντοστογιέφσκυ, αὐτοὶ πλησιάζουν τὸ μέγα μυστήριο. Οἱ ὑπερήφανες ψυχὲς δὲν πλησιάζουν. Καὶ ζοῦ­με δυστυχῶς τὸν ἐγωισμό. Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐπο­χὴ ποὺ τὸ ἐγὼ τοῦ ἀνθρώπου κυριαρχεῖ. Τὸ ἐ­γὼ ἔγινε εἴδωλο καὶ θεός, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου γονατίζουν οἱ ἄνθρωποι καὶ προσκυνοῦν. Ὅσοι ὅμως εἶνε ψυχὲς ταπεινές, προσέρχον­ται στὸ ἱερὸ τοῦτο μυστήριο καὶ σῴζονται.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου