Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Απόστολος Ανδρέας - Χρήστος Ενισλείδης

    Πε­ρί της α­να­κο­μι­δής αυ­τής των ιε­ρών λει­ψά­νων του α­πο­στό­λου Αν­δρέ­ου εκ Κων)πό­λε­ως εις Α­μάλ­φην και της πο­μπής κα­τα­θέ­σε­ως αυ­τών εις τον ε­κεί μη­τροπο­λι­τι­κόν να­όν του Α­γί­ου Αν­δρέ­ου συ­νέ­τα­ξε λε­πτο­με­ρή έκ­θε­σιν ο λό­γιος αρχι­διά­κο­νος της Εκ­κλη­σί­ας αυ­τής Ματ­θαί­ος, Α­μαλ­φι­τα­νός ή Α­μαλ­φί­της, ό­στις εί­ναι ο­λί­γον με­τα­γε­νέ­στε­ρος των γε­γο­νό­των.  Ο Σπύ­ρος Λά­μπρος γρά­φων πε­ρί της α­να­κο­μι­δής της α­γί­ας Κά­ρας του Πρω­το­κλή­του εκ Πα­τρών εις Ρώ­μην –κατά τον 15ον αιώ­να- λέ­γει: « Αλ­λά το εις την Α­μάλ­φην α­να­κο­μι­σθέν λεί­ψα­νον ε­στε­ρεί­το της κά­ρας, ή­τις εκ Κων)πό­λε­ως εν χρό­νω α­γνώ­στω, ουκ α­πι­θά­νως δε επί του φί­λου της πλού­σιας Δα­νι­λή­δος αυ­το­κρά­το­ρος Βα­σι­λεί­ου του Μα­κε­δόνος, εί­χεν α­πο­στα­λή εις τας Πά­τρας την πό­λιν, εν ή ο Α­πό­στο­λος εί­χεν α­ξιω­θή του μαρ­τυ­ρί­ου. Ε­κεί δε ευ­ρί­σκε­το, φυ­λασ­σο­μέ­νη εν τω α­πό αρ­χαί­ων χρό­νων εκτι­σμέ­νω πα­ρα­θα­λασ­σί­ω να­ού του Α­γί­ου Αν­δρέ­ου, εν ω ή­δη Βα­σί­λειος ο Μα­κε­δών κα­τά την εις Πά­τρας ε­πί­σκε­ψιν αυ­τού έ­τη τι­νά προ της εις τον θρό­νον α­ναβά­σε­ως εί­χε προ­σκυ­νή­σει το κε­νο­τά­φιον του Πρω­το­κλή­του».
    Την ερ­γα­σί­αν του Ματ­θαί­ου αυ­τήν έ­χει δη­μο­σιεύ­σει ο α­εί­μνη­στος ού­τος ιστο­ρι­κός, κα­θη­γη­τής της Ι­στο­ρί­ας του Ε­θνι­κού Πα­νε­πι­στη­μί­ου Α­θη­νών και πολυ­γρα­φώ­τα­τος ε­ρευ­νη­τής των με­σαιω­νι­κών κυ­ρί­ως χρό­νων, ο Σπύρ. Λά­μπρος (1) εις το υπ` αυ­τού τό­τε εκ­δι­δό­με­νον ε­πι­στη­μο­νι­κόν πε­ριο­δι­κόν «Νέ­ος Ελ­λη­νομνή­μων», τομ. 10ον, (1915), σελ.33 και ε­ξής. Το μέ­ρος τού­το ως ε­πί­και­ρον α­νε­δη­μο­σί­ευ­σεν εις ί­διον τεύ­χος ο εν Πά­τραις διευ­θυ­ντής του «Α­ρε­θεί­ου» εκ­παι­δευ­τηρί­ου κ. Γε­ωρ­γ. Π. Μπού­ρας (Πά­τραι 1964) «τη ευ­γε­νεί ε­γκρί­σει των κλη­ρο­νό­μων πνευ­μα­τι­κής ι­διο­κτη­σί­ας θυ­γα­τέ­ρων του Σ. Λά­μπρου, κ. Λί­νας Π. Τσαλ­δά­ρη και Χαρ. Κ. Μα­λά­μου» ε­πί τη ε­πι­στρο­φή της τι­μί­ας Κά­ρας εκ Ρώ­μης εις Πά­τρας την 26ην Σε­πτεμ­βρί­ου 1964, και υ­πό τον τί­τλον «Το ι­στο­ρι­κόν της Κά­ρας του Α­πο­στό­λου Αν­δρέ­ου». Ε­κεί α­να­γρά­φο­νται και αι εκ­δό­σεις της εκ­θέ­σε­ως Ματ­θαί­ου υ­πό δια­φό­ρων ε­ρευ­νη­τών της Ι­στο­ρί­ας (σε­λίς 5).

     Κατ` αυ­τόν τον τρό­πον τα ιε­ρά λεί­ψα­να του Πρω­το­κλή­του με­τη­νέ­χθη­σαν με πά­σαν πο­μπήν και ε­πι­ση­μό­τη­τα εις την Α­μάλ­φην της Ι­τα­λί­ας, ό­που και μέ­χρι σή­με­ρον εί­ναι α­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­να, με­γά­λως τι­μώ­με­να και ε­πα­ξί­ως προ­σκυ­νούμε­να. Δια δε τα ά­για λεί­ψα­να των άλ­λων δύ­ο α­πο­στό­λων Λου­κά και Τι­μο­θέ­ου, που και ε­κεί­να εί­χον α­πο­θη­σαυ­ρι­σθή  εις τον αυ­τόν ιε­ρόν να­ών των α­γί­ων Α­πο­στό­λων Κων)πό­λε­ως, ως ε­λέ­χθη, η Ι­στο­ρί­α και η Πα­ρά­δο­σις λέ­γουν, ό­τι αυ­τά δεν τα έ­θι­ξαν οι Σταυ­ρο­φό­ροι του 1204.
    Μια πα­ρά­δο­σις λέ­γει, ό­τι ό­ταν ο Μω­ά­μεθ ο Πορ­θη­τής διέ­τα­ξε την κα­τε­δά­φισιν του να­ού των α­γί­ων Α­πο­στό­λων και την ε­κεί α­νέ­γερ­σιν τε­μέ­νους Ο­θω­μα­νικού (2), ο Έλ­λην αρ­χι­τέ­κτων Χρι­στό­δου­λος, το έ­τος 1454, με­τέ­φε­ρε και τα λεί­ψα­να ταύ­τα εις τον να­όν της Α­γί­ας Θε­ο­δο­σί­ας, ό­στις υ­πο­τί­θε­ται, ό­τι εί­ναι ο με­τέ­πει­τα με­τα­τρα­πείς εις τζα­μί και αυ­τός υ­πό την ε­πω­νυ­μί­αν Γκιούλ-τζα­μί (1).και μαρ­τυ­ρεί ο α­εί­μνη­στος ει­δι­κός Βυ­ζα­ντι­νο­λό­γος, διε­θνούς δε φή­μης και α­καδη­μαι­κός, Ξε­νο­φών Σι­δε­ρί­δης (1851-1929)εις ει­δι­κήν πραγ­μα­τεί­αν ε­πι­γρα­φο­μέ­νην «Κων­στα­ντί­νου του  Πα­λαιο­λό­γου θά­να­τος, τα­φή και σπά­θη» και δη­μο­σιευ­θείσαν εις το εν Α­θή­ναις εκ­δι­δό­με­νον άλ­λο­τε ε­πι­στη­μο­νι­κόν πε­ριο­δι­κόν  «Με­λέτη» (τόμ. Έ­τους 1908, σελ. 136), ό­τι ε­πι­σκε­φθείς το έ­τος 1906 το να­όν της α­γί­ας Θε­ο­δο­σίας πα­ρε­τή­ρη­σεν εις μί­αν κρύ­πτην αυ­τού έ­να μνή­μα και ε­πά­νω εις αυ­τό μί­αν επι­γρα­φήν εις γλώσ­σαν Α­ρα­βι­κήν – την ιε­ράν του Κο­ρα­νί­ου-, την ο­ποί­αν και αντέ­γρα­ψεν, έ­χου­σαν δε ού­τως:
               «Μερ­κάτ- τι χα­βα­ριούν α­σχά­μπ
                 Γιου­σούχ- Α­λέ­ια ελ- σε­λάμ».
               Δη­λα­δή
              «Μνή­μα των α­πο­στό­λων μα­θη­τών
                του Ι­η­σού- Αυ­τώ η προ­σκύ­νη­σις».
    Άλ­λοι πά­λι α­νέ­γνω­σαν την ε­πι­γρα­φήν αυ­τήν δια­φο­ρο­τρό­πως. Ό­λοι ό­μως συμ­φω­νούν, ό­τι πρό­κει­ται πε­ρί μνή­μα­τος, έν­θα τα λεί­ψα­να μα­θη­τών του Χρι­στού. Και κα­τά την Πα­ρά­δο­σιν, του Λου­κά και του Τι­μο­θέ­ου. Αλ­λά ας ε­πα­νέλ­θω­μεν  εις τα λεί­ψα­να του Πρω­το­κλή­του α­πο­στό­λου Αν­δρέ­ου, α­πό τα ο­ποί­α μας α­πε­μά­κρυνε η ρύ­μη του λό­γου. Και ας α­φή­σω­μεν αυ­τά να α­να­παύ­ο­νται εις τον μη­τρο­πο­λιτι­κόν να­όν της Α­μάλ­φης, χω­ρίς  την Κά­ραν, την κε­φα­λήν δη­λα­δή. Διό­τι κα­τά την μαρ­τυ­ρί­αν του Α­μαλ­φί­του Ματ­θαί­ου ε­κεί με­τε­φέρ­θη­σαν, ως ε­λέ­χθη , χω­ρίς αυ­τήν. Σκή­νω­μα α­κέ­φα­λον.
    Ε­πί δύ­ο κα­τό­πιν αιώ­νας, α­πό του 1204 έ­ως του 1400, δεν υ­πάρ­χουν κεί­με­να ο­μι­λού­ντα δια το ιε­ρόν λεί­ψα­νον του Α­πο­στό­λου. Ού­τε δια το σκή­νω­μά του ού­τε δια την τι­μί­αν Κά­ρα  αυ­τού. Και ού­τω φθά­νο­μεν εις τα χρό­νια της α­λώ­σε­ως της Κων)πόλε­ως  και ό­λης της Ελ­λά­δος και του α­πε­ρά­ντου Βυ­ζα­ντι­νού Κρά­τους υ­πό των Τούρ­κων το έ­τος 1453. ο Γε­ώρ­γιος Φρα­ντζής εί­ναι ο ι­στο­ρι­κός των χρό­νων ε­κεί­νων, ο σύγ­χρο­νος με τα γε­γο­νό­τα  (1401 έ­τος γεν­νή­σε­ως, το δε έ­τος του θα­νά­του του αγνο­εί­ται). Ε­χρη­μά­τι­σεν α­ξιω­μα­τού­χος της αυ­λής του Βυ­ζα­ντί­ου ε­πί Μα­νου­ήλ και Κων­στα­ντί­νου Πα­λαιο­λό­γου. Διέ­τρι­ψεν εις την Πε­λο­πόν­νη­σον, ό­που και έδρα­σεν ως στρα­τιω­τι­κός, το δε έ­τος 1431 διω­ρί­σθη διοι­κη­τής των Πα­τρών. Με­τά βί­ον πε­ρι­πε­τειώ­δη κα­τέ­κη­ξεν εις την Κέρ­κυ­ραν, ό­που ε­κά­ρη μο­να­χός και ε­κεί συ­νέ­γρα­ψε το «Χρο­νι­κόν» του, το έ­τος 1467, ό­που πε­ρι­γρά­φει και α­φη­γεί­ται τα σύγ­χρο­να γε­γο­νό­τα της α­λώ­σε­ως της Κων)πό­λε­ως κ.τ.τ  α­πό του 1258 μέ­χρι του 1467.
    Ο Φρα­ντζής εί­ναι ο μό­νος ι­στο­ρι­κός, που μας α­φη­γεί­ται τα κα­τά το ιε­ρόν λεί­ψα­νον της τι­μί­ας Κά­ρας του α­πο­στό­λου Αν­δρέ­α, ευ­ρι­σκο­μέ­νης τό­τε εις τας Πά­τρας της Α­χα­ΐ­ας. Και εί­ναι ο κυ­ριό­τε­ρος αυ­τό­πτης μάρ­τυς της πο­λυ­κυ­μά­ντου ε­κεί­νης ε­πο­χής εν Πε­λο­πον­νή­σω ό­τε άρ­χο­ντες ή­σαν αυ­τής οι τρεις α­δελ­φοί Πα­λαιο­λό­γοι Θε­ό­δω­ρος, Κων­στα­ντί­νος και Θω­μάς, τέ­κνα του Μα­νου­ήλ του Β΄αυ­το­κρά­το­ρος Κων)πό­λε­ως (1391-1425), τον ο­ποί­ον α­πο­θα­νό­ντα διε­δέ­χθη ο α­δελ­φός του Κων­στα­ντί­νος (1425-1448), ο μάρ­τυς βα­σι­λεύς των θρύ­λων. Οι Πα­λαιο­λό­γοι ού­τοι κατέ­λυ­σαν το Φρα­γκι­κόν Πρι­γκι­πά­τον της Α­χαί­ας και διε­μοι­ρά­σθη­σαν την Πελο­πόν­νη­σον με­τα­ξύ των. Ο Θω­μάς έ­λα­βε μέ­ρος εις την εκ­στρα­τεί­αν του α­δελ­φού του Ιω­άν­νου Η΄κα­τά των Φρά­γκων και πο­λιορ­κή­σας την Χα­λαν­δρί­τσαν η­νά­γκα­σε τον Φρά­γκον Ζα­χα­ρί­α Κε­ντυ­ρί­ω­να Β΄να πα­ρα­δο­θή, έ­λα­βε δε παρ` αυ­τού ως σύ­ζυ­γον την α­δελ­φήν του Αι­κα­τε­ρί­ναν και ω­νο­μά­σθη βα­ρώ­νος της Κυ­πα­ρι­σί­ας. Κα­τό­πιν δε α­πό τον α­δελ­φόν του Θε­ό­δω­ρον, δε­σπό­την του Μι­στρά, έ­λα­βε τον τίτλον του δε­σπό­του των Κα­λα­βρύ­των και των Πα­τρών. Ο οί­κος Πα­λαιο­λό­γων διεσπά­ρη α­νά την Δύ­σιν, με­τά την πα­ντε­λή ε­πι­κρά­τη­σιν των Τούρ­κων εν Ελ­λά­δι.
     Ο Θω­μάς Πα­λαιο­λό­γος ή­το α­νήρ γεν­ναί­ος και δρα­στή­ριος, ε­στε­ρεί­το ό­μως της α­παι­τού­με­νης συ­νέ­σε­ως προς α­ντι­με­τώ­πι­σιν των δυ­σχε­ρών πε­ρι­στά­σε­ων, υ­πό τας ο­ποί­ας ε­βρέ­θη, ι­δί­ως έ­να­ντι των Τούρ­κων ε­πι­δρα­μό­ντων προς κα­τά­κτη­σιν της Πε­λο­πον­νή­σου με­τά την ά­λω­σιν της Κων)πό­λε­ως, το έ­τος 1458- 1460. Τό­τε έ­λαβε μέ­τρα σπα­σμω­δι­κά και με α­στό­χους ε­νέρ­γειες ε­πε­τά­χυ­νε την υ­πο­δού­λω­σιν ο­λο­κλή­ρου της Πε­λο­πον­νή­σου. Ό­ταν δε ο Μω­ά­μεθ Β΄ει­σέ­βα­λεν εις την Πε­λοπόν­νη­σον με­τά ι­σχυ­ρών δυ­νά­με­ων, ο μεν δε­σπό­της του Μι­στρά Δη­μή­τριος έ­σπευσε να πα­ρα­δο­θή ά­νευ ό­ρων, ο δε Θω­μάς να κα­τα­φύ­γη εις Κέρ­κυ­ραν οι­κο­γε­νειακώς, συ­να­πο­κο­μί­ζων εκ Πα­τρών την τι­μί­αν  Κά­ραν Αν­δρέ­ου του Πρω­το­κλή­του. Εγκα­τα­λεί­ψας δε εις την Κέρ­κυ­ραν την οι­κο­γέ­νειά του ε­πέ­ρα­σεν εις την Α­γκώνα και την Ε­νε­τί­αν και τέ­λος έ­φθα­σεν εις την Ρώ­μην ζη­τών βο­ή­θειαν, ί­να α­νακτή­ση το α­πω­λε­σθέν δε­σπο­τά­τον του. Ού­τος εκ της Αι­κα­τε­ρί­νης α­πέ­κτη­σε δύ­ο α­γό­ρια, τον Αν­δρέ­αν και τον Μα­νου­ήλ, του ο­ποί­ου ο δευ­τε­ρό­το­κος υ­ιός Αν­δρέας ε­ξι­σλα­μί­σθη ο­νο­μα­σθείς Μεχ­μέτ. Εί­χε και δύ­ο κο­ρί­τσια, την Ε­λέ­νην, που εχρη­μά­τι­σεν η τε­λευ­ταί­α η­γε­μο­νίς της Σερ­βί­ας και την Ζω­ήν- Σο­φί­αν, γε­νο­μένην τσα­ρί­να της Ρω­σί­ας.
    Με ό­λα ταύ­τα δεν προ­τί­θε­μαι να γί­νω συ­νή­γο­ρος υ­πε­ρα­σπί­σε­ως του Θω­μά του Πα­λαιο­λό­γου. Διό­τι κα­τη­γο­ρή­θη ως ου­νί­της και άν­θρω­πος ε­παι­σχύ­ντου διαγω­γής («Κα­θη­με­ρι­νή» 21-9-1964). Πλην τα πρό­σω­πα, τα πράγ­μα­τα και τα γε­γο­νό­τα μιας επο­χής δεν κρί­νο­νται φυ­σι­κά – και δεν εί­ναι ορ­θόν να κρί­νω­νται- σύμ­φω­να με τα μέ­τρα και τα σταθ­μά μιας άλ­λης ε­πο­χής., αλ­λά α­να­λό­γως με τας κα­τά την επο­χήν ε­κεί­νην ε­πι­κρα­τού­σας α­ντι­λή­ψεις, κοι­νω­νι­κάς, θρη­σκευ­τι­κάς και εθνι­κάς, και με αυ­τά τα πε­ρι­στα­τι­κά των πραγ­μά­των αυ­τών. Και ο Θω­μάς Πα­λαιολό­γος ευ­ρε­θείς προ α­ντί­ξο­ων πο­λι­τι­κών και ε­θνι­κών πε­ρι­στά­σε­ων η­να­γκά­σθη να κα­τα­φύ­γη εις την Δύ­σιν, και εις τον πα­νί­σχυ­ρον τό­τε Πά­παν, ζη­τών βο­ή­θειαν, πράγ­μα άλ­λω­στε σύ­νη­θες α­πό αυ­τής της Βυ­ζα­ντι­νής πε­ριό­δου. Το Βυ­ζά­ντιον ό­χι ά­παξ ή δις, αλ­λά πολ­λά­κις κα­τέ­φυ­γεν εις τον Πά­παν ζη­τών ε­πέμ­βα­σιν εί­τε εις τα εκ­κλη­σια­στι­κά εί­τε εις τα πο­λι­τι­κά πράγ­μα­τα της Α­να­το­λής. Και την α­δυ­να­μί­αν αυ­τήν και α­κα­τα­στα­σί­αν του Βυ­ζα­ντί­ου εις τα πο­λι­τι­κά και εκ­κλη­σια­στι­κά εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι αι Πά­παι έ­φθα­σαν εις το Σχί­σμα των Εκ­κλη­σιών, ως γνω­στόν, κα­κώς βέ­βαια, κά­τω α­πό το ο­ποί­ο Σχί­σμα ε­κρύ­πτο­ντο και πολι­τι­κά ε­λα­τή­ρια προ­δή­λως.
   Ι­δού κεί­με­νον, το ο­ποί­ο α­να­φέ­ρει την πα­ρου­σί­αν της τι­μί­ας Κά­ρας του Πρωτο­κλή­του εις Πά­τρας, και ό­τι κα­τά τα χρό­νια ε­κεί­να πα­ρέ­λα­βεν αυ­τήν και μετέ­φε­ρεν ο Πα­λαιο­λό­γος Θω­μάς εις Ρώ­μην. Εί­ναι του Γ.Φρα­ντζή, παρ­μέ­νο α­πό το χρο­νι­κόν αυ­τού. Λέ­γει:
                                     Ο δε δε­σπό­της κυρ Θω­μάς φθά­σας εις την Α­γκώ­να κα­κεί­θεν
                                     εις  την Ρώ­μην ου­δέν άλ­λον κα­τώρ­θω­σεν ει μη ό­τι έ­δω­κε τω 
                                     Πά­πα Πί­ω  δευ­τέ­ρω εν τω δευ­τέ­ρω έ­τει της αρ­χιε­ρω­σύ­νης
                                     αυ­τού  την κε­φα­λήν του λει­ψά­νου του α­γί­ου α­πο­στό­λου και
                                     Πρω­το­κλή­του Αν­δρέ­ου, κα­κεί­νος (ο Πί­ος έ­δω­κεν) αυ­τώ μό­λις                                                                                                                            α                                   προς το ζην με­τά των αυ­τού την μό­νην α­να­γκαί­αν τρο­φήν.
                                                                                          (Έκ­δο­σις Βόν­νης, σελ. 412)
    Και ο Σπύ­ρος Λά­μπρος σχο­λιά­ζων το γε­γο­νός ως ε­ξής α­πο­φαί­νε­ται εις την προ­μνη­σθεί­σαν ερ­γα­σί­αν του οιο­νεί δι­καιο­λο­γών την πρά­ξιν του Θω­μά. «Ό­τε αλού­σης της Πε­λο­πον­νή­σου υ­πό των Τούρ­κων ο τε­λευ­ταί­ος των δε­σπο­τών Θω­μάς Πα­λαιο­λό­γος η­να­γκά­σθη να α­πέλ­θη εις την Ι­τα­λί­αν, ό­πως ζη­τή­ση ά­συ­λον πα­ρά τον Πά­πα Πί­ω Β, συ­να­πε­κό­μι­σεν εκ Πα­τρών την Κά­ραν του Α­πο­στό­λου, πε­ποι­θώς ό­τι αύ­τη ή­θε­λε χρη­σι­μεύ­σει εις αυ­τόν προς ε­πί­τευ­ξιν των πα­θών αυ­τού, παρε­χο­μέ­νη ως α­σπά­σιον δώ­ρον εις τον Πά­παν. Και πράγ­μα­τι παν μεν ά­γιον λεί­ψανον ή­το πε­ρι­ζή­τη­τον εν τη Δύ­σει, πο­λύ δε μάλ­λον τα συν­δε­ό­με­να προς τα πά­θη του Χρι­στού και την πρώ­την ι­στο­ρί­αν του Χρι­στια­νι­σμού. Διο βλέ­πο­μεν ο­λίγον αρ­γό­τε­ρον αυ­τούς τους σουλ­τά­νους α­γω­νι­ζο­μέ­νους- χά­ριν ι­δί­ων τε­λών- να ευα­ρε­στή­σω­σι τους Πά­πας και τους άλ­λους ι­σχυ­ρούς της Δύ­σε­ως δια της δωρε­άς α­γί­ων λει­ψά­νων. Ού­τως ο Βα­για­ζήτ Β΄τω μεν 1484 α­πέ­στει­λεν εις τον μά­γι­στρον των εν Ρό­δω Ιπ­πο­τών την δε­ξιάν χεί­ρα του Βα­πτι­στού, ην ε­ξη­κο­λού­θη­σαν έ­κτο­τε φυ­λάσ­σο­ντες οι Ιω­αν­νί­ται  ως το πο­λυ­τι­μό­τα­τον των κει­μη­λί­ων. Έ­πειτα δε υ­πε­σχέ­θη τω 1489 εις τον βα­σι­λέ­α της Γαλ­λί­ας Κά­ρο­λον Η΄ ά­για λεί­ψα­να, εν οις και η α­γί­α Λόγ­χη, δι ης ε­κε­ντή­θη ο Ι­η­σούς, ην ουχ ήτ­τον κα­τό­πιν τω 1492 δι` ιδί­ου πρέ­σβε­ως α­πέ­στει­λεν ο αυ­τός σουλ­τά­νος εις τον Πά­παν Ιν­νο­κέ­ντιον Η΄(1484-1492). Ά­ξιον δε ση­μειώ­σε­ως εί­ναι και το ό­τι κα­τά το ε­πό­με­νον έ­τος της εκ Πα­τρών εις την Ι­τα­λί­αν α­να­κο­μι­δής της Κά­ρας του α­γί­ου Αν­δρέ­ου α­νε­κό­μι­σαν οι Βε­νε­τοί εξ Αι­γί­νης τω 1462 την κά­ραν του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου.
    Κα­τά ταύ­τα, προ­σθέ­τει πε­ρι­ζή­τη­τος ή­το και η Κά­ρα του Α­γί­ου Αν­δρέ­ου, πο­λυτι­μό­τα­τον λεί­ψα­νον του Α­πο­στό­λου, ου μά­την εί­χε πει­ρα­θή ο Πά­πας Ο­νώ­ριος Γ΄(1216 1237) να λά­βη πα­ρά των Α­μαλ­φι­τών, έ­στω και το ε­λά­χι­στον μέ­λος, του εν Α­μάλ­φη ιε­ρού κει­μη­λί­ου κε­χω­σμέ­νου εν βα­θεί μέ­ρει της εκ­κλη­σί­ας του Α­γί­ου Αν­δρέ­ου, α­γνο­ου­μέ­νου δε α­πό των χρό­νων, καθ΄ους εί­χον α­πο­θά­νει οι α­πο­δε­χθέ­ντες το ά­γιον λεί­ψα­νον του Α­πο­στό­λου και κα­τα­κρύ­ψα­ντες αυ­τό εν τό­πω α­σφα­λεί. Και πα­ρε­δό­θην μεν ό­τι πολ­λοί Χρι­στια­νοί Η­γε­μό­νες εί­χον α­πευ­θύ­νει εις τον Θω­μάν Πα­λαιο­λό­γον λί­αν δε­λε­α­στι­κάς προ­τά­σεις πε­ρί πα­ρα­χω­ρή­σε­ως της Κά­ρας του Πρω­το­κλή­του, ι­δί­ως δε η­δυ­νά­με­θα, πε­ραι­τέ­ρω βαί­νο­ντες, να α­ποδε­χθώ­μεν, ό­τι αυ­τός ο Θω­μάς ε­πει­ρά­θη να ω­φε­λη­θή εκ του κει­μη­λί­ου ε­κεί­νου όσον πε­ρισ­σό­τε­ρα η­δύ­να­το, αφ΄ου μά­λι­στα η εκ των εις τους Τούρ­κους πε­ριελθου­σών Πα­τρών ε­ξα­γω­γή του α­γί­ου λει­ψά­νου και η εις οιουσ­δή­πο­τε χρι­στιανούς της ε­σπε­ρί­ας πα­ρά­δο­σις η­δύ­να­ντο να δι­καιο­λο­γη­θεί ως διά­σω­σις αυ­τού α­πό τον χεί­ρων των α­πί­στων, πο­λύ μάλ­λον η ως α­πε­μπό­λη­σις χά­ριν ι­δί­ου κέρ­δους. Ό­πως ό­μως και αν έ­χη το πράγ­μα, ο έκ­πτω­τος δε­σπό­της α­πε­φά­σι­σε να τρα­πή με­τά της Κά­ρας του Α­πο­στό­λου την ά­γου­σαν εις την Ρώ­μην, ό­που η­δύ­να­το να είναι βέ­βαιος, ό­τι έ­μελ­λε να τύ­χη προ­στα­σί­ας και α­σύ­λου πα­ρά τω Πά­πα». Ό­τι δε ο Θω­μάς ε­πο­ρεύ­θη εις την Ρώ­μην, ί­να ζη­τή­σει βο­ή­θειαν κα­τά των Τούρ­κων, τούτο κα­τα­φαί­νε­ται ως λο­γι­κόν συ­μπέ­ρα­σμα α­πό το γε­γο­νός, ό­τι δεν έ­λα­βε μα­ζί του την οι­κο­γέ­νειά του, αλ­λ΄ε­γκα­τέ­λει­πεν αυ­τήν προ­σω­ρι­νώς εις Κέρ­κυ­ραν, μέ­χριε ό­του ε­κεί­νος ε­πα­νέλ­θη.
    Ο Πά­πας Πί­ος Β΄δεν ή­το ά­γνω­στον πρό­σω­πον εις τον Θω­μάν. Ού­τος ή­το «α­νήρ δια­ο­πρε­πής και λό­γιος» κα­τά Σπ. Λά­μπρον, «καλ­λιερ­γή­σας μεν εκ νε­ό­τη­τος τα γράμ­μα­τα, πολ­λάς δε προ­σε­νε­γκών υ­πη­ρε­σί­ας εις την Κα­θο­λι­κήν Εκ­κλη­σί­αν». Προ της πορ­θή­σε­ως δε της Πε­λο­πον­νή­σου υ­πό των Ο­θω­μα­νών δεν εί­χεν α­δια­φορή­σει εις την έκ­κλη­σιν του Θω­μά. Του α­πέ­στει­λε βο­ή­θειαν εκ τρα­κο­σί­ων αν­δρών. Και τώ­ρα δεν έ­μει­νεν ά­στορ­γος προς τον φυ­γά­δα Έλ­λη­να δε­σπό­την. ‘’Άλλως, συ­νε­χί­ζει ο Σ. Λά­μπρος, α­κοί­μη­τος ί­στα­το πα­ρά το πλευ­ρόν αυ­τού, ως παρή­γο­ρος άγ­γε­λος των ο­μο­ε­θνών του», ο Έλ­λην καρ­δι­νά­λιος – ε­πί­σκο­πος- Τούσκλου, Βησ­σα­ρί­ων, εις την συ­νη­γο­ρί­αν του ο­ποί­ου ο­φεί­λε­ται και η υ­πό του Πάπα Πί­ου Β΄α­πο­στο­λή των 300 μα­χη­τών προς τον Θω­μάν άλ­λο­τε.
     Ο Πά­πας ε­γκα­τέ­στη­σε τό­τε τον έκ­πτω­τον δε­σπό­την με την συ­νο­δεί­αν του εις την μο­νήν του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πα­ρέ­σχε δε εις αυ­τόν ε­πι­χο­ρή­γη­σιν 300 σκούδων κατ΄ έ­τος ή 300 τά­λη­ρα ή 1500 χρ. Φρά­γκα. Εις ταύ­τα ο Βησ­σα­ρί­ων ε­πρό­σθε­σεν άλλα 200 ι­δι­κά του και η Βε­νε­τί­α 500 δου­κά­τα ή 1500 πε­ρί­που φρά­γκα. Ο Πί­ος τον ε­πα­ρα­σημο­φό­ρη­σε με τον πα­ρά­ση­μον του «χρυ­σού ρό­δου» την 15ην Μαρ­τί­ου 1461, και α­πένει­μεν ε­ξαι­ρε­τι­κάς τι­μάς εις την τι­μί­αν Κά­ραν του α­πο­στό­λου Αν­δρέ­ου, ά­μα τω κα­τά­πλω του Θω­μά εις την Α­γκώ­να. Ο καρ­δι­νά­λιος –ε­πί­σκο­πος- της α­γί­ας Σωσ­σά­νης Α­λέ­ξαν­δρος Ο­λί­βας πα­ρέ­λα­βεν αυ­τήν, αφ΄ου ε­ξι­κρή­βω­σε την γνη­σιότη­τά της, και την με­τέ­φε­ρεν εις την ο­χυ­ράν πό­λιν Ναρ­νί­αν και την κα­τέ­θε­σε προς φύ­λα­ξιν εις την α­κρό­πο­λιν αυ­τής, ε­ντός ευ­κτη­ρί­ου οί­κου, ει­δι­κώς κατα­σκευα­σθέ­ντος δια την φύ­λα­ξιν αυ­τής υ­πό του Πά­πα Πί­ου Β΄. Εις το μέ­ρος αυτό αρ­γό­τε­ρον –το 1654- ε­τέ­θη η ε­ξής εις την Λα­τι­νι­κήν ε­πι­γρα­φή –εν με­τα­φράσει_.
               «Το ευ­κτή­ριον τού­το, εις ο της α­κρο­πό­λε­ως φρού­ραρ­χος πα­ρέ­δω­κεν την εξ Α­χα­ΐ­ας α­να­κο­μει­σθεί­σαν Κά­ραν του α­πο­στό­λου Αν­δρέ­ου, πα­πεύ­ο­ντος του Πίου Β΄ το 1462, έ­ως οι τρεις πορ­φύ­ραν φέ­ρο­ντες άν­δρες –καρ­δι­νά­λιοι- α­να­κο­μίσω­σιν αυ­τήν χά­ριν το­πο­θε­τή­σε­ως εν τη εκ­κλη­σί­α του Βα­τι­κα­νού, α­νε­καί­νι­σεν ε­πί το κο­σμιώ­τε­ρον ο Νι­κό­λα­ος Καν­διώτ­τος, Πρω­το­νο­τά­ριος α­πο­στο­λι­κός και διοι­κη­τής το 1654».
   Η α­να­κο­μι­δή εις την Ρώ­μην έ­γι­νε την 12ην Α­πρι­λί­ου 1462 η­μέ­ραν της ε­βδο­μάδος Κυ­ρια­κήν των Βα­ΐ­ων, ιε­ρουρ­γού­ντων τριών ε­πι­σκό­πων –καρ­δι­να­λί­ων- μετα­ξύ των ο­ποί­ων ή­το και ο Βησ­σα­ρί­ων. Την η­μέ­ραν αυ­τήν, η ιε­ρά πο­μπή  ε­στάθ­μευ­σεν εις την Μουλ­βί­αν γέ­φυ­ραν της Ρώ­μης, ό­που άλ­λο­τε ο μέ­γας Κων­στα­ντί­νος –την 28ην Ο­κτω­βρί­ου 312- εί­δε το ε­ξαί­σιον ό­ρα­μα του Σταυ­ρού με το σή­μα ΕΝ ΤΟΥ­ΤΩ ΝΙ­ΚΑ και εί­χε νι­κή­σει τον α­ντί­πα­λόν του Μα­ξέ­ντιον, πα­ρά τον πο­τα­μόν Τί­βε­ριν. Ε­κεί διε­νυ­κτέ­ρευ­σεν ελ­θών εκ Ρώ­μης και ο Πά­πας Πί­ος Β΄. Την άλ­λην δε η­μέ­ραν –Με­γά­λην Δευ­τέ­ραν- και εν ω «νέ­φη α­πει­λη­τι­κά ε­κά­λυ­πτον τον ου­ρα­νόν, α­στρα­παί δε διέ­σχι­ζον τους α­έ­ρας και η­κού­ο­ντο βρο­νταί συ­νε­χείς και υ­πήρ­χε φό­βος α­να­βο­λής της πο­μπής, έ­νε­κα της α­να­με­νο­μέ­νης βρο­χής, αίφ­νης ως εκ θαύ­μα­τος, α­πο­δο­θέ­ντος, ως ει­κός εις αυ­τόν τού­τον τον ά­γιον Αν­δρέ­αν, ο κίν­δυ­νος πα­ρήλ­θε και λα­μπρός ε­πέ­λαμ­ψεν ο ή­λιος. Και ού­τως ά­νευ κω­λύ­ματος ε­τε­λέ­σθη πάν­δη­μος πα­νη­γυ­ρι­κή πο­μπή, συμ­με­τέ­χο­ντος κλή­ρου και λα­ού, της εις το ά­στυ α­να­κο­μι­δής» (αυ­τό­θι, σελ. 15), προ­πο­ρευο­μέ­νου του Πά­πα Πί­ου Β΄. Ού­τος δε τό­τε έ­στη­σε και ευ­κτή­ριον (προ­σκυ­νη­τά­ρι)εις τον τό­πον αυ­τόν της Μουλ­βί­ας γε­φύ­ρας του α­γί­ου Αν­δρέ­ου προς αιώ­νιον μνη­μό­συ­νον του γε­γο­νότος τού­του και ε­το­πο­θέ­τη­σεν επ` αυ­τού την ε­ξής ε­πι­γρα­φήν εις την Λα­τι­νι­κήν γλώσ­σαν, έ­χου­σαν ού­τως την Ελ­λη­νι­κήν:
            «Ο ά­κρος αρ­χιε­ρεύς Πί­ος Β΄την ιε­ράν κε­φα­λήν (Κά­ραν) του α­γί­ου α­πο­στόλου Αν­δρέ­ου εκ της Πε­λο­πον­νή­σου με­τα­χθεί­σαν εις τού­τους τους λει­μώ­νας εδε­ξιώ­θη κα­τά το σω­τή­ριον έ­τος 1462, Α­πρι­λί­ου 13, η­μέ­ραν Δευ­τέ­ραν της Με­γά­λης Εβδο­μά­δος.και τού­του έ­νε­κα τό­δε το μνη­μεί­ον α­νή­γει­ρε χά­ριν των α­πά­ντων πιστών του Χρι­στού, οί­τι­νες εν τω με­τέ­πει­τα χρό­νω ή­θε­λον ε­πι­σκε­φθή τον τό­πον τού­τον κα­τά την αυ­τήν ε­ορ­τά­σι­μον η­μέ­ραν, και οι ο­ποί­οι  εν­νε­ά­κις ή­θε­λον πα­ρα­κα­λέ­σει τον λα­τρευ­τόν Κύ­ριον Χρι­στόν, τη με­σι­τεί­α του α­γί­ου Αν­δρέ­ου, προς κοι­νήν σω­τη­ρί­αν των πι­στών……».
     Ο Στ. Θω­μό­που­λος βά­σει των κει­μέ­νων ως ε­ξής κά­νει την πε­ρι­γρα­φήν της λιτα­νεύ­σε­ως της ιε­ράς Κά­ρας Τριά­κο­ντα χι­λιά­δες, λέ­γει, λα­μπά­δων ε­καί­ο­ντο, η δε ο­μή­γυ­ρις ή­το τό­σον πο­λυάν­θρω­πος, ώ­στε οι κλη­ρι­κοί, οί­τι­νες ώ­δευον α­νά δύ­ο και ά­νευ δια­στη­μά­των, έ­φθα­νον ή­δη εις τον να­όν του α­γί­ου Πέ­τρου, ό­τε ο Πά­πας δεν εί­χε­πο­σώς έ­τι κα­τα­λί­πει την γέ­φυ­ραν του Αν­δρια­νού. Αι ο­δοί ή­σαν κα­τά­με­στοι δι αν­θέ­ων και α­να­παυ­τή­ρια με­τά βω­μών, έν­θα ί­στα­το η α­κο­λουθί­α, εί­χον ι­δρυ­θή εξ α­πο­στά­σε­ως εις α­πό­στα­σιν… Εν τω να­ώ του α­γί­ου Πέ­τρου ο Βησ­σα­ρί­ων δια σπου­δαί­ου λό­γου υ­πέ­μνη­σε τα θαύ­μα­τα του Α­γί­ου, α­πευ­θυν­θείς προς τον Πο­ντί­φι­κα…. Τέ­λος κα­τέ­στρε­ψε τον λό­γον δια ζω­η­ράς πα­ρορ­μή­σε­ως προς Σταυ­ρο­φο­ρί­αν προς α­πε­λευ­θέ­ρω­σιν των Πα­τρών και της Πε­λο­πον­νή­σου, ήτις και ήρ­χι­σε να διορ­γα­νού­ται, ως ε­ξής:
        «Ού­τος (δηλ. ο α­πό­στο­λος Αν­δρέ­ας) εί­πεν, ε­πί 1428 έ­τη και ε­πέ­κει­να α­πό της Ανα­λή­ψε­ως του σώ­μα­τος του Κυ­ρί­ου έ­μει­νε κε­χω­ρι­σμέ­νος αφ` υ­μών. Και τού­το, διό­τι διε­τή­ρη­σεν αυ­τόν πι­στό­τα­τα η Α­χα­ΐ­α, ως γι­νώ­σκε­τε, ην πο­τέ τω ε­αυ­τού αίμα­τι α­φιέ­ρω­σεν εις τον Θε­όν»
    Και ο Πά­πας Πί­ος α­πα­ντών εί­πε, προς την τι­μί­αν Κά­ραν α­πευ­θυ­νό­με­νος: 
         «Του Κυ­ρί­ου ευ­δο­κού­ντος θα ε­πι­στρέ­ψης εις το μνη­μεί­ον σου, ό­τε και θα δυ­νη­θώ­μεν να εί­πω­μεν: Ευ­λο­γη­μέ­νη η ε­ξο­ρί­α η εις βο­ή­θειαν με­τα­στρα­φεί­σα».
    Η τι­μί­α Κά­ρα κα­τε­τέ­θη τό­τε εις ει­δι­κόν κι­βώ­τιον ε­ντός ι­δί­ου πα­ρεκ­κλη­σίου του εν Ρώ­μη με­γα­λο­πρε­πούς ιε­ρού να­ού του α­πο­στό­λου Πέ­τρου προς φύ­λα­ξιν και προ­σκύ­νη­σιν. Κα­τε­σκευά­σθη δε τό­τε κατ` ε­ντο­λήν του Πί­ου χά­ριν της τιμί­ας Κά­ρας και ι­διαι­τέ­ρα αρ­γυ­ρά λει­ψα­νο­θή­κη, έρ­γον του εκ Φλω­ρε­ντί­ας χρυσο­χό­ου Σί­μω­νος Γκί­νι. Και έ­κτο­τε κα­θιε­ρώ­θη ε­τή­σια θρη­σκευ­τι­κή πα­νή­γυ­ρις, προς α­νά­μνη­σιν της κα­τα­θέ­σε­ως της α­γί­ας Κά­ρας εις τον να­όν τού­τον του απο­στό­λου Πέ­τρου την τρί­την Κυ­ρια­κήν του Ιου­νί­ου μη­νός. Α­νι­δρύ­θη­σαν δε και άλ­λοι τό­τε ιε­ροί να­οί του α­πο­στό­λου Αν­δρέ­ου και μέ­σα και έ­ξω της Ρώ­μης, όπως ε­κεί­νος της Μουλ­βί­ας, που ε­λέ­γε­το- και λέ­γε­ται- του Α­γί­ου Αν­δρέ­ου εις την Κοι­λά­δα (Λει­μώ­να), έρ­γον του Πά­πα Πί­ου Β.
     Πλή­ρη πε­ρι­γρα­φήν και ε­ξι­στό­ρη­σιν των γε­γο­νό­των τού­των κά­νει και ο προμνη­σθείς  ι­στο­ρι­κός Σπ. Λά­μπρος εις το μνη­μο­νευ­θέν έρ­γον του, ως και ο Στέφ. Θω­μό­που­λος, α­ντλού­ντες ο­μοί­ως α­πό τας συγ­χρό­νους με τα γε­γο­νό­τα πη­γάς, τας πε­ριε­χο­μέ­νας εις τον υπ` α­ριθ­μόν 5667 Κώ­δι­κα του Βα­τι­κα­νού, ό­που η πραγ­ματεί­α «Αν­δρείς του ε­πι­σκό­που Α­λε­ξί­ου Κλου­σί­ου, και τα «Α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα»  του Πί­ου Β. βλέ­πε και Παν. Τρε­μπέ­λα, ο Α­πό­στο­λος Αν­δρέ­ας και Μigne, Ελλην. Πα­τρολ. Τομ. 161, σελ. 677.   
Χρήστος Ενισλείδης
Από την εφημερίδα «Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου