Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Το θάμα το χαμένο - Ευτυχία Μάστορα


Το   θάμα  το χαμένο
 
Ευτυχία Μάστορα

Να είναι απομεσήμερο μουντό του φθινοπώρου,
νεφέλες να ’χει ο ουρανός, να ’ναι βροχή γεμάτες
και να σπαθίζουνε ψηλά σμήνη τα χελιδόνια
κι αλαργινά αστραπόβροντα ν’ αστράφτουν, να βροντάνε
κι απ’ τα πεσμένα λιόφυλλα, σύρριζα στα λιθάρια,
καρτερικά κυκλάμινα ν’ ανθοβολούν στο χώμα.
Κι εγώ να σιγοπερπατώ στα λιόδεντρα από κάτω,
να ψάχνω τα παμπάλαια που ήξερα μονοπάτια,
να προχωρώ, ν’ αντιδρομώ κι η γη να μην πατιέται,
ν’ αποζητώ τα σπιτικά που είχε το χωριό μας
κι άλλα να ’ναι χαλάσματα, πέτρινα απομεινάρια
κι άλλα έρημα και σιωπηλά και διπλοσφαλισμένα
και μόνο κάποια εδώ κι εκεί καινούργια να τα βλέπω,
μα δε μου μοιάζουν παξινά, δεν είναι απ’ τα δικά μας
κι ακούω κουβέντες και φωνές, μα παξινές δεν είναι.
 
Και τότε κοντοζύγωσα σε γνώριμο πορτόνι
και το’ σπρωξα … κι αφήνοντας δυό στεναγμούς ανοίγει
κι ως μπήκα μεσ’ στην αφοδιά εγίνηκε ένα θάμα
και του πατέρα οι αδελφές, η Λένη και η Δώρα
λες και δε λείψανε ποτέ απ’ το παλιό τους σπίτι
κι η μια με πέτρα παξινή γρέμπα ψηλή να χτίζει
κι η άλλη νερό να κουβαλεί με λάτα στο κεφάλι,
η μια να πηγαινόρχεται με ξύλα φορτωμένη
κι η άλλη ν’ ανάβει στη γωνιά κούτσουρα κι αντιδαύλια
και ν’ αποθώνει στη φωτιά νερό ένα καζάνι,
η μια να ρίχνει στο νερό τη στάχτη και τη δάφνη
κι η άλλη με το καυτό νερό να πλένει στη μαστέλα
και με σαπούνι σπιτικό τα ρούχα να τα τρίβει
και να ευωδιάζει το νερό, ν’ αστράφτουνε τα ρούχα.
 
Κι οι δυό να ζ’μώνουν κάθε οχτώ ψωμί σαράντα λίτρες
κι όσο να γίνει το ψωμί το φούρνο να πυρώνουν,
να ψήνουνε ξαπεταχτές, να πλάθουνε κουλούρια
για να γευτούνε τα παιδιά που παραστέκουν γύρω.
Και φτάνοντας τ’ απόγιομα, ‘κει στην ελιά από κάτω,
να κάθονται στα ξύλινα, τα χαμηλά παγκούλια
κι η μια να γνέθει το μαλλί με ρόκα και μ’ αδράχτι
κι η άλλη να πλέκει το τρικό ή μάλλινες φανέλες.
 
Κι ήθελα κάτι να τους πω, μα τρέμω και σωπαίνω,
μη χάσω του παλιού καιρού τις ακριβές εικόνες
και τότε ορμάει η βροχή κι όλα τα συνεπαίρνει
και κλαίει η βροχή …κλαίω κι εγώ …το θάμα το χαμένο.
 
 
αφοδιά = αυλή     γρέμπα = μάντρα     λάτα = τενεκές
αποθώνει = βάζει     μαστέλα = κάδος      λίτρα = μονάδα βάρους
ξαπεταχτή = ψωμί αγίνωτο που του προσθέτουν και λάδι
παγκούλι = σκαμνί     τρικό = πουλόβερ   

Από την ποιητική της συλλογή: "Παξινοί Δεκαπεντασύλλαβοι"

2 σχόλια:

  1. Τι υπέροχο… μέσα από την ψυχή της χάραξε αυτές τις αναμνήσεις.
    Μιλάει στις καρδιές μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι είναι σα να διαβάζω την Οδύσσεια του Ομήρου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή