Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Στην Πάτρα βρέθηκε για λίγες ημέρες ο π. Ιωνάς Μούρτος, ιεραπόστολος στην Ταϊβάν - Από την εφημερίδα "Εκκλησιολόγος"

« Ο Θε­ός α­γά­πη ε­στίν»
Αποσπάσματα από την ομιλία του π. Ιωνά Μούρτου στην αίθουσα της Χριστιανικής Στέγης Πατρών.
Ό­λοι οι άν­θρω­ποι, α­νε­ξαρ­τή­τως θρη­σκεί­ας, έ­χουν μια έν­νοια πε­ρί Θε­ού. Για τους πε­ρισ­σό­τε­ρους και κυ­ρί­ως τους α­να­το­λι­κούς λα­ούς, ο Θε­ός εί­ναι μια α­νώ­τε­ρη δύ­να­μη, α­πό την ο­ποί­α ζη­τάς και παίρ­νεις διά­φο­ρα πράγ­μα­τα, ό­ταν βέ­βαια και συ της υ­πό­σχε­σαι ό­τι θα πρά­ξεις κά­τι γι αυ­τήν. Αυ­τό που κά­νει την Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α α­πο­λύ­τως μο­να­δι­κή στην ι­στο­ρί­α των θρη­σκειών εί­ναι η Γνώ­ση του Θε­ού που κο­μί­ζει. Συ­γκε­κρι­μέ­να, η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α λέ­ει: Δεν γνω­ρί­ζου­με τι εί­ναι Θε­ός, ού­τε βέ­βαια Αυ­τός εί­ναι το ά­θροι­σμα των ι­διο­τή­των και των ει­κό­νων του. Γνω­ρί­ζου­με, ό­μως Πως εί­ναι ο Θε­ός. Η γνώ­ση αυ­τή του Θε­ού δεν εί­ναι μια δια­νο­η­τι­κή διερ­γα­σί­α, αλ­λά γί­νε­ται μό­νο μέ­σω του Υ­ιού, που ση­μαί­νει κοι­νω­νί­α και με­το­χή με το Θε­ό. Πώς λοι­πόν εί­ναι ο Θε­ός; Η Α­γί­α Γρα­φή μας λέ­ει ό­τι ο Χρι­στός εί­ναι Θε­ός και ο Πα­τέ­ρας εί­ναι Θε­ός και ο Πα­ρά­κλη­τος ε­πί­σης Θε­ός. Υ­πάρ­χουν δη­λα­δή τρί­α Πρό­σω­πα, αλ­λά μό­νο Έ­νας Θε­ός και ό­χι τρεις Θε­οί. Αυ­τός ο Τρια­δι­κός τρό­πος ύ­παρ­ξης του Θε­ού, εί­ναι συ­νύ­παρ­ξη, κοι­νω­νί­α τριών προ­σώ­πων, έ­νας νέ­ος τρό­πος ύ­παρ­ξης. Ο Θε­ός, ε­πομέ­νως, α­γά­πη ε­στίν. Ό­χι έ­χει α­γά­πη, για­τί α­γά­πη μπο­ρού­με να έ­χου­με και μεις α­κό­μη και τα ζώ­α, αλ­λά εί­ναι Α­γά­πη.  Κυ­ρί­ως εί­ναι Πα­τήρ, που δί­νει την ύ­παρ­ξη στον Υ­ιό και στο Ά­γιο Πνεύ­μα, με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο. Ο Θε­ός εί­ναι Υ­ιός ε­πει­δή υ­πάρ­χει ο Πα­τήρ. Υ­πάρ­χει πε­ρι­χώ­ρη­ση. Ο Πα­τήρ α­δειά­ζει τε­λεί­ως και δί­νει ό­λη την ου­σί­α Του στον Υ­ιό. Το ί­διο συμ­βαί­νει και με τον Πα­ρά­κλη­το. Δεν υ­πάρ­χουν δυο Θε­οί. Αλ­λά και αν δεν υ­πάρ­χει Υ­ιός δεν υ­πάρ­χει και Πα­τήρ. Ο Θε­ός εί­ναι Πα­τήρ διό­τι έ­χει Υ­ιό. Ο Θε­ός δεν εί­πε στον Μω­υ­σή ό­τι εί­μαι ου­σί­α αλ­λά « Ε­γώ ει­μί ο Ων».
Αυ­τός ο μο­να­δι­κός τρό­πος ύ­παρ­ξης εί­ναι η με­γα­λύ­τε­ρη χα­ρά του κό­σμου, για­τί μπο­ρού­με και μεις να συ­νυ­πάρ­ξου­με ως Υ­ιοί του Θε­ού. Ο Θε­ός εί­ναι σχε­τι­κός α­πέ­να­ντι στον ε­αυ­τό Του και α­πό α­γά­πη σχε­τι­κός και α­πέ­να­ντι στον κό­σμο. Γι αυ­τό και εξ’ αρ­χής δη­μιούρ­γη­σε τον άν­θρω­πο, ό­χι μό­νο του, αλ­λά « άν­δρα και γυ­ναί­κα ε­ποί­η­σε», ως α­γα­πη­τι­κή κοι­νω­νί­α προ­σώ­πων και μά­λι­στα κοι­νω­νί­α τό­σο στε­νή, που ή­ταν α­πό το ί­διο σώ­μα. Πο­τέ ο άν­θρω­πος δεν υ­πήρ­ξε αυ­θύ­παρ­κτος. Ο Θε­ός δη­μιούρ­γη­σε δη­λα­δή έ­να ζεύ­γος εν α­γά­πη.
Μπο­ρού­με λοι­πόν να πού­με ό­τι ο γά­μος εί­ναι έ­να ιε­ρό μυ­στή­ριο, που υ­πήρ­χε πριν τη πτώ­ση. Γι αυ­τό και εί­ναι για πά­ντα. Δεν εί­ναι ο γά­μος νο­μι­μο­ποί­η­ση της πορ­νεί­ας. Εί­ναι α­γά­πη και γι αυ­τό ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος κα­λεί τη γυ­ναί­κα να μην ξα­να­πα­ντρευ­τεί ώ­στε να μην δια­κο­πεί αυ­τή η σχέ­ση και να εί­ναι για πά­ντα με αυ­τόν που πο­ρεύ­θη­κε προς το Χρι­στό μα­ζί. Και γι’ αυ­τό ο γά­μος δεν εί­ναι κα­θρέ­φτης, που κοι­τά­ζει ο έ­νας τον άλ­λον και σπά­ει, αλ­λά κοι­νή πο­ρεί­α προς την ο­λο­κλή­ρω­ση δια μέ­σω του Χρι­στού. Ο άν­θρω­πος ε­πο­μέ­νως γεν­νή­θη­κε βιο­λο­γι­κά ως συ­νέ­πεια της α­γά­πης. Α­γά­πης που δη­μιούρ­γη­σε ο ί­διος ο Θε­ός που εί­ναι α­γά­πη. Α­κό­μη και με­τά την πτώ­ση, εί­μα­στε δη­μιουρ­γή­μα­τα α­γά­πης, του πα­τέ­ρα και της μά­νας. Ό­χι πλέ­ον της τέ­λειας α­γά­πης, για­τί δεν υ­πάρ­χει τέ­λεια ε­λευ­θε­ρί­α, αλ­λά πά­ντως α­γά­πης.
 Σκο­πός λοι­πόν του Θε­ού εί­ναι την ποιό­τη­τα κοι­νω­νί­ας που ζει να τη ζή­σει και ο άν­θρω­πος και δια μέ­σου αυ­τού ό­λο το σύ­μπαν. Ε­πο­μέ­νως και σκο­πός της ζω­ής του αν­θρώ­που εί­ναι να μπο­ρέ­σει να με­τέ­χει σ’ αυ­τόν τον α­γα­πη­τι­κό τρό­πο της ύ­παρ­ξης. Να υ­πάρ­χει ε­πει­δή α­γα­πιέ­ται και ό­χι ε­πει­δή χτυ­πά­ει η καρ­διά του. Ό­μως, ε­πει­δή αυ­τό δεν μπο­ρεί να το πε­τύ­χει ο άν­θρω­πος μό­νος του, γι’ αυ­τό και έ­γι­νε ο Θε­ός άν­θρω­πος, ώ­στε μέ­σω του Υ­ιού, να ε­νω­θεί κά­θε άν­θρω­πος με τους άλ­λους και με ο­λό­κλη­ρο το σύ­μπαν. Δεν το πέ­τυ­χε στον πα­ρά­δει­σο, για­τί ο Α­δάμ αι­σθάν­θη­κε το Θε­ό ό­χι ως α­γά­πη αλ­λά ως δύ­να­μη και γι’ αυ­τό ε­πε­δί­ω­ξε την παγ­γνω­σί­α, πριν κα­τα­λά­βει ό­τι η ζω­ή δεν εί­ναι αυ­θυ­παρ­ξί­α αλ­λά συ­νύ­παρ­ξη και ό­τι ο Θε­ός εί­ναι α­γά­πη. Τώ­ρα λοι­πόν βιώ­νου­με την α­το­μο­κρα­τί­α, ως συ­νέ­πεια της πτώ­σης του Α­δάμ, ό­χι ως κλη­ρο­νο­μι­κό­τη­τα, α­φού δεν κλη­ρο­νο­μεί­ται η πτώ­ση ως προ­σω­πι­κή ε­νο­χή, αλ­λά ως συ­νέ­πεια μιας αρ­ρώ­στιας.
Η α­πο­τυ­χη­μέ­νη α­γά­πη εί­ναι η κό­λα­ση. Στην κό­λα­ση δεν υ­πάρ­χει πυρ. Στη βα­σι­λεί­α του Θε­ού, ό­λοι θα ζού­με μέ­σα στην Α­γά­πη Του. Ό­σοι α­γα­πούν θ’ αυ­ξά­νου­με στην α­γά­πη και στην κα­τα­νό­η­ση του ε­νός και του άλ­λου. Ε­κεί­νοι πά­λι που δεν α­γα­πούν θα εί­ναι ε­πί­σης μέ­σα στην Α­γά­πη Του αλ­λά δεν θα την α­ντέ­χουν, ε­πει­δή δεν την θέ­λουν.  Ό­σο πιο πο­λύ α­γα­πώ τό­σο πιο πο­λύ σώ­ζο­μαι. Ο χρι­στια­νός δεν πρέ­πει να φο­βά­ται το θά­να­το, ού­τε καν να νοιά­ζε­ται αν θα πά­ει στον Πα­ρά­δει­σο. Πρέ­πει, α­πλώς να ζει την πλη­ρό­τη­τα της α­γά­πης. Αν κα­τα­λά­βου­με ό­τι η Ζω­ή εί­ναι α­γά­πη, ό­λα τα πράγ­μα­τα α­πο­κτούν ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Α­κό­μη και ο τό­πος και ο χρό­νος γί­νο­νται μέ­τρο α­γά­πης. Ε­κεί­νος που α­γα­πά εί­ναι πά­ντα ε­νω­μέ­νος με το Χρι­στό και η έ­νω­ση αυ­τή δεν κα­τα­λύ­ε­ται ού­τε με το θά­να­το. Γι αυ­τό στη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α δεν υ­πάρ­χει θά­να­τος. Ζω­ντα­νοί και πε­θα­μέ­νοι μνη­μο­νεύ­ο­νται το ί­διο και οι με­ρί­δες τους πέ­φτουν μα­ζί στο Σώ­μα του Χρι­στού. Ή­δη μέ­χρι έ­να ση­μεί­ο βιώ­νου­με τη βα­σι­λεί­α Του στη Θεί­α Ευ­χα­ρι­στί­α, που έρ­χε­ται α­πό το μέλ­λον και εί­ναι η Βα­σι­λεί­α Του ε­δώ και τώ­ρα.
Τι ζού­με στη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α; Ε­φό­σον μας α­γά­πη­σε ο Θε­ός, προ­σπα­θού­με να γί­νου­με και μεις α­γά­πη και, ε­πο­μέ­νως, α­γα­πά­με τα πά­ντα για­τί υ­πάρ­χει ο Θε­ός που τ’ α­γα­πά­ει και α­να­φέ­ρου­με τα πά­ντα σ’ Αυ­τόν. Συ­νερ­χό­μα­στε λοι­πόν ε­πί τω αυ­τώ και προ­σπα­θού­με να ω­ραιο­ποι­ή­σου­με τον κό­σμο για να Του τον προ­σφέ­ρου­με. Γι’ αυ­τό και η Θεί­α Λει­τουρ­γί­α δεν ξε­κι­νά το πρω­ί, αλ­λά α­πό το γε­ωρ­γό που φτιά­χνει το α­λεύ­ρι, τη γυ­ναί­κα που το κά­νει πρό­σφο­ρο, τον ά­ντρα που φτιά­χνει το κρα­σί, για να τα προ­σφέ­ρου­με σ’ Αυ­τόν και να γευ­θού­με το Σώ­μα του Χρι­στού. Ό­λοι μα­ζί φτιά­χνου­με το Σώ­μα και γι αυ­τό ό­λοι έ­χου­με ιε­ρω­σύ­νη.
Και ο Θε­ός δέ­χε­ται την προ­σφο­ρά μας, για­τί ο Θε­ός βλέ­πει τον α­λη­θι­νό ιε­ρέ­α που εί­ναι ο Χρι­στός και ε­πει­δή εί­ναι Υ­ιός Του τη δέ­χε­ται. Και μεις του προ­σφέ­ρου­με ό­λο το σύ­μπαν και τον ε­αυ­τό μας και τη γυ­ναί­κα μας και τα παι­διά μας, για­τί κα­τα­λα­βαί­νου­με ό­τι υ­πάρ­χει Αυ­τός που τ’ α­γα­πά­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό μας, για­τί εί­ναι Α­γά­πη. Και Αυ­τός τό­τε μας προ­σφέ­ρει το ί­διο το Σώ­μα Του, για­τί εί­ναι η Τέ­λεια Α­γά­πη και η πη­γή της ζω­ής. Και αν δεν φά­με το Σώ­μα Του θα πε­θά­νου­με. Δια­λέ­γου­με, δη­λα­δή, άλ­λη γέν­νη­ση, άλ­λο τρό­πο ζω­ής, ό­που ο α­λη­θι­νός πα­τέ­ρας δεν εί­ναι ο πα­τέ­ρας στο σπί­τι, αλ­λά Αυ­τός.
Γι’ αυ­τό και στη Λει­τουρ­γί­α του Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου ζη­τά­με να μας ε­νώ­σει ό­πως ε­νώ­νο­νται τα ψί­χου­λα α­πό το ψω­μί. Γι αυ­τό και στη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α συ­ντε­λού­νται ταυ­τό­χρο­να η α­γά­πη προς τον άν­θρω­πο και η α­γά­πη προς το Θε­ό. Αν δεν α­γα­πώ τους άλ­λους δεν μπο­ρώ να ε­νω­θώ κοι­νω­νώ­ντας το Σώ­μα Του με το Θε­ό και μό­νο μέ­σω του Σώ­μα­τος του Θε­ού μπο­ρώ να α­γα­πή­σω υ­παρ­ξια­κά τους άλ­λους. Γι­νό­μα­στε έ­να με το Χρι­στό για­τί εί­μα­στε το ί­διο σώ­μα. Γι αυ­τό και ο Χρι­στός εμ­φα­νι­ζό­ταν στους μα­θη­τές Του ό­ταν ή­ταν ό­λοι μα­ζε­μέ­νοι και εν τη κλά­σει του άρ­του. Μό­νο λοι­πόν στη Θεί­α Ευ­χα­ρι­στί­α βιώ­νου­με το θά­να­το της α­το­μι­κό­τη­τας και γι­νό­μα­στε πρό­σω­πο, που παίρ­νει την προ­σω­πι­κό­τη­τά του α­πό τον άλ­λο, δώ­ρο α­πό αυ­τόν και κυ­ρί­ως α­πό το Θε­ό. Εν τέ­λει δεν υ­πάρ­χει τί­πο­τα άλ­λο πα­ρά Αυ­τός που εί­ναι η Α­γά­πη.


* Η ο­μι­λί­α του π. Ιω­νά, έ­χει α­ναρ­τη­θεί στην ι­στο­σε­λί­δα www.istologio.org, και στην ι­στο­σελί­δα της Ιε­ράς Μη­τρο­πό­λε­ως Πα­τρών, ό­που υ­πάρ­χει ε­πί­σης και συ­νέ­ντευ­ξή του που πα­ρα­χώ­ρη­σε στον π. Χρύ­σαν­θο Στελ­λά­το.

* Ο πα­τήρ Ιω­νάς συ­να­ντή­θη­κε ε­πί­σης με μα­θη­τές α­πό το Λύ­κειο Καστρι­τσί­ου, προ­σκε­κλη­μέ­νος α­πό κα­θη­γη­τές του Λυ­κεί­ου, στα πλαί­σια δρα­στηριο­τή­των του μα­θή­μα­τος Θρη­σκευ­τι­κών, και του πο­λι­τι­στι­κού προ­γράμ­μα­τος “Συ­νερ­γα­ζό­μα­στε-Συν­δη­μιουρ­γού­με”.

* Η συ­νά­ντη­σή τους ξε­κί­νη­σε με συ­ζή­τη­ση πά­νω στην  τε­χνο­λο­γί­α και τα σύγ­χρο­να  ερ­γα­λεί­α του δια­δι­κτύ­ου, τα ο­ποί­α  ο πα­τηρ Ιω­νάς χρη­σι­μο­ποιεί στις δρα­στη­ριό­τη­τές του. Η συ­ζή­τη­ση στη συ­νέ­χεια άγ­γι­ξε θέ­μα­τα θε­ο­λο­γι­κά και φιλο­σο­φι­κά που α­να­δεί­χθη­καν μέ­σα α­πο τις ε­ρω­τή­σεις των μα­θη­τών.

* Το κλί­μα και το ε­πί­πε­δο της συ­ζή­τη­σης ή­ταν ε­ξαι­ρε­τι­κό. Κά­ποια στιγ­μή ο πατήρ Ιω­νάς εί­πε στους νε­α­ρούς συ­νο­μι­λη­τές του: «Μην σας πει κα­νείς ο­τι θέτε­τε α­νού­σια ή α­νό­η­τα ε­ρω­τή­μα­τα. Οι ε­ρω­τή­σεις σας, αν  ψά­ξε­τε στο δια­δί­κτυο, α­ντι­στοι­χούν με ση­μα­ντι­κά φι­λο­σο­φι­κά ε­ρω­τή­μα­τα που α­πα­σχο­λούν την αν­θρω­πό­τη­τα» και προ­έ­τρε­ψε τους μα­θη­τές να α­να­ζη­τούν α­πα­ντή­σεις σε αυ­τά τα ε­ρω­τή­μα­τα.

  * Ο π. Ιω­νάς την Τε­τάρ­τη ε­πέ­στρε­ψε στην Τα­ϊ­βάν.



Κα­τά την πα­ρα­μο­νή του στην πό­λη μας, ο π. Ιω­νάς εί­χε την ευ­και­ρί­α να συ­να­ντή­σει πα­λιούς γνώ­ρι­μους και φί­λους α­πό τα σχο­λι­κά του χρό­νια, αλ­λά και α­πό τη δια­κο­νί­α του ως στε­λέ­χους της Χρι­στια­νι­κής Στέ­γης Πα­τρών. Την Κυ­ρια­κή λει­τούρ­γη­σε στον Πα­νε­πι­στη­μια­κό Να­ό και το βρά­δυ μί­λη­σε στην Αί­θου­σα της Χρι­στια­νι­κής Στέ­γης Πα­τρών με θέ­μα «ο Θε­ός Α­γά­πη ε­στί.» Πα­ρου­σί­α­σε με σύ­ντο­μο τρό­πο την ει­κό­να του Θε­ού ό­πως την προ­σφέ­ρει στους α­να­το­λι­κούς λα­ούς ως Α­γά­πη και ό­χι ως δύ­να­μη που προ­κα­λεί φό­βο ό­πως αυ­τός βιώ­νε­ται α­πό τις α­να­το­λι­κές πα­ρα­δό­σεις.
Ο π. Ιω­νάς Μούρ­τος γεν­νή­θη­κε και με­γά­λω­σε στην Πά­τρα. Α­πο­φοί­τη­σε α­πό το Ε­θνι­κό Με­τσό­βειο Πο­λυ­τε­χνεί­ο ως Η­λε­κτρο­λό­γος Μη­χα­νι­κός. Στη συ­νέ­χεια ερ­γά­στη­κε στην IBM και την BP ως μη­χα­νι­κός υ­πο­λο­γι­στών σε ση­μα­ντι­κές θέ­σεις. Κα­τά τη διάρ­κεια των σπου­δών του γνώ­ρι­σε τον π. Πορ­φύ­ριο Καυ­σο­κα­λυ­βί­τη, γνω­ρι­μί­α που υ­πήρ­ξε κα­θο­ρι­στι­κή για τη με­τέ­πει­τα ζω­ή του.
Το 1985 ε­κά­ρη μο­να­χός στα Καυ­σο­κα­λύ­βια του Α­γί­ου Ό­ρους α­πό τον γέ­ρο­ντα Πορ­φύ­ριο. Με­τά την κοί­μη­ση του π. Πορ­φυ­ρί­ου μό­να­σε στην Ι. Μ. Γρη­γο­ρί­ου του Α­γί­ου Ό­ρους. Α­πό ε­κεί ε­στά­λη και βο­ή­θη­σε στην Ιε­ρα­πο­στο­λή στο Κο­λουέ­ζι του Κο­γκό και στην Καλ­κού­τα των Ιν­διών. Το 2000 χει­ρο­το­νή­θη­κε ιε­ρέ­ας. Την ί­δια χρο­νιά με­τέ­βη στην Τα­ϊ­βάν με ε­ντο­λή του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τριαρ­χεί­ου, ως ο πρώ­τος ορ­θό­δο­ξος ιε­ρα­πό­στο­λος στη χώ­ρα αυ­τή – και δυ­στυ­χώς ο μο­να­δι­κός α­κό­μη.
 Η ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σί­α της Ται­βάν, υ­πά­γε­ται στην Αρ­χιε­πι­σκο­πή Χον­γκ – Κόν­γκ και Νο­τιο­α­να­το­λι­κής Α­σί­ας, υ­πό τον σεβ. Μη­τρο­πο­λί­τη Νε­κτά­ριο. Στην προ­σπά­θειά του για τη διά­δο­ση της ορ­θο­δο­ξί­ας, ε­κτός α­πό την δια ζώ­σης κα­τή­χη­ση, ο π. Ιω­νάς χρη­σι­μο­ποιεί ε­κτε­νέ­στα­τα τις δυ­να­τό­τη­τες που πα­ρέ­χει το δια­δί­κτυο, κα­θώς εί­ναι πρα­κτι­κά α­δύ­να­το να έλ­θει με άλ­λον τρό­πο σε ε­πα­φή με τό­σο πο­λύ κό­σμο.
Έ­τσι, στις ι­στο­σε­λί­δες του π. Ιω­νά μπο­ρεί κα­νείς να βρεί στην κι­νε­ζι­κή γλώσ­σα έ­ναν πλού­το πλη­ρο­φο­ριών γύ­ρω α­πό την ορ­θο­δο­ξί­α, με­τα­φρα­σμέ­να θε­ο­λο­γι­κά βι­βλί­α, λει­τουρ­γι­κά κεί­με­να, φω­το­γρα­φί­ες και βί­ντε­ο. Οι Έλ­λη­νες φί­λοι της ιε­ρα­πο­στο­λής μπο­ρούν στην ι­στο­σε­λί­δα www.asian-aroma.com να πα­ρα­κο­λου­θούν - στα ελ­λη­νι­κά - την ε­ξέ­λι­ξη της ιε­ρα­πο­στο­λι­κής προ­σπά­θειας στην Τα­ϊ­βάν, με ό­σες λε­πτο­μέ­ρειες μπο­ρεί και προ­λα­βαί­νει ο ί­διος να κα­τα­γρά­φει. Ε­πί­σης, στην ι­στο­σε­λί­δα www.justin.tv/dao_love με­τα­δί­δε­ται ζω­ντα­νά η Θ. Λει­τουρ­γί­α α­πό τον Ιε­ρό Να­ό της Α­γί­ας Τριά­δας στην Τα­ϊ­πέ­ι, ο ο­ποί­ος δυ­στυ­χώς στε­γά­ζε­ται α­κό­μη σε έ­να δια­μέ­ρι­σμα πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Στην ί­δια ι­στο­σε­λί­δα υ­πάρ­χουν και πολ­λά άλ­λα βί­ντε­ο α­πό δια­λέ­ξεις του π. Ιω­νά.
Α­ξί­ζει να α­να­φέ­ρου­με ό­τι στα πρώ­τα χρό­νια της μο­να­χι­κής ζω­ής του π. Ιω­νά, ο γέ­ρο­ντας Πορ­φύ­ριος εί­χε ε­πι­μεί­νει να συ­νε­χί­σει ο π. Ιω­νάς να α­σχο­λεί­ται με τους η­λε­κτρο­νι­κούς υ­πο­λο­γι­στές και να ε­νη­με­ρώ­νε­ται συ­νε­χώς γύ­ρω α­πό τα θέ­μα­τα της Πλη­ρο­φο­ρι­κής. Μά­λι­στα ή ύ­παρ­ξη υ­πο­λο­γι­στή σε μο­να­χι­κό κε­λί ε­κεί­να τα χρό­νια εί­χε προ­κα­λέ­σει γε­νι­κή κα­τά­πλη­ξη. Σή­με­ρα, ί­σως κα­τα­νού­με τους λό­γους που ο­δή­γη­σαν τον διο­ρα­τι­κό και προ­ο­ρα­τι­κό γέ­ρο­ντα Πορ­φύ­ριο στην προ­τρο­πή του ε­κεί­νη. Ταυ­τό­χρο­να, ο π. Ιω­νάς δι­δά­σκει σε Πα­νε­πι­στή­μια της Τα­ϊ­βάν ορ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α και μέ­σω Internet πραγ­μα­το­ποιεί σε­μι­νά­ρια και δι­δά­σκει αν­θρώ­πους που μπο­ρεί να βρί­σκο­νται ο­που­δή­πο­τε στον κό­σμο.
Το ε­ντυ­πω­σια­κό αυ­τής της Ιε­ρα­πο­στο­λι­κής προ­σπά­θειας εί­ναι ό­τι ο π. Ιω­νάς δεν α­πευ­θύ­νε­ται μό­νο στα 23.000.000 των Τα­ϊ­βα­νέ­ζων, αλ­λά και στο 1.400.000.000 Κι­νέ­ζων, μέ­σω της χρή­σης της κι­νε­ζι­κής γλώσ­σας. Σε αυ­τή την προ­σπά­θεια μας κα­λεί ό­λους να γί­νου­με συ­νερ­γά­τες του βο­η­θώ­ντας εί­τε σε τε­χνι­κά θέ­μα­τα, εί­τε σε ό­σα θε­ο­λο­γι­κά σε­μι­νά­ρια πραγ­μα­το­ποιού­νται στην αγ­γλι­κή γλώσ­σα, εί­τε οι­κο­νο­μι­κά, αλ­λά κυ­ρί­ως με τις προ­σευ­χές μας.

                                          "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ" 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου