ΣΑΝ ΤΟ ΝΕΩΤΕΡΟ, Ἢ ΣΑΝ ΤΟΝ
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟ;
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π.
Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ
πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ…» (Λουκ. 15,25)
Ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοί
μου, ἡ δεύτερη τοῦ Τριῳδίου, ὀνομάζεται Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου, ἀπὸ τὴν περίφημη
παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ (βλ.Λουκ. 15,11-32). Εἶνε τὸ διαμάντι, τὸ εὐαγγέλιο τῶν
εὐαγγελίων, ἡ καρδιὰ τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὸ σωσίβιο ποὺ ὅποιος ἁμαρτωλὸς τὸ
πιάσῃ θὰ σωθῇ. Καὶ ἂν τίποτε ἄλλο δὲν ἐδίδασκε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἔφτανε
καὶ μόνη ἡ παραβολὴ αὐτὴ νὰ βεβαιώσῃ, ὅτι αὐτὸς ποὺ τὴν εἶπε δὲν εἶνε ἕνας κοινὸς
ἄνθρωπος· εἶνε ὁ Πλάστης τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ξέρει τόσο καλὰ τὴν ἀνθρώπινη
καρδιά.
Τί μᾶς λέει; Βλέπουμε ἕνα πατέρα μὲ δυὸ παιδιά, ἕνα μεγαλύτερο – ἕνα μικρότερο.
Ὁ μικρὸς φεύγει μακριὰ στὰ ξένα, ζῇ ἀσώτως, ἀλλὰ τέλος μετανοεῖ καὶ ἐπιστρέφει.
Ὁ ἄλλος, ὁ μεγάλος, μένει πάντα κοντὰ στὸν πατέρα.
Οἱ ἱεροκήρυκες μιλοῦν συνήθως γιὰ τὸ μικρό, τὸν ἄσωτο υἱό· ἐγὼ σήμερα θέλω νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸν πρεσβύτερο υἱό. Γιατί; Διότι νομίζω, ὅτι ὅσοι βρισκόμαστε στὴν ἐκκλησία συγγενεύουμε – μοιάζουμε μᾶλλον μ᾽ αὐτόν. Ἂς προσπαθήσω νὰ ζωγραφίσω τὴν εἰκόνα του.
Ὁ πρεσβύτερος υἱός (ἔ.ἀ.
15,25), τὸ μεγάλο παιδί, δὲν ἀκολούθησε τὸ δρόμο τοῦ μικροῦ, δὲν ἐγκατέλειψε τὸν
πατέρα. Ἔμεινε στὸ πατρικό, ἦταν ὑπάκουος, ἔκανε ὅ,τι ἔλεγε ὁ πατέρας. Στενὸ ὅμως
σύνδεσμο μὲ τὸν πατέρα δὲν εἶχε. Μᾶλλον τυπικὰ ἐκτελοῦσε τὶς ὑποχρεώσεις του.
Σὰν νὰ τὸν βλέπω. Πρωὶ – πρωί, προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος, ἔπαιρνε τὴν ἀξίνα, τὰ
γεωργικὰ ἐργαλεῖα, ἔβγαινε στὸν κάμπο, ἔσκαβε – καλλιεργοῦσε τὴ γῆ, καὶ
τὸ δειλινὸ γύριζε στὸ σπίτι. Ἔτσι περνοῦσαν οἱ μέρες· μονότονα, σκληρά,
τυπικά, χωρὶς κάτι πιὸ οὐσιαστικὸ στὴ σχέσι του μὲ τὸν πατέρα. Μὰ κάποτε συνέβη
ἕνα ἔκτακτο ποὺ τὸν τάραξε.
Εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλιος. Κουρασμένος ἐπέστρεφε
ἀπὸ τὸ χωράφι. Καὶ νά, βλέπει ἀπὸ μακριὰ τὸ σπίτι τους φωταγωγημένο (ὅπως γίνεται
σὲ μεγάλες γιορτὲς στὴν Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ φαίνεται ἀπὸ παντοῦ φωταγωγημένη
κι ὁ κόσμος ῥωτάει τί συμβαίνει). Ἔτσι αὐτός, μόλις εἶδε τὸ ἀρχοντικὸ τοῦ
πατέρα, πάνω σὲ λόφο, νὰ κολυμπάῃ στὸ φῶς, ἀποροῦσε· Τί νὰ συμβαίνῃ; αὐτὸ δὲν
ξανάγινε· μήπως μᾶς ἦρθε κανένας ἐπίσημος, κι ὁ πατέρας θέλησε νὰ τὸν τιμήσῃ;…
Πλησιάζει· ἀκούει χαρούμενα τραγούδια καὶ χορούς, ἡ ἀπορία του μεγαλώνει.
Βλέπει κάποιον ὑπηρέτη τους καὶ τὸ ῥωτάει· –Τί συμβαίνει; –Γύρισε ὁ ἀδερφός
σου, λέει ἐκεῖνος μὲ χαρά. Αὐτὸς ὅμως μένει ἀνέκφραστος. Τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ σὰν
ἀδερφός, δὲν ἔπρεπε νὰ χαρῇ;
• Ἤμουν 15 ἐτῶν παιδὶ τὸ 1922 ὅταν
συνέβη ἡ καταστροφὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τριακόσες χιλιάδες στρατός (τ᾽ ἀδέρφια
μας, οἱ πατεράδες μας, συγγενεῖς καὶ φίλοι μας) πολεμοῦσαν ἐκεῖ. Ἐδῶ ὅλοι ἀγωνιοῦσαν.
Μανάδες κι ἀδερφές μας δὲν εἶχαν ὕπνο. Ἄκουγες μὲ πόνο στὶς ἐκκλησιές· Θεέ
μου, νὰ γυρίσουν μὲ καλό!… Ἐπὶ τέλους νά κ᾽ ἔρχονται. Μὰ πῶς; ῾Ράκη, κουρέλια!
μὲ γένεια, ξυπόλητοι, μὲ πόδια ματωμένα, μὲ στολὲς κατεστραμμένες, μὲ τὴν ψυχὴ
στὰ δόντια. Στὴν Πάρο, ὅταν ἀκούστηκε ὅτι ἔρχονται οἱ μαχηταί, βγῆκαν ὅλοι ἔξω
ἀπ᾽ τὸ χωριό. Στὴ συνάντησι ἔπεσαν τ᾽ ἀδέρφια πάνω στ᾽ ἀδέρφια, οἱ μάνες πάνω
στὰ παιδιά, οἱ γυναῖκες στοὺς ἄντρες τους· συγκίνησι βαθειά, κλαυθμὸς
μεγάλος. • Ἄλλο παράδειγμα. Μετὰ ἀπὸ μεγάλο ναυάγιο, ὅταν οἱ διασωθέντες ἦρθαν
στὸν Πειραιᾶ, ἕνας μικρὸς ἀδερφὸς ἀγκάλιασε τὸν μεγαλύτερο καὶ δὲν ξεκολλοῦσε
ἀπὸ πάνω του.
Πρεσβύτερε υἱὲ τῆς παραβολῆς, μεγάλο
παιδὶ τοῦ πατέρα! αὐτὸς ποὺ ἐπέστρεψε ἦταν ναυαγός, ἦταν αἰχμάλωτος. Ὁ
Ντοστογιέφσκυ λέει, ὅτι μπορεῖ νά ᾽νε κανεὶς αἰχμάλωτος στὰ κάτεργα τῆς Σιβηρίας,
χαμάλης ἁλυσοδεμένος ἢ φυλακισμένος μὲ χειροπέδες, κι ὅμως νά ᾽νε ἐλεύθερος, ὅπως
οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου· καὶ μπορεῖ νὰ κυκλοφορῇ μὲν ἐλεύθερος, ἀλλὰ
νά ᾽νε δέσμιος παθῶν.
Ὁ ἄσωτος υἱὸς ἦταν αἰχμάλωτος τῶν σωματικῶν
παθῶν· καὶ μόλις κατώρθωσε, μὲ μιὰ ἀνάτασι ψυχῆς, νὰ σπάσῃ τὰ δεσμὰ τοῦ σατανᾶ,
ν᾽ ἀποδράσῃ ἀπὸ τὴ χώρα τοῦ σκότους στὴ χώρα τοῦ φωτός, ἀπ᾽ τὴ κλαβιὰ στὴ λευτεριά.
Εἶδα αἰχμάλωτο ἀξιωματικὸ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ποὺ τὸν συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι καὶ
τὸν πῆραν στὴ Σεβάστεια, ὁ ὁποῖος ὅταν γύρισε πίσω στὸ χωριό του ἔπεσε
χάμω καὶ φιλοῦσε τὸ χῶμα. Εἶνε γλυκειὰ ἡ πατρίδα, γλυκειὰ ἡ ἐλευθερία. Ὁ ἄσωτος
λοιπὸν ἦταν αἰχμάλωτος· δὲν ἔπρεπε ὁ ἀδελφός του νὰ τὸν ὑποδεχθῇ μὲ χαρά;
Ἦταν ναυαγός, εἶχε σωθῆ ἀπὸ φοβερὸ πέλαγος.
Τὰ ναυάγια σὲ ὠκεανοὺς εἶνε λίγα, σπάνια· τὰ πολλὰ εἶνε κάποια ἄλλα. Δὲν εἶνε
ναυάγιο π.χ. τὸ διαζύγιο ποὺ διαλύει μιὰ οἰκογένεια; δὲν εἶνε ναυάγιο ἡ
χρεωκοπία ἑνὸς ἐμπόρου; δὲν εἶνε ναυάγιο, ἕνα παιδὶ μὲ προσόντα, ποὺ ἡ οἰκογένειά
του ἐλπίζει νά ᾽χῃ μέλλον λαμπρό, νὰ πέφτῃ στὰ χέρια γυναίκας πονηρῆς; δὲν εἶνε
ναυάγιο, τὰ παιδιὰ νὰ παίρνουν δρόμο στραβό;… Ἔτσι ἦταν κι ὁ ἄσωτος· κ᾽ ἔπρεπε
ὁ μεγάλος ἀδελφὸς νὰ τὸν δεχτῇ μὲ χαρά.
Καὶ ὅμως δὲν χάρηκε. Κάθησε ἀπ᾽ ἔξω, δὲν
ἔμπαινε μέσα· κι ἄρχισε νὰ θυμώνῃ, νὰ κακολογῇ. Ποιός τὸν ἐμπόδιζε νὰ μπῇ στὸ
πατρικό του; Ἕνα δαιμόνιο. Ποιό; Ὁ μικρὸς εἶχε τὸ δαιμόνιο τῆς ἀσωτίας, αὐτὸς εἶχε
δαιμόνιο χειρότερο· εἶχε τὸ σατανᾶ ποὺ λέγεται φθόνος. Ὤ ὁ φθόνος! εἶνε ἀρχαῖος
ὅσο κι ὁ ἄνθρωπος. Ὁ φθόνος ἔκανε τὸν Κάιν νὰ σκοτώσῃ τὸν Ἄβελ, ἔκανε τὰ
παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ νὰ ῥίξουν στὸ λάκκο τὸν Ἰωσὴφ καὶ νὰ τὸν πουλήσουν σὲ ἐμπόρους
τῆς Αἰγύπτου. Ὁ φθόνος διαλύει, καταστρέφει. Αὐτὸς λοιπὸν ἔκανε καὶ τὸν
πρεσβύτερο ν᾽ ἀλλάξῃ χρῶμα, νὰ κιτρινίσῃ.
Κάθησε ἔξω καὶ τί ἔκανε; «Ὡργίσθη».
Κατηγοροῦσε τὸν πατέρα ὡς ἄδικο. Σοῦ δουλεύω τόσα χρόνια, λέει, καὶ ποτέ σου δὲν
μοῦ ᾽δωσες ἕνα κατσικάκι νὰ διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου. Μετὰ ἔσταξε φαρμάκι
γιὰ τὸν ἀδελφό του· τὸν εἶπε ἀλήτη. Ἐγὼ νὰ κάθωμαι ἐδῶ νὰ σοῦ δουλεύω, κι αὐτὸς
ὁ ἀλήτης νὰ σοῦ τρώῃ τὴν περιουσία γλεντώντας μὲ πόρνες… Ἀλήτης ὁ ἀδελφός, ἄδικος
ὁ πατέρας.
Ὁ πατέρας βγῆκε ἔξω· –Ντροπή, παιδί
μου, λέει· ἦρθαν μέσα συγγενεῖς, φίλοι, ξένος κόσμος· ἐσὺ δὲν θὰ χαρῇς μαζί
μας; ἔλα μέσα. –Ὄχι!… Πεισμάτωσε σὰν ἐκεῖνα τὰ ζῷα ποὺ στυλώνουν τὰ πόδια καὶ δὲν
κινοῦνται. Ὁ φθόνος τὸν εἶχε ἀλλοιώσει. Τελικὰ τί ἔκανε; δὲν τὸ λέει ἡ
παραβολή, τ᾽ ἀφήνει μετέωρο. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει, ὅτι δὲν μπῆκε μέσα, ἔμεινε
ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔξω ἀπὸ τὴ χαρά.
* * *
Τί δείχνει λοιπὸν αὐτὴ ἡ εἰκόνα
τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ; Καὶ οἱ δύο ἦταν ἔνοχοι ἀπέναντι στὸν πατέρα· ὁ μικρὸς
γιὰ τὴν ἀσωτία, ὁ μεγάλος γιὰ τὸ φθόνο καὶ τὴν κακία του.
Ὑπάρχουν, ἀδελφοί μου, δυὸ εἰδῶν ἁμαρτήματα.
Τὸ ἕνα εἶνε ὁρατά, τὰ βλέπεις, εἶνε σωματικά· μέθη π.χ., κραιπάλη, κλοπή,
μοιχεία, πορνεία κ.λπ.. Τὰ ἄλλα, τὰ ἀόρατα, τὰ βλέπει μόνο ὁ Θεός, εἶνε πνευματικά·
κακία π.χ., μοχθηρία, ὑπερηφάνεια, ζήλεια, φθόνος κ.λπ.. Νὰ ξέρουμε πάντως, ὅτι
τ᾽ ἁμαρτήματα τοῦ πνεύματος εἶνε βαρύτερα ἀπὸ τ᾽ ἁμαρτήματα τῆς σαρκός. Νὰ τὸ
ἐξηγήσω αὐτό.
Ἕνας ἄντρας ἢ μία γυναίκα, ποὺ τοὺς
παρέσυρε ἡ σάρκα καὶ ἔπεσαν, ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ μετανοήσουν. Δὲν ἔχουμε πόρνες
ποὺ ἁγίασαν; – καὶ μὴ σκανδαλιστῇ κάποιος ποὺ μιλάω ἔτσι· γιὰ πορνεία μιλάει
σήμερα καὶ ὁ ἀπόστολος (βλ. Α΄ Κορ. 6,15-18) καὶ τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ.
15,30), δὲν θὰ γίνω λοιπὸν ἐγὼ εὐγενέστερος. Κοιτάξτε ποῦ καταντήσαμε· τὸ κακὸ
γίνεται, ἀλλὰ μὴν τὸ λέμε μὲ τ᾽ ὄνομά του! γι᾽ αὐτὸ στὴν ἐποχή μας καὶ ἡ πόρνη
λέγεται φιλενάδα. Ὦ κόσμε, ντουνιᾶ ψεύτη, μὲ τὸν εὐφημισμό σου! ἐμφανίζουν τὴν
ἁμαρτία ἐξευγενισμένη· σήμερα τὴν ἐκμηδενίζουν, αὔριο θὰ τὴν ἀμνηστεύουν.
Μιὰ πόρνη ἢ ἕνας ἄσωτος μπορεῖ νὰ
μετανοήσουν· ἀλλὰ ἕνας ποὺ ἔχει μέσα του τὸ φρόνημα ὅτι ἐξετέλεσε τὰ καθήκοντά
του, τὴν ἰδέα πὼς εἶνε ἐν τάξει, αὐτὸς δύσκολα μετανοεῖ. Σᾶς λέω δημοσίως·
στενοχωροῦμαι, κρέμασα τὸ πετραχήλι, δὲν ἐξομολογῶ. Ποιόν νὰ ἐξομολογήσω; οἱ
πλεῖστοι δὲν ἔχουν μετάνοια. Οἱ ἔγγαμοι διαπράττουν τὸ βαρὺ ἁμάρτημα τῆς
ἀποφυγῆς τῆς τεκνογονίας. Θὰ τὸ πληρώσουμε αὐτό. Ἔρχεται λοιπὸν ἡ κυρὰ κ᾽ «ἐξομολογεῖται»·
–Δὲν ἔχω κάτι σοβαρό… Σὰν νὰ περιμένῃ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ νὰ τῆς κρεμάσῃ καὶ
παράσημο. Ἐνῷ ἀντιθέτως ἔρχεται ὁ ἄλλος καὶ κλαίει· –Πάτερ, δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία
ποὺ δὲν ἔκανα… καὶ ποτάμι τὸ δάκρυ. Δῶστε μου ἁμαρτωλοὺς ποὺ λένε «Ἥμαρτον εἰς
τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,18,21)· εἶνε χίλιες φορὲς ἀνώτεροι ἀπὸ ᾽κείνους
ποὺ θεωροῦν τὸν ἑαυτό του δίκαιο καὶ περιμένουν βραβεῖο.
Ἔτσι ἦταν ὁ πρεσβύτερος υἱός. Ἔτσι καὶ
πολλοὶ ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησιά, ἀνάβουν κερί, προσκυνοῦν τὶς εἰκόνες κ.λπ..
Ναί, εἶσαι στὸν ἀγρό, ἐργάζεσαι. Πολὺ καλά, ἀλλὰ φτάνει μόνο αὐτό; πρέπει νὰ ἔχῃς
καὶ μετάνοια.
* * *
Τὸ συμπέρασμα, ἀδέρφια μου. Ὅσοι
προσπαθεῖτε νὰ τηρεῖτε τὰ τυπικὰ καθήκοντα τοῦ πιστοῦ σὰν τὸν πρεσβύτερο υἱό,
μὴν κατακρίνετε τοὺς ἄλλους ὡς ἁμαρτωλούς. Αὐτὴ ποὺ γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμὶ
πουλάει τώρα τὸ κορμί της στὴ μοιχαλίδα γενεά μας, μπορεῖ αὔριο νὰ γίνῃ Μαρία Αἰγυπτία,
κ᾽ ἐσὺ νὰ χαθῇς. Ὄχι· ἄλλα εἶνε τὰ μέτρα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὡδηγοῦσαν κάποτε γιὰ ἐκτέλεσι ἕναν κακοῦργο.
Καί, ἐνῷ ὅλοι φώναζαν Θάνατος! καὶ τὸν ἔφτυναν, ἕνας ἅγιος ἀσκητὴς γονάτισε παράμερα
καὶ προσευχόταν γι᾽ αὐτόν. Τοῦ λένε οἱ ἄλλοι· –Γι᾽ αὐτὸν προσεύχεσαι; αὐτὸς εἶνε
ἕνα τέρας. Κι ὁ ἀσκητὴς τοὺς λέει· –Ἂν δὲν μὲ ἐλεοῦσε ὁ Θεός, ἐγὼ θά ᾽κανα
χειρότερα ἀπ᾽ αὐτόν.
Ἀδελφοί μου, φοβηθῆτε γιὰ τὸν ἑαυτό
σας. Καὶ ἂν ἔχετε κανένα καλό, μὴν καυχηθῆτε γι᾽ αὐτό. Δὲν εἶνε δικό σας. Ἂν σᾶς
ἐγκαταλείψῃ ὁ Θεός, μπορεῖ νὰ κάνετε τὶς μεγαλύτερες ἀτιμίες, τὰ χειρότερα ἐγκλήματα.
Αὐτὸ μᾶς διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο.
Τελειώνω μ᾽ ἕνα ἀνέκδοτο ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ
ἁγίου Νικολάου τοῦ Πλανᾶ. Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἐνορία του εἶχε ἕναν ἄθεο.
Δὲν ἔπαυε ὅμως νὰ τοῦ δείχνῃ ἀγάπη, ἐνῷ ἐκεῖνος μόλις τὸν ἔβλεπε μουρμούριζε ἀπειλές.
Ὡστόσ ὁ ἅγιος συνέχισε νὰ τὸν χαιρετᾷ μὲ καλωσύνη, «ὣς ποὺ ἔσπασε ὁ πάγος» καὶ
τὸ θηρίο ἐξημερώθηκε (βλ. Μάρθας μοναχῆς, Ὁ παπα-Νικόλας Πλανᾶς, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι
1967, σ. 62-63).
Μιὰ τέτοια ἀγάπη καὶ στοργὴ πρέπει νὰ
δείξουμε οἱ ποιμένες στὰ τέκνα μας· νὰ τ᾽ ἀγκαλιάσουμε ὅλα, ὥστε μέσα στὸ
παλάτι τοῦ Πατρός μας νὰ εἶνε ὅλοι, καὶ οἱ ἄσωτοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι, γιὰ ν᾽ ἀναπέμπουμε
στὸ Χριστὸ δόξα καὶ τιμὴ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου