Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

Ο «διάλογος της αγάπης» Ρώμης Κωνσταντινούπολης και η πορεία προς την ενότητα - Δημήτρης Κεραμίδας

Ο «διάλογος της αγάπης» 
Ρώμης Κωνσταντινούπολης 
και η πορεία προς την ενότητα

Δημήτρης Κεραμίδας

 Η έναρξη του θεολογικού διαλόγου δεν σήμαινε πως ο «διάλογος της αγάπης» είχε ολοκληρωθεί. Αντιθέτως, ο τελευταίος οφείλει να συνοδεύει συνεχώς τον διάλογο της αλήθειας

Η επίσκεψη του Πάπα Λέοντα ΙΔ΄ στο Φανάρι εντάσσεται σε μια μακρά σειρά συναντήσεων των Προκαθημένων των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Η πρώτη απ’ αυτές ήταν αυτή μεταξύ του Πάπα Παύλου ΣΤ΄ και του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα στα Ιεροσόλυμα, τον Ιανουάριο του 1964, μια πραγματικά ιστορική συνάντηση, η οποία σηματοδότησε την αλλαγή παραδείγματος στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών. Ο θερμός εναγκαλισμός μεταξύ των δύο ιεραρχών εξακολουθεί έως σήμερα να αποτελεί σημείο αναφοράς• και αυτό, διότι, μετά από μισή χιλιετία, καθολικοί και ορθόδοξοι μπόρεσαν να ξανασυναντηθούν όχι στο επίπεδο της πολεμικής, αλλά σ’ αυτό της χριστιανικής συγχώρεσης, της πνευματικής καταλλαγής και της εκκλησιαστικής φιλίας. Η ανταλλαγή δώρων κατά τη διάρκεια της συνάντησης – ένα δισκοπότηρο στον Πατριάρχη κι ένα εγκόλπιο στον Πάπα – ήταν συμβολικές χειρονομίες αναγνώρισης της αποστολικής διαδοχής των επισκόπων της Εκκλησίας της Ρώμης και της διάθεσης για αποκατάσταση της ευχαριστιακής κοινωνίας.

Λίγους μήνες αργότερα, στις 7 Δεκεμβρίου 1965, με Κοινή Διακήρυξη των δύο Προκαθημένων αφαιρούνταν τα αναθέματα του1054. Η ειρήνευση των σχέσεων ήταν πλέον γεγονός. Παρότι χρόνια θεολογικά προβλήματα παρέμεναν εκκρεμή, το πλαίσιο των σχέσεων είχε αλλάξει: οι δύο Εκκλησίες δεν αντιμετώπιζαν πια η μία την άλλη υπό την οπτική της «αίρεσης», του «σχίσματος» και της «αποστασίας», αλλά αναγνωρίζονταν ως «αδελφές Εκκλησίες».

Αυτό σήμαινε πως οι καθολικοί δεν θα καλούσαν τους ορθοδόξους να επιστρέψουν στην «αληθινή» Εκκλησία του Χριστού, που κατ’ αυτούς ήταν η Καθολική, αλλά ούτε και οι ορθόδοξοι θα ζητούσαν από τους καθολικούς να μετανοήσουν για τις «καινοτομίες» τους. Η ανάπτυξη της θεολογίας των «αδελφών Εκκλησιών» ήταν ίσως η πιο σημαντική παρακαταθήκη των πρώτων εκείνων συναντήσεων, ενώ η άρση των αναθεμάτων αποτέλεσε την έναρξη μιας κοινής προσέγγισης για την ενότητα, που εκκινούσε από την αναγνώριση ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι ένα μυστήριο που δεν ανήκει αποκλειστικά σε μία μόνο εκκλησιαστική παράδοση.

Ο Αθηναγόρας ήταν πεπεισμένος πως η αγάπη και η θέρμη που είχε αισθανθεί συναντώντας τον Πάπα στους Αγίους Τόπους έπρεπε να μεταγγιστεί σε όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας. Μάλιστα, είχε τη βεβαιότητα πως ο λαός ζητούσε από τους ποιμένες του να κάνουν πράξη την ενότητα και ότι ήταν έτοιμος γι’ αυτήν. Ο Αθηναγόρας, με κάπως παροιμιώδη τρόπο, θεωρούσε πως η θεολογία της πολεμικής έπρεπε να εξοβελιστεί στην εξορία της εκκλησιαστικής μνήμης και πως ο ρόλος των θεολόγων ήταν να συνταχθούν, μαζί με τους ποιμένες, στο έργο της Εκκλησίας για την ενότητα όλων των χριστιανών και την προκοπή της ανθρωπότητας. Έλεγε: «Υπάρχουν ακόμα διαφορές μεταξύ των θεολόγων, αλλά σας παρακαλώ να τους συγχωρήσετε. Δεν φταίνε αυτοί που τους δώσαμε όπλα. Τώρα πρέπει να τους αφοπλίσουμε και να τους δώσουμε ένα άλλο, πιο αποτελεσματικό όπλο. Ποιο είναι αυτό το όπλο; Το όπλο της αγάπης. Αυτή είναι η μεγάλη δύναμη του Ιησού Χριστού».

Υπό το πνεύμα αυτού του νέου «εξοπλισμού», από τη δεκαετία του ’60 ξεκίνησε αρχικά ο λεγόμενος «διάλογος της αγάπης» μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως. Επρόκειτο για μια νέα μέθοδο προσέγγισης που ήθελε, πριν ξεκινήσουν οι θεολογικές συζητήσεις, να διαμορφωθεί ένα κατάλληλο ψυχολογικό κλίμα, να παύσει η καχυποψία και η ψυχική απόσταση, να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη, να υπάρξει μια καρδιακή προσέγγιση μεταξύ ιεραρχών, κληρικών και λαϊκών, ώστε τελικά η «αδελφοποίηση» των Εκκλησιών να διατρέξει όλο το σώμα των πιστών. Όπως ανέφερε ο τότε Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, νυν Οικουμενικός Πατριάρχης, Βαρθολομαίος, εάν ο θεολογικός διάλογος είχε ξεκινήσει από τις διαφορές μεταξύ των δύο Εκκλησιών, η πρόοδός του θα ήταν προβληματική, διότι από την αρχή θα αντιμετώπιζε δυσκολίες, μεταξύ των οποίων η ψυχολογική απόσταση σίγουρα θα ήταν ένα από τα πλέον σημαντικά.

Επίσημες επισκέψεις, ανταλλαγή τηλεγραφημάτων, επιστροφή λειψάνων αγίων στις Εκκλησίες της Ανατολής, δωρεές ιερών εικόνων, ανταλλαγές φοιτητών, ήταν μερικές μόνο χειρονομίες του «διαλόγου της αγάπης». Μεταξύ αυτών, έχει μείνει εμβληματική η αυθόρμητη κίνηση του Πάπα Παύλου ΣΤ΄ να ασπαστεί γονυπετής τον Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα στην επίσκεψη του τελευταίου το 1975 στο Βατικανό. Η πράξη αυτή, σημειολογικά, απείχε πολύ από την απαίτηση του Πάπα Ευγενίου Δ΄ στους ορθόδοξους απεσταλμένους στη Σύνοδο της Φεράρας, το 1438, να φιλήσουν, ως δείγμα υποταγής στην παπική εξουσία, τα υποδήματά του.

Η μέθοδος της αγάπης αποδείχθηκε επιτυχημένη. Ορθόδοξοι και καθολικοί ήταν πλέον ώριμοι να αναλάβουν την ευθύνη του θεολογικού διαλόγου με την Καθολική Εκκλησία. Η έναρξη του διαλόγου ανακοινώθηκε επίσημα το 1979 κατά τη διάρκεια μιας άλλης παπικής επίσκεψης στο Φανάρι, αυτή τη φορά του Ιωάννη Παύλου Β΄. Έχοντας ενσωματώσει τα επιτεύγματα του «διαλόγου της αγάπης», ο θεολογικός διάλογος, γνωστός και ως «διάλογος της αλήθειας», ξεκίνησε με θετικό πνεύμα, αναζητώντας όσα ενώνουν τις Εκκλησίες και όχι όσα τις χωρίζουν, κάνοντας μια διάκριση σε θεμιτές διαφορές και σε αποκλίσεις που χρειάζονται πιο αναλυτική μελέτη. Η διάκριση αυτή ήταν σημαντική, αφού θεμελίωνε την «ενότητα εν τη ποικιλία» ως μια πραγματικότητα που δεν εμποδίζει την κοινωνία μεταξύ των Εκκλησιών – εξάλλου, η περιχώρηση εν τη ποικιλία είναι μια κατεξοχήν δωρεά του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία.

Τα αποτελέσματα της πρώτης δεκαετίας του διεθνούς θεολογικού διαλόγου ήταν εντυπωσιακά: διαπιστώθηκε μια ευρύτατη σύγκλιση σε θέματα όπως η μυστηριακή φύση της Εκκλησίας, η αναγνώριση της Θείας Ευχαριστίας ως του κατεξοχήν εκκλησιαστικού γεγονότος, υπήρξε συμφωνία επί του μυστηρίου του βαπτίσματος, επί της αποστολικής διαδοχής και της ιεροσύνης. Κοντολογίς, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις (π.χ., η αγαμία του λατινικού κλήρου ή η χρονική προτεραιότητα του βαπτίσματος έναντι του χρίσματος στην Καθολική Εκκλησία), τα θεολογικά σημεία σύγκλισης ήταν πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορούσε κανείς να υποθέσει πριν από την έναρξη του διαλόγου. Η αίσθηση του Αθηναγόρα αποδείχθηκε αληθής…

Η έναρξη του θεολογικού διαλόγου δεν σήμαινε πως ο «διάλογος της αγάπης» είχε ολοκληρωθεί. Αντιθέτως, ο τελευταίος οφείλει να συνοδεύει συνεχώς τον διάλογο της αλήθειας, προκειμένου να διευκολύνει την επίλυση των δυσκολιών και να ενισχύει την εμβάθυνση των αδελφικών σχέσεων μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Κι αυτό, διότι ο θεολογικός διάλογος μπορεί να είναι καρποφόρος μόνο σε ένα κλίμα αγάπης, ταπεινότητας και προσευχής.

Απ’ αυτό προκύπτει ότι η αγάπη είναι διαρκής πραγματικότητα στις σχέσεις μεταξύ των εκκλησιών. Η αγάπη δεν είναι απλώς μια μέθοδος: πολύ περισσότερο, είναι το ίδιο το περιεχόμενο της πίστης, αφού ο Θεός είναι αγάπη (Α΄Ιω. 4,8). Ο τρόπος ύπαρξης του Θεού είναι η αγάπη, είναι οι αγαπητικές σχέσεις μεταξύ των θείων Προσώπων. Αυτός ο τρόπος ύπαρξης εμπνέει τις σχέσεις μεταξύ των χριστιανών και των εκκλησιών. Η αγάπη δεν είναι μια στρατηγική επικοινωνίας, αλλά η πρόσληψη του τρόπου ζωής του Θεού. Δικαίως, λοιπόν, ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων, από τους πρωταγωνιστές της προσέγγισης της δεκαετίας του ’60 και του ’70, μιλούσε για την αγάπη ως μια «θεολογική αρετή».

Στην πορεία του διαλόγου, το πνεύμα της αγάπης φέρνει τις εκκλησιαστικές διδασκαλίες στη ζωή κάθε πιστού. Έλεγε ο Αθηναγόρας: «Τι είναι τα δόγματα, αν όχι σύμβολα μιας εμπειρίας αγάπης; Σε τελική ανάλυση, στον Χριστιανισμό υπάρχει μόνο ένα δόγμα: ο ίδιος ο Χριστός, ο Θεός που γίνεται άνθρωπος, ώστε ο άνθρωπος να μπορεί να λάβει το Πνεύμα της ζωής στην Εκκλησία».

Δεν είναι, επομένως, παράδοξο το πως οι Προκαθήμενοι Ρώμης και Κωνσταντινούπολης υποστήριξαν με συνέπεια και επιμονή τον διάλογο της αγάπης. Ο Ιωάννης Παύλος Β΄ το 1979, ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄ το 2006, ο Φραγκίσκος το 2013 και τώρα ο Λέων ΙΔ΄ έσπευσαν, μετά την εκλογή τους, να επισκεφτούν το Φανάρι, ως μια άτυπη «ειρηνική» επίσκεψη στη δεύτερη ως προς την τάξη εκκλησία της ενωμένης χριστιανοσύνης της πρώτης χιλιετίας. Αν και οι εξωτερικές συνθήκες έχουν σήμερα μεταβληθεί, η κληρονομιά της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης φαίνεται να μην έχει χαθεί πλήρως. Ο Πάπας Φραγκίσκος συνήθιζε να αναφέρεται στον Οικουμενικό Πατριάρχη ως τον «αδελφό Ανδρέα», προσθέτοντας μια χροιά αποστολικής ευθύνης στους Προκαθήμενους των δύο Εκκλησιών, που, όπως και οι δύο Γαλιλαίοι αδελφοί, έχουν– ως «Κορυφαίος» ο ένας και ως «Πρωτόκλητος» ο άλλος– κεντρικό ρόλο στις μεγάλες προκλήσεις του κόσμου. Η ευθύνη αυτή σήμερα είναι κρίσιμη, ειδικά σε μια συγκυρία πολέμων, επιστροφής του χριστιανικού συντηρητισμού και επαναφοράς ενός επιθετικού εθνικισμού στη ρητορική ορισμένων Ορθόδοξων Εκκλησιών.

Πολυάριθμες ήταν οι επισκέψεις Οικουμενικών Πατριαρχών στη Ρώμη, ενώ άξιες μνείας είναι οι συναντήσεις Πατριαρχών και Παπών στα Ιεροσόλυμα (2014), στη Λέσβο (2015), στην Ασίζη (2016) και στο Μπάρι (2018). Σε πολλές περιπτώσεις υπογράφτηκαν Κοινές Διακηρύξεις, όπου αναδείχθηκαν προτεραιότητες όπως η κοινή μαρτυρία του Ευαγγελίου, η καταδίκη του προσηλυτισμού, η διαφύλαξη της θρησκευτικής ελευθερίας, η προώθηση του διαθρησκειακού διαλόγου, ιδίως εκεί όπου οι χριστιανοί αποτελούν μειονότητα, η υποδοχή προσφύγων, η δέσμευση για οικολογικά ζητήματα, η ειρηνική επίλυση πολέμων και συγκρούσεων, η υποστήριξη των διωκόμενων χριστιανών, η υπεράσπιση της χριστιανικής κληρονομιάς της Ευρώπης, η αντίθεση σε κάθε κατάχρηση της θρησκείας για να δικαιολογηθεί η καταπίεση, η διάκριση, ο φανατισμός, ο ρατσισμός, ο φονταμενταλισμός κ.λπ. Ακόμα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης κλήθηκαν στο Βατικανό ως ομιλητές σε σημαντικά εκκλησιαστικά συμβάντα, όπως στη Σύνοδο των Καθολικών Επισκόπων του 2008 και στην επίσημη παρουσίαση της οικολογικής Εγκυκλίου του Πάπα Φραγκίσκου Laudato Si’ τo 2015.

Με τον τρόπο αυτό, ο «διάλογος της αγάπης», που, όπως είδαμε, συνυπάρχει με το θεολογικό διάλογο, γίνεται και «διάλογος της ζωής», αφού αφορά τα καθημερινά προβλήματα των πιστών. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά σχετικοποίηση των δογματικών διαφορών, αλλά ότι στη ζωή της Εκκλησίας κάθε δόγμα προσλαμβάνεται εφόσον αφορά τη ζωή και σωτηρία του ανθρώπου, αφού, κατά τον μακαριστό Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, «δεν υπάρχουν δόγματα που να μην μπορούν να πουν τίποτα για τα πραγματικά προβλήματα του ανθρώπου».

Στο σημείο αυτό, είναι επιβεβλημένη μια επισήμανση. Η θεολογική προσέγγιση έχει προχωρήσει και σήμερα φαίνεται να υπάρχει συναντίληψη μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών σε ζητήματα όπως το πρωτείο του πάπα, η συνοδικότητα και η λεγόμενη «Ουνία». Η θεολογία έχει πράξει το χρέος της και έχει αξιοποιήσει τον «εξοπλισμό της αγάπης». Η πορεία προς την ενότητα, όμως, δεν δύναται να υλοποιηθεί δίχως την ενσωμάτωση του διαλόγου στη ζωή των Εκκλησιών. Η Ορθοδοξία, ίσως λόγω μιας στατικής κατανόησης της παράδοσης, δεν έχει ακόμα κατορθώσει να γνωστοποιήσει τα κεκτημένα του διαλόγου στο ευρύτερο εκκλησιαστικό σώμα. Οι συναντήσεις «αγάπης» των προκαθημένων Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως εξακολουθούν, βέβαια, να έχουν ισχυρό συμβολικό χαρακτήρα και είναι αναγκαίες. Η ουσιαστική, ωστόσο, συμβολή τους μετράται από την πρόσληψή τους, όταν δηλαδή ο πόθος για την ενότητα γίνεται κοινό κτήμα, αφού η μαθητεία του Χριστού δεν μπορεί παρά να βλέπει τη διαίρεση ως ένα «σκάνδαλο» που πρέπει να θεραπευτεί, ως κάτι ασύμβατο με την προτροπή του Ιησού για την ενότητα των πάντων (Ιω. 17,21).
Αγάπη – θεολογία – ζωή. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως αυτοί είναι οι τρεις πυλώνες της επαναπροσέγγισης ορθοδόξων και καθολικών. Δίχως αγάπη, δεν μεταμορφώνονται οι καρδιές, ενώ ο θεολογικός λόγος δεν έχει αντίκρισμα εάν δεν νοηματοδοτεί τη ζωή και την ανθρώπινη ύπαρξη. Πώς, όμως, θα μεταμορφωθεί η ζωή εάν δεν κάνει έκκληση στην αρετή της αγάπης; Και πώς μπορούν να αποκαταστήσουν την πλήρη ενότητά τους οι Εκκλησίες εάν δεν ζητήσουν, με πνεύμα αγάπης, την υποστήριξη από την πηγή της πίστης, που είναι ο Χριστός;

Ο Δημήτρης Κεραμιδάς είναι Διδάσκων στο Ποντιφικό Πανεπιστήμιο «Angelicum» της Ρώμης

Πηγή: Το Βήμα

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου