Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Η ΜΕ­ΤΑ­ΝΟΙΑ - Παναγιώτης Μαρτίνης

Η ΜΕ­ΤΑ­ΝΟΙΑ
(Ε΄ Κυ­ρια­κή των Νη­στειών - Της Οσ. μη­τρός η­μών Μα­ρί­ας της Αι­γυ­πτί­ας)

Η πε­ρί­δος του Τριω­δί­ου α­νοί­γει με δύ­ο πα­ρα­βο­λές που το­νί­ζουν τη με­γά­λη ση­μα­σί­α της με­τα­νοί­ας στην πνευ­μα­τι­κή  ζω­ή του πι­στού.
Η πρώ­τη πα­ρα­βο­λή του “Τε­λώ­νου και Φα­ρι­σαί­ου” (Λουκ. ι­η,9-15) κλεί­νει με τη με­τά­νοια του “α­μαρ­τω­λού”  τε­λώ­νη, με τη φρά­ση: “Ο Θε­ός, ι­λά­σθη­τί μοι τω α­μαρ­τω­λώ”. Η δεύ­τε­ρη πα­ρα­βο­λή του “Α­σώ­του” (Λουκ. ιε, 11-32) με τη φρά­ση “πά­τερ, ή­μαρ­τον εις τον ου­ρα­νόν και ε­νώ­πιόν σου...”,  δη­λώ­νει τα σω­τή­ρια α­πο­τε­λέ­σμα­τα της με­τα­νοί­ας με την ε­πι­στρο­φή  στον Πα­τέ­ρα Θε­ό. Α­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις, που εκ­φρά­ζουν ει­λι­κρι­νή με­τά­νοια με θαυ­μα­στά α­πο­τε­λέ­σμα­τα, βρί­σκο­νται στην ΚΔ., ό­πως του πρ. Τε­λώ­νη και Ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαί­ου (Ματ­θ. 9,9, Μάρ­κ. 2,14 και Λουκ. 5,27), του, ε­πί­σης, αρ­χι­τε­λώ­νη Ζακ­χαί­ου  (Λουκ. 19,1-10), της α­μαρ­τω­λής γυ­ναί­κας (Λουκ. 7, 36-50), του Α­πο­στ. Πέ­τρου (Ματ­θ. 26,75) και του λη­στή (Λουκ. 23, 40-43).
Για να κα­τα­λά­βου­με την α­ξί­α της με­τα­νοί­ας πρέ­πει να δού­με πρώ­τα τί εί­ναι α­μαρ­τί­α, η ο­ποί­α ο­δη­γεί  τον άν­θρω­πο μα­κριά α­πό τον Θε­ό. Σύμ­φω­να με τον πα­τε­ρι­κό λό­γο “α­μαρ­τί­α εί­ναι η α­στο­χί­α  του αν­θρώ­που να ο­λο­κλη­ρώ­σει  το “κατ΄ ει­κό­να” και να φτά­σει στο “καθ΄ ο­μοί­ω­σιν”, δη­λα­δή στο αρ­χέ­τυ­πο της δη­μιουρ­γί­ας του που εί­ναι ο Χρι­στός. Η α­στο­χί­α - α­πο­τυ­χί­α αυ­τή του αν­θρώ­που στη θε­ο­λο­γι­κή γλώσ­σα ο­νο­μά­ζε­ται α­μαρ­τί­α, που ο­φεί­λε­ται στον ε­ξω­γε­νή πα­ρά­γο­ντα που λέ­γε­ται κα­κό, διά­βο­λος, και στον ε­σω­γε­νή, που εί­ναι το αυ­τε­ξού­σιο, η βού­λη­ση του αν­θρώ­που.
Στην Αγ. Γρα­φή η α­μαρ­τί­α χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται και ως α­πο­στα­σί­α του αν­θρώ­που κα­τά του Θε­ού. “Οι δ΄ α­σε­βείς  κα­θά ε­λο­γί­σα­ντο έ­ξου­σιν ε­πι­τι­μί­αν, οι α­με­λή­σα­ντες του δι­καί­ου και του Κυ­ρί­ου α­πο­στά­ντες” (Σοφ. Σολ. Γ΄,10).



Η α­μαρ­τί­α ως “πα­ρά φύ­σιν” κα­τά­στα­ση εί­ναι δυ­να­τόν να νι­κη­θεί και να ο­δη­γη­θεί  ο άν­θρω­πος στην “κα­τά φύ­σιν” α-πά­θεια, ό­χι με την α­πλή με­τα­μέ­λεια αλ­λά με τη με­τά­νοια. Ο Ιού­δας “με­τα­με­λη­θείς ε­πέ­στρε­ψεν τα τριά­κο­ντα αρ­γύ­ρια... και α­πλε­θών  α­πήγ­ξα­το” (Ματ­θ. κζ, 3-6), ε­νώ ο Πέ­τρος με­τα­νο­ή­σας “ε­ξελ­θών έ­ξω έ­κλαυ­σεν πι­κρώς” (Λουκ.κβ, 62). Η φρά­ση κλει­δί βρί­σκε­ται, ό­πως προ­α­να­φέρ­θη­κε, στην πα­ρα­βο­λή του “Α­σώ­του”: “Α­να­στάς πο­ρεύ­σο­μαι προς τον πα­τέ­ρα μου”.
Ο άγ. Ιω­άν­νης ο Δα­μα­σκη­νός ο­ρί­ζει: “Με­τά­νοιά ε­στι εκ του πα­ρά φύ­σιν εις το κα­τά φύ­σιν και εκ του δια­βό­λου προς τον Θε­όν ε­πά­νο­δος δι΄ α­σκή­σε­ως και πό­νων”. Ο άγ. Ι­σα­άκ ο Σύ­ρος ση­μειώ­νει, “ο αι­σθη­θείς των ε­αυ­τού α­μαρ­τιών κρείτ­των ε­στί του ε­γεί­ρο­ντος τους νε­κρούς”.
Ο Κύ­ριος στην πε­ρί­πτω­ση της α­μαρ­τω­λής γυ­ναί­κας του Ευαγ­γε­λί­ου συν­δέ­ει τη με­τά­νοια με την α­γά­πη. “Α­φέ­ω­νται αι α­μαρ­τί­αι αυ­τής αι πολ­λαί, ό­τι η­γά­πη­σε πο­λύ” (Λουκ. ζ΄, 47). Ε­πί­σης, κα­τά τους πα­τέ­ρες, η με­τά­νοια βγά­ζει τον άν­θρω­πο α­πό το σκο­τά­δι, α­φού δεν μπο­ρεί να νοιώ­σει την κα­τά­στα­σή του, και τον ο­δη­γεί στο φως, στην α­λή­θεια. Ο άγ. Συ­με­ών, ο Νέ­ος Θε­ο­λό­γος γρά­φει: “Η γαρ με­τά­νοια θύ­ρα ε­στίν ε­ξά­γου­σα α­πό του σκό­τους και ει­σά­γου­σα εις το φως. Ο ουν προς το φως μη ει­σελ­θών ου δι­ήλ­θε την θύ­ραν της με­τα­νοί­ας κα­λώς, ει γαρ δι­ήλ­θε ε­γέ­νε­το αν εν τω φω­τί. Ο δε μη με­τα­νο­ών α­μαρ­τά­νει, διό­τι ου με­τα­νο­εί”.
Κα­τά τον αγ. Ιω. τον Χρυ­σό­στο­μο, ο άν­θρω­πος, ό­σο και αν αι­σθά­νε­ται την α­μαρ­τω­λό­τη­τά του, δεν πρέ­πει ν΄ α­πελ­πί­ζε­ται. Γρά­φει: “Άν έ­χεις α­μαρ­τή­μα­τα, μη α­πο­γνώς... καν καθ΄η­μέ­ραν α­μαρ­τά­νης, καθ΄ η­μέ­ραν με­τα­νό­ει ...ει ε­πα­λαιώ­θης σή­με­ρον α­πό της α­μαρ­τί­ας, α­να­καί­νι­σον σε­αυ­τόν α­πό της με­τα­νοί­ας ...και αν με­τα­νο­ή­σω, σώ­ζο­μαι; Πά­νυ. Πό­θεν δή­λον; Α­πό της του Δε­σπό­του φι­λαν­θρω­πί­ας... Θε­ού γαρ φι­λαν­θρω­πί­ας μέ­τρον ουκ ε­στιν, ου­δέ ερ­μη­νευ­θή­ναι δύ­να­ται αυ­τού η α­γα­θό­της...”.
Αλ­λά και ο Κύ­ριος υ­πήρ­ξε σα­φής. “Α μήν λέ­γω υ­μίν ό­τι πά­ντα α­φε­θή­σε­ται τοις υ­ιοίς των αν­θρώ­πων τα α­μαρ­τή­μα­τα... ος δ’ ε­άν βλα­σφη­μή­ση εις το πνεύ­μα το ά­γιον, ουκ έ­χει ά­φε­σιν εις τον αιώ­να... (Μαρ­κ. γ,28-29). Κα­τά τους πα­τέ­ρες, η βλα­σφη­μί­α κα­τά του Αγ. Πνεύ­μα­τος εί­ναι η α­με­τα­νο­η­σί­α του αν­θρώ­που. Δεν α­φή­νει τη θεί­α Χά­ρη να του δη­μιουρ­γή­σει την ε­σω­τε­ρι­κή αλ­λοί­ω­ση, που μό­νο αυ­τή  έ­χει τη δύ­να­μη να τον ο­δη­γή­σει στη με­τά­νοια. Ο άγ. Μά­ξι­μος ο Ο­μο­λο­γη­τής ση­μειώ­νει: “Ο ε­γνω­κώς της αν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως την α­σθέ­νειαν, ού­τος εί­λη­φε πεί­ραν της θεί­ας δυ­νά­με­ως”. Βέ­βαια η με­τά­νοια δεν α­φο­ρά μό­νο τους α­μαρ­τω­λούς, αλ­λά στον κά­θε άν­θρω­πο, ό­σο και αν α­γω­νί­ζε­ται  κα­τά της α­μαρ­τί­ας, α­φού, κα­τά τον Α­πό­στο­λο Παύ­λο “...εν­δύ­σα­σθε την πα­νο­πλί­αν του Θε­ού προς το δύ­να­σθε υ­μάς στή­ναι προς τα με­θο­δεί­ας του δια­βό­λου” (Εφ. στ΄, 11). Γι΄ αυ­τό και ο άγ. Ι­σα­άκ ο Σύ­ρος συ­μπλη­ρώ­νει: “Προ­σή­κει γαρ αύ­τη (η με­τά­νοια) πά­σιν α­μαρ­τω­λοίς και δι­καί­οις πά­ντο­τε, τοις βου­λο­μέ­νοις σω­τη­ρί­ας τυ­χείν. Και ου­δείς ε­στιν ό­ρος τε­λειώ­σε­ως, ό­τι η τε­λειό­της και των τε­λεί­ων, ό­ντως α­τέ­λε­στος. Δια τού­το η με­τά­νοια, ού­τε και­ροίς, ού­τε πρά­ξε­σι πε­ριο­ρί­ζε­ται έ­ως θα­νά­του”. Και για ό­σους πι­στεύ­ουν ή νο­μί­ζουν ό­τι “θε­ο­λο­γούν” ο ί­διος ο Σύ­ρος πα­τήρ γρά­φει: "Κρείσ­σον το κα­θά­ραι ε­αυ­τόν τω Θε­ώ η δια Θέ­ον θε­ο­λο­γή­σαι".
Ο “έ­ρω­τας” της α­μαρ­τί­ας, κα­τά τον οσ. Ιω­άν­νη της Κλί­μα­κος, με τη με­τά­νοια ο­δη­γεί στον “έ­ρω­τα”  του Θε­ού. Α­να­φέ­ρει: “Εί­δον α­κα­θάρ­τους ψυ­χάς πε­ρί έ­ρω­τας σω­μά­των εμ­μα­νώς δια­κει­μέ­νας, και δη αύ­ται σκή­ψιν με­τα­νοί­ας προ­σλα­βό­με­ναι εκ πεί­ρας έ­ρω­τος τον αυ­τόν προς Κύ­ριον με­τε­νη­νό­χα­σιν έ­ρω­τα (και) α­πλή­στως εις α­γά­πην Θε­ού ε­νε­κε­ντρί­σθη­σαν!!!Η με­τά­νοια εί­ναι ό­χι μό­νο το α­ντί­δο­το της α­μαρ­τί­ας, αλ­λά και ο μό­νος δρό­μος που μας ο­δη­γεί στην α­γά­πη του Θε­ού. Ό­ποιος α­γα­πά τον Θε­ό και το συ­νάν­θρω­πό του που εί­ναι “ει­κό­να” του Θε­ού, δε φο­βά­ται την α­μαρ­τί­α. “Φό­βος ουκ έ­στιν εν τη α­γά­πη, αλ­λ΄ η τε­λεί­α α­γά­πη έ­ξω βάλ­λει τον φό­βον” (Α΄ Ιω. 4,18).
Τέ­λος, συ­γκλο­νι­στι­κό γε­γο­νός της έ­μπρα­κτης με­τα­νοί­ας α­πο­τε­λεί ο “Βί­ος” της ο­σί­ας Μα­ρί­ας της Αι­γυ­πτί­ας (+1 Α­πρι­λί­ου).
Σύμ­φω­να με το Συ­να­ξα­ρι­στή:
“Α­πή­ρε πνεύ­μα, σάρ­ξ  α­περ­ρύ­η πά­λαι,
τον ό­στι­νον γη κρύ­η­τε νε­κρόν Μα­ρί­ας.
Πρώ­τη Α­πρι­λί­ου Μα­ρί­η θά­νεν εύ­χος ε­ρή­μου”.
Αν και η μνή­μη της ο­σί­ας Μα­ρί­ας τι­μά­ται την 1ην Α­πρι­λί­ου, η Εκ­κλη­σί­α ι­διαί­τε­ρα την προ­βάλ­λει την Ε΄ Κυ­ρια­κή των Νη­στειών με ι­διαί­τε­ρη α­σμα­τι­κή α­κο­λου­θί­α. Τρεις με­γά­λες α­σκη­τι­κές α­σκη­τι­κές - ο­σια­κές μορ­φές προ­βάλ­λει η Εκ­κλη­σί­α μας κα­τά την πε­ρί­ο­δο της Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στής. Τη Β΄ Κυ­ρια­κή των Νη­στειών την πα­τε­ρι­κή μορ­φή του αγ. Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά, Αρ­χ/κό­που Θεσ/νί­κης, την Δ΄ Κυ­ρια­κή την α­σκη­τι­κή μορ­φή του οσ. Ιω­άν­νη, συγ­γρα­φέ­α της Κλί­μα­κος, και την Ε΄ Κυ­ρια­κή την οσ. Μα­ρί­α την Αι­γυ­πτί­α.
Την ο­σια­κή ζω­ή της οσ. Μα­ρί­ας της Αι­γυ­πτί­ας “πολ­λοί των ποι­η­τών ε­ξύ­μνη­σαν, πλην της εν τοις Μη­ναί­οις αυ­τής Α­κο­λου­θί­ας εύ­ρη­νται τοιαύ­ται Συ­με­ών του Λο­γο­θέ­του... Θε­ο­φά­νους... Ιω­άν­νου μο­να­χού... Γερ­μα­νού Κων/λε­ως και του Πα­τριάρ­χου Φω­τί­ου” (Α­γιο­λό­γιον Σω­φρ. Ευ­στρα­τιά­δου, εκ­δ. Α­πο­στ. Δια­κο­νί­ας, 1995, σελ. 296). Ό­μως γνω­στός έ­γι­νε ο α­σκη­τι­κός βί­ος της ο­σί­ας α­πό τον αγ. Σω­φρό­νιο Ιε­ρο­σο­λύ­μων (6ος -7ος αι.), που, ό­πως ο ί­διος ο­μο­λο­γεί στο σχε­τι­κό “Βί­ο” που συ­νέ­γρα­ψε, έ­ζη­σε την ί­δια χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο με αυ­τή της ο­σί­ας Μα­ρί­ας. Ση­μειώ­νει: “Εί­μι δε λοι­πόν επ΄ αυ­τήν την δι­ή­γη­σιν, πράγ­μα λέ­ξε­ων εν τη γε­νε­ά την καθ΄ η­μάς γει­νά­με­νον. Ό­περ ιε­ρός α­νήρ, τα θεί­α λέ­γειν και πράτ­τειν εκ­παι­δό­θεν με­μα­θη­κώς, α­φη­γή­σα­το”.  Δηλ. Έρ­χο­μαι λοι­πόν σ΄ αυ­τή τη δι­ή­γη­ση... που λέ­γε­ται ό­τι έ­γι­νε  στη γε­νε­ά τη δι­κή μας και που μου δι­η­γή­θη­κε ιε­ρός άν­δρας, που έ­μα­θε  να λέ­ει και να πράτ­τει τα θεί­α απ΄ την παι­δι­κή του η­λι­κί­α”.  Εν­νο­εί ο Πα­τριάρ­χης Σω­φρό­νιος τον οσ. Ζω­σι­μά που βρή­κε την οσ. Μα­ρί­α στην έ­ρη­μο και του δι­η­γή­θη­κε τον προ της με­τα­νοί­ας και τον με­τά απ΄ αυ­τήν βί­ο της.
Έ­τσι σύμ­φω­να με το υ­πό­μνη­μα  του Τριω­δί­ου της η­μέ­ρας (Πέ­μπτης), της Ε΄ ε­βδο­μά­δος των Νη­στειών, που ψάλ­λε­ται ο “Μ. Κα­νών”, του αγ. Αν­δρέ­α, ε­πι­σκό­που Κρή­της, “και ο Πα­τριάρ­χης Ιε­ρο­σο­λύ­μων, ο μέ­γας Σω­φρό­νιος, τον της Αι­γυ­πτί­ας Μα­ρί­ας βί­ον συ­νε­γρά­ψα­το... Ε­τά­χθη­σαν δε κα­τά την πα­ρού­σαν η­μέ­ραν ψάλ­λε­σθαι (ο Μ. Κα­νών) και α­να­γι­νώ­σκε­σθαι (ο βί­ος της ο­σί­ας)...” (βλ. Αγ. Σω­φρο­νί­ου Ιε­ρο­σο­λύ­μων, “Η Ο­ΣΙΑ ΜΑ­ΡΙΑ η Αι­γυ­πτί­α”, Εκ­δ. Ι. Μο­νής Γη­ρο­κο­μεί­ου Πα­τρών, Copyzigt 1987).
Κα­τά το Συ­να­ξα­ρι­στή: “Αύ­τη η ο­σί­α ή­το α­πό την Αί­γυ­πτον, κα­τά τους χρό­νους του με­γά­λου Ιου­στι­νια­νού, εν έ­τει ΦΚ΄ (520), ζή­σα­σα δε πρό­τε­ρον με α­κο­λα­σί­αν και προ­σκα­λού­σα εις ό­λε­θρον ψυ­χι­κόν πολ­λούς αν­θρώ­πους δια της αι­σχράς η­δο­νής, διό­τι παι­διό­θεν ε­κρι­μνί­σθη εις τας πο­νη­ράς πρά­ξεις της σαρ­κός και έ­μει­νεν εις αυ­τάς, ού­τω λέ­γω ζή­σα­σα πρό­τε­ρον χρό­νους  δε­κα­ε­πτά...” (οσ. Νι­κοδ. Α­γιο­ρεί­του, Συ­να­ξα­ρι­στής, τ. 4ο, Εκ­δ. “Ορ­θοδ. Κυ­ψέ­λη” Θεσ/νί­κη 1989, σελ. 173). Η ί­δια η οσ. Μα­ρί­α για την προ­η­γού­με­νη ζω­ή της δι­η­γεί­ται  στον ιε­ρέ­α Ζω­σι­μά: “Δέ­κα ε­πτά και προς ε­νιαυ­τούς, συγ­χώ­ρη­σον, διε­τέ­λε­σα δη­μό­σιον  προ­κει­μέ­νη της α­σω­τί­ας υ­πέκ­καυ­μα... Ε­πι­θυ­μί­αν δε εί­χον α­κό­ρε­στον  και α­κα­τά­σχε­τον  τω εν βορ­βό­ρω κυ­λί­ε­σθαι...”.
Ό­μως, η συ­ντρι­πτι­κή της με­τά­νοια, ό­ταν δέ­χτη­κε στα  Ιε­ρο­σό­λυ­μα  τη θ. Χά­ρη και έ­θε­σε “την Κυ­ρί­αν Θε­ο­τό­κον  εγ­γυ­ή­τριαν”, την ο­δή­γη­σε στην έ­ρη­μο του Ιορ­δά­νη, για να ζή­σει ε­κεί 47 χρό­νια  ως “βο­σκός”, α­φού έ­τρω­γε “βο­τά­νοις και λοι­παίς τοις ευ­ρι­σκο­μέ­νοις κα­τά την έ­ρη­μον  ...Πολ­λήν  εκ του κρύ­ους και αύ­θις εκ της του θέ­ρους φλο­γός α­νά­γκην υ­πέ­μει­να, συ­γκαιο­μέ­νη τω καύ­σω­νι, και τω πα­γε­τώ πη­γνυ­μέ­νη και τρέ­μου­σα, πολ­λά­κις με χα­μαί πε­σού­σαν ά­πνουν μεί­ναι σχε­δόν και α­κί­νη­τον...”, ό­πως η ί­δια ε­ξο­μο­λο­γεί­ται.
Κα­τά τον Συ­να­ξα­ρι­στή “...τό­σον πολ­λά υ­ψώ­θη δια μέ­σου της α­πα­θεί­ας, ώ­στε πε­ριε­πά­τει ε­πά­νω εις τα νε­ρά και τους πο­τα­μούς, χω­ρίς να κα­τα­βυ­θί­ζε­ται και, ό­τε προ­ση­ύ­χε­το, ε­ση­κώ­νε­το α­πό την γην υ­ψη­λά και ί­στα­το εις τον α­έ­ρα με­τέ­ω­ρος...”. Κα­τά τη δι­ή­γη­ση: “ώ­μνυε δε, (ο οσ. Ζω­σι­μάς) Θε­όν του λό­γου προ­βαλ­λό­με­νος μάρ­τυ­ρα, ό­τι ως εί­δεν αυ­τήν εις την ευ­χήν χρο­νί­σα­σαν, μι­κρόν α­να­κύ­ψας... ο­ρά αυ­τήν υ­ψω­θεί­σαν ως έ­να πή­χυν α­πό της γης και τω α­έ­ρι κρε­μα­μέ­νην και ού­τω προ­σεύ­χε­σθαι”.
Γι΄ αυ­τό η Εκ­κλη­σί­α την Ε΄ Κυ­ρια­κή των Νη­στειών προ­βάλ­λει την ο­σί­α Μα­ρί­α την Αι­γυ­πτί­α ως πρό­τυ­πο με­τα­νοί­ας και ά­σκη­σης, α­φού, σύμ­φω­να και με το Ε­ξα­πο­στει­λά­ριο της Κυ­ρια­κής, “Υ­πό­δειγ­μα με­τα­νοί­ας, σε  έ­χο­ντες πα­νο­σί­α,
Μα­ρί­α, Χρι­στόν δυ­σώ­πει, εν τω και­ρώ της νη­στεί­ας,
τού­το η­μίν δω­ρη­θή­ναι ό­πως εν πί­στει
και πό­θω, σε ά­σμα­σιν αυ­φη­μώ­μεν”.
Αλ­λά και το υ­πό­μνη­μα του Τριω­δί­ου ση­μειώ­νει: “...Κα­τά­νυ­ξιν γαρ και ού­τος ο βί­ος προ­βέ­βλη­ται ά­πει­ρον, και πολ­λήν τοις ε­πται­κό­σι και α­μαρ­τά­νου­σι πα­ρα­μυ­θί­αν δί­δω­σιν, ει μό­νον των φαύ­λων α­πο­στή­ναι βού­λοι­ντο... Ό­ση γαρ η του Θε­ού φι­λαν­θρω­πί­α και συ­μπά­θεια τοις ο­λο­ψύ­χως εκ των πρώ­ην πται­σμά­των ε­πι­στρέ­φειν αι­ρου­μέ­νοις, η κα­τά Αι­γυ­πτί­αν δι­ή­γη­σις πα­ρι­στά...”.

Ο Πα­τριάρ­χης Ιε­ρο­σο­λύ­μων Σω­φρό­νιος, που μας διέ­σω­σε το “Βί­ο” της Ο­σί­ας μη­τρός Μα­ρί­ας της Αι­γυ­πτί­ας, τι­μά­ται στις 11 Μαρ­τί­ου. Ο ό­σιος Ζω­σι­μάς, ο και “ο κη­δεύ­σας την ο­σί­αν Μα­ρί­αν”, τι­μά­ται στις 4 Α­πρι­λί­ου.   
Παναγιώτης Μαρτίνης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου