Λόγοι
Χαρά προς θλίψη
Ένα προς τρία
Ένα προς πέντε
Κάποτε ένα στα εκατό
Ένα στα χίλια
Το κλάσμα πάντα γνήσιο
Δεν πλησιάζει τη μονάδα
Ούτε συζήτηση να γίνει καταχρηστικό.
Χαρά προς θλίψη
Ένα προς τρία
Ένα προς πέντε
Κάποτε ένα στα εκατό
Ένα στα χίλια
Το κλάσμα πάντα γνήσιο
Δεν πλησιάζει τη μονάδα
Ούτε συζήτηση να γίνει καταχρηστικό.
Ζήνων
"Πολλαί αι θλίψεις των δικαίων και εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο Κύριος" (Ψαλμός 33.) Καταχρηστικό δεν μπορεί να γίνει λες. Ας υπάρχει όμως η ελπίδα. Όλα μπορούν να γίνουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο 0 μπορεί να γίνει και 10. Τα πράγματα είναι πως τα παίρνει ο καθένας. Αρκεί να υπάρχει αισιοδοξία, κάτι που σίγουρα απουσιάζει από την κοινωνική, εκκλησιαστική, και πολιτική ζωή του τόπου. Υπάρχει η αισιόδοξη νότα νομίζω να πλησιάσει την μονάδα και να την ξεπεράσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΖήνων είσαι απαισιόδοξος;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν ήταν θλίψη προς χαρά πως θα το λογάριαζες;
με έχετε ξαναρωτήσει αν είμαι απαισιόδοξος.
ΑπάντησηΔιαγραφήνομίζω απλά ρεαλιστής.
ζήνων
Ο ρεαλισμός μπορεί και να σκοτώσει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι, όχι, όχι …. Σε παρακαλώ καμιά συζήτηση.-
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατί όχι;
ΑπάντησηΔιαγραφήοδ.Ελυτης
ΑπάντησηΔιαγραφή1o μέρος
Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες
2ο μέρος
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό “τί” καί τό “έ”
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά