Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Τὸ μικρὸ σπίτι στὴν πλατεία

Τὸ μικρὸ σπίτι στὴν πλατεία

Τριγύρω στὴν ὄμορφη πλατεία ὑψώνονται σπίτια μικρὰ – μεγάλα, ἀκόμη καὶ πολυκατοικίες πανύψηλες κι ἀγέρωχες. Ὑπάρχουν καταστήματα γιὰ ὅλες τὶς ἀνάγκες, μὲ φροῦτα, μὲ γλυκά, μὲ κρέατα… Κι ἕνα Σχολεῖο, μὲ προστατευτικὰ σιδερένια κάγκελα. Καὶ ἡ Ἐκκλησία  ὅλο πέτρα, μὲ τὸ ἐντυπωσιακὸ καμπαναριό. Καὶ καφενεῖα γιὰ τοὺς γέροντες καὶ καφετέριες γιὰ τοὺς νέους καὶ μία παιδικὴ χαρὰ ἐκεῖ στὴ γωνία, γιὰ νά χαίρονται τὰ παιδιά. Μία γειτονιὰ ὅλη ἡ πλατεία μὲ πολλὰ δέντρα καὶ λουλουδένιο σιντριβάνι. Ὡραῖος ὁ συνδυασμὸς παλαιότερων καὶ νεότερων κτισμάτων μαζί. Σὰν μία ἀγκαλιὰ ἡ πλατεία μας σφύζει ἀπὸ ζωὴ ὅλη τὴν ἡμέρα. Τὴν ἀπολαμβάνουμε καὶ τὴν προσέχουμε.

Στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ της τραβάει τὸ μάτι τοῦ περαστικοῦ ἕνα ἀσυνήθιστο θέαμα: Ἕνα τόσο δὰ μικρὸ σπιτάκι, μὲ ἕνα μοναδικὸ παράθυρο, στριμωγμένο ἀνάμεσα σὲ δύο μεγάλα σπίτια, νὰ ἀσφυκτιᾶ ξεχασμένο. Πῶς δὲν τὸ γκρέμισαν οἱ ἄσπλαχνοι ἐσκαφεῖς, νὰ τὸ ἐνσωματώσουν στὶς δύο διπλανὲς οἰκοδομές; Πῶς ξέμεινε ἐκεῖ μικρό, φτωχὸ καὶ μόνο; Θὰ ἤθελα νὰ μάθω τὴν ἱστορία του ἀλλὰ δὲν εἶναι εὔκολο.

Πάντως φαντάζομαι πώς, ὅταν χτίστηκε πρὶν πολλὰ χρόνια σ’ αὐτὸ τὸ χῶρο, ποὺ μόνο χωράφια ὑπῆρχαν, θὰ ἔδωσε πολλὴ χαρὰ στοὺς ἰδιοκτῆτες του, γιατί μπόρεσαν νὰ βάλουν τὸ κεφάλι τους κάτω ἀπὸ ἕνα κεραμίδι, γιατί κατόρθωσαν, ποιὸς ξέρει μὲ τί θυσίες καὶ κόπους καὶ ἱδρώτα, νὰ στεγάσουν τὴν οἰκογένειά τους.

 Τί πολύτιμο θὰ ἦταν κάποτε αὐτὸ τὸ σπιτάκι, ἂν στέγασε τὰ ὄνειρα δύο νεόνυμφων, ποῦ ξεκίνησαν μαζί του τὴ χαρὰ τῆς οἰκογένειάς του; Τί πολύτιμο θὰ ἦταν κάποτε ἂν φιλοξένησε πονεμένους πρόσφυγες, πού βρῆκαν καταφύγιο στὴ μικρή του στέγη; Τί πολύτιμο γιὰ ἕναν φτωχό, ποὺ «δὲν εἶχε στὸν ἥλιο μοῖρα», ἀλλὰ εἶχε σπίτι νὰ μένει ἥσυχος καὶ ἀσφαλής; Θησαυρὸς τὸ μικρὸ σπιτάκι! Πόσοι ἄνθρωποι ἔχουν ἀναστηθεῖ μέσα σ’ αὐτό; Πόσες χαρὲς καὶ λύπες καὶ ἱστορίες εἶναι φορτωμένο! Αὐτὰ μόνο τὸ μυαλὸ ἑνὸς λογοτέχνη συλλαμβάνει καὶ ἀποδίδει μὲ τὴν πένα του.

Οἱ ὑπόλοιποι, καὶ κάπως μεγαλωμένοι ἄνθρωποι, συμφωνοῦμε σὲ τοῦτο: Καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἕνα τέτοιο μικρό, φτωχό, ἄσημο ἀλλὰ μοναδικὸ σπιτάκι κουβαλᾶμε μὲ νοσταλγία μέσα μας. Ἔχει ἀποτυπωθεῖ ἀνεξίτηλα στὴν καρδιά μας. Μᾶς ζωντανεύει ἀδιάκοπα τὰ βιώματα τῶν παιδικῶν μας χρόνων. Ἕνα σπιτάκι ὀνειρεμένο ἀνάμεσα στὰ παρόμοια ἢ καὶ κάποια μεγαλύτερα τοῦ χωριοῦ μας, μέσα στὸ χωριὸ ἢ πιὸ ἔξω, ἀπόμακρα σὲ μία ρεματιὰ ἢ σὲ μία πλαγιά, κάτω ἀπὸ τὸν ὄγκο τοῦ μεγάλου βουνοῦ μὲ τὰ αἰωνόβια ἔλατα ἢ σὲ μία ἀπέραντη πεδιάδα, ποὺ φάνταζε ἀκόμη μικρότερο. Ἢ σὲ ἥσυχη ἀκρογιαλιά, νὰ νανουρίζεται μέρα – νύχτα ἀπὸ τῆς θάλασσας τὰ κύματα. Εὐλογημένοι ὅσοι ζήσαμε σὲ χωριό, ὅσοι ἔχουμε χωριά, μὲ δυνατὲς μνῆμες ἀπὸ τὸ μοναδικὸ φτωχόσπιτό μας, ποὺ φάνταζε καλύτερο ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα, γιατί ἦταν τὸ δικό μας σπίτι!

Μικρούλι, χαριτωμένο, συνήθως διώροφο. Στὸ ἰσόγειο, πίσω τὰ κατοικίδια ζῶα καὶ μπροστὰ ὁ ἀποθηκευτικὸς χῶρος μὲ ὅλες τὶς προμήθειες. Καὶ ἐπάνω, μία ξύλινη σκάλα, ἕνα ξύλινο μπαλκονάκι, μία ξύλινη πόρτα καὶ μέσα μία ἢ δύο καμαροῦλες. Στὴ μία τὸ τζάκι, τὸ τραπέζι καὶ ὁ νεροχύτης στὴν ἄκρη. Στὴν ἄλλη τὰ κρεβάτια καὶ ἡ στρωματσάδα, μὲ φύλακα ἄγρυπνο τὰ εἰκονίσματα, μὲ τὸ ἀναμμένο καντήλι. Σὰν μέγαρο τὸ σπιτάκι μας, καθαρὸ καὶ περιποιημένο. Τὰ εἶχε ὅλα τὰ ἀπαραίτητα, νὰ ζοῦμε καὶ νὰ φιλοξενοῦμε συχνά. Καὶ μᾶς χωροῦσε ὅλη τὴ μεγάλη οἰκογένεια στὴν ἀγκαλιά του. Τρεῖς γενιὲς ἀνθρώπων μαζί. Τί μαθαίναμε σ’ αὐτὴ τὴν στενὴ συναναστροφὴ τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς μεγάλους, γονεῖς καὶ παπποῦδες! Ἀλλὰ καὶ τί ἀγάπη εἰσπράτταμε μέσα στὸ μικρό μας βασίλειο! Τί παραδείγματα ἀπὸ τὸ σεβασμὸ τῶν μεγάλων μεταξύ τους, ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ τάξη, τὴν ἐργατικότητα, τὴν ἐκκλησιαστικὴ σειρά, τὴν ἀσφάλεια καὶ δύναμη τῆς οἰκογένειας, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ ζήσει σωστά. Μὲ προσευχὲς καὶ γλέντια καὶ τραγούδια καὶ ἱστορίες καὶ συμβουλὲς καὶ ἀγῶνες μεγαλώσαμε. Ὅλα ὁλοζώντανα μπροστὰ στὰ μάτια μας. Ἐκκλησία καὶ Σχολεῖο ἡ οἰκογένειά μας μέσα στὸ φτωχικὸ πανέμορφο σπιτάκι μας.

Τώρα τὰ σπίτια αὐτὰ ἀνακαινίστηκαν, ψήλωσαν, μεγάλωσαν, ἐκσυγχρονίστηκαν. Ἐξυπηρετοῦν τὶς ἀνάγκες της… πολιτισμένης ζωῆς. Δόξα τῷ Θεῶ. Δὲν ἀσκοῦν ὅμως τὴ μαγεία ἐκείνων τῶν παλιῶν ποὺ στοίχειωσαν τὴν παιδική μας ἡλικία καὶ τὴ ζωὴ ὅλη. Πολλὰ τὰ ἀγόρασαν ξένοι. Ὅλα ὅμως μένουν ἐκεῖ καὶ κρύβουν τὴν ὄμορφη ζωή μας. Κι ἐμεῖς ἐπιστρέφουμε κάθε ἡμέρα μὲ τὴ φαντασία μας, καὶ στὶς διακοπὲς γιὰ ξεκούραση καὶ ζοῦμε τὴν εὐτυχία τῶν παιδικῶν μας χρόνων.

Ἀκόμη καὶ ὁ μεγάλος ποιητὴς Κωστὴς Παλαμᾶς, ποὺ ἔζησε μικρὸς σὲ ἀρχοντικὸ σπίτι στὸ κέντρο τῆς πόλης, ἐκεῖ γυρίζει συχνά. Στό ποίημα «Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα», ἀναπολεῖ καὶ ἀνανεώνεται, γεμάτος νοσταλγία καὶ εὐτυχία… Μυστήρια  ἀξέχαστα τὰ πατρικά μας σπίτια!

«Κ.Π.»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου