Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

ΟΣΙΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ ΚΟΝΤΑΚΙΟ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ - ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ

ΟΣΙΟΥ  ΡΩΜΑΝΟΥ  ΤΟΥ  ΜΕΛΩΔΟΥ
ΚΟΝΤΑΚΙΟ  ΣΤΗΝ  ΑΝΑΣΤΑΣΗ  ΤΟΥ  ΛΑΖΑΡΟΥ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ  

     Το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου, τέσσερις μέρες στον τάφο νεκρού, που ως γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επιτέλεσε λίγο πριν το Πάθος του ο Χριστός, αποτελεί προμήνυμα ηχηρό της δικής του Ανάστασης, του θριάμβου του πάνω στο θάνατο. Και από τούτο ενισχύει τη βασική πίστη κι ελπίδα του χριστιανού, πώς η ζωή δεν τελειώνει στον τάφο, συνεχίζεται σε μια άλλη απροσδιόριστη φύση και τάξη πραγμάτων στην ατελεύτητη Βασιλεία-Κοινωνία της Αγάπης του Θεού.    
      Στην αφήγηση του Ιωάννη προσέχουμε ότι ειδοποιείται έγκαιρα ο Χριστός για τη σοβαρή ασθένεια του φίλου του, αλλά δε σπεύδει εκεί. Γιατί. «Αυτή η αρρώστια, λέει, δεν είναι να φέρει θάνατο, αλλά ν’ αποκαλύψει τη δόξα, του Υιού του Ανθρώπου, του Υιού του Θεού ! Διό καθυστερεί την αναχώρηση δυο μέρες, και μετά λέει στους μαθητές. «Ο φίλος μας  Λάζαρος κοιμήθηκε, και πάω να τον ξυπνήσω». Κι ακούει απ’ αυτούς που άλλο κατάλαβαν. «Αφού κοιμήθηκε, Κύριε, θα γίνει καλά» …
       Σ’ αυτό το θαύμα, Όσιος Ρωμανός ο Μελωδός-ο κορυφαίος. ο «Πρίγκιπας των Μελωδών»-“melodorum princeps” κατά τον Καθηγητή και Καρδινάλιο, Ζαν Μπατίστ Πιτρά, που τον ανέσυρε το 1888 από την αφάνεια και τη λήθη-έχει συνθέσει δύο Κοντάκια. Αυτό που ακολουθεί απαρτίζεται από Ένα Προοίμιο, και Οίκους-Τροπάρια-Δεκαοκτώ, έχει Ακροστιχίδα-στο πρωτότυπο- τη φράση, «του ταπεινού Ρωμανού», και Εφύμνιο-τελευταίο στίχο επαναλαμβανόμενο σε κάθε οίκο-τον τρυφερό λόγο: «Συγκινημένος ως Εύσπλαχνος- -απ’ της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα».

     Ακολουθεί νεοελληνική μεταγραφή μέρους του σε κάποιο ρυθμό. 

α.   Π ρ ο ο ί μ ι ο.
        «Εσύ Χριστέ που τα πάντα γνωρίζεις,- -ζητούσες να μάθεις που είναι το μνήμα του Λάζαρου.- -Και ως ήρθες εκεί, Παντοδύναμε, τον ανάστησες,- -όντα νεκρό τετραήμερο- -συγκινημένος ως Εύσπλαχνος- -από της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα.

β.   Ο   ί   κ   ο   ι.
1.   Μόλις που έφτασε ο Κύριος, και ανάστησε τον αδερφό τους,--τους οδυρμούς της Μάρθας και της Μαρίας μετέβαλε.- -Θαύμα θαυμάτων αυτό εκπληκτικό,- -να βλέπεις ξάφνου να εγείρεται,- -ο άψυχος ψυχωμένος, ζωντανός.- -Με το που ακούστηκε επιτακτική η φωνή του Χριστού στους κάτω,- -τα κλειδιά στις πύλες του Άδη συντάραξε,- -τις αμπάρες του Θανάτου σύντριψε,- -και στη ζωή τον τετραήμερο νεκρό ξανάφερε,- -συγκινημένος ως Εύσπλαχνος- -από της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα.
2.   Στη Βηθανία, λοιπόν, κι εμείς με λαχτάρα ας σπεύσουμε,- -να δούμε το Χριστό να δακρύζει για το φίλο του.- -Αρχές και κανόνες θέλοντας να θέσει για όλα- -ενεργεί τα πάντα ως στη φύση διπλός.- -Πάσχει ως άνθρωπος, του Δαυίδ απόγονος- -λυτρώνει τον κόσμο ως Υιός του Θεού,- -από κάθε κακία διαβολική,- -και ανασταίνει νεκρό τετραήμερο το Λάζαρο,- - συγκινημένος ως Εύσπλαχνος- -από της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα.
3.   Από πίστη θερμή οι δυο γυναίκες συνεχόμενες- -Χριστό το Θεό ενημερώνουν έγκαιρα,- -θανατερός κίνδυνος τον αδελφό τους πως χτύπησε.- -«Σπεύσε, φτάσε του διαμηνύουν, ως τάχιστα- -Εσύ ο παντού και πάντα παρών.- -Ο Λάζαρος που τόσο αγαπάς αρρώστησε.- -Αν εδώ έρθεις Εσύ, θα δραπετεύσει ο θάνατος,- -θα λυτρωθεί απ’ τη φθορά ο φίλος σου,- -και οι Εβραίοι θα δουν με τα ίδια τα μάτια τους- - που ως Εύσπλαχνος συγκινήθηκες - -από της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα.
4.   Ο Δημιουργός των όλων λέει μετά στους Μαθητές:- -«Αδερφοί, και όσοι άλλοι γνωστοί, ο φίλος μας Λάζαρος κοιμήθηκε»,- -υπονοώντας έτσι πως από πριν μυστικά,- -γνωρίζει κι ελέγχει τα πάντα,- -«ώρα να εγερθούμε να πάμε εκεί,- -και να δούμε αυτή την παράξενη ταφή,- -το θρήνο της Μάρθας και της Μαρίας ν’ απαλείψουμε- -ανασταίνοντας αμέσως απ’ τους νεκρούς το Λάζαρο», είπε- - συγκινημένος ως Εύσπλαχνος- -από της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα.
5.   Με το που άκουσαν αυτά οι Απόστολοι- -απάντησαν και είπαν με μια φωνή στον Κύριο. - -«Ο ύπνος κάνει καλό στους ανθρώπους,- -και πάντως δεν είναι για κακό».- -Ανοιχτά, καθαρά ο Χριστός εξηγεί και τους λέει.- -«Ο Λάζαρος πέθανε, κι αν ως άνθρωπος απουσίαζα,- - ως Θεός τα πάντα καταλεπτώς γνώριζα- -Ας σπεύσουμε ως πρέπει να φτάσουμε γρήγορα- -το νεκρό ν’ αναστήσω, και παρευθύς να στεγνώσω,- -συγκινημένος ως Εύσπλαχνος- -της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα.
6.   Και φτάνοντας εκεί όλοι, λυπητερά προϋπαντήθηκαν- -από τη Μάρθα και την αδερφή της, που έκλαιγαν κι έλεγαν:- -«Πού ήσουνα Κύριε;- -Γιατί άφησες, κι αυτός που αγαπούσες πέθανε;- -Δες κι Εσύ με τα μάτια σου,- -εδώ πια δεν είναι παρών».- -Την ώρα που εκείνες τέτοια κλαίγοντας έλεγαν,- -Δάκρυ άφησε ο Ιησούς να κυλήσει από τα μάτια του,- -ενώ συνάμα να τις ρωτήσει έσπευσε- - «Πού είναι ο τάφος του αγαπημένου φίλου μου,- -που από τα δεσμά του Άδη θα ελευθερώσω- - συγκινημένος ως Μόνος Φιλάνθρωπος- -από της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα.
7.    Ήρθε μπρος στο μνήμα και στάθηκε,- -Αυτός που δεν παύει στιγμή ως Υιός,- - να είναι στην αγκαλιά του Πατέρα του,- -και, βροντερά εις επήκοον όλων είπε:- -«Εσύ με έστειλες στον κόσμο να δώσω ζωή,- -σε όσους απ’ την αμαρτία έχουν νεκρωθεί.- -Γι αυτό ήρθα εδώ, να αναστήσω το Λάζαρο,- -και να δείξω μ’ αυτό στους Ιουδαίους,- -ότι μέλλω τριήμερος απ’ τον τάφο ν’ αναστηθώ- -κι εγώ, που έδωσα ζωή στον νεκρό τετραήμερο φίλο μου,- -συγκινημένος ως Εύσπλαχνος- -από της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα. .
8.   Για να πάψει η Μάρθα να θρηνεί,- -ο Σωτήρας όλων απευθύνθηκε σ’ αυτήν,- -και με κύρος θεϊκό της είπε:- -«Εγώ είμαι το φως του κόσμου,- -και η ανάσταση όλων και η ζωή.- -Όποιος πιστεύει σ’ Εμένα, δε θα πεθάνει ποτέ.- -Ήρθα στη γη ν’ αναστήσω τον Αδάμ και τους απογόνους του,- -και να εγείρω τετραήμερο νεκρό το Λάζαρο,- - συγκινημένος ως Εύσπλαχνος- -από της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα». 
9.   Ο Άδης από μόνο το επιτακτικό νεύμα του κλονίστηκε,- -και μαζί του όλη του θανάτου η δύναμη- -συν την παράφορη του διαβόλου οργή.- -Αυτόν που είχε αρχίσει να λιώνει, με τ’ όνομα φώναξε- -από τα κάτω μέρη της γης τον σήκωσε.- -Κι όταν ο Αβραάμ τον είδε και οι δίκαιοι,- -έκραξαν και είπαν με φωνή δυνατή:- -«Αναθαρρήστε τώρα πια όλοι, ήρθε Αυτός, η ανάσταση όλων.- -Αυτόν που αγαπούσε απ’ τα δεσμά του θανάτου λύτρωσε- - συγκινημένος ως Εύσπλαχνος- -από της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα». .
10.   Το Λάζαρο που κράτησε κάτω δεσμώτη για λίγο ο Άδης,- -αιχμάλωτος τώρα κι ο ίδιος βλέπει να τον στερείται.- -Γιατί μόλις που ο Βασιλιάς των αγγέλων επιτέθηκε,- -η δύναμη όλων των δαιμόνων καταλύθηκε.- -Κι ο όφις που πάνω στη γη σέρνεται,- -με το ξύλο του Σταυρού σαν από λόγχη- - τρυπημένος στο στόμα, νεκρός κείτεται.- -Και έχει ο Αδάμ χαρά μεγάλη βλέποντας το Χριστό,- -το  μόνο Αγαθό, να έχει συγκινηθεί πολύ- -από της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα.
 
11.  Ο φίλος βγήκε απ’ τον τάφο διακριτικά - -εμφανίστηκε καλυμμένος με το εντάφιο μαντήλι στο πρόσωπο,- -με τις νεκρικές ταινίες δεμένα τα χέρια του.- -Από όλα τα νεκρικά τον λευτέρωσαν,- -αυτοί που με κακία και φθόνο τις καρδιές τους έδεσαν,- -αυτοί που τα αυτιά τους σαν δολερά φίδια βούλωσαν,- -καθώς να διαπράξουν φοβερή άδικη σφαγή ετοιμάζονταν,- -να χύσουν το αίμα Αυτού του αθώου και δίκαιου,- -που ανασταίνει τους νεκρούς, και σήμερα στάθηκε,- - συγκινημένος ως Εύσπλαχνος- -από της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα. 
12.  Λόγια από αθώες καρδιές παιδικές, καθαρές,- - και από χείλη αγνά έχοντας ακούσει,- -ταράχτηκαν πολλοί και ρωτούσαν:- -«Ποιος είναι αυτός;».- -Τι φοβερή η μανία τους, τι ανεπίτρεπτη η τρέλα τους.- -Οι ίδιοι αυτοί που μόλις πριν λίγο έβλεπαν,- -απ’ τους νεκρούς να ανασταίνεται, - -ο Λάζαρος που είχε αρχίσει να μυρίζει,- -να αγνοούν Αυτόν που τον ανάστησε,- -Αυτόν που με τη θεϊκή φωνή του, τη δύναμη του Άδη  παρέλυσε,- -και σταμάτησε, συγκινημένος ως Εύσπλαχνος- -της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα.
 
13.  Άφατη η ευσπλαχνία σου, Ιησού Πολυεύσπλαχνε.- -Εσύ που για μένα ευδόκησες να γίνεις ως εγώ, άνθρωπος,- -πώς να ιππεύσεις πάνω στο ονάριο καταδέχτηκες- -και στην πόλη των θεοκτόνων να εισέλθεις έσπευσες,- -αυτών που γνωρίζοντας τη φοβερή απιστία τους,- -να λυθούν τα δεσμά του Λάζαρου έκανες,- -για να δουν και να γνωρίσουν Αυτόν- - που να φονεύσουν διαβουλεύονταν,- -χωρίς διόλου να έχουν συγκινηθεί,- -από της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα.
 
14.  Με τα βάγια Σωτήρα βγήκαν να σε προϋπαντήσουν,- -και να σε υποδεχτούν, «Ωσαννά» κράζοντας.- -Αυτόν τον ύμνο τολμούμε κι εμείς- - από χείλη πολύ αμαρτωλά να σου ψάλλουμε, - -και σείοντας σαν άλλα κλαδιά τα φυλλοκάρδια μας να σου κράζουμε:- -«Σώσε τον κόσμο που δημιούργησες, μόνε Ύψιστε Κύριε,- -κι εξάλειψε τις αμαρτίες μας, όπως εξάλειψες,- - συγκινημένος ως Εύσπλαχνος- -της Μάρθας και της Μαρίας τα δάκρυα
Αθανάσιος Κοτταδάκης

  • Από το βιβλίο. «Στο Χριστό με Ρωμανό το Μελωδό», Αναφορά στη ζωή του Χριστού από Κοντάκια σε λόγο Νεοελληνικό, Σπέτσες 2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου