Οι Είκοσι χιλιάδες Μάρτυρες της Νικομήδειας. - 28 Δεκεμβρίου
Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος
302μ.Χ. Στη Νικομήδεια βρίσκεται ο αυτοκράτορας
Μαξιμιανός, ο οποίος δεν μπορεί να ανεχθεί την ευρεία εξάπλωση του
χριστιανισμού στην πόλη. Ψάχνει τρόπο να εξαφανίσει τους χριστιανούς. Και τον
βρίσκει! Πλησιάζει η μεγάλη χριστιανική εορτή των Επιφανείων και οι χριστιανοί
θα συναχθούν να εορτάσουν την γέννηση και την βάπτιση του Χριστού. Εκείνη την
ώρα που όλοι θα είναι συναγμένοι στο Ναό, θα πυρπολήσει το οίκημα και θα τους
παραδώσει όλους σε φρικτό θάνατο.
Η μεγάλη εορτή έφθασε. Οι χριστιανοί μετά το
μεοσονύκτιο συνάχθηκαν στο Ναό για να συμμετάσχουν στην πανηγυρική αγρυπνία.
Είκοσι χιλιάδες πιστοί με επικεφαλής τον ευλαβέστατο επίσκοπο Άνθιμο.
Μέσα στη νύκτα ο στρατός του αυτοκράτορα περικυκλώνει το Ναό και κλείνει κάθε έξοδο. Εντεταλμένος αξιωματικός εισέρχεται στο Ναό και λέγει στον Επίσκοπο ότι η εντολή του αυτοκράτορα είναι να θυσιάσουν όλοι στα είδωλα. Αν δεν το κάμουν θα καούν ζωντανοί.
Ακούει ο Αρχιδιάκονος τα λόγια του αξιωματικού και
ανεβαίνει στον άμβωνα. Δυνατή και καθάρια ακούγεται η φωνή του: Αδελφοί μου,
κοιτάξτε την Αγία Τράπεζα όπου θυσιάσθηκε ο Θεός για εμάς. Εμείς θα αρνηθούμε
να θυσιάσουμε την ζωή μας για Αυτόν σε αυτόν τον ιερό τόπο;
Κανείς δεν έτρεξε να σωθεί. Κανείς δεν κινήθηκε
από τη θέση του. Ο Επίσκοπος έδωσε εντολή να επισπευθεί η θεία Λειτουργία και
οι ιερείς να βαπτίσουν και να μυρώσουν τους κατηχουμένους.
Οι στρατιώτες πυρπόλησαν το Ναό. Επί πέντε μέρες η
φωτιά μαινόταν. Και πράγμα παράξενο: αντί από τα αποκαΐδια να αναδύεται η
βρωμερή οσμή της καμένης σάρκας, μια εξαίσια οσμή λιβανωτού έκαμε όλη την πόλη
να μοσχομυρίσει. Κι ένα υπέρλαμπρο φως στάθηκε για πολύ καιρό πάνω από την
καμένη εκκλησία και τα λείψανα των είκοσι χιλιάδων μαρτύρων του Χριστού.
***
December 28:
The Twenty Thousand Martyrs of Nicomedia
In 302 A.D.,
the Emperor Maximian was in Nicomedia. He could no longer tolerate the rapid
spread of Christianity throughout the city. He sought a way to eliminate the
Christians—and he found one. The great Christian feast of the Epiphany was
approaching, when the faithful would gather to celebrate both the birth and the
baptism of Christ. At the hour when all would be assembled in the church, he
planned to set the building on fire and deliver them all to a dreadful death.
The great feast
came. After midnight, the Christians gathered in the church to participate in
the solemn vigil—twenty thousand believers, led by their devout bishop
Anthimus.
During the
night, the emperor’s army surrounded the church and sealed every exit. An
appointed officer entered the sanctuary and told the Bishop that the emperor’s
command was that all must offer sacrifice to the idols. If they refused, they
would be burned alive.
When the
Archdeacon heard the officer’s words, he ascended the pulpit. His voice rang
out, strong and clear: “My brothers, look upon the Holy Altar where God was
sacrificed for us. Shall we refuse to offer our lives for Him, here in this
sacred place?”
No one ran to
save himself. No one moved from his place. The Bishop ordered the Divine
Liturgy to be celebrated without delay, and the priests to baptize and
Chrismate the catechumens.
The soldiers
set fire to the church. For five days the fire raged. And a strange thing
occurred: instead of the stench of burnt flesh rising from the ashes, a
wondrous fragrance of incense filled the city. A radiant light shone for a long
time above the burned church and the relics of the twenty thousand martyrs of
Christ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου