Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ «Η ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ» ΕΚΚΛΗΣΙΑ - Ιωάννης Φ. Αθανασόπουλος

Η ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΚΑΙ «Η ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ» ΕΚΚΛΗΣΙΑ

1. Ευθύς μετά την έναρξη της Επαναστάσεως του 1821 διεκόπη, όπως είναι ευνόητον, η επικοινωνία της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι δε επίσκοποι του ελλαδικού χώρου εμνημόνευαν «πάσης επισκοπής Ορθοδόξων». Τοιουτοτρόπως η Εκκλησία της επαναστατημένης Ελλάδος ευρέθη σε αδυναμία να συνεχίσει τις κανονικές σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
            Διαρκούσης όμως της Επαναστάσεως αλλά και πριν από την έναρξη αυτής, εκαλλιεργείτο η γνώμη, μεταξύ κυρίως των εκπροσώπων του Διαφωτισμού, εγκλωβισμένων στις δυτικογενείς προκαταλήψεις τους για το Βυζάντιο και την Ρωμιοσύνη, ότι «η εν Ελλάδι Εκκλησία έπρεπε να κυβερνάται ελευθέρως και ανεξαρτήτως της εν Κωνσταντινουπόλει, ήτις ευρίσκετο εν τη έδρα του τυράννου».1 Από την γνώμη αυτή προέκυψε η επικρατήσασα έκτοτε θεωρία κατά την οποίαν «έκαστον κράτος αποσπώμενον από της Τουρκίας, έδει να έχει και ανεξάρτητον Εκκλησίαν».2 Πρωτοπόρος της ιδέας αυτής υπήρξε ο εκ των Διαφωτιστών Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), άριστος κατευθυντήριος νους, ο οποίος «πρώτος πρόσεξε την πολιτική διάσταση του θέματος και πρώτος έθεσε επίσημα (1821) το αίτημα για μίαν αυτόνομη Ελλαδική Εκκλησία, ανεξάρτητη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο».3
Αλλ’ ο πλέον ένθερμος συνήγορος ο οποίος υιοθετούσε με τον πλέον δυναμικό τρόπο την ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήταν ο επιφανής κληρικός των χρόνων εκείνων, ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης. Γνήσιος μαθητής του Κοραή και εμφορούμενος από φιλελεύθερο πνεύμα με εμφανείς τις Προτεσταντικές επιδράσεις επί θεμάτων αφορώντων στο ιστορικό παρελθόν της Εκκλησίας, δεν ήταν μόνον υπέρμαχος της ανακηρύξεως του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, πραξικοπηματικώς, χωρίς την συγκατάθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και ο μοναδικός θεολόγος της εποχής εκείνης, που μπορούσε να δώσει σάρκα και οστά στις ιδέες αυτές.4
            Μετά την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα, ο οποίος επετροπεύετο, ως γνωστόν, από τριμελή επιτροπή μέχρι της ενηλικιώσεώς του, κύριος ρυθμιστής των εκκλησιαστικών πραγμάτων της χώρας υπήρξε ο εκ των αντιβασιλέων Γεώργιος Μάουερ, προτεστάντης το δόγμα. Ο Μάουερ, προκειμένου να εξασφαλίσει απρόσκοπτη την επιβολή του Όθωνα σε όλο το φάσμα της Εθνικής ζωής5 και για να προλάβει ενδεχόμενες αντιδράσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως έπραττε η Δυτική Εκκλησία κατά των μοναρχών της Ευρώπης, αφού συνεβουλεύθη τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, στο πρόσωπο του οποίου ευρήκε τον πιστότερο συνεργάτη του στα εκκλησιαστικά θέματα, προέβη στον διορισμό επταμελούς επιτροπής, αποτελουμένης εκ τριών κληρικών, ήτοι του Επισκόπου Ελαίας Παϊσίου, του πρ. Αρδαμερίου Ιγνατίου, του Θεοκλήτου Φαρμακίδου, τεσσάρων λογίων λαϊκών, του Πανούτσου Νοταρά, του Σκαρλάτου Βυζαντίου, του Κωνσταντίνου Σχινά και του γραμματέως της Επικρατείας Σπυρίδ. Τρικούπη, ως Προέδρου. Η ψυχή όμως της επιτροπής ήταν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης. Έργο της επιτροπής υπήρξε η διερεύνηση της όλης καταστάσεως στην οποία ευρίσκετο η Εκκλησία της Ελλάδος και η υποβολή προτάσεων για την βελτίωση και την οργάνωση της Εκκλησίας του Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους.
            Με βάση τα πορίσματα στα οποία κατέληξε η επιτροπή και με δεδομένες τις προτάσεις που υπέβαλε, συντάχθηκε το πρώτο σχέδιο κανονισμού το οποίον ετέθη υπ’ όψιν του Υπουργικού Συμβουλίου και της εκτάκτου Συνόδου των Αρχιερέων. Οι Ιεράρχες των χρόνων εκείνων, οι οποίοι δεν εστερούντο μόνον μεγάλης θεολογικής μορφώσεως, αλλά και του ισχυρού εκείνου χαρακτήρος ώστε να είναι σε θέση να αντιταχθούν θαρραλέως εναντίον των απόψεων του οξυνούστατου Θεοκλήτου Φαρμακίδου, συμφώνησαν αβασάνιστα με τις απόψεις της Κυβερνήσεως και τοιουτοτρόπως, την 23η Ιουλίου 1833, εδημοσιεύθη ο πρώτος Καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος, δια του οποίου ιδρύετο η Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ελλάδος, χωρίς την συγκατάθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο οποίο υπήγετο μέχρι τότε. Τοιουτοτρόπως, το αυτοκέφαλο του 1833, κάτω από τις προϋποθέσεις που έγινε, πρωτοστατούντος του διδύμου Μάουερ – Φαρμακίδου, οδήγησε την Εκκλησία της Ελλάδος σε σχίσμα για 17 ολόκληρα χρόνια, με τραγικές συνέπειες και με κύριο επακόλουθο την επιβολή «απόλυτης πολιτειοκρατίας στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, ώστε να μπορεί κανείς να ομιλεί χωρίς υπερβολή, για πραγματική καταδούλωση της Εκκλησίας, η οποία κατήντησε έρμαιο στα χέρια των Βαυαρών και των ξένων που ανέλαβαν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό».6 Αξίζει να σημειωθεί ότι οι καταστατικές διατάξεις του Βασιλικού εκείνου Διατάγματος της 23ης Ιουλίου 1833, δεσμευτικές πάσης ελευθέρας κινήσεως της Εκκλησίας, προκάλεσαν την αποδυνάμωση και αποδιοργάνωσή της, ίσχυσαν και κατά την εφεξής περίοδο και απετέλεσαν παράδοση για τους πολιτικούς της νεωτέρας Ελλάδος.

2. Όμως, ο τρόπος με τον οποίον ανεκηρύχθη αυτοκέφαλος η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις, με κύριο εκπρόσωπο των αντιδράσεων αυτών τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων, σπουδαίο θεολόγο και επιφανή κληρικό συντηρητικών αρχών, ο οποίος με τα όπλα της πολυμαθείας και της «κεραυνώδους ευγλωττίας του», αμείλικτος εναντίον των φιλελευθέρων ιδεών του Θεοκλήτου Φαρμακίδου, «εκάκισε αναφανδόν το ιδρυθέν εκκλησιαστικό καθεστώς», για τον βίαιο τρόπο με τον οποίον έγινε, «αυτογνωμόνως», (ο ίδιος δεν ήταν κατά του αυτοκεφάλου, αλλά του τρόπου με τον οποίον έγινε),7 φρονών ότι η Εκκλησία της Ελλάδος έπρεπε να ανακηρυχθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αυτοκέφαλος, κατ’ αποκλειστικόν αυτού δικαίωμα. Έλεγε μάλιστα ότι «η περί τον Μάουερ ετερόδοξος αντιβασιλεία μετεχειρίσθη το Έθνος ως βιβλίον παλίμψηστον, εξαλείφουσα παν ό,τι εύρεν εν αυτώ προ τοσούτων αιώνων άγιον και ιερόν, υπό των θείων πατέρων ημών ανεξίτηλον εγκεχαραγμένον, επιγράφουσα δε αυτή βιαίως τας ιδίας αυτής βεβήλους καινοτομίας».8 Τέτοια δε βέβηλη καινοτομία υπήρξε, κατά τον Οικονόμο, το αυτοκέφαλον, χωρίς την προηγουμένη συγκατάθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Είναι δε προφανές ότι το πλαίσιο μέσα στο οποίο ελειτούργησε ο όλος μηχανισμός ήταν η αποδυνάμωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως Εθναρχίας πρώτα και λιγώτερο ως Εκκλησίας, ως θρησκευτικής αρχής.
            Όπως ήταν επόμενο, μετά την κατά τρόπο αυθαίρετο ανακήρυξη του νέου εκκλησιαστικού καθεστώτος, ουδεμία σχέση και επικοινωνία υπήρξε της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρά το γεγονός ότι κατεβλήθησαν κατά καιρούς προσπάθειες επανασυνδέσεως, εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου. Όταν όμως κατά το 1849 απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη ο πρώην Υπουργός των Εκκλησιαστικών Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, κατά την κηδεία του παρέστη και ο Πατριάρχης Άνθιμος Δ΄. Για την πράξη του αυτή η Κυβέρνηση του απένειμε τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, ο οποίος του εστάλη από την Ελλάδα συνοδευόμενος με γράμμα του Προέδρου της Ιεράς Συνόδου, δια του αρχιμανδρίτου Μισαήλ Αποστολίδου. Ο Πατριάρχης εδέχθη το παράσημον, όχι όμως και την επιστολή, διότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν ανεγνώριζε την Ιερά Σύνοδο, απέφευγε δε κάθε επικοινωνία μετ’ αυτής. Το γεγονός αυτό, όταν έγινε γνωστό στην Αθήνα, εδημιούργησε σοβαρό προβληματισμό και συνετέλεσε στην άμεση, εκ μέρους της Κυβερνήσεως και της Ιεράς Συνόδου λήψη αποφάσεων, προκειμένου το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αναγνωρίσει το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μετά από έντονες διαβουλεύσεις απεφασίσθη να αποσταλούν επίσημα γράμματα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την αναγνώριση του ισχύοντος εκκλησιαστικού καθεστώτος της Ελλάδος. Συνεκλήθη Σύνοδος ενδημούσα του Οικουμενικού θρόνου, στην οποία προήδρευσε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος Δ΄ και παρευρέθησαν πέντε πρώην Οικουμενικοί Πατριάρχες, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος, δεκατρείς Μητροπολίτες, κληρικοί και λαϊκοί, και στην οποία ετέθησαν προς συζήτηση τα ως άνω γράμματα. Μετά από εκτενείς συζητήσεις, την 29η Ιουνίου 1850 εξεδόθη «Συνοδικός Τόμος» από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δια του οποίου ανεκηρύσσετο αυτοκέφαλος η Εκκλησία της Ελλάδος και του οποίου οι κυριώτερες διατάξεις ήσαν οι εξής: 1) Η Εκκλησία της Ελλάδος κηρύσσεται ελευθέρα και ανεξάρτητος. 2) Υπέρτατη εκκλησιαστική αρχή «έσται σύνοδος διαρκής, συνισταμένη εξ αρχιερέων, προσκαλουμένων αλληλοδιαδόχως, κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας, πρόεδρον δ’ έχουσα τον κατά καιρόν Μητροπολίτην Αθηνών και διοικούσα τα της Εκκλησίας κατά τους ιερούς κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως». 3) Οι αρχιερείς κατά την Θεία Λειτουργία θα μνημονεύουν της Ιεράς Συνόδου, «αυτή δ’ εν τοις διπτύχοις του τε κατά καιρόν Οικουμενικού Πατριάρχου και των λοιπών Πατριαρχών κατά τάξιν, καθώς και πάσης επισκοπής ορθοδόξων». 4) Θα λαμβάνει το Άγιον Μύρον παρά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας κ.λπ.9
            Η έκδοση του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου έγινε ευμενώς δεκτή στην Ελλάδα. Με πρόταση της Ιεράς Συνόδου σε όλους του Ιερούς Ναούς ετελέσθη δοξολογία, ανεπέμφθη δέηση προς τον Θεόν και ανεγνώσθη «απ’ άμβωνος» ο Τόμος. Μάλιστα στον τότε Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών της Αγίας Ειρήνης προσήλθε αυτοπροσώπως η βασίλισσα Αμαλία, ανεγνώσθη ο Τόμος από τον Μισαήλ Αποστολίδη, ο οποίος με επίκαιρη ομιλία του εξήρε το μέγα γεγονός της αναγνωρίσεως του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
            Ο τότε επίσκοπος των Αθηνών Νεόφυτος Μεταξάς έλαβε τον τίτλο του Μητροπολίτου, η Επισκοπή Αττικής ανεκηρύχθη πρώτη Μητρόπολη της χώρας και ο εκάστοτε Μητροπολίτης «Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδος». Σημειωτέον ότι ο αρχιμ. Θεόκλητος Φαρμακίδης, πρωτεργάτης ως ήδη ελέχθη της ανακηρύξεως του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος και εκφραστής της επιβληθείσης πολιτειοκρατίας, έσπευσε με το περιώνυμο έργο του «Ο Συνοδικός Τόμος ή περί Αληθείας», τον «Αντίτομον», όπως ονομάσθηκε, να επιτεθεί με υπερβολική οξύτητα κατά του Τόμου, τον οποίον εχαρακτήρισε «ύβριν κατά της Ελλάδος» και συνιστούσε την απόρριψή του. Η επικριτική αυτή στάση του Φαρμακίδου επέδρασε κατά την αναδιοργάνωση της εσωτερικής διοικήσεως της Εκκλησίας «διότι η Πολιτεία δεν εστηρίχθη επί των υπό του Συνοδικού Τόμου καθορισθεισών κανονικών βάσεων διοικήσεως της Εκκλησίας».10

3. Δύο έτη μετά την πολιτική ένωση των Ιονίων Νήσων με την Ελληνική Επικράτεια (1864), η Ιερά Σύνοδος εζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την υπαγωγή της Επτανήσου στην δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως συνέχεια του Ελλαδικού αυτοκέφαλου του 1850 και ως φυσική εξέλιξη και επέκτασή του. Αρχικώς προεβλήθη από την Επτάνησο μεγάλη άρνηση και αντίθεση στην εκκλησιαστική αφομοίωση, πρωτοστατούντος του πολιτικού Γεωργίου Τυπάλδου – Ιακωβάτου, αδελφού του Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως του Οικουμενικού Θρόνου Κωνσταντίνου. Μετά από πολλούς αγώνες, το 1866, Συνοδική πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ανεγνώρισε «άνευ ετέρου» ως ακολούθως το κανονικό αυτό δικαίωμα της Εκκλησίας της Ελλάδος: «Επεί δε ήδη του Ιονίου Κράτους ενωθέντος τω Ελληνικώ Βασιλείω, και πάντων των εκείνου πολιτικών πραγμάτων προς τούτο συναρμοσθέντων και αφομοιωθέντων,… κατείδομεν την περί ης ο λόγος ένωσιν της Εκκλησίας της Επτανήσου εύλογον… και φυσικήν ούσαν συνέπειαν της εν τοις πολιτικοίς πράγμασιν αφομοιώσεως, ομολογουμένως απαιτούσης και την Εκκλησιαστικήν».11 Τοιουτοτρόπως προσαρτήθηκαν στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και απετέλεσαν εκκλησιαστικές επαρχίες αυτής και οι Μητροπόλεις των Ιονίων Νήσων.
            Το αυτό επανελήφθη και το 1882, χωρίς καμμία δυσκολία, με αντίστοιχη Συνοδική και Πατριαρχική Πράξη και για τις εκκλησιαστικές επαρχίες της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου, που είχαν προσενωθεί το 1881 στην Ελληνική Επικράτεια. Συνεπώς μέχρι του τέλους των Βαλκανικών Πολέμων υφίστατο στην Ελλάδα μία Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία.
            Όμως, λόγω της τότε κρατούσης εκρύθμου καταστάσεως, δεν τηρήθηκε η ίδια πρακτική και για τις περιοχές εκείνες που προσαρτήθηκαν στην Ελληνική Επικράτεια, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913. Πρόκειται για τις περιοχές της Μακεδονίας, της Θράκης, της Ηπείρου, των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου και της Κρήτης, η οποία σημειωτέον είχε ήδη ένα ημιαυτόνομο καθεστώς, βασιζόμενο σε σύμβαση που είχε συναφθεί το 1900 μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Κρητικής Πολιτείας. Οι περιοχές αυτές υπήγοντο εκκλησιαστικώς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, διό και εγεννήθη πάλι το ζήτημα της αφομοιώσεως των Μητροπολιτικών αυτών επαρχιών με την Εκκλησία της Ελλάδος. Όμως τα δραματικά γεγονότα της εποχής εκείνης, όπως ο εθνικός διχασμός και η Μικρασιατική καταστροφή, παρά τις εκατέρωθεν καλές προθέσεις, επηρέασαν αρνητικώς τις εξελίξεις στο θέμα της προσαρτήσεως των Μητροπόλεων των «Νέων Χωρών», όπως αποκαλούνται μέχρι σήμερα, με τον αδόκιμο αυτόν όρο, οι εκκλησιαστικές αυτές περιοχές.12
            Λύση στο πρόβλημα δόθηκε το έτος 1928, όταν μετά από μακρά διαδικασία, οι εν λόγω εκκλησιαστικές επαρχίες, με Συνοδική και Πατριαρχική πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου,  «παρεχωρήθησαν επιτροπικώς» και «υπό τύπον προσωρινότητος» στην Εκκλησία της Ελλάδος, ενώ πνευματικώς παρέμειναν υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επρόκειτο όμως για μία συμβατική ρύθμιση, ασύμφωνη με τους ιερούς κανόνες, για μία «τραγελαφική κατάσταση» και για ένα ιδιότυπο εκκλησιαστικό καθεστώς,13 που έχει περιπλέξει εκκλησιολογικώς την κατάσταση, τις συνέπειες της οποίας έζησε η Εκκλησία της Ελλάδος το 2004, με τα γνωστά γεγονότα που οδήγησαν σε ρήξη των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
            Σύμφωνα με τον όρο Ε΄ της Πράξεως του 1928, ο οποίος ρυθμίζει το ειδικό ζήτημα των εκλογών των Μητροπολιτών των «Νέων Χωρών», όταν χηρεύσει κάποια μητροπολιτική έδρα στις «Νέες Χώρες», η πλήρωση γίνεται «επί τη βάσει καταλόγου εκλεξίμων, συντεταγμένου από την Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και εγκεκριμένου υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δικαιουμένου και τούτου υποδεικνύειν υποψηφίους», δηλαδή να προσθέτει και να προτείνει προς εκλογήν δικούς του κληρικούς. Αυτό είναι το επίμαχο σημείο που εδημιούργησε και την γνωστή ένταση το 2004 μεταξύ των δύο Εκκλησιών και οδήγησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην επιβολή κυρώσεων στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος και Πρόεδρο της Ιεραρχίας Χριστόδουλο, ήτοι «διαγραφή από τα Δίπτυχα της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και διακοπή της κοινωνίας εν τε τη λατρεία και τη διοικήσει».14 Είναι δε γνωστόν ότι η κρίση εκείνη, μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος, είχε αίσιο τέλος μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις των δύο πλευρών και την επίδειξη φιλαδέλφου πνεύματος.
            Παρ’ ολίγον όμως να διαταραχθούν και πάλιν οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών κατά τον π. Ιούνιο, εξ αφορμής της πληρώσεως της κενής Μητροπολιτικής έδρας των Ιωαννίνων, όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος επρότεινε ως υποψήφιο, κληρικό του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μάλιστα οι εφημερίδες και τα Μ.Μ.Ε. ησχολήθησαν εκτενώς με το θέμα και μίλησαν για «Ιερό πόλεμο για τα Ιωάννινα», για «έντονες παρασκηνιακές διεργασίες και ψυχροπολεμικό κλίμα», που είχε προκαλέσει εντάσεις «στο εσωτερικό της Ιεραρχίας».15 Ευτυχώς όμως το θέμα δεν είχε συνέχεια και τοιουτοτρόπως απεφεύχθη άλλη μία επικίνδυνη διολίσθηση ενός καθαρά εκκλησιαστικού θέματος σε αλλότριες και αντικανονικές ατραπούς.

4. Όμως αποτελεί αναντίρρητο γεγονός ότι η Πατριαρχική και Συνοδική εκείνη Πράξη του 1928 έχει περιπλέξει τις σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και τούτο διότι η Ελλαδική Εκκλησία ζει έκτοτε σε ένα καθεστώς αυτοκεφαλίας, το οποίον δεν ανταποκρίνεται, όπως έπρεπε, στην σύγχρονη λειτουργική και διοικητική της πρακτική. Παρατηρείται δηλαδή στην Ελλάδα ένα περίεργο διοικητικό «μωσαϊκό, αποτελούμενο από τέσσαρα στοιχεία, ήτοι: α) της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, β) της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας στην οποία προσαρτήθηκαν οι Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών», μόνον «ψιλώ τω ονόματι», υπαγόμενες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, γ) της ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης και δ) των Μητροπόλεων των Δωδεκανήσων, εξαρτωμένων απολύτως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Συνεπώς η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος δεν συμπίπτει με την «εν Ελλάδι Εκκλησία», αντιθέτως μάλιστα εμφανίζει ένα πολυσχιδές εκκλησιαστικό διοικητικό σύστημα και είναι η μόνη Ορθόδοξη χώρα στην οποία εφαρμόζονται τέσσαρα διαφορετικά εκκλησιαστικά καθεστώτα.
            Αλλά και η μνημόνευση της Ιεράς Συνόδου, δηλαδή ενός συλλογικού σώματος και όχι του «πρώτου», του εκάστοτε δηλαδή «Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος», πολύ δε περισσότερο δύο εκκλησιαστικών αρχών, όπως συμβαίνει με τους Μητροπολίτες των «Νέων Χωρών», οι οποίοι μνημονεύουν του εκάστοτε Πατριάρχου και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, «θεωρείται από όλους ανεξαιρέτως τους θεολογικούς κύκλους σε διεθνές διορθόδοξο επίπεδο, ως εκκλησιαστικώς απαράδεκτη».16 Όμως, με δεδομένη την αρχή «ελευθέρα Εκκλησία εν ελευθέρω κράτει», η Εκκλησία της Ελλάδος πρέπει να είναι ολόκληρος ελευθέρα, «να συμπεριλαμβάνωνται δε εις αυτήν όλα τα εν Ελλάδι εκκλησιαστικά τμήματα, εξαφανιζομένων όλων των υποδηλωτικών των προσαρτήσεων τεχνικών όρων («νέαι χώραι»), οι οποίοι και από εθνικής απόψεως είναι ολέθριοι».17
            Για τους παραπάνω λόγους έχει πολλάκις επισημανθεί από διαπρεπείς θεολόγους ότι με πνεύμα αγάπης, συνέσεως, αμοιβαιότητος και προ παντός προσήλωσης στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία,18 τα ως άνω τμήματα του Ελλαδικού χώρου πρέπει να συγχωνευθούν απολύτως με την Εκκλησία της Ελλάδος και να μη διαιωνίζεται η εκκλησιαστική αυτή «αναρχία», η οποία, όπως απέδειξε το πρόσφατο παρελθόν, συνεπάγεται και άλλα εκκλησιαστικά κακά. Άλλωστε και τα «δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των Μητροπόλεων των λεγομένων «Νέων Χωρών» είναι ανύπαρκτα, μετά την οριστική και ουσιαστική αφομοίωση με την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.19
            Είναι δε προφανές ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, ισότιμη και ανεξάρτητη ως αυτοδιοίκητη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τηρουμένης της κανονικής τάξεως, ουδέποτε θα παύσει να συνδέεται με σχέσεις «θυγατέρας προς μητέρα Εκκλησία» με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως δεν θα παύσει ποτέ και το Οικουμενικό Πατριαρχείο να είναι Μητέρα και των άλλων Ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών της Βαλκανικής, το ανώτερο πνευματικό κέντρο και το μέσον επικοινωνίας ολοκλήρου του Ορθοδόξου κόσμου.
Ιωάννης Φ. Αθανασόπουλος
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Θρησκευτική και Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. Γ΄, Αθήναι, 1940, σ. 358.
2. Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου, Η Εκκλησία της Ελλάδος, Εν Αθήναις, 19542, σ. 138.
3. Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Παράδοση και Αλλοτρίωση. Βλ. το κεφ. Το Ελλαδικό Αυτοκέφαλο. Εκδ. Δόμος, σ. 230. Πρβλ. του ιδίου: Το Ελλαδικό Αυτοκέφαλο ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα. Περιοδικό «ΣΥΝΑΞΗ» τ. 23 (1987), σσ. 9 κ.ε.
4. Θρησκευτική και Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, ό.π., σ. 359.
5. Πρωτοπρ. Γεωργ. Δ. Μεταλληνού, ό.π., σ. 248.
6. Του αυτού, σσ. 251 κ.ε.
7. Του αυτού, Η εκκλησιαστική αφομοίωση της Επτανήσου ως εξέλιξη του Ελλαδικού Αυτοκεφάλου, Τρίκκαλα, Αθήνα, 2004, σ. 6.
8. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 9ος, στ. 684.
9. Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σσ. 140-141. Θρησκευτική και Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, ό.π., σ. 369.
10. Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 142.
11. Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλλήνου, ό.π., σ. 11.
12. Βλ. «ΔΙΠΤΥΧΑ» της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εκδ. Αποστ. Διακονίας (2014), σ. 319.
13. Βλασίου Ιω. Φειδά, Το «αυτοκέφαλον» και το «αυτόνομον» εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία. Νέα Σιών, τ. ΟΑ΄ (1979), σ. 30. Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, ό.π., σ. 127.
14. Αρχιμ. Χρυσοστόμου Σαββάτου (νυν Μητροπολίτου Μεσσηνίας), Ιστορική θεώρηση της κρίσεως μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, «Εκκλησία», 2004, σσ. 632 κ.ε.
15. Εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 22 Ιουνίου 2014.
16. Πέτρου Βασιλειάδη, Επιστροφή στο Θεολογικό Διάλογο. Η μόνη διέξοδος για την εκκλησιαστική κρίση. «Εκκλησία» (2004), σ. 368.
17. Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, Η αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ελλάδος. Περιοδ. «Ορθόδοξος Σκέψις (1959), σ. 141. 
18. Πέτρου Βασιλειάδη, ό.π.
19. Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, ό.π., σ. 142.


Πηγή: Εφημερίδα «Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ» 

8 σχόλια:

  1. Μήπως έφτασε ο καιρός επιστροφής στις πηγές μας. Αυτό το κατασκεύασμα του Μάουερ και των Βαυαρών και του Φαρμακίδη να καταργηθεί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τον κ. Αθανασόπουλο τον γνωρίζω από τις λαμπρές εισαγωγές του στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος (ημερολόγια ετήσια) καθώς και σε εργασίες του αν δεν κάνω λάθος στο περιοδικό «Εκκλησία». Είναι σπουδαίος ερευνητής και μπάντα με σοβαρότητα και υπευθυνότητα εκφράζει την γνώμη του. στα όσα μας παραθέτει από ιστορικής απόψεως δεν έχω να ειπώ κάτι.
    Μου γενάτε πάντα ένας προβληματισμός γενικότερος. Εμείς οι Έλληνες της Ελλάδας και του Εξωτερικού πάντα το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως το έχουμε ως Ελληνικό. Και κάνουμε αγώνες για να παραμείνει σε ελληνικά χέρια και όχι σλαβικά, τουρκικά ή αλλού. Το ίδιο και για τα άλλα εναπομείναντα πατριαρχεία σε ελληνικά χέρια Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.
    Όταν επί Τρίτση έγινε ο σάλος με την εκκλησιαστική περιουσία η Εκκλησία της Ελλάδας έστειλε –αν δεν κάνω λάθος- αντιπροσωπεία Ιεραρχών για να περιέλθει η Ελλαδική Εκκλησία στην Μητέρα Εκκλησία.
    Υπάρχει συνεχώς μια ένταση. Επί Ιερωνύμου Κοτσώνη, επί Σεραφείμ Τίκκα, επί Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, επί Ιερωνύμου Λιάπη τώρα.
    Ας πάρουμε απόφαση να ξεκοπούμε από την Κωνσταντινούπολή αλλά και η Κωνσταντινούπολή να γίνει Οικουμενική. Να μπορεί να εκλεγεί Πατριάρχης Ρώσος, Αλβανός, Βούλγαρος, Σέρβος, Ρουμάνος, Αυστραλός, Αμερικάνος, Τούρκος κλπ. Τι θα είχαν να που οι ελληναράδες ορθόδοξοι;
    Τότε θα μας άρεσε; Εμείς όμως θέλουμε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χωρτάτο όπως έλεγε η μακαρίτισσα γιαγιά μου.
    Να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Ο κλεφτοπόλεμος κακό κάνει.
    Α. Θ.
    Εκ «νέων χωρών»

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μπλεγμένα πράγματα. Κανένας δεν τολμά ούτε από Φανάρι ούτε από Γενναδίου να κάνει κάτι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Η Πατριαρχική Πράξη του 1928 είναι νομοκανονικό τερατούργημα, μοναδική περίπτωση στην εκκλησιαστική ιστορία, και αυτή είναι η πηγή όλων των κακών. Ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος τη δέχθηκε επειδή υπέστη πολιτικές πιέσεις, και ιδού το αποτέλεσμα. Μεσοβέζικες "λύσεις" που εγγυώνται τη δημιουργία προβλημάτων εσαεί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Το ζήτημα αυτό μπορεί να ρυθμιστή με νηφαλιότητα. Ποτέ όμως σε εποχή έντασης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

  6. Νά δοξάσουμε τον Θεό πού υπάρχει ώς ανεξάρτητη-αυτοκέφαλη η Εκκλησία τής Ελλάδος καί δεν έχουμε επί κεφαλής μας Πατριάρχη τύπου Βαρθολομαίου...
    Θά μάς έβρισκε σάν ποίμνιο ( μιά καί τώρα δέν έχει ) καί θα μάς είχε κάνει οικουμενιστές καί Παπικούς ώς πού να πείς "κύμινο".

    Καί ερωτώ : Ποιός Αρχιερέας θα μπορούσε να τού αντιμιλήσει;

    Τά γεγονότα με τήν ταφή τού μαχητικού Θεολόγου Νικολάου Σωτηρόπουλου πού ούτε μετά θάνατον δεν ήθελε να τον συγχωρήσει δίνοντας εντολή να τον θάψουν σάν ψόφιο σκυλί έξω από το Νεκροταφείο δείχνουν τό βάθος τών συναισθημάτων αυτού τού σοφού ( ; ) καί ήπιου εξωτερικά ανθρώπου.

    Πολύ φοβάμαι ότι άν ζήσει καί άν ζήσουμε επί εποχής Αντιχρίστου, τότε μιά εντολή τύπου "δεύτε προσκυνήσομεν καί προσπέσωμεν, ήλθε ο Χριστός επί τής γής" δέν θα μάς ήταν καθόλου περίεργη...

    Αττικός

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Είσαι σίγουρος για τα όσα γράφεις Αττικέ. Διασταύρωσε τις πληροφορίες σου. Εγώ άλλα γνωρίζω.
    Αχαιός

    ΑπάντησηΔιαγραφή

  8. ΠΡΟΣ
    18 Σεπτεμβρίου 2014 - 11:06 μ.μ.
    ==============================
    ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΚΕΠΑΖΟΝΤΑΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ...

    ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΤΟΝ Ο.Τ. ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΚΑΙ ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΘΕΙΤΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ...

    ( υπάρχει καί στό διαδίκτυο )
    =================================

    «Ἡ Ἐκκλησία πενθεῖ διά τήν κοίμησιν τοῦ ὁμολογητοῦ θεολόγου Ν. Σωτηροπούλου

    ΕΣΒΗΣΕ ΜΙΑ ΕΚ ΤΩΝ ΦΩΤΕΙΝΟΤΕΡΩΝ ΛΑΜΠΑΔΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.
    ΠΡΩΤΟΦΑΝΗ ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑ ΑΝΤΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΕΠΕΔΕΙΞΕ ΤΟ ΦΑΝΑΡΙ ΔΙΩΚΟΝ ΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ!»

    «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» --12 ΣΕΠΤ.2014

    ΑπάντησηΔιαγραφή